Fractal

Τρίτοι άραγε από της αληθείας;

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

margetiΠρώτη ανάγνωση του βιβλίου της Αναστασίας Μαργέτη «Τρίτοι από της αληθείας», εκδόσεις ΑΩ, 2015

 

«Καθρέφτης του κόσμου / η θάλασσα. / Το φως μια αντανάκλαση. // Συνεπώς / βρίσκεσαι / τρίτος από της αληθείας».

Γιατί «τρίτος από της αληθείας»; Ποιοι είναι «τρίτοι από της αληθείας»; Όπως εξηγείται στις σημειώσεις, στο τέλος του βιβλίου, ο Πλάτων «πρέσβευε ότι ο κόσμος, όπως γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων, αποτελεί … αντανάκλαση των αληθινών όντων, που είναι οι ιδέες» (Ιδέες-Αλήθεια-Πρωταρχικά, Αισθήσεις-Δεύτερη Αντίληψη). «Ο ποιητής … λειτουργεί ως μιμητής και αντιγράφει … τα είδωλα των ιδεών. Άρα βρίσκεται «τρίτος από της αληθείας» και «εξορίζεται από την «Πολιτεία του Πλάτωνα», παρόλο που ο Πλάτων αναγνώριζε τον Όμηρο ως καλό ποιητή! Οι ποιητές, κατά την Αναστασία Μαργέτη (Α.Μ. στη συνέχεια), είναι «τρίτοι από της αληθείας»; Προς τι ο τίτλος;

Αν ναι, τότε πώς θα επιτευχθεί η «αρετή»; Ο Πλάτων θεωρεί ότι «η φιλοσοφία είναι η μόνη οδός που μπορεί δια του ορθού λόγου να καταδείξει την αλήθεια…».

Το θέμα είναι μέγα και η ανάλυσή του ξεφεύγει των προθέσεων της παρούσας.

Γιατί όμως η Α.Μ. διάλεξε την ποίηση στο πρώτο της βιβλίο και όχι την φιλοσοφία, με την οποία οι σπουδές της σχετίζονται περισσότερο; Ίσως να νιώθει πως η Ποίηση είναι αυτή που μπορεί να ανοίξει τους ανθρώπινους ορίζοντες παραπέρα, όντας ελεύθερη να μεταβαίνει από το πραγματικό στο φανταστικό (από το ον στο μη ον) , από το ένα στο άλλο, από το γήινο στο Θείο. Ίσως να διαισθάνεται πως η Ποίηση είναι αυτή που μπορεί να στήνει γέφυρες μεταξύ όλων των κόσμων, κάποιες από τις οποίες περνά ο Ορθός Λόγος και πάει παραπέρα.

Ίσως ακόμη, για το λόγο που λέει η Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ :

«Γιατί γράφουν οι άνθρωποι ποιήματα; / Για να τα ’χουν όταν το φως τους σβήσει η φύση»1

«Τι είναι η ποίηση και πού βρίσκεται;» αναρωτιέται στο ομότιτλο ποίημά της και η Irena Conti:

«… άρα η ποίηση είναι ο χρόνος που πέρασε / … Άρα η ποίηση είναι ο χρόνος που διαρκεί /… Άρα η ποίηση είναι ο χρόνος που θα ’ρθει / …/ Είναι παντού / κι εκεί / όπου όπως φαίνεται δεν την βρίσκεις» 2

Ποίηση και Φως, Ποίηση και Χρόνος, Ποίηση και Χώρος. Ζητήματα τόσο φιλοσοφικά όσο και ποιητικά.

 

Το βιβλίο, ισορροπεί οριακά μεταξύ Ποίησης και Φιλοσοφίας, κάτι που το ίδιο αποκαλύπτει σε ένα υποψιασμένο αναγνώστη και στο προλόγισμα και στις επιλογικές σημειώσεις.

Τα θέματα που καταπιάνεται είναι πολλά. Τα βασικά ερωτηματικά που απασχολούν φιλοσόφους και ποιητές τίθενται στις πρώτες κιόλας σελίδες και φανερώνεται η αγωνία να κατανοηθούν τα φαινόμενα αλλά και να σταθούν οι όποιες απαντήσεις- θεωρίες χωρίς να αλληλοαναιρούνται, ταιριασμένες μοναδικά στο παζλ της ζωής, έχοντας ταυτόχρονα συναίσθηση της πεπερασμένης για τον άνθρωπο διάστασης του χρόνου:

«Όμως θέλω να τολμήσω / … / να προλάβω / να τεχνουργήσω τη συγκόλληση / ολόσωμα να ψηλαφίσω / την άλλη όψη υγρών χρησμών // το πώς και το γιατί /  να ερευνήσω».

Καλούμαστε να το πράξουμε βιώνοντας το σκληρό περιβάλλον της καθημερινότητας, την ώρα που «μέσα σε καθημερινούς / ωκεανούς αμφιθυμίας / ερίζουμε για το πηλίκο / ή έστω / το υπόλοιπο», σε ένα «Ομιχλώδες σκηνικό / κοινού φαντασιακού / υπό κατάρρευση», όπως άλλωστε ήταν και η «Εδέμ» (βλ. ομότιτλο ποίημα).

Από την ανακάλυψη της φωτιάς, η ποιήτρια περνάει σε άλλες φωτιές:

«Με πυροτεχνήματα νυχτερινά / … / σαγηνεύει / του Εσύ τη σκοτεινιά».

Για την βία των αδίστακτων ανθρώπων που εκτονώνονται ή ηδονίζονται με το να «καίουν» τους άλλους, έχει μια συμβουλή:

«Ας μάθαιναν / πώς να υποδαυλίζουν / τις φωτιές / πώς να τις συντηρούν / σε ραψωδίες επικές».

 

Ο έρωτας; Από τα κοινωνικά στεγανά:
«Του Έρωτα αναλαμπή / σε κήπο απαγορευμένο. / Αναγεννησιακή η χαρά. / Μεσαιωνική η ενοχή», περνάει στην ουσία, στην Ομορφιά, Ποιητικά ερχόμενη Πρώτη Εντός της Αληθείας Αυτού και όχι τρίτη:

«Ναι στο ταξίδι θα πω /  ανεμίζοντας / στην αισιοδοξία / του πράσινου».

Αμέσως μετά όμως, στην επόμενη κιόλας στροφή, πριν καλά καλά απολαύσει τη χαρά, οι πεποιθήσεις αναδύονται με τη μορφή της ανασφάλειας, του φόβου της μοναξιάς και της επικράτειας του σκότους, αλώνοντας την ύπαρξη:

«Ανάμεσα στις πινελιές / ταξιδεύει πάλι / μόνη αυτή. Προς την πλευρά του ερέβους».

Πώς έτσι; Σε άλλη θέση, το δηλώνει εντίμως:

«κακοφορμισμένες ήδη / παγίων πεποιθήσεων οι πληγές».

Η Χριστίνα Καραντώνη, έχει και εκείνη από τριετίας δηλώσει σχετικά:

«Και η ζωή μας παραπαίει / Αναποφάσιστη ακόμα / αν τραγικού είναι μίμησις // ή πέρα για πέρα τραγωδία»3.

 

Αναστασία Μαργέτη

Αναστασία Μαργέτη

 

Οι εραστές, παρουσιάζονται ως «ΜΑΡΙΟΝΕΤΤΕΣ» στο ομότιτλο ποίημα. «Διασχίζουν με ορμή» «την ώχρα του θανάτου» , «αξιώνουν / το κατ’ εικόνα / με το καθ’ ομοίωσιν / να ενωθεί». Η ποίηση της Α.Μ. είναι σε άμεσο διάλογο με τα φιλοσοφικά και πανανθρώπινα ζητήματα της «στιγμής», του «θανάτου», της «αιωνιότητας», του «έρωτα».

Αναφέρεται και σε αυτούς που είναι συντονισμένοι με την πανάρχαιη, αντανακλαστική σχεδόν συμπεριφορά εκείνου του ανθρώπου, ο οποίος καθώς δεν μπορεί να αντέξει την αγάπη, την ανιδιοτέλεια και το μοίρασμα ζωής, αντιδρά βίαια για να νιώσει κυρίαρχος (αφού δεν έχει μάθει να μοιράζεται εν ειρήνη), να νιώσει ασφαλής, επιβεβαιωμένος. Αποδίδεται θαυμάσια στο ποίημα «ΚΑΝΟΝΕΣ»:

«Το σκότωσε και αυτό / όπως και τα άλλα. / Χωρίς καμιά εξαίρεση. / Σκοτώνει ό,τι αγαπά». Στο θέμα αυτό επανέρχεται βάζοντας και την παράμετρο του φόβου.

Δεν αρκείται όμως στις διαπιστώσεις. Ερευνά το θέμα φιλοσοφικά, με ποιητικό τρόπο. Δεν κρύβει πως η απουσία αγάπης, ξεκινά πολλές φορές από πολύ νωρίς, από τον ομφάλιο λώρο κιόλας, ο οποίος φέρεται και ως τίτλος ποιήματος παραλλαγμένος σε «εμφύλιος» αντί «ομφάλιος»:

«Εκεί ο πόλεμος / δεν γίνεται πατέρας κανενός. / Μόνο φονιάς. / Της ύστατης αθωότητας». Οδυνηρή παραδοχή.

Ατυχώς, είναι πολλοί όσοι νιώθουν όπως και η ίδια η ποίηση πολλές φορές:

«Άβολες οι αλήθειες της / τη σφίγγουν στο λαιμό».

Ευτυχώς η Πεμπτουσία του έρωτα αποτυπώνεται σε «ΑΓΓΕΙΩΝ ΑΠΟΨΕΙΣ»:

«Ερυθρόμορφες / στιγμές / αιωρούνται στο μελανό / όταν του έρωτα η ορμή /  -παράνομα θαρρείς – / φέγγει στο έρεβος του νου / και με συνάψεις τολμηρές /  ζωοποιεί / στη λάσπη του πηλού / σώμα κι αίμα».

Ομολογείται η μετουσιωτική δύναμη της αγάπης που επιδρά σε όλα:

«Σκληρή κρυστάλλινη / ολέθρια κοφτερή / η αλήθεια της δικαιοσύνης / χωρίς αγάπη».

Αλλιώς να αποδίδεις και να εφαρμόζεις δικαιοσύνη με αγάπη και αλλιώς χωρίς.

 

Από τι ακόμα συντίθεται ο άνθρωπος; Μα, από μνήμες. Τι είναι οι μνήμες για την ποιήτρια; «Άυλα επιτύμβια ανάγλυφα / που στοιχειώνουν / τα αίθρια των Μουσείων».

Η Βίκυ Δερμάνη, λίγα χρόνια πριν, μίλησε και εκείνη για τις μνήμες:

«οι μνήμες των αφανισμένων που συνταίριαξαν / με τις νεκρές αισθήσεις των ζωντανών // η ζωή μας όλη ένα ταξίδι δανεικό»4.

 

Τι άλλο βλέπει η Α.Μ. στην ανθρώπινη ψυχή; Φόβο, συνδυασμένο με συμπεριφορά εύκολης απόρριψης και καταδίκης, χωρίς πολλά πολλά, ως ένα μέσο απαλλαγής από αυτόν:

«Όσα φοβάσαι / … τα καταδικάζεις / συνεχώς / σε θάνατο». Επανέρχεται στο «Σκοτώνει ό,τι αγαπά». Παράλληλα,

«Του φόβου η φρόνηση / … / θεμελίωσε τετράγωνα ορθολογικής ρυμοτομίας».

Την προσωπικότητα, «τις μεγάλες νύχτες / τη λυγίζουν φόβοι χθόνιοι».

Τριπολική σχέση [έξωθεν επιβεβλημένων στερεοτύπων]-[μοναξιάς]-[φόβου]:

«Πνίγεσαι σιωπηρά βράδυ-πρωί / με στερεοτύπων λογικές / καθηλωμένος / σε μοναξιά ανελέητη /  σε απραξία τέλεια / στου φόβου την ειρκτή».

Η Μαρία Λαϊνά, αισθάνεται επίσης τον φόβο:

«Φόβος / χειρότερος πάντα / ρόδινος φόβος / πριν τι, από τι / ο φόβος του φόβου / ο φόβος μη σε παραλύσει»5 .

Η Κατερίνα Γώγου, αναφέρεται στην μοναξιά με σκληρό αλλά αληθινό τρόπο:

«Η μοναξιά / η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω / είναι τσεκούρι στα χέρια μας / που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει»6

 

Πώς αντιλαμβάνεται το παρελθόν η ποιητική συλλογή;

«Αγέλαστη / φορά κατάσαρκα / το ίδιο παρελθόν. / Και στρέφει το βλέμμα / στο αμίλητο», αλλά και

«Το παρελθόν εγκιβωτισμένο / σε αρχεία φαντασιακής υπόμνησης». Επίσης:

«Τους χειμώνες / αφουγκράζεται στη σκοτεινιά / το χρόνο που παλιώνει».

Συνεπώς παρελθόν-αμίλητο-φαντασιακή υπόμνηση-χρόνος που παλιώνει.

Η Νέλλη Ανδρικοπούλου, προσθέτει από τη δική της σκοπιά:

«ωστόσο, κάτι πιάναν απ’ τον άνθρωπο / εκείνες οι χλομές φωτογραφίες / … / κάτι που χάθηκε / που το πετάξαμε, και που μας λείπει»7

 

Πώς αντιμετωπίζεται γενικότερα ο Χρόνος στην ποιητική συλλογή;

«Ο χρόνος σου έχει άπειρες στιγμές ψεύδονται γελώντας σε οι αισθήσεις».

Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει και ταφικό επίγραμμα. Λιτό, σαφές, υπαινικτικό, πλήρες. Το κόμμα απουσιάζει, όπως ο χρόνος που δεν παίρνει ανάσα.

Εκφράζεται με ποίηση κι ας «πάλιωσε πάνω της / του ρόλου / το κοστούμι». Ποίος τρόπος θα ήταν προσφορότερος για την λακωνική διαπραγμάτευση του χρόνου ει μη ο ποιητικός;

Η Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου, λέει για το ταξίδι του ανθρώπου στα μονοπάτια του χρόνου:

«για πού αλήθεια ταξιδεύουμε / καθώς διαφαινόμενη η στενωπός / εκμαγεία στήνουν να χυθούμε / παντού να χωρούμε8

Σημειώνω εδώ πόσο αρμονικά «δένουν» τα «εκμαγεία» της κ. Ξυνογιαννακοπούλου με τα «επιτύμβια ανάγλυφα» της κ. Μαργέτη.

Γίνεται αυτό το ταξίδι χωρίς απώλειες; Η Α.Μ. παραδέχεται:

«Και οι απώλειες κάθε ημέρας σωρηδόν».

Το «τώρα» της κάθε ημέρας; Υπό διερεύνηση, πιθανώς διαλογισμού:

«Τώρα / ενδύεται / τη σιωπή. // Αφουγκράζεται / του ενεστώτα / τα ενδεχόμενα», ενώ:  «Στην κοινωνία των εμμονών / ο χρόνος / ενεστώτας διαρκώς».

 

tritoi

 

Υπάρχει έξοδος; Βοηθά η φιλοσοφία; Η Ποίηση; Η αυτογνωσία; Απαντά η ίδια:

«Ένδον σκάπτω / ανακαλύπτοντας / ογκόλιθους φόβου» (γι αυτό και στάθηκα ιδιαίτερα στον φόβο παραπάνω). Το ένδον σκάπτε σε σύμπλευση με το γνώθι σαυτόν.

Πώς το κάνει; Σε άλλο ποίημα («ΠΡΑΚΤΙΚΑ») αποκαλύπτει:

«Ταπεινά / κοινωνώντας το Εγώ» ενώ συναντιέται και με τον Αριστοτέλη, μιας και απευθυνόμενη σε γ΄ πρόσωπο λέει:

«Στην επικράτεια του Εμείς / με σωφροσύνη / πολιτεύεσαι».

Τονίζει το «εμείς». Ευτυχώς. Υγιές να τονίζει η ποίηση το «εμείς» αντί να εκμεταλλεύεται διαρκώς τον «πιασάρικο» πόνο του «μόνος» και της «απώλειας» και να στέκεται αποκλειστικά σε αυτόν. Μοναξιά αλλά και λύτρωση: ΕΜΕΙΣ.

Στο ποίημα «ΤΗΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΗΣ», ένα «ζευγάρι ερωδιών / ελεύθερο / από των ίσκιων την πολιορκία / αναζητάει στο εμείς / της ευδαιμονίας την ουσία. // Μέμνησο ψυχή, της Αρετής / και σπάσε τους καθρέφτες».

Αρετή, Τόλμη («σπάσε»), Ελευθερία («ελεύθερο»), ιδού η συνάντηση και με τον Α. Κάλβο.

 

Το βιβλίο της Α.Μ. είναι μια διαφορετική από τα συνηθισμένα συλλογή ποιημάτων. Από τον παράξενο τίτλο ως την παράξενη γραμματοσειρά, από τις πολλές αναφορές σε Πλάτωνα, Αριστοτέλη, σε «κλασσικούς» φιλοσόφους, ποιητές, στοχαστές ως την δική της άποψη, από την ακροβασία μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας ως τα ένθετα σχέδια της Λίτας Μαυρογένη με άλογο και καβαλάρη (ίσως παραπομπή στην συνδεδεμένη πορεία α-λόγου και λογικής), καταπιάνεται με ζητήματα που παραμένουν φλέγοντα αιώνες τώρα, όπως ο χρόνος και οι υποδιαιρέσεις του (τώρα, παρελθόν-μνήμη, θάνατος, αιωνιότητα), ο έρωτας, οι πεποιθήσεις, ο φόβος, η μοναξιά, η ανασφάλεια, ο κοινωνικός βίος, κ.α.

Ο λόγος της είναι προσεγμένος, σαφής, περιεκτικός στα όρια συχνά του «επιγραμματικού». Το βιβλίο εν συνόλω στέκεται όχι μόνο ποιητικά αλλά και ως συλλογή μικρών δοκιμίων φιλοσοφικού προβληματισμού.

 

Τι ρόλο παίζουν οι ποιητές; Έχει σημασία αν είναι τρίτοι, δεύτεροι ή πρώτοι στην αλληλουχία της απόστασης από την Αλήθεια; Όσο κοντά ή μακριά κι αν είναι οι ποιητές από την Αλήθεια, υποφέρεται η ζωή χωρίς ποίηση;

Μήπως τελικά η Ποίηση είναι η γέφυρα της ανθρώπινης διάστασης προς την διάσταση της Αλήθειας ( α + λήθη ) ενώ ανάμεσα σε αυτές τις δυο όχθες, κυλά το ποτάμι της ζωής, όπως πιστεύω εγώ; Μήπως έχει σημασία, όποιος εκφέρει δημόσια λόγο, να είναι εντός της «Αληθείας» του και να μη φορά «μάσκες» στην προσπάθειά του να μην «εξοριστεί» και να παραμένει αρεστός;

 

Πώς θα πορευτούμε εμείς αλλά και η ίδια στη συνέχεια; Προτείνει:

«Τώρα / διαλεκτικός προσανατολισμός / στην αρχιτεκτονική του χρόνου / τη γλυπτική του μέτρου / εφευρίσκοντας».

 

Τέλος, παραθέτω ένα αντιπροσωπευτικό κατά τη γνώμη μου δείγμα λόγου:

ΤΑ BLUES

Είναι κάτι όχι

αναπότρεπτα

μετέωρα

στων ματιών το διάφανο φως

χωρίς φόβο ή πάθος

ετυμολογημένα

παρά με άγνοια

φροντίδα και αυταπάρνηση.

 

Αφού και ο χώρος

και ο χρόνος

τελικά διαιρούνται.

Και δεν προκύπτει υπόλοιπο.

 

Ποιητικό αίτιο

απόδρασης

από του Εγώ

τη νοσηρότητα.

 

 

 

Σημείωση: Στην προσέγγιση που προηγήθηκε, ομίλησα ως αναγνώστης. Στις προσωπικές μου απόψεις που εκτίθενται εδώ, ακολουθώντας το πολύτιμο παράδειγμα του ποιητή Γιώργου Δουατζή, παρακαλώ να προτάσσεται νοερά η φράση «νομίζω πως». Άλλωστε, ασφαλέστερος κριτής της ποίησης είναι ο χρόνος.

 

 

 

___________________________________________________________________

Αναφορές:

1. Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Η Γιαννούσα κι ένα ποίημα, Ποίηση, 1963-2011, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2014, σελ. 301

2. Irena Conti , Τι είναι η Ποίηση, Poesie Scielte, μετάφραση Αλκή Τσελέντη, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα, 1995, σελ. 15.

3. Χριστίνα Καραντώνη , Τα ευφωνικά, Πάθη Συμφώνων, εκδόσεις Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2014, σελ. 40

4. Βίκυ Δερμάνη, Η ζωή μας όλη, Με μια φλόγα όπως πάντα, εκδόσεις ΑΩ, 2012, σελ. 43

5. Μαρία Λαϊνά, Σε τόπο ξερό, ενότητα Ο χρόνος, Ποιήματα 1970-2012, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015, σελ 221 .

6. Κατερίνα Γώγου, Η μοναξιά, ενότητα Ιδιώνυμο, Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε, Ποιήματα 1978-2002, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2013, σελ. 73.

7. Νέλλη Ανδρικοπούλου, Παλιές φωτογραφίες, Νοοπαίγνια, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2005, σελ. 52

8. Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου, Να με αθωώσει, συλλογή Πέμπτη Εποχή, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2012, σελ. 40

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top