Fractal

Τρεις ιστορίες fractal: Φθινοπωρινή σπουδή | K.Γ. | Κατάλογοι

Του Απόστολου Θηβαίου // *

 

 

 

Φθινοπωρινή σπουδή

Το πελοποννησιακό μου

όνειρο

που τέλειωσε

Γ. Μαρκόπουλος

 

 

Πελταστές

Η Μαρία είναι ένα κορίτσι ίδιο με κάθε άλλο. Κατάγεται απ’ τα χωριά που ζουν στις κορυφές. Διαθέτει φιλοδοξίες και τ’ όνειρό της αρχίζει και τελειώνει πάντα μες στην καρδιά μιας σπουδαίας πολιτείας.

Ντύνεται λαϊκές φορεσιές και παρελαύνει γεμάτη περηφάνια στρέφοντας το πρόσωπό της κατά μέτωπο στα ρεύματα του καιρού. Την ονομάζουν με χιλιάδες ονόματα και για χάρη της θα μπορούσαν να χιμήξουν οι στρατιές. Τις Κυριακές μόνη, δίχως σκοπό περιφέρεται στα παρασκήνια της Ελευσίνας. Σκύβει, πίνει νερό απ’ τις όχθες μιας λίμνης, ελεύθερη κυματίζει και χάνεται μες στα μυστήρια. Η βουνίσια ομορφιά της, τα χαρακτηριστικά της που τα προίκισε το θαύμα της πηγής θα συντρίψουν μια μέρα την πόλη μας. Μετρά με τα βήματά της τούτο το μικρό λιμάνι. Ώσπου να βγουν τα άστρα και να φέξουν με τα δυο τους πρόσωπα, ώσπου να καταρρεύσουν όλες οι νύχτες της ζωής της θα έχει προσθέσει στην ομορφιά της χρόνο και αγωνία. Η φθορά των τάξεων δεν την αφορά. Γιατί κατέχει μια απέραντη ομορφιά, βγαλμένη από έπη παλαϊκά του ωραίου και του δυνατού. Και ακόμη, γιατί μες στην καρδιά της κρατά φυλαγμένη μια ιδέα αγάπη για τους εραστές της. Σπάνια παιδιά που εναλλάσσονται όπως οι πολιτείες στο φόντο ενός γρήγορου βαγονιού κατακαίνε την ψυχή της. Η Μαρία του Χιονιού και ένα σωρό εκκλησιαστικές πιετά, κρατούν φυλαγμένη την ταυτότητά της μες στην απέραντη επαρχία.

Δεν το γνωρίζει μα πατρίδα της είναι οι ναϊσκοι που αντέχουν μ’ ένα βυζαντινό οικόσημο και το βαθύ σεβασμό του ορατού. Τίποτε δεν γνωρίζει η Μαρία έτσι όπως εξέρχεται των πόλεων μ’ ανεμίζοντα φουστάνια και βαθυγάλαζα κουρέλια.

Όλα τα ‘χουν θρέψει τα δυο της μάτια. Πάντα να έρχεται απ’ έναν δικό της δρόμο, πάντα μ’ άλλη γλώσσα, άλλη απ’ του φιλιού. Η Μαρία είναι θεμελιωμένη πάνω στο λευκότατο μάρμαρο. Θυμίζει τις υδρίες που καταδικάστηκαν να φυλάττουν τις στοές και τα πάθη, θυμίζει ανάπαιστους και επιθαλάμια λησμονημένα μες στην αστική μυθολογία. Στα πέτρινα βιβλία με το λάμδα και με το ε είναι γραμμένη ολόκληρη η ζωή της. Τι και αν φορά εγγλέζικα υφάσματα, τι και αν ποντάρει σε στιγμές ισχνής αδυναμίας ένα ολόχρυσο κειμήλιο στους χαμένους αγώνες. Τι και αν κρατά από τις αρμένικες συνοικίες που έσβησαν κάτω απ’ την ιστορία Παραμένει ιδεώδης και ωραία, παρά τους χιλιάδες της χειμώνες. Στον λαιμό της φορά δεκάδες χάλκινα περιδέραια. Πνευστές ελπίδες

ζωντανεύουν το πεθαμένο της νεύρο. Δείχνει στον κόσμο τους αληθινούς, κρεμαστούς κήπους.

Ανήκει στα θέατρα, για να ποζάρει α λα Μπλανς Ντυμπουά και Γκόλφω μ’ ανείπωτη θλίψη και έξαψη. Την καρδιά της τη συγκρατούν ιστία και αναδυόμενοι κισσοί καθώς περνά έξω απ’ τη Σαντορίνη. Τ’ όνομά της το κλέβουν τα κύματα και όλο το ταξιδεύουν. Εντός της κρύβει την αδιάψευστη ομορφιά των ιδεών.

Και ας μην το νιώθεις Μαρία στρέφεις πάντα τα νώτα σου στον χαλασμό.

Μαρία, κρατάς μυστικό;

Κρατώ.

Κάτω στον μόλο, ανάμεσα στα φώτα της ταβέρνας τινάζει τα φτερά της η βαθύτερη ψυχή μας.

Κρατώ.

Στην καρδιά του ναυαγίου, σφραγισμένο στ’ αδειανό βουητό της οικουμένης, Μαρία κοιμάται το τρυφερό σου αστέρι.

Κρατώ.

Γαλάζια Μαρία, Αλκμήνη, Φανή, Ανθηδόνα μου με τους σπασμένους σου θρόνους, με τις ολονυχτίες, με τα θραύσματα και τα φιλιά σου.

Κρατώ.

 

 

 

Κ.Γ.

Οι φοιτητές της Γένοβα μοιάζουν ευτυχισμένοι. Όλα τους τα σχέδια παραμένουν ζωντανά, η ακμή τους υπακούει στον νόμο του τόξου. Στην μεσαιωνική συνοικία ζουν τους έρωτές τους. Κόντρα σε όλους τους εχθρούς, πολεμούν για την ελευθερία τους, με κάθε μέσο αγωνιούν, όλες τους οι έγνοιες έγιναν αυτή η ελευθερία. Με τη χάρη του θεού που ποτέ δεν αγάπησε τις επιστήμες, θα αντιτάξουν τις συνειδήσεις τους. Ως εδώ θα πουν και οι εχθροί τους μετέωροι θα χαθούν και εκείνοι μες στο όραμα.

Πέρασα χθες απ’ την σχολή. Βρήκα τους επιστάτες και τα χαρτιά που ανέμιζαν δίχως λόγο, τ’ ανοιχτά παράθυρα στους κήπους. Άκουγα τον παλμό και βάδιζα, νιώθοντας πια διάφανα πού χτυπά η καρδιά αυτού του κόσμου. Βήμα το βήμα κέρδιζα τον εαυτό μου, έλεγα ριψοκίνδυνο πράγμα τ’ όχι, θυμόμουν τους ποιητές και την πλάνη τους, τους στίχους που σπάραζαν. Έλεγα μέσα μου σκοπούς πρωτοφανέρωτους, μουσικές που ακούγονται με το αίμα. Αναγνώριζα στ’ αδιέξοδα τους συλλήπτορες.

Οι στρατιώτες δεν μιλούν τη γλώσσα μας. Μας κοιτούν αδιάφορα, σαν να μην κατορθώνουν να διαβάσουν το ύφος μας. Με τα πολυβόλα τους, με τις ωραίες στολές που θ’ απομείνουν για πάντα στάχτες του Λεραίν, έρχονται να μας κατακτήσουν. Μια άλλη, μεγαλύτερη σημασία έδωσαν στον χτύπο της καρδιάς μας και δίχως δισταγμό ήρθαν για να μας συνετίσουν.

Οι περισσότεροι φοιτητές έχουν περικυκλώσει τα άρματα. Μικρή, ευέλικτη ιστορία αυτού του κόσμου που ανοίγεις δρόμους παντού, που κάποτε χαράζεις το δέρμα σου στις λεωφόρους της του κόσμου. Για το τίποτε, οι νεκροί, λοιπόν, όλες εκείνες οι πομπές, τα μεγάφωνα, οι συγκρούσεις μες στις ομίχλες, για το τίποτε. Ξανά Βαστίλη, Μαδρίτη, Αθήνα, Μπιλμπάο, ξανά τα δεκάδες χιλιάδες σώματα που κυλούν και η βαθιά λαγνεία μιας άνοιξης.

Στη μνήμη εκείνης της ριψοκίνδυνης άνοιξης, εκείνης της ανάγκης, σαν συνήθεια ελληνική, υψώθηκε ταπεινό το μικρό, περιποιημένο εικονοστάσι. Με την εικόνα του αγίου και τα σύνεργα της προσευχής. Σε κάποια γειτονιά καθολική. Το ‘φτιαξε κάποιος φοιτητής από την Αθήνα, ένας νεαρός που ‘νιωσε την προδοσία βαθιά μέσα του και δίχως άλλη σκέψη, διέθεσε τον εαυτό σε μια από εκείνες τις ιδέες που δεν χωρούν σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτός, βούτηξε στο φως, σαν χελιδόνι και έζησε περισσότερο.

Η Κατερίνα κάποτε είπε πως τέτοιες πράξεις θα μπορούσαν να ξυπνήσουν τους ενοίκους της γης. Η Κατερίνα, όμως ήταν ευαίσθητη και δεν θ’ άντεχε τόση αλήθεια.

 

 

 

Οι κατάλογοι

Σφράγισε το δωμάτιο. Οι φάκελοι με τα παλιά χαρτιά, τα σχέδια, οι σκόρπιες λέξεις δεν θα ‘ναι ποτέ νεκρές φύσεις. Κάποτε θα τραγουδήσουν μέσα απ’ τον δικό τους κόσμο. Όμως τώρα, ολόκληρες σειρές ονομάτων θ’ αποκοιμηθούν. Το εργαστήριο αυτό ήταν μια κόλαση. Πόσες μάχες στους υγρούς τοίχους, πόσες ήττες, πόσα χαμένα χρόνια στοίχημα στο γύρισμα του μέτρου.

Έτσι ξαφνικά, εγκατέλειψε όλους τους ποιητές. Υποκλίθηκε σοβαρά, νιώθοντας μια απέραντη αγάπη για εκείνα τα φυλαχτά. Ακολούθησε τον άνεμο και τις πιο μικρές παραβολές.

Το σχήμα του χαράχτηκε στα πράγματα. Μέσα του αγαπήθηκαν ο πόθος και η νύχτα.

Περπάτησε ως το λιμάνι. Του πήρε χρόνια, ο κόσμος γέρασε στο πέρασμά του.. Η μοίρα του είναι να υποφέρει έξω απ’ αυτήν την πολιτεία.

Ένα πλοίο φεύγει. Είναι ένας σύγχρονος Αργοναύτης, τα ύφαλά του είναι κατακόκκινα σαν σπλάχνα ανθρώπου. Ποντάρει πως θα κερδίσει όλες τις καταιγίδες, πως θα βρει τον δρόμο του για το Σαντιάγο. Με τίποτε δεν είναι φορτωμένο έξω από ανθρώπους καταδικασμένους.

Μετά από μέρες ο επιστάτης, βγαλμένος απ’ τους χαλκούς του Σαν Ιζίντρο, τον διέγραψε απ’ τους καταλόγους. Το πλοίο είπαν, το αγάπησαν οι θάλασσες. Τα κατακόκκινα του ύφαλα, που είναι όμοια με τα σωθικά αυτού του κόσμου, αργά συντρίφτηκαν, αργά όπως σβήνει η μουσική, όπως παλιώνουν τα θέατρα. Τα ποιήματά του τα σάρωσε ο καιρός.

Η καρδιά τους όμως χτυπά έξαλλη, γεμάτη νιότη, μες στο σκοτάδι του δωματίου. Παρ’ όλα αυτά.

 

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top