Fractal

Επιστρέφοντας μονίμως στη Γη των ηρώων του

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

trilovBreece D’J Pancake: Δώδεκα ιστορίες και μία. Η δική του.

 

Τhe way he speaks his own truth widens my world (Karin Altenberg)

 

Ο Γιάννης Παλαβός (τον οποίο είχα παρουσιάσει παλιότερη ανάρτηση) συστήνει με την ιδιότητα εν προκειμένω τού μεταφραστή τον πολύ σημαντικό Αμερικανό συγγραφέα Breece D’J Pancake, για τον οποίο αναζωπυρώθηκε η παλιά συζήτηση, στο ελληνικό κοινό που με την σειρά του φαίνεται να δείχνει αυξημένο ενδιαφέρον για την μικρή φόρμα. Η μετάφραση των δώδεκα διηγημάτων, που ο D’J Pancake έγραψε πριν αυτοκτονήσει μόλις στα 27 του, είναι αξιέπαινη κυρίως γιατί ο μεταφραστής καταφέρνει χωρίς σολοικισμούς και υπερβολικά ρίσκα να μεταφέρει την γοητεία της ατμόσφαιρας τού πρωτότυπου κειμένου παρά την σκληρότητα των θεμάτων και την στυφή και δύσκολη γλώσσα που μεταχειρίζεται ο Pancake, γλώσσα με εκφράσεις παρμένες από την αμερικανική νεανική αργκό της δεκαετίας του ΄60 και ΄70 και ιδιωματισμούς της Δυτικής Βιρτζίνια, που δεν απαντώνται εκτός των συνόρων της πατρίδας του, του κύριου τόπου στον οποίο τοποθετεί τις δώδεκα ιστορίες.

Ο μεταφραστής σημειώνει στο πλούσιο προλογικό του κείμενο ότι αυτόν τον ιδιωματικό λόγο τού Πάνκεϊκ προτίμησε να τον αποδώσει σε απλά* σύγχρονα ελληνικά κι όχι επιχειρώντας -και άρα με κίνδυνο να τον ακυρώσει- με κάποιο ιδίωμα της ελληνικής περιφέρειας, διασώζοντας πάντως μέρος της ιδιαιτερότητάς του μέσω της ανορθόδοξης κάποιες φορές σύνταξης, της προφορικότητας και της λαϊκής γλώσσας.

Νομίζω πως έπραξε συνετά και δεν χρειάζεται να το αναγάγω σε εξίσωση, ποιοι θα ήταν δηλαδή οι καταλληλότεροι ελληνικοί ιδιωματισμοί- οι κρητικοί ας πούμε ή οι θρακιώτικοι ή δεν ξέρω ποιοι άλλοι είναι της μόδας και για ποιο σοβαρό λόγο εκτός από το να κάνει ο ίδιος το κομμάτι του- για να μεταφραστούν οι δυτικοβιρτζινέζικες ιδιαιτερότητες χωρίς να λιανίσει αλύπητα το πρωτότυπο και με συγχωρείτε που το λέω έτσι κυνικά μα το λέω επειδή αυτό νομίζω ότι κάνουν σήμερα πολλοί μεταφραστές από ματαιοδοξία και μόνο προκειμένου να βγουν εκείνοι μπροστά από το κείμενο που μεταφράζουν. Και φαίνεται η πρόθεσή τους και κάνει ζημιά στα αυθεντικά κείμενα η μετάφρασή τους και τέλος πάντων εμένα δεν μου αρέσει, το θεωρώ μόδα, ανεπάρκεια **και επίσης ξιπασιά.

 

Η συλλογή (σε μία καθ΄όλα έξοχη έκδοση από το Μεταίχμιο) αποτελείται από δώδεκα διηγήματα και ο τίτλος του πρώτου εξ αυτών, “Τριλοβίτες”, είναι ο τίτλος της:

  • Τριλοβίτες
  • Γούβα
  • Ένα μόνιμο δωμάτιο
  • Το κυνήγι της αλεπούς
  • Ξανά και ξανά
  • Η σφραγίδα
  • Ο καβγατζής
  • Τιμή στους πεσόντες
  • Έτσι έχουν τα πράγματα
  • Η σωτηρία μου
  • Εν τω ξηρώ
  • Πρώτη μέρα του χειμώνα

 

Όλες οι ιστορίες είναι ιδιαίτερα γοητευτικές, σταράτες και εντυπωσιακά ακριβείς στην περιγραφή των προσώπων, των καταστάσεων και των τόπων και διαδραματίζονται καταιγιστικά και ανυπόκριτα στο τραχύ ορεινό περιβάλλον της Δυτικής Βιρτζίνια, μιας μικρής πολιτείας των ΗΠΑ που καρφωμένη στα Αππαλάχια όρη, φτωχή ή τουλάχιστον μια εκ των φτωχότερων της Αμερικανικής ευκαιρίας και του περιλάλητου θαύματος, παρατημένη, με ορυχεία που στα σπλάγχνα τους θάβονταν ως πολύ πρόσφατα μεροκαματιάρηδες για ένα κομμάτι ψωμί, δεν μπορεί να ελπίζει και πολύ σε ένα καλύτερο αύριο γιατί τα περισσότερα απ΄τα παιδιά της που ανασαίνουν από την ώρα που θα γεννηθούν καρβουνόσκονη που καλύπτει σαν μαύρο χιόνι τις πόλεις και τα χωριά, μοιάζει παράδοξο, είναι σαν να μη θέλουν να ξεφύγουν από τις αρπάγες της και το βαρύ παρελθόν. Το πολύ πολύ μερικοί να γίνουν ναυτικοί στα ποταμόπλοια και ο Πότομακ να τους πηγαίνει ως τα λιμάνια των κοντινών πολιτειών ή νταλικιέρηδες που θα φτάνουν ως τις μεγάλες πόλεις και εκεί θα βλέπουν τις ζωές των άλλων σαν θεατές σε ταινία, θα σκέφτονται να ξεκόψουν μια για πάντα από την σκληρή τους ζωή μα πάντα στο τέλος, ακόμα κι αν αγγίξουν μερικοί το όνειρο, ακόμα κι αυτοί, θα επιστρέφουν καταραμένοι να κοιτάζουν πίσω όπως η γυναίκα του Λωτ, πίσω στις πατρογονικές τους φάρμες που κοντεύουν να καταρρεύσουν εντελώς.

 

west_virginia

 

usa_map

 

Η Karin Altenberg γράφει στο http://bookanista. com/trilobites/ για τα διηγήματα αυτά του Πάνκεϊκ (και μεταφράζω ελεύθερα συμπληρώνοντας) ότι είναι τόσο ακριβείς οι περιγραφές του που εκείνη (κι όλοι μας είμαι σίγουρη) νιώθει πως μυρίζει την σκόνη και γεύεται τον ιδρώτα και πώς κι αυτός (ο Pancake) σαν τους χαρακτήρες που πλάθει στις ιστορίες του είχε διχαστεί ανάμεσα στον παράδοξα γοητευτικό/αληθινό βουνίσιο τρόπο ζωής στα Αππαλάχια τόσο κοντά στη Φύση μα με την κάλπικη παρηγοριά του αλκοόλ και την κακή επιρροή του “πολιτισμού” που φτάνει δεν φτάνει ως εκεί κι όταν φτάνει είναι μάλλον ανούσιος καταναλωτισμός και εκμετάλλευση γης και εργατικών χεριών από την μια και μία απολύτως ανθρώπινη κοινωνική φιλοδοξία για καλύτερη ζωή από την άλλη που τα νιάτα κιόλας την γιγαντώνουν ή μια ευχή κατά βάθος για εκείνη την πολυπόθητη εξευγένισή της έστω με παλιομοδίτικο και αργό τρόπο μέσω της οποίας κι ο ίδιος και οι άλλοι σαν κι αυτόν δεν θα κόψουν εντελώς τα δεσμά αλλά αυτά θα πάψουν επιτέλους να είναι θηλιές και για όσους μένουν μα και για όποιον επιχειρήσει να φύγει.

 

Και συνεχίζει η Altenberg (δεν το μεταφράζω, δεν είναι δα και δοκίμιο η ωραία της ανάρτηση):

Whilst studying creative writing at the University of Virginia, he dated – and was jilted by – girls above his own class. At the same time he kept a cupboard full of guns and would go off hunting on his own in the hills. Living such a conflicted life must have been painful; as James Alan McPherson writes in his introduction to the collected stories: “He was working toward becoming an aristocrat in blue jeans, ” and goes on to say that, “while he was alive there were many of us who could not understand who or what he was. ” I think this is the case with the writing too: I’m not always clear about what it means – but the way he speaks his own truth widens my world.

 

west_v

A small local mine in West Virginia in 1908

 

Ο Μπρις Πάνκεϊκ γράφει μεθοδικά και διαλέγοντας τις λέξεις, χωρίς να αφήνει τίποτα στην στιγμή, ξέρουμε από την βιογραφία του ότι κάθε ιστορία τού πήρε μήνες για να την φτιάξει όπως ακριβώς έφτασε σε μας. Τους ήρωές του τους χτίζει κομματάκι κομματάκι, συχνά τους θέλει να κινούνται στην πόλη Milton, αυτήν στην οποία μεγάλωσε και η οποία γίνεται για την μυθοπλασία στα κείμενά του Rock Camp και καταπιάνεται με τις νότιες περιοχές εξόρυξης άνθρακα, τo Χάντινγκτον, τα βόρειο-κεντρικά δύσβατα βουνά μα και τους curvy roads σαν τον Route 60 (που τον σχεδιάζουν και σήμερα σαν περιπέτεια/εμπειρία ζωής πολλοί Αμερικανοί) κι ό, τι αφηγείται το κάνει με νεύρο, ωμά, χωρίς να χαρίζει κάστανα, ειρωνεύεται, βρίζει, ονειρεύεται ομολογεί, κλαίει και γελά/σαρκάζει, σφυροκοπιέται απ΄τις αλήθειες τους και σφυροκοπά κι ο ίδιος τον άφωνο και σχεδόν σοκαρισμένο αναγνώστη που νόμιζε ότι ΗΠΑ = οι ηλίθιες του sex & the city αλλά αλίμονο, γρήγορα χάνεται στις λαβυρινθώδεις και χωρίς αέρα στοές των ορυχείων της Δυτικής Βιρτζίνια, ασφυκτιά στα τρωγλομπάρ με τις έφηβες που πουλιούνται για μια δεκάρα και βολοδέρνει στα μισοδιαλυμένα αγροτόσπιτα που οι κλειστές πόρτες και ψυχές των κατοίκων δεν μπορούν να κρύψουν την ανέχεια και την απόγνωση από τα δάνεια και τις κατεστραμμένες και υποθηκευμένες σοδειές/ζωές.

Ο Πάνκεϊκ δεν προσβλέπει σε εύκολη συγκίνηση και σαφώς δεν γυρεύει τον οίκτο τού αναγνώστη, ίσως γιατί ακριβώς οι ρίζες του είναι από τα τραχιά Αππαλάχια μα είναι και η τρομερή δεκαετία του ΄70, ο θλιβερός πόλεμος στο Βιετνάμ, οι χίπηδες και η ωραία και απολύτως ουτοπική κοσμάρα τους, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις, η πολιτική κι η ανείπωτη μπόχα της που τον κάνουν να βλέπει καθαρά την σκοτεινή πλευρά της ζωής σαν αυτή να λούζεται από φως! Καθόλου περίεργο. Ο Πάνκεϊκ βλέπει το φως επειδή βλέπει την πραγματικότητα. Αποθέτει στα χέρια τού αναγνώστη αυτήν την αλήθεια, την μη εξωραϊσμένη πραγματικότητα και μετά γονατίζει από το βάρος της κι ο ίδιος.

Γονάτισε το 1979 μια και καλή, τίναξε τα μυαλά του κι ίσως να ησύχασε. Είχε εξάλλου γράψει πιο πριν, όταν ακόμα σπούδαζε, στην μάνα του:

I’m going to come back to West Virginia when this is over. There’s something ancient and deeply-rooted in my soul. I like to think that I have left my ghost up one of those hollows, and I’ll never really be able to leave for good until I find it. And I don’t want to look for it, because I might find it and have to leave.

Από τότε ως τώρα κι ας μεσολάβησε ζωή και θάνατος, πόλεμος και ειρήνη και μία, κάλπικη κι αυτή, ευμάρεια/πρόφαση ίσα ίσα για να κινηθεί το νέο χρήμα, αυτό το πλαστικό με το οποίο αγοράζαμε κι ακόμα το κάνουμε καρκίνο και χάρο από ό, τι τρώμε και αναπνέουμε, πολλά τριγύρω αλλάξανε κι όλα τα ίδια έμειναν κι η ζωή μας δεν έγινε πραγματικά καλύτερη επειδή από την τελευταία παράγκα στη φαβέλα ως την μεγαλύτερη έπαυλη στο Χόλυγουντ υπάρχει ίσως μια τηλεόραση που ξερνάει τα ίδια λουστραρισμένα ψέμματα ή επειδή συγκλονιστικά κείμενα σαν αυτά του Πάνκεϊκ τα διαβάζουν με δέος κάποιοι βαρεμένοι που ντρέπονται βλέποντας τα πάντα γύρω τους να παραμένουν ρευστά και τότε κάτι τολμούν και ψελλίζουν μέσα στην οχλοβοή για την ειρήνη και την ανθρωπιά. . .

Επιτρέψτε μου να σας δώσω χωρίς άλλο σχολιασμό τους παρακάτω συνδέσμους με την βεβαιότητα ότι έτσι θα σας δελεάσω να ψάξετε τα πάντα γύρω από τον εκπληκτικό Πάνκεϊκ ή με αφορμή τον Πάνκεϊκ και τις δώδεκα ιστορίες του + μια , την ζωή του, να κάνετε -νιώθοντας λιγότερο μονάχοι- τα δικά σας βήματα προς την αλήθεια:

 

  • Περί τριλοβιτών, εδώ
  • Το μεταφρασμένο διήγημα ” Ένα μόνιμο δωμάτιο”, εδώ
  • Το διήγημα “Εν τω ξηρώ” στο αγγλικό πρωτότυπο, εδώ
  • συνοπτική ιστορία των (αμερικανικών) ορυχείων, εδώ
  • http://www. palikari. org/
  • Τα οποία νόμιζα ότι κατέχω καλούτσικα αλλά να που ποτέ δεν λείπουν οι άγνωστες λέξεις:

ντουγάνι (σελίδα 23) είναι αυτός που τον λέμε υποτιμητικά κάφρο, καραγκιόζη

αρκουδίζω (σελ. 45) σημαίνει μπουσουλάω

μανίσια (σελ. 176) λένε οι μηχανοβαρεμένοι τα ανταλλακτικά που προέρχονται από το εργοστάσιο κατασκευής, είναι της μάνας τους, δηλαδή γνήσια (“σετ ελατήρια μανίσια Seat Leon 2006 – 2008” διαβάζω στην σχετική αγγελία)

κατάλπη (σελ. 204) δέντρο είναι με ωραία φυλλώματα και λουλούδια, ιδού

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top