Fractal

Fractal ιστορίες: Τρία ποιητικά πεζά που συναντιούνται στο τέταρτο

Της Αρχοντούλας Διαβάτη // *

 

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ

Μπήκε, κι όταν προχώρησε προς το γκισέ, στις υπαλλήλους με τις λευκές ποδιές, αντίκρισε όλο εκείνο το ανθρωπομάνι, στους διαδρόμους και στην αίθουσα αναμονής απέναντι. Έκανε να γυρίσει πίσω τρομαγμένος, να φύγει, αλλά έμεινε. Πήρε αριθμό προτεραιότητας, έδωσε το παραπεμπτικό, πλήρωσε και προχώρησε και κάθισε. Σακίδιο και παλτό, τακτοποιήθηκε και πήρε να περιεργάζεται τους διπλανούς, σώματα και βλέμματα και ρούχα και. Γυναίκες και ζευγάρια, νεαροί και κοπέλες με αθλητικά ή ηλικιωμένοι υποβασταζόμενοι από κόρες ή εγγονούς. Πήγε να βγάλει το βιβλίο του να διαβάσει, αλλά όχι, ξανακοίταξε τον αριθμό του, 85, αργούσε ακόμα, μέχρι που το μάτι του έπεσε απέναντι, στον πίνακα εκείνον που χαιρόταν όποτε ερχόταν εδώ για αναλύσεις, να τον ανακαλύπτει ξανά και ξανά. Έμπαινε μες στη θάλασσα απέναντί του με τις αισθήσεις του όλες. Ανοιχτό ένα παράθυρο μπροστά στη θάλασσα ο πίνακας, και μια κυρία  που έβλεπε προς το δρόμο κάτω, σε μια πλατειά λεωφόρο με φοίνικες. Κοιτούσε κι αυτή τη θάλασσα, κορνιζαρισμένη στον πίνακα. Δεν ήταν πια νέα, αλλά δρόσιζε τα μάτια της  και χαιρόταν, όπως αυτός. Ήταν ωραία η ζωή.

 

 

ΑΠΟ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΕΙ Η ΣΚΟΥΦΙΑ ΣΟΥ

Γυρνάω απ’ το σχολείο ένα μεσημέρι κι ένα σωρό γυναίκες, νέα συνεργατική, έψηναν τις πιπεριές, να τις κάνουν πάπρικα, στης θείας Βασιλικής την αυλή, στην αυλή μας. Αφήνω  τα πράγματά μου κι έκατσα κι εγώ και γυρνούσα τις πιπεριές στην τάβλα, οπότε μια ηλικιωμένη γυναίκα που μπήκε στο σπίτι, καλησπέρα, καλησπέρα εγώ, αλλά αφοσιωμένη στις  πιπεριές, ούτε το κεφάλι μου δεν σήκωσα.

Κι αυτή, δεν μας μιλάς, μη θαρρείς που είσαι καθηγήτρια και είσαι κάποια, από μέσα της, και φωναχτά, «αμ’ εσύ τσούπα μ’, ξέρεις πού γεννήθηκε ο πατέρας σου, εδωνά, στον αχυρώνα….»

Γέλια και χαμόγελα και πάλι γέλια. «Ντορίσκο, αύριο έχουμε πρεμεντή. Εντάξει;;;”

 

 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Στην Κορησό η θεία μου η Βασιλική, είχε ένα σπίτι άβολο. Ούτε καλοχτισμένο ήταν, το ισόγειο ανοιχτό, χαμηλοτάβανο, χρησιμοποιούνταν για αποθήκη. Από πάνω ήταν τα δωμάτια. Σαλονάκι και κουζίνα. Χειμώνας, κρύο, χωρίς μόνωση το ταβάνι του ισογείου, κι εγώ επισκέπτης έπεσα να κοιμηθώ και πού ν’ αφήσω το ρολόι μου, έπρεπε κάπου να τ’ ακουμπήσω. Το άφησα στο πάτωμα. Το πρωί με την αυγούλα που ξυπνήσαμε, το βρήκα να πηγαίνει  πίσω, λάθος η ώρα, είχε παγώσει ο μηχανισμός.

 

 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Όταν υπέβαλα τα χαρτιά μου για διορισμό, δήλωσα  Δυτική Μακεδονία, ΚΑΣΤΟΡΙΑ, κι ο πατέρας πήρε τηλέφωνο την αδερφή του, τη Βασιλική, η Θοδωρούλα να έρθει να τη φιλοξενήσεις, να μείνει μαζί σου στην ΚΟΡΗΣΟ, να σου κάνει και παρέα, μόνη σου είσαι, κι από κει να πηγαίνει στο πόστο της, στην ΟΙΝΟΗ. Και το ρωτάς, αδερφέ, απάντησε προσβεβλημένη σχεδόν εκείνη, τιμή της και καμάρι της να φιλοξενήσει την ανιψιά της, κοτζάμ καθηγήτρια αγγλικών. Έτσι κι έγινε.

Μείναμε μαζί θεια κι ανιψιά, συντροφικά περνώντας  τις  χειμωνιάτικες βραδιές και τα απογεύματα, και για το μεσημεριανό, μια κατσαρόλα  κοινή. Κι ήταν η Βασιλική όχι τίποτα ντροπαλή και παραπεταμένη χωριάτισσα. Ήταν ζωντανή, κοινωνική και δραστήρια, «αγράμματο δικηγόρο», έλεγε την κουνιάδα της η μάνα μου, όχι χωρίς κάποια καλά κρυμμένη ενόχληση. Συνταξιούχος τώρα η Βασιλική – χρόνια πριν είχε δουλέψει σε έναν αξιοπρεπή γιατρό στην Καστοριά, αγροτικό γιατρό τον είχε φιλοξενήσει  σπίτι της παλιότερα και μετά τον έκανε εργοδότη της. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ήταν αρχηγός, πρώτη και καλύτερη να οργανώσει «πρεμεντή»- τρόμαξα να καταλάβω ότι επρόκειτο για απογευματινές συναθροίσεις , ένα après midi,  παραφθαρμένο γλωσσικά, κατά τα καθ’ ημάς. Όλες οι γειτόνισσες ένα γύρω σπίτι μας, για καφέ και πίτες και σπιτικά γλυκά και κουβέντες και συζητήσεις ατελείωτες. Εγώ είχα στρωμένα στο μεγάλο τραπέζι τα βιβλία μου και τα χαρτιά μου, και τα διαγωνίσματα καμιά φορά, μετρώντας ανήσυχη κλεφτά, την ώρα που περνούσε και τη σύναξη που εξελισσόταν σε αρμένικη βίζιτα. Η Βασιλική- γενναιόδωρη και αστεία – αγόρευε και αμπελοφιλοσοφούσε γελώντας δυνατά, έτσι που ξεχνούσες την αλγεινή εντύπωση της πρώτης φοράς, με το παράλυτο χεράκι της  κρεμασμένο, τη μακριά πλεξούδα της ως τη μέση , το έντονα τριχωτό  πηγούνι, φουστανάκι, τσεμπέρι και ζακέτα- σωστό σκάνδαλο, που ασχήμαινε τις φωτογραφίες του γάμου μου – η πρώτη μου ρατσιστική σκέψη – ένα  χρόνο πριν που μας είχε τιμήσει με την παρουσία της στη Θεσσαλονίκη, στο γάμο.

Η Βασιλική τώρα, εν μέσω νέων στο σύνολό τους γυναικών, δίδασκε περί παντός του επιστητού, για τη ζωή, την ανατροφή των παιδιών, τους κήπους, τις γιορτές, τα εκκλησιαστικά αλλά και τα οικονομικά και τα διοικητικά της πόλης, και κυρίως τα πολιτικά: κριτική για τα σημερινά, γυρνώντας πάντα στο τραύμα. Στην κατοχή και τον εμφύλιο, όπου χάθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ο Ζάχος, ένας παλικάρι σαν τα κρύα νερά, όμορφο κι έξυπνο, ο μικρός της αδερφός. Διηγιόταν, προβληματιζόταν και δάκρυζε, συνοψίζοντας μεφιστοφελικά πάντα με έναν αναστεναγμό. Πολίτις ελεύθερη  έκρινε, κατέκρινε, σάρκαζε, αυτοσαρκάζονταν και παρωδούσε. Κι εμείς, μορφωμένο ζευγάρι, επιστήμονες τάχα μου, νιόπαντροι, εκτιμώντας την κι αγαπώντας την της είχαμε κάνει δώρο την ΕΝΤΟΛΗ, της Διδώς Σωτηρίου, ένα βιβλίο που διάβαζε όλος ο κόσμος εκείνο τον καιρό. Α, εγώ κατέβηκα στην Καστοριά και είδα τον ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΙΦΑΛΟ, μας αποστόμωσε γελαστά εκείνη.

 

 

 

* Η Αρχοντούλα Διαβάτη είναι πεζογράφος, Το «Σκουλαρίκι στη μύτη», εκδ. Νησίδες 2015, είναι το τελευταίο της βιβλίο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top