Fractal

Τρία ποιήματα και ένα πεζό

Της Δέσποινας Κοντάκη // *

 

 

 

 

Η μικρή Ελένη

 

Πίσω από την βαριά πόρτα

στο μεγάλο σαλόνι στήθηκαν ικριώματα.

Πολλοί σοφοί μαζεύτηκαν απόψε.

 

Χορεύει ο λύκος. Χορεύει με το κουτσό του πόδι.

Χορεύει και περιγελά όσους περνούν την πόρτα.

Μη μου χαμογελάς, μη μου γελάς χυδαίε διακορευτή,

 

λέει η μικρή Ελένη.

 

Αχ η μικρή Ελένη φυλά την παρθενιά της.

Κανείς δεν νοιάζεται για αυτά την σήμερον μικρή μου.

Αχ η μικρή Ελένη που γίνεται αγρίμι στη θέα των ανδρών.

 

Μέσα στο μεγάλο σαλόνι με τα μπαρόκ έπιπλα

έχουν στηθεί τα ικριώματα. Έλα κοντά μικρή μου

να σου το πω το μυστικό.

 

Χόρεψε, χόρεψε και μη τρομάζεις.

Χόρεψε χόρεψε, παρθένα θα πεθάνεις.

Χόρεψε,  χόρεψε, όλους θα μας κρεμάσουν.

 

 

* * * * *  *

 

 

Ενσταντανέ

 

Ένας άνδρας

περπατούσε πάνω στο νερό.

 

Μια γυναίκα

μετρούσε με πουλιά τον αέρα.

 

Ένας άνδρας

λίγα μέτρα πιο πέρα πνιγμένος.

 

Μια γυναίκα

έκανε τάματα στην παραλία.

 

Ο κόσμος τριγύρω

καιγόταν στα μέτρα του.

 

 

* * * * * *

 

 

Αίθουσα Χορού

 

Χρόνος ακίνητος με έγδυνε.

Νύχτωνε.

 

‘’Αίθουσα χορού’’

Έτσι έγραφε η ταμπέλα.

 

Και δεν είχα διαπιστευτήρια

παρά μόνο τη γύμνια.

 

Κοίταξα απ’ το τζάμι .

Ημίφως. Χόρευαν.

 

Μάτια γυάλιζαν. Έρωτας;

 

Κάποιος πλησίασε

κάνοντάς μου νεύμα να μπω.

 

Και τότε είδα. Δεν ήταν μάτια.

Δόντια γυάλιζαν.  Δόντια λύκων.

 

 

*  *  *  * *  *

 

 

Ο άνδρας με το άλογο

 

Έτρεχα ξυπόλυτη σ ένα τοπίο του Κλωντ Μονέ. Μόνο εγώ και εκείνος ο άνδρας που με ακολουθούσε πάνω σ ένα άλογο.

Με τρομάζουν τα άλογα. Στο έχω πει;  Ναι με τρομάζουν. Δεν  αντέχω  το βλέμμα τους. Φτάνει μέχρι τις πιο βαθιές αρτηρίες μου.

Έτρεχα, σχεδόν πετώντας σ εκείνο το μωβ λιλά τοπίο του Μονέ.  Γεμάτο λεβάντες.  Ή έτσι έμοιαζαν. Δεν θυμάμαι να έχει κάποιο έργο με λεβάντες. Και ποτέ δεν μ’ άρεσαν τα τοπία του Κλωντ. Προτιμώ τα πιο σκοτεινά θέματα ή τα σώματα της αναγέννησης, τα πρόσωπα, τα μέλη ένα-ένα, να στέκομαι και να κοιτώ το φως καθώς πέφτει πάνω τους. Τις σκιές που δείχνουν κάτι άλλο.

Έπειτα, ήμουν κάτω από τις λεβάντες  σ’ εκείνο το τοπίο και εσύ αλλού.  Άνθρωποι άγνωστοι με διέσχιζαν. Δίχως να νοιάζονταν αν διαμελιζόμουν. Σκόρπια μέλη μου στον αγρό με τις λεβάντες.

Εκείνη η γυναίκα, όμορφη με στρογγυλό πρόσωπο και μ’ εκείνο το κρεμ φόρεμα με τις δαντέλες. Φρόντιζε πάλι αυτό το μικρό παιδί.  Κορίτσι είναι. Γύρω στα 3-4 χρονών. Σήμερα το μικρό κορίτσι, φορούσε ίδιο χρώμα φορέματος με την όμορφη γυναίκα. Του έπλενε το πρόσωπο και εκείνο σοβαρό κι αγέλαστο. Άστραφτε στον ήλιο το δέρμα του.

Ανοιγόκλεισα άλλη μια φορά τα μάτια κι ήταν άνθρωποι με κεριά περπατώντας δίπλα στο άλλο τοπίο του Κλωντ με τις τουλίπες. Κάποτε βρέθηκα νύχτα παραμονή Χριστουγέννων στην Αγία Πετρούπολη.

Οι ιερείς με τα χρυσοκέντητα άμφια και άνθρωποι με αναμμένα κεριά μέσα στο χιόνι. Φορούσαν όλοι κόκκινα κεντητά με χρυσοκλωστές ρούχα. Ένα θαύμα γινόταν εκεί μπροστά στα μάτια μου. Κοίταζα τα πρόσωπα καθώς φωτίζονταν από το φως των κεριών. Κι ύστερα πάλι εδώ.

Κι όμως… αυτό το χιόνι κι αυτό το τοπίο…. ήμουν εκεί. Κι αν ζητάς κάτι  για να πιστέψεις δεν έχω να σου δώσω παρά μόνο τα μάτια μου για να δεις.

Ο άνδρας με το άλογο τώρα έκλαιγε σιωπηλά. Πατούσε δίχως επίγνωση τις τουλίπες του Κλωντ.  Το μελάνι στα χέρια μου έβαφε τον πίνακα σκούρο. Άφηνα λέξεις, σημεία στίξης πολλά  και πιο πολλά ερωτηματικά. Ο άνδρας συνέχιζε να κλαίει χωρίς να ακούγεται. Κάθε που γύριζα, έβλεπα μόνο το βλέμμα του και απέραντη πίκρα.  Στα μάτια είχε μωβ βαθύ.

Διώξε αυτό το άλογο αγάπη μου…. Πολλές φορές σκέφτομαι  ότι έχω προηγούμενα μαζί τους από κάποια άλλη ζωή.  Μα δεν το έχω πει σε κανέναν. Διώξε αυτό το άλογο αγάπη μου.

Υπήρξα Κοζάκος κάποτε, άρρηκτα δεμένος με το άλογό μου. Δεν αγάπησα ποτέ τους ανθρώπους. Και τώρα είμαι εδώ γι αυτό. Να τους αγαπήσω. Αλλάζοντας φύλο και αποστολή.  Αυτό το άλογο με ζητάει πίσω και δεν μπορώ. Καταλαβαίνεις;

Τώρα βλέπω στο χαρτί μπροστά μου τις γυναίκες με τα αιχμηρά μακρόστενα πρόσωπα του Μοντιλιάνι  κι ύστερα εναλλάσσονται με τις καμπυλωτές  γυναίκες του Ροσέτι.

Χτενίζονται κοιτώντας σε καθρέφτες ένα μακρινό μέλλον. Παίζουν μουσική με άρπες που δεν τις άγγιξε χέρι ανθρώπου. Γράφουν ερωτικές επιστολές πάνω σε όμορφα σεκρετέρ  φορώντας πράσινα βελούδα.

Μπερδεύονται οι εποχές. Στο χαρτί αρχίζει να χιονίζει. Έξω από μένα οι τουλίπες πιάνουν ένα διάφανο στρώμα πάγου.  Παράξενα  μικρά πουλιά της νύχτας πετούν στο τοπίο. Νυχτώνει και το άλογο με τον άνδρα μ’  ακολουθεί ακόμα. Πάνω στο χιόνι, οι οπλές του σιγούν.  Γράφω. Ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια κι άλλοτε με κλειστά.

Κοντεύω να τελειώσω εκείνη την ερωτική επιστολή που με βασανίζει αιώνες.  Γράφω τις τελευταίες λέξεις αγάπης.  Για πάντα, λέω. Πόσες εποχές θα διανύσει αυτό το ‘’για πάντα; ‘’ Θα μείνω εδώ για πάντα.

Ανοίγω τα μάτια πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι. Στο ταβάνι μια λίμνη.  Ψάρια κολυμπούν κι αστράφτουν στο γύρισμά τους, απ’  το φεγγάρι. Γύρω, το μωβ δωμάτιο γίνεται τοπίο αληθινό.  Ο άνδρας με το άλογο είναι δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι τώρα. Ο αέρας μυρίζει λεβάντα και μοσχολίβανο.

Το παράθυρο γίνεται ένας πρόχειρος πίνακας.  Στο σκοτάδι της νύχτας,  ένα λεπτό στρώμα πάχνης πέφτει επάνω μου. Με το χέρι, ζωγραφίζω  μάτια στα τζάμια.

Τα μάτια σου, τα μάτια των ανθρώπων.

Θα μείνω εδώ προσηλωμένη στον Άνθρωπο  που έχασα, σε μια άλλη ζωή, χωρίς επίγνωση.  Αγαπώντας τον.

Διώξε αυτό το άλογο αγάπη μου.

 

 

 

* Η Δέσποινα Κοντάκη γεννήθηκε και ζει στη Χαλκίδα. Γράφει ή μουτζουρώνει χαρτιά από την εφηβεία. Ποιήματά της και πεζογραφήματα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα, καθώς και σε διαδικτυακά site.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top