Fractal

«Το έγκλημα του ονείρου συμφωνώ να θεσπίσουμε»: ο τιμωρός των ονείρων

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

tria-mayra-noufaraMichel Bussi «Τρία μαύρα νούφαρα», Μετάφραση: Κατερίνα Γούλα, εκδ. Κέδρος, σελ. 488

 

«Είναι σημάδι της μοίρας, Φανέτ. Ζωγραφίζεις την ίδια σκηνή με τον Θίοντορ Ρόμπινσον, πολύ καλύτερα από τον ίδιο, οφείλω να ομολογήσω. Έχε μου εμπιστοσύνη, θα τον κερδίσεις το διαγωνισμό! Ξέρεις, Φανέτ, μια ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από δυο ή τρεις ευκαιρίες που δεν πρέπει να χάσεις. Όλα παίζονται εκεί, καλή μου, αυτή είναι όλη κι όλη η ζωή! Τίποτε παραπάνω».

Και σε αυτή ακριβώς τη φράση βρίσκεται το κλειδί, όπου οι δυο- τρεις ευκαιρίες είναι, τελικά, και τρεις μαχαιριές, τρία φονικά, σε ένα κλειστό αλλόκοτο καλειδοσκόπιο ζωής αλλά δυστυχώς θα σας χαλάσω τον αριστοτεχνικό συγγραφικό γρίφο κι ύστερα η απόλαυση μπορεί και να είναι ανεπαρκής γι’ αυτό και θα τα πάρω θέλοντας και μη απ’ την αρχή, όσο κι αν φαίνεται τέλος, δηλαδή από τον φόνο του οφθαλμίατρου και συλλέκτη έργων τέχνης Ζερόμ Μορβάλ. Γύρω του τρεις γυναίκες, μια σκληρή γριά που ζει στον πύργο του Μύλου- η μάγισσα του μύλου-  και κινείται σαν φάντασμα, την διαβάζουμε πρωτοπρόσωπα σαν την φωνή της συνείδησής μας, μια νέα και αλλόκοτα όμορφη δασκάλα, ψεύτρα ωστόσο, την λένε Στεφανί Ντιπάν, και ένα χαρισματικό εντεκάχρονο κορίτσι, εγωίστρια τόσο, έτσι δηλώνει, την Φανέτ Μορέλ, ζωγραφίζει μαγικά. Φόντος, οι κήποι του Μονέ και το χωριό Ζιβενί, πραγματικά, σαν πίνακας του Μονέ μαζί με τις τρεις γυναίκες που είναι εγκιβωτισμένες αναπόδραστα λες κι είναι ζωγραφιά κι όμως και οι τρεις το ίδιο σκέφτονται και επιδιώκουν με μανία: να αποδράσουν!

Ανάμεσά τους τρεις επιθεωρητές. Ο Λοράνς Σερενάκ που ερωτεύεται τη δασκάλα, ο σχολαστικός βοηθός του Σίλβιο Μπεναβίντες και ο συνταξιούχος διοικητής Λορεντάν και οι σύζυγοι. Η σύζυγος του συλλέκτη και ο σύζυγος της δασκάλας, ο σύζυγος της γριάς. Όλοι γνωρίζουν καλά από ζωγραφική, άλλοι έχοντας το ταλέντο, άλλοι την μανία της θεωρίας ή της συλλογής και άλλοι της καταστροφής, ωστόσο το σίγουρο είναι ότι ο συγγραφέας Μισέλ Μπισί που γεννήθηκε στη Λουβιέρ της Γαλλίας και είναι καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν μιας περιγράφει μια αληθινή γη, σαν τοπιογράφος ζωγράφος εγκιβωτίζοντας τους ήρωές του σαν ιμπρεσιονιστής για να καταλήξει στον τέλος σαν τον Μονέ και τα νούφαρά του μοντερνιστής, μοχλός κίνησης ο Αλμπέρ Ροζαλμπά ένα εντεκάχρονο ξεχασμένο νεκρό παιδί.

Στο μεταξύ θα φοβηθούμε όλοι εκείνη την αινιγματική γριά, θα ερωτευθούμε μαζί με την δασκάλα Αργακόν, επιθεωρητή και φυγή, θα θαυμάσουμε την υπέροχη ταλαντούχα μικρή, όλοι τους θα μας γίνουν τόσο αναγνωρίσιμοι ώστε στο τέλος μπορεί και να βγάλουμε έκπληκτοι μια κραυγή, αλλ’ είπαμε ο Μπισί από ιμπρεσιονιστής θα καταλήξει σαν τον Μονέ και τα νούφαρά του [29 χρόνια τα ζωγράφιζε για να αφαιρεί, αφαιρεί, αφαιρεί] μοντερνιστής, το μόνο που μπορούμε να αποκαλύψουμε είναι αυτό το απόσπασμα που εκ των υστέρων θα είναι η λύση τόσο πια φανερή:

«Το Ζιβερνί είναι μια παγίδα! Ένα καταπληκτικό ντεκόρ, σίγουρα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί να ζήσει κάπου αλλού; Σε ένα τόσο όμορφο χωριό. Θα σας αποκαλύψω κάτι: το ντεκόρ είναι παγωμένο. Πετρωμένο. Απαγορεύεται να διακοσμηθεί διαφορετικά ακόμη κι ένα σπίτι, να βαφτεί ένας τοίχος, να κοπεί το παραμικρό λουλούδι. Το απαγορεύουν δέκα νόμοι. Ζούμε σε έναν πίνακα. Είμαστε εντοιχισμένοι! Νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο κέντρο του κόσμου, ότι αξίζει τον κόπο να έρθει κάποιος να μας δει, όπως λέμε. Αυτό το τοπίο όμως, το ντεκόρ, τελικά σε πνίγει. Σα να περνάει από πάνω μας ένα βερνίκι και να μας ενσωματώνει στο ντεκόρ».

 

Michel Bussi

Michel Bussi

 

Ένα αλλόκοτο αστυνομικό μυθιστόρημα, ένας ύμνος δοκίμιο σχεδόν για τον ιμπρεσιονισμό, την φύση και την ζωγραφική που ωστόσο στο πυρήνα του είναι ένα βαθύτατο υπαρξιακό βιβλίο. Με όλα τα πρόσωπα και τα προσωπεία μας που παίρνουμε ή γινόμαστε μέσα στη ζωή και με τις δυνατότητες που μας επιτρέπονται «να είμαστε» και «να γίνουμε» τόπος και άνθρωποι, «οι δικοί μας ξένοι» που αποδεικνύονται τόσο άγνωστοι στην τελική.

Εξαιρετικές περιγραφές, αλησμόνητοι χαρακτήρες, θεατρική και αποκαλυπτική η πρόζα και ο μονόλογος της αινιγματικής γηραιάς ηρωίδας, ιδιοφυές το συγγραφικό τέχνασμα όσον αφορά το Ζιβανσί- πλαίσιο και τους εγκιβωτισμένους έγκλειστους. Θα μπορούσε κανείς και να αναρωτηθεί «μα έτσι δεν είναι για τους περισσότερους η ζωή;» «σαν ένα ακαταλαβίστικο καλειδοσκόπιο…» «Κι όμως, καθεμιά από τις λεπτομέρειες δεν ήταν παρά ένα γρανάζι σε μια μηχανή ακριβείας, σε ένα πεπρωμένο λεπτομερώς κουρδισμένο από…» εδώ λέω να το αφήσω για σας ανοιχτό, σαν ζωή.

«Το έγκλημα του ονείρου συμφωνώ να θεσπίσουμε» ο Αραγκόν και ο δολοφόνος, άλλωστε, το έχει ήδη πει…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top