Fractal

“Τρία μαύρα γουρουνάκια” – Μια παλιά ιστορία…

Γράφει η Ζέτη Φίτσιου // *

 

 

Θα πω μια ιστορία, που κάτι θα θυμίζει,

Σαν παραμύθι μακρινό που χρόνια αρμενίζει.

Είναι εκείνος ο σκοπός που μάθαμε παιδάκια,

Πως γλύτωσαν απ’ το κακό τα τρία γουρουνάκια.

Όμως σε τούτο τον σκοπό, η ιστορία αλλάζει,

Με παραμύθι αληθινό λίγο πολύ θα μοιάζει.

 

Είναι λοιπόν τα τρία τους, τρία μαύρα γουρουνάκια,

που η μάνα τους τα έδιωξε σαν ήτανε παιδάκια.

«Φύγετε γουρουνάκια μου, ο τόπος δεν σηκώνει,

Πόνος πολύς μαζεύτηκε κι η χώρα πια ματώνει.

Πάρτε δυό τρία πράγματα και μια φωτογραφία,

Τη μάνα να θυμόσαστε σαν θα ‘στε εξορία.»

 

Εκείνα όλο κλαίγανε, φωνάζανε, χτυπιόταν,

Μα κείνη δεν λογάριζε, το μέλλον τους σκεπτόταν.

Στην πόρτα τα χαιρέτησε, ενά φιλί τους δίνει,

Μα η καρδιά της πως πονεί, μαύρο φαρμάκι πίνει.

«Να πάτε τώρα στο καλό και γράμμα εγώ δεν θέλω.

Ξεχάστε σπίτι κι αγκαλιές, τη μάνα μη θυμάστε,

Γουρούνια πάψτε να ‘σαστε, λιοντάρια τώρα να ’στε.»

 

Μαζέψανε τη λύπη τους, πνίξανε τον καημό τους,

Σ΄ένα σακί τη βάλανε μαζί με τον σκοπό τους.

Και με τα πόδια τους βαριά και την ψυχή στον ώμο,

Για μέρη φύγανε μακριά χωρίς να χάσουν χρόνο.

Κράτησαν όμως φυλαχτό μια τελευταία φράση,

«Τον λύκο να προσέχετε, να μην σας ατιμάσει.»

 

Ξεκίνησαν για φαλακρά βουνά και πεδιάδες,

Και σε καράβια βρόμικα χωθήκανε στιβάδες.

Σε ματωμένες θάλασσες ταξίδεψαν για μέρες,

Κι ήτανε κρύο και χιονιάς και παγωμένοι αγιέρες.

Πέρασαν μέρες τριανταδυό, μέσα στην κακουχία,

Κι ένα πρωί ξυπνήσανε, ω, τι καλοτυχία!

 

Σε μέρος φιλειρηνικό, ή έτσι απλώς νομίζαν,

Καθώς το τι ήταν ακριβώς ακόμη δεν γνωρίζαν.

 

Μόλις τα μάτια ανοίξανε, ευθύς προσευχηθήκαν,

«Ευχαριστώ καλέ Θεέ » και σφιχταγκαλιαστήκαν.

Πριν καν όμως τελειώσουνε την ήρεμη αγκαλιά τους,

Ηρθε ένα άνεμος κακός να λύσει τα δεσμά τους.

Ήτανε μαύρο το πουλί, μαύρο σαν το κοράκι,

Και τα χαρτιά τους ζήτησε, δεν ήταν παιχνιδάκι.

Χαρτιά όμως δεν είχανε τα τρία γουρουνάκια,

Κι αμέσως κουλουριάστηκαν σαν να ‘τανε αρνάκια.

Και τότε αυτό εθύμωσε, τους δείχνει το λουράκι,

«Ελάτε γουρουνάκια μου, χωθείτε στο κλουβάκι.»

 

Μες το κλουβί ήταν στενά και ήταν μουδιασμένα,

Σαν φυλλαράκια τρέμανε, φοβόταν τα καημένα.

Ξάφνου, μια μαύρη αλεπού διάταγμα διαβάζει:

«Μικρά γουρούνια προσοχή, ο βασιλιάς διατάζει,

Να χτίσετε το σπίτι σας εκεί που σας προστάζει,

Και να του πείτε ευχαριστώ, που αμέσως σας φωλιάζει,

Και που ‘ναι βασιλιάς καλός, γουρούνια αυτός δεν σφάζει.»

 

Ξεκίνησαν τότε ευθύς τα σπίτια τους να χτίζουν,

Μέσα σε χώρο ειδικό που οι νόμοι τους ορίζουν.

Νόμιζαν λίγο θα ‘μεναν σε τούτο εδώ το μέρος,

Και πως σε μέρη ιδανικά θα πιάνανε το θέρος.

 

Το πρώτο έκανε φωλιά από άχυρα φτιαγμένη,

Ήτανε κάπως πρόχειρη και μισοστηριγμένη.

Το δεύτερο πήρε κλαδιά και ξύλα πάνω βάζει,

Φτιάχνει κακόχτιστη σπηλιά, με σπίτι αυτό δεν μοιάζει.

Μόνο το τρίτο σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει,

Σπίτι γερό και δυνατό, φόβος να μην το φτάνει.

Και πήρε τούβλα και μπετό, σπίτι γερό καμώνει,

Κι ώσπου να βγει η άνοιξη κεφάλι δεν σηκώνει.

 

Έτσι περνάει ο καιρός, σ’αυτή τη φυλακή τους,

Σπίτι τους πια εκάνανε αυτή την προσμονή τους.

Μαζί με άλλα είκοσι χιλιάδες γουρουνάκια,

Βράδυ πρωί γυρίζανε στα σκοτεινά σοκάκια.

Σοκάκια και δρόμοι στενοί, στις «Μαύρες Πολιτείες»,

Που ζούσαν τα γουρούνια μας, ωσάν εγκληματίες.

 

Όμως μια μέρα φλογερή, φτάσανε τα μαντάτα,

Κι η αλεπού εμίλησε, τα λόγια της σπαθάτα:

«Ο λύκος έρχεται εδώ, γουρούνια να σκοτώσει,

να σταματήσει το κακό, να μην το εξαπλώσει.

Γυρίζει σαν τον μανιακό, γουρούνια δεν του αρέσουν,

Με γκλοπ, πυρσό κι έναν λοστό, στα χέρια του σαν πέσουν,

Θα τα ριμάξει οριστικά, κανένα δεν θα μείνει,

Έτσι για πάντα δραστικά, τη χώρα θα ξεπλύνει.»

 

Και όπως είπε έγινε, βράδυ βαρύ και κρύο,

Ο λύκος εμφανίστηκε ολόιδιος με θηρίο.

Τοκ – τοκ, την πόρτα τους χτυπά, πως τρέμει η ψυχή μου,

Άρχισε το κακό αυτό, πως χάνω τη φωνή μου.

Στέκω εδώ αδύναμος, κίνηση δεν θα κάνω,

Σαν να κατάπια τη μιλιά; Το θάρρος μου πως χάνω;

 

Τοκ – τοκ.

Την πόρτα του μικρού χτυπά την αχυρένια,

«Άνοιξε μικρούλη μου, γιατί σε έχω έννοια.»

«Φύγε μακριά, λύκε κακέ, εγώ δεν σε φοβάμαι.»

«Μη μου μιλάς απότομα, γιατί πολύ λυπάμαι.»

Και μια και δυό παίρνει βαθιά ανάσα όλο μίσος,

Το σπίτι ρίχνει μονομιάς, σαν ριμαγμένη νήσος.

Τρέχει για να σωθεί αυτό, στον άλλον αδερφό του,

Και πίσω ο λύκος πονηρά, ανάβει τον πυρσό του.

 

Τοκ – τοκ.

Την πόρτα του αλλουνού χτυπά που ‘ναι από ξύλο,

«Άνοιξε μικρούλη μου, γιατί σε έχω φίλο.»

«Φύγε μακριά, λύκε κακέ, εγώ δεν σε πιστεύω.»

«Μη μου το λες, θα φοβηθώ, κι ας μέσα μου αντριεύω.

Και μια και δυό με τον πυρσό το σπίτι όλο καίει,

Και το μικρό γουρούνι μας τρέχει και όλο κλαίει.

Μαζί τα δυό τους φτάνουνε, στον τρίτο αδερφό,

Και πίσω ο λύκος πονηρά, κρατάει τον λοστό.

 

Τοκ – τοκ.

«Ανοίξτε βρε γουρούνια μου, γιατί έχω νευριάσει,

παραδοθείτε άμεσα, την ώρα μου έχω χάσει.

«Φύγε από ‘δω κυρ’ λύκε μου, κοντά μη να ζυγώνεις,

Το σπίτι αυτό είναι γερό, το χρόνο σου σκοτώνεις.»

Τότε εκείνος σάστισε, στο στόμα βγήκαν φλόγες,

Και η οργή κρεμάστηκε στα μάτια σαν τις ρόγες.

Καθώς θεωρούσε κτήμα του αυτή τη γειτονιά του,

Να καθαρίσει ήθελε για πάντα τη γωνιά του.

«Ήρθε η ώρα άθλια γουρούνια να κρυφτείτε,

Γιατί αν στα δυό χεράκια μου, κατάμαυρα, βρεθείτε,

Τότε ολόκληρη η γη δεν φτάνει να κρυφτείτε.»

 

Και μπαμ και μπουμ ξεκίνησε το σπίτι να χτυπάει,

Είν’ ο θυμός κακός εχθρός και σίδερα μασάει.

Μα τούτο ήτανε γερό, ρούπι δεν το κουνάει,

Ούτε μικρό τουβλάκι του δεν βρέθηκε να σπάει.

Κι ο λύκος έβγαλε κραυγή, σκληρή και θυμωμένη,

Παίρνει ξανά στα χέρια του τη λάβα αναμμένη.

Ρίχνει βενζίνη και φωτιά να κάψει το σπιτάκι,

Που ‘χε με κόπο χτίσει εκεί το τρίτο αδερφάκι.

Το σπίτι όμως άκαυτο παρέμενε για ώρα,

Κι ο λύκος κοίταζε βουβός με μάτια αιμοβόρα.

 

«Αν βγείτε έξω ζωντανά, γουρούνια, αν σωθείτε,

τότε με δόντια κοφτερά στην πλάτη θα βρεθείτε.»

Εκείνα όμως δεν μιλούν, μονάχα προσευχούνται,

Τη μάνα τους που ‘ναι μακριά στο νου αναθυμούνται.

«Μάνα καλή, βοήθα μας και στείλε μιαν ευχή,

οι ουρανοί ν’ανοίξουνε να πέσει εδώ βροχή.»

 

Κι οι ουρανοί ανοίξανε κι ήρθε μεγάλη μπόρα,

Κι ήρθε ποτάμι που ό,τι έβρισκε παρέσερνε με φόρα.

Ξερίζωσε δέντρα βαριά, ξερίζωσε κοιλάδες,

Ξερίζωσε και τα βουνά κι όλες τις πεδιάδες.

 

Και πήρε και παρέσυρε και τον κακό τον λύκο,

Και σε μια χώρα μακρινή τον έστειλε απίκο.

Κι εκεί συνάντησε κακούς, πολύ κακούς ανθρώπους,

Που τα λυκάκια βάζανε να μένουν σ’άλλους τόπους.

Τόπους στενούς και μίζερους, σαν φυλακή πως μοιάζαν,

Κι οι λύκοι οι ατρόμητοι, σαν πρόβατα βελάζαν.

 

Πίσω τώρα πάμε ξανά, στα τρία γουρουνάκια,

Που η μεγάλη πίστη τους ξύπνησε τ’αγγελάκια,

Που τα γλυτώσανε με μιας από του κακού τα δόντια,

Που μοιάζανε με κοφτερά και φοβερά ακόντια.

 

Κι αφού όλους τους παρέσυρε το άτακτο ρυάκι,

Γίνηκαν τα γουρούνια μας άρχοντες στο αλανάκι.

Κι αφού κανέναν πια λοιπόν δεν είχαν να φοβούνται,

Γκρέμισαν τοίχους και δεσμά κι ελεύθεροι κινούνται.

Κι απ’ την αρχή εστήσανε ξανά την πολιτεία,

Που τη θεώρησαν ευθύς δική τους παροικία.

 

Άλλαξαν όμως οι καιροί, και κάπου εκεί μακριά,

Πόλεμος ξέσπασε βαρύς με θύματα τα αρνιά.

Κι ήρθαν στη γη των γουρουνιών χιλιάδες τα αρνάκια,

Ξεριζωμένα, μοναχά, χωρίς σωστά χαρτάκια.

Και τότε τα γουρούνια μας, που ζούσαν μες τα πλούτη,

Έβαλαν τα αρνάκια μας μες σε κονσερβοκούτι.

 

«Όποιο αρνί μείνει εκτός, από τα ορισμένα,

υπάρχει κίνδυνος σαφώς, σας τα ‘χουμε ειπωμένα.»

 

Είπανε τα γουρούνια αυτά που κάποτε παλιά,

Χάσανε την πατρίδα τους σαν τώρα τα αρνιά.

 

 

 

Η Ζέτη Φίτσιου γεννήθηκε στη Λάρισα το 1985. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια απέκτησε τον μεταπτυχιακό τίτλο «Διεθνούς Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων». Είναι απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν. Το 2015 εκδόθηκε το πρώτο της θεατρικό έργο («Plan B», Εκδόσεις Δωδώνη). Το 2017, κέρδισε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου που διοργάνωσε η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top