Fractal

Τρία διηγήματα

Του Φώτη Παπαγεωργίου // *

 

 

 

 

Καθαρή αγάπη

Κάθομαι στο υψηλότερο σημείο του πάρκου. Χειμωνιάτικο μεσημέρι. Ο ουρανός γαλανός , λίγο λευκό και φώς τον κάνουνε ξεκάθαρο… θλίβομαι! Γιατί να μην είμαστε έτσι και οι άνθρωποι;

Δυο σπουργίτια τιτιβίζουν στο απέναντι δέντρο. Πετούν το ένα δίπλα στο άλλο, ξαναγυρίζουν στο κλαδί τους, το ένα δίπλα στο άλλο, με μια απλότητα. Συνειδητοποιώ ότι αιώνες ανθρώπινης εξέλιξης μας έκαναν και χάσαμε την πρωτόγονη ανάγκη για συντροφικότητα. Δημιουργήσαμε επιστήμη, την εξελίσσαμε αλλά η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου γιγαντώθηκε. Νιώθω λες και είμαι σε γυάλα, λίγο πράσινο κι αρχέγονα ένστικτα… μετά από εκεί ξεκινάει η πόλη με την σύγχρονη κοινωνία. Τι είναι αυτό που μας άλλαξε; Τέσσερις μικρές φτερούγες περικλείουν περισσότερη αγάπη απ’ όσο ολόκληρη η ανθρωπότητα….;

Η τελευταία σκέψη με σόκαρε. Ένιωσα την απώλεια στους αιώνες. Το ένα σπουργίτι πέταξε, το άλλο έμεινε στην θέση του παρατηρώντας το. Σε λίγα λεπτά γύρισε πίσω με έναν καρπό στο ράμφος του. Τον μοιράστηκαν… Ήρθαν κοντά κι ένωσαν τα φτερά τους… Πόσο ζωντανό… Αγάπη κι έρωτας! Τι αξία έχει η ζωή χωρίς να μοιράζεσαι;;;

Ίσως αυτό να χάσαμε ή δεν το διαχωρίσαμε από την αρχή. Η αγάπη αλλοιώνει την εξουσία και ενώνει. Καθαρή αγάπη σημαίνει μοιράζομαι με εσένα χωρίς σκοπό, μόνο με υπερβολή και συναισθήματα. Η πράξη μου είναι και για τους δυο αλλά και αν όχι, δική σου κράτησε την, νιώσε την και ανταπόδωσε την με το ίδιο κίνητρο, εμάς ή εμένα. Ας καταλήξουμε στην αγάπη μέσα από τις κοινές πράξεις – όχι σε μέγεθος ή αριθμό – ως σκοπό της συνύπαρξής μας. Κατάργηση του ΕΓΩ ή του ΕΣΥ και γέννηση του ΕΜΕΙΣ… Σ’ αγαπώ γι αυτό που ζούμε. Σ’ αγαπώ και θα στο δείχνω…

Σύννεφα μαζεύτηκαν… οι πρώτες σταγόνες με αφύπνισαν. Νιώθω ακόμα το όνειρο, αν ήταν, οι σκέψεις ήταν δικές μου ή των μικρών πτηνών; Μήπως εκείνα με παρατηρούν θέλοντας να μου δείξουν κάτι; Έμεινα κι εγώ εκεί νιώθοντας κάθε σταγόνα… Κοίταζα ψηλά των ουρανό… Περίμενα να δω ή να ακούσω ακόμα κάτι…

 

 

Χρόνος

Μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Περπατάω στην πλατεία Συντάγματος βλέποντας τον κόσμο να είναι βιαστικός. Ίσως να μην αντάλλαξα ματιά με κανέναν περαστικό διότι όλοι επείγονται… Εξαντλητικά γρήγορος ρυθμός. Κουράστηκα.

Κάθισα στο παγκάκι απέναντι από το σιντριβάνι. Κοιτώντας την ροή του νερού αφέθηκα σε μια εσωτερική συζήτηση.

– O Χρόνος θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητος. Να μην υπάρχει…

– Να μην υπάρχει; Ανάμεσα σε τι;

– Ανάμεσα στους ανθρώπους και ειδικότερα στο ζευγάρι.

– Όχι απαραίτητα ερωτικό αλλά επικοινωνιακό.

– Πόσο ξεχωριστό να μπορείς να ενώνεσαι μ’ έναν άνθρωπο.

– Ίσως αν είμαστε συνέχεια μαζί…. να γίνουμε αθάνατοι.

– Αθάνατοι… Στην ζωή όπου η έννοια έχει αξία.

Χαμογέλασα.

« Αυτό είναι» σκέφτηκα. «Ο χρόνος δεν θα έπρεπε να υπάρχει όταν ΕΜΕΙΣ είμαστε μαζί!» Γιατί να δίνουμε αξία σε πράγματα που δεν είναι ο άνθρωπος το κέντρο; Γιατί να μην μιλάμε; Να μην καθόμαστε απλά αγκαλιά; Να μην κοιταζόμαστε στα μάτια; Τελικά να λέμε την αλήθεια, με απόληξη την επικοινωνία;

Αφήνοντας γεγονότα και καταστάσεις δεν κερδίζουμε κάτι. Ο χρόνος – αν υπάρχει – δεν γυρίζει αντίστροφα, ούτε διαστέλλει την ποιότητα ζωής. Αφήνει μόνο το αποτύπωμα των πράξεων… μας.

Ο ουρανός καταγάλανος .Λιγοστά σύννεφα ταξιδεύουν με την ενέργεια του ανέμου. Σηκώνω ξανά το βλέμμα μου προς τους ανθρώπους. Κοιτάζω προσπαθώντας να τους γνέψω. Δεν αλληλεπιδρώ με κανέναν ,ευτυχώς όμως που υπάρχουν τα παιδία! Όσα πέρασαν με χαιρέτισαν, με κοίταξαν με το βλέμμα της γνώσης τους. Ένιωσα ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Πιθανώς όλα να με ρώτησαν «Πως μπορούμε να μην δίνουμε σημασία σε κάτι που από μικροί γνωρίζουμε; Εσκεμμένα στην πορεία το ξεχνάμε;». Σώπασα ,όμως αισθάνθηκα την απόγνωση…

Γιατί αφήνουμε αυτό που είναι το σημείο αναφοράς στη ζωή μας; Γιατί απαξιώσαμε τον ίδιο τον άνθρωπο; Γιατί πλέον δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με την συμπληρωματική μονάδα μας;

Οι κόρνες των οχημάτων με αφύπνισαν, κοίταξα το ρόλοι στα γρήγορα. Άλλαξα κατεύθυνση και αναμείχθηκα στο πλήθος.

 

 

Θάνατος

Ήταν βράδυ. Ο χ περιφερότανε στους δρόμους της σκοτεινής και κρύας πόλης μόνος. Έψαχνε να βρει ένα μέρος για να ξαποστάσει. Ήταν κουρασμένος πολύ. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες. Αναρωτιότανε αν μπορούσε να αντέξει για πολύ ακόμα.

«Επιτέλους» αναστέναξε. Μπροστά του φάνηκε μια ήσυχη πλατεία. Αφού έκανε διερευνητικά τον γύρω της βρήκε ένα μέρος για να ξεκουραστεί. Ξάπλ-ωσε . Η δροσιά των πλακών μούδιασε το κορμί του. Πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του και καμία δεν τον άφηνε να αποκοιμηθεί. Δεν μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα αν αξίζει να ζεις. «Όλα είναι τόσο περίπλοκα. Τίποτα πολλές φορές δεν με καλύπτει. Νιώθω τόσο μόνος. Παντού επικρατεί το κενό. Άλλωστε όλοι περαστικοί είμαστε…..». Σιωπή…

Αποκοιμήθηκε. Το φως του ήλιου τον ξύπνησε. Σηκώθηκε μπερδεμένος. Ένιωθε σαν να μην ήξερε τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει καμία ολοκληρωμένη σκέψη. Τρόμαξε. Άρχισε να θυμάται το όνειρο που συνόδευσε τις βραδινές σκέψεις του. Ήταν τόσο περίεργο. Τα συναισθήματα του ήταν ανάμεικτα.. Άρχισε να τρέμει…. Όλο και περισσότερο άρχισε να συνηθίζει την ιδέα του τέλους… με μια κίνηση οριστικά τέλος. Φοβήθηκε. Έκλεισε τα μάτια του. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του. Έσφιξε τις γροθιές του και πίεσε με δύναμη το πρόσωπο του. Είχε μεγάλη ανάγκη να συνειδητοποιήσει πως είναι ακόμα ζωντανός. Αλλά μέσα του άρχισε κάτι να αλλάζει, τον γοήτευε η ιδέα της εκπλήρωσης του ονείρου του.

«Είναι η τελευταία υποχρέωση προς τον εαυτό μου» είπε και γαλήνεψε ξαφνικά το πρόσωπό του. Έμεινε ακίνητος. Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο. Ο καπνός του φαινόταν σαν να ήταν από κάποιο φουγάρο ενός πλοίου που θα ταξίδευε για μέρη μακρινά, ίσως χωρίς γυρισμό. Για ένα ταξίδι προς τα άγνωστο. Κάποτε κάποιος που αγαπούσε του μιλούσε για το κενό , «Να το αγαπήσεις» του έλεγε και τα μάτια του έλαμπαν. «Κάποτε όλοι εκεί θα βρεθούμε» έλεγε και γέλια δυνατά απλωνόντουσαν. Κατά βάθος κι εκείνος φοβόταν, αλλά κρυβότανε στον ήχο της φωνής του. Τότε τρόμαζε, τώρα ακ-ούστηκε το ίδιο γελοίο. Η γαλήνη δεν απομακρύνθηκε από το πρόσωπο του. Απλά αποτυπώθηκε επάνω του.

Σηκώθηκε. Η ηρεμία συνέχιζε να πλήττει το τοπίο. Όλα ήταν ίδια. Ο χρόνος δεν είχε αφήσει την αλλοίωση του αλλά ο χ τα έβλεπε όλα διαφορετικά.. Περπάτησε μερικά μέτρα. Ένας τεράστιος όγκος από καταναλωτικά κατάλοιπα ξεπρόβαλε. « Τελικά οι περισσότεροι κόποι των ανθρώπων εδώ καταλήγουν στα σκουπίδια!! Και πιο το τελικό όφελος; Το ίδιο κενοί παραμένουν.» Ανακάτεψε για λίγο τον σωρό και βρήκε ένα μαχαίρι. Σε λίγο η ολοκλήρωση θα είναι αυτοσκοπός. Είχε αρχίσει να ιδρώνει. Η σκέψη του είχε βαρύνει. Η ανάσα του άρχισε να ακούγεται δυνατά. Ήταν κάτι σαν πανικός, κάτι πολύ πρωτόγνωρο. Πέταξε το μαχαίρι μακριά. Με δάκρυα στα μάτια άρχισε να τρέχει μακριά. Μια φωνή ξαφνικά μέσα του ακούστηκε , «με αυτό που κάνεις τώρα θα γλιτώσεις;». Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω του. Δεν είδε κανέναν. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Ήθελε να μιλήσει για τις ανάγκες του, για τις ανησυχίες του, για τα όνειρα που είχε κάνει ως παιδί. Ένιωσε να πνίγεται. Το ίδιο συναίσθημα. Ήταν πάλι η γνωστή μοναξιά που μολύνει σιγά σιγά όλο των κόσμο. «Πόσοι άνθρωποι είναι σαν και μένα» είπε και συ-νέχισε «και πόσοι είναι και δεν το γνωρίζουν. Ίσως να ήταν καλύτερα να μην το γνώριζα κι εγώ. Θα ήταν; Ναι θα ήταν, μάλλον όχι δεν θα ήταν, θέλω να γνωρίζω την αλήθεια. Θέλω να μπορώ να κοιτάζω την ζωή όπως είναι. Ακόμα και μέσα από το άσχημο βγαίνει κάτι όμορφο.» Ηρέμησε. Πλέον ήταν σίγουρος για το τι έπρεπε να κάνει. Γύρισε πίσω να ξαναπάρει το μαχαίρι του. Το βρήκε και το έσφιξε γερά. Η σιγουριά των κινήσεων του φαινότανε στα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν καθαρό, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Ήταν έτοιμος να αγαπήσει αλλά και να αγαπηθεί από το κενό.

Είχε φτάσει μεσημέρι. Ο αέρας είχε κοπάσει. Μόνο η μελωδία των πουλιών συνέχιζε τον ψαλμό του ανέμου. Ο χ ξάπλωσε στο ίδιο σημείο που είχε αποκοιμηθεί. Κοίταξε τον ουρανό. Θυμότανε πως είχε όνειρο να ταξιδέψει σε αυτόν. Ήθελε να αγκαλιάσει το γαλάζιο και να βαφτεί με το λευκό. Να κατοικήσει μέσα σε ένα σύννεφο. Να κρατηθεί από ένα αστέρι που πέφτει. Ήταν πολύ ήρεμος αλλά ξαφνικά όλα άλλαξαν. Το κενό άρχιζε να βυθίζεται μέσα του. Οι σκέψεις του πάγωσαν. Ίσως να τις σταμάτησε κι εκείνος δεν είχε τίποτα απολύτως καμία σημασία. Ένιωσε τα συναισθήματα του να του κόβουν την ανάσα. Οι ανάσες του κυλούσαν ως δευτερόλεπτα προς τη γαλήνη. Μία κίνηση και μετά…

Η κίνηση ολοκληρώθηκε , η κραυγή του χρωμάτισε το φως του ήλιου. Τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν και μοιάζουν ακίνητες φιγούρες του ακίνητου κόσμου. Μόνο ένα πέταξε κι έκατσε πάνω στο στήθος του. Κε-

λάηδησε δυνατά και ξεχωριστά. Δεν ήταν μοιρολόι ήταν ποίημα. Ήταν κάτι τόσο ξεχωριστό και αληθινό. Ο χ ίσα ίσα μπορούσε να ακούσει. Το τελευταίο κελάηδημα σήμανε τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του. Ξεψύχησε. Το πουλί πέταξε μακριά. Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ίσως να ήταν εκείνος που κάποτε ονειρευόταν πως πετούσε για να αγκαλιάσει το γαλάζιο και να βαφτεί με το λευκό…..

Σίγουρα κάποια βράδια ακούω τα βήματα σου τα λευκά στης άκρης το γαλάζιο και καταλαβαίνω ότι δεν είμαι μόνος. Όταν βρεθώ κι εγώ στον ουρανό κάποτε θα περάσω και από το δικό σου σύννεφο….

 

 

 

* O Φώτης Παπαγεωργίου είναι απόφοιτος Ανωτάτης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης του τμήματος Ηλεκτρονικής. Γεννήθηκε στην Αθήνα οπού ζει και εργάζεται. email επικοινωνίας ftspap@gmail.com

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top