Fractal

Τρεις ενδιαφέρουσες προτάσεις για ανάγνωση

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

✔ Όλγα Λένη,  “Όταν ο Άγγελος είχε φτερά”, εκδόσεις Περίπλους

✔ Μαρία Σαμαρτζή – Παπαδοπούλου,  “Μικρές καθημερινές (!) ιστορίες”, εκδόσεις βακχικόν

✔ Κέλλυ Κουναλάκη,  “Το ταίρι”,  εκδόσεις βακχικόν

 

 

Όλγα Λένη «Όταν ο Άγγελος είχε φτερά» εκδόσεις Περίπλους

Χτίζοντας τον λόγο της μέσα σε μικρά κεφάλαια και εναλλάσσοντας τους αφηγητές της αλλά και τον χρόνο της αφήγησης, η Όλγα Λένη στη νουβέλα Όταν ο Άγγελος είχε φτερά θα μας διηγηθεί την ιστορία της. Μια ιστορία που όλο κάτι θυμίζει στα βασικά της στοιχεία. Νεανικός, μαθητικός έρωτας, μετά σπουδές, ο ένας να χάνει τον άλλον, νέες παρέες, καινούργιες, φρέσκες επιλογές. Και το αίσθημα να σβήνει με τα χρόνια. Τέτοια θέματα ξεχωρίζουν, όταν η γραφή δεν αφήνεται στην ευκολία του συναισθήματος, όταν έχει κάτι να πει που να κάνει διακριτή την ιστορία ανάμεσα στις παρόμοιες. Η Όλγα Λένη φαίνεται να ξέρει πώς να κάνει τη διαφορά.

Η Άννα, η ηρωίδα της νουβέλας, διακατέχεται από μια εμμονική προσήλωση στο πρόσωπο του Άγγελου, πιστεύοντας ότι σταθερά μένουν και τα αισθήματα αλλά πολύ περισσότερο οι αντιλήψεις των ανθρώπων.

«Όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, εκείνες τις στιγμές που αναλογιζόμουν τα στραβά και τα σωστά της ζωής μου, ο Άγγελος ήταν εκεί. Σαν ένα φάντασμα που ζητούσε πίσω τη ζωή του, έτσι καθόταν, με κοιτούσε και περίμενε. Τότε όλα έμοιαζαν με λάθος και η ζωή μου φάνταζε σαν μπάλωμα στη ζωή που δεν έζησα».

Φυσικά στην αληθινή ζωή αυτό το αμετάβλητο των πραγμάτων δεν ισχύει, και καλώς δεν ισχύει. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας μεταβάλλουν την οπτική τους, αλλάζει η θέση τους στον κόσμο, η συνείδησή τους βαθαίνει, η γνώση αποθηκεύει το βάρος της αλλοιώνοντας την κάποτε σταθερή θεώρηση των σχέσεων. Θα ήταν παράλογο να πιστεύουμε πως κάποια πράγματα μένουν ακλόνητα και ανεπηρέαστα μέσα στον χρόνο. Κάτω από αυτό το πρίσμα, λοιπόν, θα λέγαμε ότι η ηρωίδα βρίσκεται έξω από μια φυσιολογική εξέλιξη της ζωής. Και αναμενόμενο είναι αυτό να το πληρώνει συναισθηματικά κάθε μέρα ζώντας το ανεκπλήρωτο των επιθυμιών της.

Υπάρχουν στη γραφή της Όλγας Λένη κάποια μικρά στιγμιότυπα, σαν αδιόρατες εικόνες ζωής που, ακόμα κι έτσι με τον ελάχιστο χώρο που καταλαμβάνουν στο βιβλίο, αρκούν για να δώσουν μια ώθηση στο κείμενο, και κυρίως στη σκέψη του αναγνώστη. Για παράδειγμα, η ηλικιωμένη κυρία Διονυσία, στο σπίτι της οποίας η Άννα νοικιάζει δωμάτιο (και αυτό ένα ακόμα δείγμα μιας φοβίας να ξεφύγει από την οικογενειακού τύπου διαβίωση) είναι μια γυναίκα με μια ζωή γεμάτη από εμπειρίες αλλά ως επακόλουθο και γεμάτη από μνήμες βασανιστικές, η οποία δεν πλησιάζει πλέον τον δεύτερο όροφο του σπιτιού της:

«[…] άδειος ο δεύτερος όροφος. Εκεί κάποτε ήταν η οικογενειακή κρεβατοκάμαρα. Τώρα είχε στοιχειώσει. Η κυρία Διονυσία έβαλε ένα ντιβάνι στην κουζίνα, που ήταν στο ισόγειο και κοιμόταν εκεί. Όλα εκεί, καθιστικό, κουζίνα και υπνοδωμάτιο. Έλεγε πως έτσι ήταν πιο βολικά, πως δεν κουραζόταν να καθαρίζει. Ήταν εξήντα πέντε χρονών· δεν την αφήναν οι αναμνήσεις να ανεβαίνει τα σκαλιά».

Τη βλέπεις να μην παραδίνεται στις μνήμες της και κάνεις αναπόφευκτα τη σύγκριση με την Άννα. Ποιες μνήμες θα έχει εκείνη να αποφύγει μεγαλώνοντας; Τις εφηβικές της; Στο μεταξύ η ζωή την έχει ξεπεράσει, και το κενό διάστημα δεν καλύπτεται. Θα είναι αργά πολύ, όταν στο τέλος της νουβέλας θα εννοήσει το παιχνίδι που της έπαιξε η ζωή. Και σκληρή η συνειδητοποίηση ότι αφέθηκε η ίδια σ’ αυτό το παιχνίδι. Αναρωτιέσαι ποιος είναι αυτός που δεν έχει πλέον φτερά. Ο Άγγελος ή η ίδια; Θα τολμήσω να πω ότι η ηρωίδα της Όλγας Λένη είναι τελικά μια αρνητική λογοτεχνική περσόνα. Ικανή να σε παρασύρει ως αναγνώστη να παρακολουθήσεις τη βασανιστική εμμονή της. Να χαρείς που έγκαιρα αποκόπηκες εσύ από τις εφηβικές ιδεοληψίες ή (σε άλλη περίπτωση) να κατανοήσεις τη συμπόρευσή μαζί της. Η λογοτεχνία το κατορθώνει αυτό, όταν η γραφή είναι καλή, όπως αυτή εδώ.

(Όλγα Λένη, Όταν ο Άγγελος είχε φτερά, εκδόσεις Περίπλους)

 

Μαρία Σαμαρτζή – Παπαδοπούλου «Μικρές καθημερινές (!) ιστορίες» εκδόσεις βακχικόν

Η Μαρία Σαμαρτζή – Παπαδοπούλου στις Μικρές καθημερινές (!) ιστορίες της ακολουθεί τον ρεαλιστικό δρόμο. Αφηγείται ιστορίες που φέρουν μέσα τους το φορτίο της έμπειρης συγγραφικής ματιάς. Δεν ονειροβατούν οι ήρωές της. Αν εντοπίζεται κάτι το αέρινο πάνω τους, αυτό πρέπει να οφείλεται στον δρόμο φυγής που ατενίζουν σχεδόν όλοι. Από κάπου φεύγει ο καθένας. Από τη φυλακή του, όπως την καθόρισαν οι άλλοι ή όπως ο ίδιος με την ατολμία του την έχτισε.

Κάποια διηγήματα γραμμένα σε μια κλασική φόρμα και κάποια άλλα σε μια πιο μοντέρνα εκδοχή αφήγησης. Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι ενδιαφέρον. Ο πειραματισμός είναι δημιουργικός. Με κοφτό λόγο, λιτό στα φορτώματά του, η συγγραφέας διαμορφώνει το πλαίσιο για να σταθούν  οι ήρωές της. Σταθερό, όσο μπορούν τα χρόνια της υπομονής να το κρατήσουν. Αλλού, κάτω από τα πόδια τους σαν κινούμενη άμμος που απειλεί να τους καταπιεί. Και τότε αποπειρώνται τη φυγή. Για να σωθούν, να περισώσουν τα υπόλοιπα της ζωής τους. Αν το καταφέρουν. Αληθινοί χαρακτήρες σε κάθε περίπτωση.

Στο διήγημα (από τα καλύτερα της συλλογής για την πληρότητα των μορφών) Τα δέντρα της ζωής της, ο τρόπος της αφήγησης κατορθώνει με τα ελάχιστα μέσα να δώσει την εικόνα της κακοφορμισμένης ζωής. Και μετά να δείξει την ανάσα της μικρής επανάστασης.

«[…]Τα βάζει όλα στη ζυγαριά. Μάταιη κίνηση. Από συνήθεια πια χρόνων απλώνει το χέρι και την εμποδίζει να γείρει προς τον φόβο της. Διαλέγει να ακινητοποιεί τις αισθήσεις[…]Εκείνος της μιλά με σπαθιά που θερίζουν. Εκείνη ντύνεται τα λόγια του σαν ρούχα βαριά ενός ατέρμονου πένθους, που με τα χρόνια σκουραίνει και πήζει. Μαζεύει επιθυμίες και όνειρα. Τα κλειδώνει και πετά τα κλειδιά σ’ ανέμους και καταιγίδες. Κι όλο και ζαρώνει για να χωρέσει στη στενή κάμαρα του γάμου της[…]Το τελειώνω λέει και σηκώνεται. Τόσο γρήγορα που χρόνο δεν έχει αυτός ν’ αντιδράσει. Βγαίνει χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Την ξιπάζει ο εαυτός της. Τον είχε για μικρό μέχρι τώρα. Αναζητά μέσα της απελπισία και φόβο. Μάταια. Δεν τα βρίσκει πουθενά. Παύει την αναζήτηση. Ψάχνει και το πένθος που την ακολουθούσε απ’ τη στιγμή που βρέθηκε δίπλα του. Το βρίσκει να παραμονεύει. Το πετά παράμερα, βηματίζει από πάνω του και προχωρά. Ύστερα ντύνεται τη νύχτα. Για να την πάρει μαζί της κι αυτήν και να την παραμερίσει. Μαζί με το βάρος τόσων και τόσων χρόνων».

Είναι σημαντικές οι γραφές που φέρνουν ένα κομμάτι του πραγματικού κόσμου τόσο ανάγλυφο μπροστά μας. Και ιδιαίτερα αξιέπαινες, όπως αυτή εδώ, όταν απογυμνώνονται από όλα τα περιττά και διασώζουν μόνο τα απαραίτητα. Η Μαρία Σαμαρτζή – Παπαδοπούλου αποτυπώνει, με μια σοφή επιλογή λέξεων και βαθιά τη γνώση του περιττού, την ουσία του νοήματος. Όπως εδώ που ο ήρωάς της, αποσυνάγωγος και μόνος, θα κυριευθεί από τη μουσική και την απρόσμενη ομορφιά της ζωής, θα τρομάξει με την αιφνίδια χαρά, κατόπιν θα αφεθεί και θα μοιραστεί επιτέλους κάτι με τους άλλους:

«[…] Είδα τον ήλιο και χάρηκα κι η χαρά με τρόμαξε, φχαριστήθηκα μ’ ένα άλογο κι αυτό με φόβισε, δεν χώραγε στα μάτια μου η θάλασσα, περίσσεψαν τα δέντρα». (Ξύπνημα)

Ξεχωριστές οι ιστορίες της. Ο ίδιος ο τίτλος περιγελά την καθημερινότητά τους. Καθημερινές; Στο περίβλημά τους ίσως ναι. Οι ήρωες όμως σηκώνουν το κέλυφος, και από κει και πέρα αρχίζει η ενδιαφέρουσα αφήγηση.

(Μαρία Σαμαρτζή – Παπαδοπούλου, Μικρές καθημερινές (!) ιστορίες, εκδόσεις βακχικόν)

 

Κέλλυ Κουναλάκη «Το ταίρι» εκδόσεις βακχικόν

Η ιστορία που μας αφηγείται η  Κέλλυ Κουναλάκη αφορά Το ταίρι και κινείται σε τελείως άλλο ύφος. Αλλά και το θέμα του, αν και σε παρασύρει ο τίτλος, είναι πρωτότυπο. Ο Αιμίλος και η Μίρκα δεν είναι ένα ζευγάρι όπως όλα τα άλλα. Είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη: ζευγάρι. Δηλαδή ένα ζευγάρι παπούτσια! Φτιαγμένοι για να είναι πάντα μαζί, αλλιώς καταργείται το νόημά τους μαζί με τη χαμένη χρηστικότητά τους. Το κείμενό, έτσι όπως εικαστικά υποστηρίζεται από τα σχέδια του Γιάννη Μπαχλάβα μέσα στις σελίδες και όχι μόνο στο εξώφυλλο, αποκτά τη μορφή εικονογραφημένης αφήγησης. Πρωτότυπο και αυτό στη σύλληψή του.

Η αρχή της ιστορίας αυτού του ζευγαριού έχει και ανθρώπους, μόνο που το ενδιαφέρον μας γι’ αυτούς γρήγορα εξανεμίζεται, γιατί εδώ η πλοκή εστιάζεται στα δυο παπούτσια/μποτάκια. Ο συμβολισμός επιλέγεται για να γίνουν οι απαραίτητοι συνειρμοί. Θα μπορούσε, δηλαδή, να είναι μια ιστορία για ένα ζευγάρι όπως ο Δημήτρης και η Κλαίρη για παράδειγμα. Που γνωρίζονται, συντροφεύουν ο ένας τον άλλον, χωρίζουν και χάνονται για να βρει κάποιο άλλο ταίρι ο καθένας τους. Ανθρώπινα πράγματα. Ποιος σκέφτεται την αιώνια σχέση, όταν όλα τα υλικά φθείρονται και λειώνουν; Κάπως έτσι συμβαίνει και με τον Αιμίλιο και τη Μίρκα.

«[…]Πόσο ξαφνικό, πόσο άδικο, πόσο αβάσταχτο. «Ποτέ ξανά μαζί. Εσύ στη θάλασσα να πνίγεσαι κι εγώ τροφή για ένα σκυλί».

Έχει όμως η ζωή γυρίσματα. Για όλους, για όλα τα όντα που υπάγονται στον νόμο της γέννησης και της φθοράς. Και καμιά φορά ξαφνιάζει με τις αναπάντεχες ανατροπές. Ακόμα κι αν όλος ο γύρω κόσμος είναι διαφορετικός, το ταίρι μπορεί να ξαναβρεθεί.

Η Κέλλυ Κουναλάκη δίνει μια γραφή διαφορετική, φρέσκια και ενδιαφέρουσα. Μια αισιόδοξη ματιά στον κόσμο, που βρίσκει να στηριχτεί στη δυαδική σχέση, την παντοδύναμη συντροφικότητα. Όλα μοιάζει να γεννήθηκαν τη στιγμή που ο ένας βρίσκει τον άλλον. Και αυτό δεν έχει την ευκολία ενός ρηχού ρομαντισμού. Είναι η στήριξη, η ραχοκοκαλιά της ζωής.

[…]«Δεν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι μόνο την αγκαλιά που πήραμε ο ένας τον άλλο άθελά μας, αλλά πριν από αυτό ήταν σαν να κοιμόμουν για πάντα».

«Και εγώ δε θυμάμαι τίποτα πιο πριν. Μοναχά αυτή την αγκαλιά».

Έχει, αλήθεια, σημασία που ο διάλογος αυτός αφορά ένα ζευγάρι μποτάκια; Νομίζω πως όχι, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Η Κέλλυ Κουναλάκη με μια άνεση στη γραφή δείχνει ότι είναι ανοιχτή σε ανατροπές και ξαφνιάσματα. Δεν το συναντάμε συχνά στα λογοτεχνικά πράγματα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top