Fractal

Η ζωή σαν τραμπάλα

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

trampala_1«Τραμπάλα» του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου, σελ. 122, Εκδ. Μελάνι

 

Οι άνθρωποι είναι βουνά· μόνοι τους, με τη ρίζα τους, με τους άλλους. Δύο βουνά μαλώνουν, καθένα ψάχνει ταίρι στη μάχη, στον ερώτα, στη μοναξιά του. Τα βουνά είναι σπυριά σε πρόσωπο ανθρώπου. Τα σπας χύνεται χώμα, φτιάχνει άλλο άνθρωπο. Ο Χέμινγουεϊ έλεγε ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου μετακινούμενος από το ένα μέρος στο άλλο. Ποιο βουνό μπόρεσε να φύγει από εκεί που το έταξε η πέτρα του; Οι άνθρωποι του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου είναι βουνά που θέλουν να μετακινηθούν. Λέω οι άνθρωποι, δεν θα πω οι ήρωες, δεν μου επιτρέπεται να πω οι ήρωες. Η προθεσιακή σχέση του συγγραφέα με τα μέλη του θιάσου του είναι να τους δει τυπωμένους, χάρτινους, δυσδιάστατους. Η σύμβαση, υπάρχει κι εδώ, αλλά σπάει όταν ξεκινάς την αναμέτρηση με αυτούς τους ανθρώπους που υπάρχουν στην «Τραμπάλα».  Όταν ξεκινάς να διαβάσεις τις ιστορίες τους. Είναι χθόνιοι, ζορισμένοι, πεινασμένοι – ένα χτικιό τους τρώει, μια έλλειψη τους ράβει τα μάτια, μια θράκα μαυρίζει τα δάχτυλά τους. Η άλως της μοναξιάς του σκορπίζεται πάνω από τα κεφάλι τους. Σε μια πόλη, σε μια χώρα επίσης σκορπισμένη, ρηγματωμένη από την ανέχεια, την αγωνιώδη υπερένταση και την έλλειψη παρηγορητικού λόγου, τούτες οι φιγούρες στέκουν ακόμη πιο μακριά από το πλήθος. Διαμορφώνουν μια δική τους, ολότελα προσωπική τάξη κόσμου. Δεν είναι περιθωριακοί, δεν είναι αποσυνάγωγοι, ωστόσο κείνται στην άκρη του φάσματος: κοινωνικού και συναισθηματικού.

 

Οι άνθρωποι του Γκέζου είναι δικοί μας άνθρωποι. Τους έχουμε γνωρίσει, αν βγούμε στο δρόμο θα τους δούμε, θα μετρήσουμε την κοντή σκιά τους, θα δούμε το δάγκωμα στα χείλη. Έχουν ακουμπήσει για λίγο το κεφάλι τους στο κρύο τζάμι του λεωφορείου, του μετρό. Έχουμε συναντηθεί  στο φούρνο της γειτονιάς, στην κλειστή στροφή του δρόμου. Έχουμε μυρίσει την ανάσα τους, κι εκείνοι τη δική μας. Στα ίδια χέρσα χωράφια των διαμερισμάτων έχουμε αναμετρηθεί μαζί τους. Τρώμε από το ίδιο πιάτο. Τρώμε, μας τρώνε, το βγάζουμε από μέσα μας, το πετάμε· απεχθές απόβαρο.

Δεν κάνω τυχαία αναφορά στην τροφή ως μια πράξη εμμονής, νεύρωσης, απείθειας προς την κανονικότητα, αποδοχής της μοίρας. Σχεδόν σε όλα τα διηγήματα της συλλογής είναι έντονη η παρουσία των τροφών. Έτοιμων, επεξεργασμένων, τυποποιημένων, πρόχειρων ή καλομαγειρεμένων. Δεν πρόκειται για μια νύξη γευσιγνωσίας που προσδίδει ο συγγραφέας στους ήρωές τους. Είναι η απόληξη μιας νεύρωσης. Η μπουκιά που κατεβάζει ο ήρωας του Γκέζου έξω από ένα φούρνο ή περπατώντας στο δρόμο ή μέσα στο σπίτι του, η μπουκιά που κάποιος άλλος βγάζει με το ζόρι και πνίγεται, το φαγητό που κάποιος άλλος ορέγεται και δεν έχει είναι η ζωή που δεν έχει. Ή, διαθέτει σε πλησμονή και δεν ξέρει τι να την κάνει και πώς να τη φέρει βόλτα. Το φαγητό γίνεται συνώνυμο μιας εξωλεκτικής καθημερινότητας ταυτισμένη με περίτρομα όνειρα, με ματαιωμένες επιθυμίες, με ακράτητα πάθη, με το πεπερασμένο της γεύσης που έτσι και αλλιώς έχει κατέβει σε απεργία. Εντέλει, με τη γαστρική επανάσταση ως ύστατη έκφραση του σώματος.

Κλειστά στόματα, κλειστά ρολά, κλειστή στροφή.

 

Οι άνθρωποι του Γκέζου είναι της ανάσας τους εργάτες. Δείτε πως δομεί τα διηγήματά του. Δεν φτιάχνει πυρηνικές προτάσεις. Δεν κόβει σε κομμάτια τη δομή της πρότασης. Δεν τους αφήνει σε ησυχία. Ίσως διότι κι εκείνοι είναι ξεβολεμένοι άνθρωποι. Υπάρχει μια αίσθηση ορμητικής ροής στο λόγο τους. Δεν έχουμε να κάνουμε με συνειδησιακή ροή, αλλά με μια δεύτερη φωνή που βγαίνει από μέσα τους, μια απωθημένη λεκτική μηχανή που τους προκαλεί έναν λόγο μακροπερίοδο, ακρασφαλή, μη τετελεσμένο, πλεγμένο από φράσεις που επικαλύπτουν άλλες φράσεις, από σκέψεις που δημιουργούν συστρωματώσεις άλλων φράσεων. Θα έλεγε κανείς πως ο Γκέζος διαμορφώνει ένα σύμμεικτο είδος στο οποίο η τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπου υπάρχει, παύει να είναι η αντικειμενική ματιά ενός τρίτου, ξέχωρου από την ιστορία, και εισχωρεί στα έγκατα του πρωταγωνιστή μέσω του εσωτερικού μονολόγου. Ξέρω ότι τυπικά αυτό το είδος δεν υπάρχει και θα έλεγε κανείς πως μόνο προβληματικό θα ήταν ως προς τη διευθέτησή του. Κι όμως, ο Γκέζος μας είχε δείξει και στη «Λάσπη» ότι συνδιαμορφώνει τον αφηγητή με τους ήρωές του ή, άλλως πως, οι ήρωες παίζουν παιχνίδια με τον αφηγητή τους. Σε όλο αυτό, ο συγγραφέας στέκει απέξω και παρακολουθεί την εξέγερση της ιστορίας.

 

Όμως και πάλι δεν έχουμε να κάνουμε με διηγήματα που στηρίζονται στην τεχνοτροπία τους, αν και τελικά είναι αυτή που τα απογειώνει και τους προσφέρει το ανάλογο ύφος, αλλά στις δράσεις και τις λογής αποδράσεις των ανθρώπων που είναι κλεισμένοι μέσα σε αυτά. Ο καπνός που κατεβαίνει στα σπλάχνα και δημιουργεί ένα σκληρό φράγμα μόνωσης μέσα στην οικογένεια. Η προδομένη ζωή που εκφέρεται ωμά και ανεπεξέργαστα στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή ή στον καθρέφτη. Το στόμα που ομιλεί διά του χασμουρητού για το ανόητο του κάθε μέρα. Ο σκαντζόχοιρος των σχέσεων, το χώμα μιας απώλειας που τρέφει ένα λουλούδι που κλάπηκε. Μια ζωή που τρέφεται από τις απώλειες, που δημιουργεί καινούργιες, που χορταίνει τον καταπιόνα του τίποτα.

 

Και ύστερα «παραγγείλαμε πίτσα και φάγαμε…», όπως έκανε το ζευγάρι στο διήγημα «κλεμμένο λουλούδι». Ή σαν το άλλο στον «Λευκό πίνακα» όπου μπορεί να κοιμηθεί αγκαλιασμένο στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, αφού προηγουμένως ο άνδρας έχει διατρέξει όλο τον ερημότοπο της παιδικής του ηλικίας που σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία του δασκάλου του. Του Κυρίου Π. Υπάρχουν πολλοί κύριοι Π., ξέρετε, πολλοί κι ας μην φαίνονται. Δεν τραβάνε σκανδάλη. Όχι απαραίτητα. Την έχουν στα μάτια καθώς τα ανοιγοκλείνουν με βαρυθυμία, με συστολή, με αδιαφορία, πάνω κάτω στο δρόμο, τρώγοντας, μόνοι ή με παρέα, πίσω από το οχυρό του γραφείου ή στην κουζίνα πλένοντας πιάτα ή μη κάνοντας τίποτα· απλώς αναπνέοντας. Η σκανδάλη δουλεύει, δίνει ώθηση στη σφαίρα, στο μάτι σφαίρα, να πυροβολήσει.

Τι κρατάει, άραγε, αυτούς τους ανθρώπους και δεν φτάνουν στο όριο της κατάρρευσης; Για κάποιους ο δρόμος είναι αναπόδραστος. Το αβίωτο της βιωτής. Οι υπόλοιποι είναι φοβισμένα βουνά.

 

gezfwto

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

 

Αμφίρροπες πέτρες· είναι άνθρωποι που τους περπατάει ένας δρόμος αδιέξοδος. Ο Γκέζος τους πετυχαίνει σε αυτό το μεταίχμιο. Ή, ενδέχεται να επιλέγει ο ίδιος να τους περιμένει όταν θα φτάσουν σε αυτή την κατάσταση. Όμως αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει ο συγγραφέας. Να φτιάξει το περιβάλλον του, είτε επινοημένο, είτε μυθοπλαστικά υπαρκτό. Ή και το ενδιάμεσο. Η επικράτεια του Γκέζου είναι ένας βραχώδης τόπος, απέριττος, σκληρός, λίγα δέντρα φυτεύουν σκιά στο γη, λίγη δροσιά τριγυρίζει τα φύλλα. Το ηλιόφως δεν είναι θαλπερό, ο άνεμος δεν είναι αληγής. Από την άλλη, όμως, οι εκρήξεις είναι υπόκωφες. Το στόματα υποτονθορύζουν το θυμό τους, τα χέρια με τη βία λύνουν τους γόρδιους δεσμούς τους, τέλος ατελεύτητο περιμένει αυτούς τους ανθρώπους. Η ζωή τους είναι μια τραμπάλα, πότε από εδώ πότε από εκεί, ποιος θα μετρήσει τα χαμένα και ποιος τα κερδισμένα.

 

«Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου. Κλωτσ’ από δω, κλώτσ’ από εκεί, γκολ, γκολ, το χάσαμε το παιγνίδι» που έλεγε και ο Κώστας Ταχτσής.

Το χάσαμε το παιχνίδι;

Ο Γκέζος, όχι. Είναι ο ξανακερδισμένος συγγραφικός χρόνος του αυτή η συλλογή διηγημάτων. Είναι η συνέχεια της «Λάσπης» ως βούληση και παράσταση και όχι ως μια κάποια ειδολογική σκυτάλη που επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του να κρατήσει. Ούτε ο αναγνώστης χάνει το παιχνίδι. Εκτός και αν εύτακτα βολεμένος θέλει να αρμενίσει σε ήρεμα πελάγη, αδιαφορώντας για τη βάρκα του που ολοένα μπατάρει. Οι άνθρωποι του πάλι δεν έχουν τίποτα άλλο να χάσουν. Ό,τι ήταν να συμβεί συνέβη και ό,τι δεν ήρθε ποτέ δεν έμελλε να έρθει.

 

Θέλω να πω: κοιτάς ένα βουνό και λες θα στέκει για πάντα ακίνητο. Κάτι τόσο προφανές, τόσο δεδομένο. Και ξαφνικά κάτι γίνεται κι αρχίζει να κινείται, να το πίνει η γη, να καταρρέει. Δεν χρειάζεται να είναι σεισμός. Φτάνει ένα ποτήρι που έπεσε από τα χέρια, ένα παράθυρο που άνοιξε τυχαία, μια πόρτα που έκλεισε με ορμή, ένα ρούχο που στένεψε, ένα ρούχο που φάρδυνε, ένας δρόμος που δεν βγήκε, ένας δρόμος που δεν ήρθε, ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του. Κι αυτή η τραμπάλα, το ξέρω, το ξέρετε, δεν θα σταματήσει ποτέ να ανεβαίνει και να κατεβαίνει. Να δίνει ελπίδες, να παίρνει· κυρίως να παίρνει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top