Fractal

Ποίηση: “Του Σαραντάπηχου η καρδιά”

Της Ζωής Δικταίου // *

 

Έργο του ζωγράφου Ρουσσέτου Παναγιωτάκη

 

Του Σαραντάπηχου η καρδιά

 

Απ’ άλλη πόρτα, μπήκα μες τα θαύματα,

ξεστρατισμένη,

από όσα μού είχαν, λόγια, ψεύτικα ειπωμένα,

τούτο το δώμα τ’ ουρανού, στη Δίκτη,

διαφεντεύει ένας Δαίμονας

και στη ρωγμή του χρόνου

κλώθει τρόπους και γεννήματα τού νου.

Της ξενιτιάς τα χρόνια,

ξόρκια, σ’ ανθισμένο ασπάλαθο τα διάβασα,

κι ήρθε μια σκέψη απ’ τα παλιά,

τα άγραφτα, της μνήμης τα κιτάπια

και στην κορφή,

τ’ άστρο του φόβου, λέει, πως με καλεί

κι ανάβει πύραυνα ιερά ο Εντίχτης.

Όπως στην πάχνη απάνω στραταρίζει η πέρδικα

και στο φτερούγισμα της, μολογά,

έτσι ξυπνήσανε,

μάγια, κατάρες και στοιχειά

από τα παραμύθια της γιαγιάς, τα ξεχασμένα.

Φταίει, που έχει κρατήσει ακόμη ο τόπος,

τα σημάδια και τα ονόματα

και στα περάσματα τα χνάρια του ονείρου.

Του Σαραντάπηχου η καρδιά,

μικρού παιδιού, ένα γυαλί καθάριο,

κι ας είναι ο ίδιος, απ’ ατσάλι κι έχει άγρια τη θωριά,

στα μάτια του, ο ήλιος βασιλεύει

μα το φως δε σώνεται.

Κι όταν με δάκρυα, ποτίζει σκίνους και φασκομηλιές

και το παράπονό του, αντιλαλεί στα διάσελα,

γράφει η αγάπη

και ξεθεμελιώνει το κακό και τ’ άδικο.

Την ξασπρισμένη πέτρα στην κορφή ’χει για κονάκι,

έναν ασφένταμο, για να γιατρεύει τις πληγές,

φυλάει το μήλο το χρυσό στον κόρφο

και τον αμοίραστο άρτο τού αιώνα,

στο δισάκι με τη ρίγανη.

Αγρίμια παραστέκουν πλάι στο μαυρομάνικο,

κι ένας αστρίτης κουλουριάζεται στις χούφτες.

Λίγος ο τόπος του,

μα έχει πάντα, πανηγύρι στην Ψαρή Μαδάρα.

Με τον Αποσπερίτη, στον Αφέντη,

σέρνει το χορό,

στρωτά τα βήματα,

στη φήμη και στη δόξα λιώνουν τα στιβάνια του.

Μεταξωτό κεφαλομάντηλο, διπλό,

στα μαύρα κρόσσια,

ασημένια τα κουδούνια στραφταλίζουνε στην κάψα.

Καίει η ψυχή και καίγεται,

μα ευθύς ξαναγεννιέται,

δεν ξέρει από φτηνή ζωή κι από τερτίπια

μονάχη της, στη μάχη και στον κίνδυνο

χιλιάδες χρόνια πριν απ’ τον θεό, μετρά σημάδια

κι αναμμένα κάρβουνα στα χέρια.

Άλλο δεν έχει απ’ του γκρεμού το γνώρισμα

και δε βολεύεται,

ουδέ με ήλιο, μηδέ με χιόνι,

στου φαραγγιού το καμαρόφρυδο,

πιάνει της Δίκτης το φεγγάρι ολόγιομο,

αυγή, γητεύει τα χωριά στον κάμπο με τους ανεμόμυλους

και τ’ ακριβά του κόσμου καλοκαίρια βάφει ρούσικα.

Μ’ ένα σταμνί μπρούσκο κρασί,

εκείνη τη φωτιά που πέτρα γίνηκε και φυλακτό,

για να θυμάται,

απλώνει της φυλής το σάβανο

με τα μυριστικά της θάλασσας,

τρέμει το σώμα από τον πυρετό κι από την έκσταση,

τον όρκο στο κερκέλι τ’ ουρανού κρεμά,

ύστερα, μιαν άλλη Αριάδνη αγκαλιάζει

κι έτσι, μερώνει ο νους του, στο Σπαθί.

Στο μεϊντανογέλεκο,

το δίκιο, κι η τιμή, κι η περηφάνια,

μ’ αίμα κεντημένα.

Το μπόι του, λογάριαζε, ίσαμε ένα κυπαρίσσι απάνω,

δυο ζάλα κάνει και σαλεύει η γης,

ξυστά περνά απ’ τού φοβερού, τού κεραυνού την κόψη,

καπνισμένα γένια, φρύδια σμιχτά, ανάσα φλόγα.

Συγχώρεση δεν δίνει,

παράξενα η φλέβα παίζει στο λαιμό,

αρχαίες λέξεις ανεβαίνουν πυρωμένες στα χείλη

ίδιες, όπως οι πρώτες συλλαβές στο φως.

Απότομα γέρνουν τα καταράχια στη θάλασσα,

απότομα, χάθηκε κι ο φόβος πού ’κρυβες στο βλέμμα,

στο μέτωπο, στέγνωσε τ’ αλάτι, πεύκο μύρισε,

καινούριες χαρακιές, πιο βαθιές,

αγαπάς,

ένα κουβάρι ξεχασμένο στην αρχαία κολόνα .

Δόκιμη στην πρώτη ηλιαχτίδα

μια λιβελούλα ακινητεί στον άνεμο,

ώρα που την εκδίκηση φορείς κατάσαρκα…

Θα τη θυμάσαι τούτη τη συνάντηση,

η αρετή είναι Μοίρα

και η αλήθεια Πεπρωμένο.

Ο Σαραντάπηχος,

μονάχα στα χαλίκια και στα χάλαβρα πορεύεται,

στο σκίσμα του μεσημεριού

με την ανάγκη για νερό και πρόσφορο τον όρκο

στέκεται, ορθός, κρυφός και ολοφάνερος μαζί,

και την αδίδακτη γνώση της πέτρας ξέρει

και περιμένει, εσένα ν’ ανεβείς,

να μεταλάβεις, την πρωτινή αθωότητα.

Ακοίμητος ο αέρας προσκύνησε και πέρασε.

Σαράντα οργιές ανοίχτηκε ο χαμός κάτω απ’ τα πόδια μου.

Σαράντα οργιές κι ο ήλιος ακυβέρνητος πλησίασε.

Ο πρώτος λόγος κι ο στερνός, με στόχαση στο βλέμμα.

Δεν είμαι εγώ,

απ’ την πραμάτεια του καιρού, φτηνό κουρέλι

και ν’ αγαπώ γονατιστή δεν έμαθα,

στον κόσμο αυτό, δεν ήρθα για να ξοδευτώ στη λύπη,

μετάξι υφαίνω, στης χαράς και στης ζωής το ξόμπλι

και η ψυχή, απαράδοτη.

Το μάτι του φιδιού, στο χέρι κεχριμπάρι,

να βλέπω φρόνιμα,

κατάλαβα,

κι ένα λευκό φτερό αγριοπερίστερου

το γέλιο των παιδιών να ζωγραφίζω.

Πριν πέσει η νύχτα, η σκέψη φεγγοβόλησε

η στείρα ελπίδα, πίσω χάθηκε στη λήθη,

κι ένα σπαθί Δαμασκηνό υψώθηκε στη Δίκτη.

Μόνο μ’ αυτό μπορείς, αν θέλεις ,

απ’ το λίγο που σε δίκασε,

να μπεις στου ήλιου τον αρχαίο χορό

κι  απ’ το « ποτέ για πάντα »,να γλιτώσεις.

Μ’ ένα φυλλαράκι έρωντα στη γλώσσα,

στο βαθύ της αγρύπνιας σου, μυήθηκα

κι επιστροφή δεν έχει.

 

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Δίκτη, Αύγουστος 2017

 

 

 

 

* H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]  γεννήθηκε στην Κρήτη. Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα. Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ. Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει. Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι. Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο…»

Βιβλία:  «Μια κούρσα για τη Χαριγένεια», εκδόσεις Φίλντισι, «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο», εκδόσεις Φίλντισι, «Ιστορίες για φεγγάρια», εκδόσεις Έψιλον. 

Δημοσιευμένα ποιήματα και διηγήματα με το ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου.  Δισκογραφική συνεργασία με Γιάννη Νικολάου και Νίκο Ανδρουλάκη και Γιώργη Κοντογιάννη.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top