Fractal

Η στρίγγλα που έγινε λύκος

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

tote«Τότε που ήταν καλό κορίτσι» του Φίλιπ Ροθ, μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδ. Πόλις, σελ. 464

 

Γράφει ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον «Μεγάλο Γκάτσμπυ»: «Ελπίζω ότι θα είναι μια ανόητη – αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να είναι ένα κορίτσι σε αυτόν τον κόσμο, μια όμορφη μικρή ανόητη». Να τι δεν μπορεί να είναι με τίποτα η Λούσι Νέλσον, η ηρωίδα του Φίλιπ Ροθ στο μυθιστόρημα «Τότε που ήταν καλό κορίτσι». Πρώτα και κύρια: ναι, όσο και αν φαίνεται «παράξενο» ο Ροθ έχει γράψει και μυθιστόρημα με γυναίκα ηρωίδα. Ας αφήσουμε, λοιπόν, για λίγο στην άκρη τους Νέιθαν Ζούκερμαν, τους Ντέιβιντ Κέπες, τους Μίκι Σάμπαθ, τους Μπάκυ Κάντορ, τους Σίμουρ Λιβόβ και κάμποσους άλλους από τους εμβληματικούς –άρρενες- ήρωές του. Ας αφήσουμε κατά μέρος και θέματα όπως η εβραϊκότητα, οι ιστορικές αλλαγές και οι πολιτικές αναταράξεις στις ΗΠΑ, ακόμη και οι ερωτικές ορμές μεσηλίκων.

Η Λούσι Νέλσον δεν ασχολείται με όλα αυτά• δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τίποτα άλλο από το εμμονικό της είδωλο. Ποιο είναι, όμως, αυτό το περίεργο κορίτσι που έλκει την καταγωγή της από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες και μεγαλώνει στη δεκαετία του ’40; Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο από σκανταλιές, χορούς, μιλκσέικ, αυτοκινητάδες και πρώιμα γλεντοκόπια με αγόρια. Τι πιο «φυσιολογικό» από ένα τυπικό κορίτσι μιας «φυσιολογικής» αμερικανικής οικογένειας που γαλουχείται με τη λογική της άνετης ζωής, της καλής παντρειάς και της δημιουργίας μιας οικογένειας δίχως αμυχές;

Κι όμως, η Λούσι ήταν από την αρχή ένα κορίτσι που δεν χωρούσε σε κανένα σχήμα. Ούτε στο οικογενειακό, ούτε στο σχολικό, αλλά ούτε και στο φιλικό/ερωτικό. Ήταν μια γυναίκα-νησί, περίκλειστη, ζωσμένη από τη δική της παράξενη ιδιοσυστασία. Ένας ξένος τόπος. Κι όσο πιο ξένη γινόταν, τόσο ο η θερμοκρασία «ζέσεως» στις σχέσεις της με τους άλλους ανέβαινε επικίνδυνα. Για την Λούσι υπάρχουν μόνο  βασικοί διαχωρισμοί στο πώς κατατάσσει τους ανθρώπους της ζωής της. Από τη μια είναι οι γυναίκες που ζουν στη σκιά των ανδρών τους: άβουλες, αδαείς και ανέγνωμες. Και από την άλλη οι άνδρες που προκαλούν μόνο καταστροφές, που προσδιορίζουν τις ποιότητές τους σε μια ανάποδη κλίμακα αξιών. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να διαπιστώσει –μόνη της πάντα- ότι οι ανθρώπινες «σημάνσεις» της ήταν οι σωστές: ο πατέρας της ήταν ένας αλκοολικός και τις περιόδους που δεν έπινε, έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστρέψει και τις λίγες στιγμές κοινής οικογενειακής χαράς. Από λάθος σε λάθος και από πτώση σε πτώση, η Λούσι όχι μόνο τον απώθησε, αλλά τον μίσησε και τελικά τον εκδικήθηκε. Ήταν εκείνη που σε μικρή ηλικία πήρε τηλέφωνο στην αστυνομία για να τον μαζέψουν. Ήταν εκείνη που όταν κάποια στιγμή γύρισε στο σπίτι τους σαν δαρμένο σκυλί του έκλεισε την πόρτα με τον σύρτη. Και ήταν εκείνη που έπαιξε το ρόλο του μόνιμου κατήγορού του. Μα, το ίδιο έκανε και με τη μητέρα της που ανεχόταν τα παραστρατήματα του συζύγου της. Για τη Λούσι, η μητέρα της είναι ο φορέας μιας ασύγγνωστης παθητικότητας για τη γυναικεία αξιοπρέπεια. Δέχεται αγόγγυστα τις ταπεινώσεις, το ξύλο, ακόμη και να κάνει έκτρωση. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει η ανεξάρτητη και σκληροπυρηνική Λούσι από μια τέτοια γυναίκα; Συν τω χρόνω, αναπτύσσει συγκεκριμένες άμυνες για να αντιπαρατεθεί στο οικείο περιβάλλον: τη βιτριολική διάχυση, τον διαβρωτικό αντίλογο, τη σκληρόπετση κριτική. Για τη Λούσι υπάρχει πάντα ένα πεδίο μάχης από το οποίο πρέπει να αποχωρήσει νικήτρια. Τι είναι γι’ αυτή νίκη; Μια… ανάποδη, ιεραποστολική ανάγκη να αλλάζει τους ανθρώπους, να τους κάνει «καλύτερους»• με τα δικά της μέτρα.

Αυτό προσπάθησε να κάνει και με τον άνδρα της, τον Ρόι. Ένας πρώην μπαρουτοκαπνισμένος στρατιώτης που όταν γύρισε στην πατρίδα κατάλαβε πως δεν είχε τίποτα να κάνει στη ζωή του. Άγεται και φέρεται από την ανία του, τις περιορισμένες δυνατότητές του, τα φρούδα όνειρά του και τελικά από την οικογένειά του. Κι όμως, αυτόν τον άνδρα η Λούσι τον παντρεύεται. Πρώτα μένει έγκυος και στη συνέχεια αποφασίζει να ζήσει μαζί του αν και γνωρίζει πως όχι μόνο δεν τον αγαπάει, αλλά τον απεχθάνεται κιόλας.

 

Philip Roth

Philip Roth

 

Όλα τούτα προοικονομούν μια καταστροφή, ένα ακραίο σημείο σύγκρουσης που δεν θα αργήσει να έρθει έπειτα από έναν συζυγικό καυγά, ο οποίος θα καταλήξει με το φευγιό του Ρόι. Μόνο που παίρνει μαζί του και το παιδί τους. Η Λούσι έχει μπροστά της ένα ακόμη πεδίο δόξης από το οποίο πρέπει να αποχωρήσει και πάλι νικήτρια. Μόνο που δεν έχει καταλάβει πως πλέον είναι μόνη της εναντίον όλων: ο άνδρας της, το παιδί της, η οικογένειά της, τα πεθερικά της, ο θείος του Ρόι που τον επηρεάζει σημαντικά – όλοι είναι απέναντί της. Το τέλος της δεν μπορεί να παρά να είναι μια σφοδρή ήττα σε σημείο εξαφάνισης.

Ένας συγγραφέας του συρμού θα μπορούσε να φτιάξει μια φαιδρή Λούσι, μονοδιάστατη, γκροτέσκα. Ναι, είναι μια λογοτεχνική φιγούρα που κουβαλάει πάνω της όλα τα απωθητικά στοιχεία. Είναι γκρινιάρα, γλωσσού, εμμονική, σχεδόν θρησκόληπτη, κατειλημμένη από τον «περιούσιο» εαυτό της. Κατά την ίδια, κανένας άλλος δεν φέρει την «καθαρότητα» της δικής της προσωπικότητας. Ο Ροθ την περνάει διπλοβελονιά. Της δίνει άλλοθι και στη συνέχεια τα αποδομεί. Την κάνει οικεία , αλλά την επόμενη στιγμή διαλύει σε κομμάτια κάθε δυνατότητα ταύτισης μαζί της. Κυκλώνει τον ψυχισμό της από όλες τις πλευρές. Η ιστορία της θα μπορούσε να είναι ένα τυπικό, σχεδόν αδιάφορο ψυχόδραμα. Από τα πολλά που συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες. Ο Ροθ δεν αρκείται σε αυτό και σκάβει βαθιά. Πιάνει όλο τον πυρήνα της ανέλπιδης υπόστασης αυτής της γυναίκας να γίνει κάποια στιγμή ο εαυτός που πάντα ήθελε. Αφουγκράζεται την εποχή, τον τόπο,  τον συντηρητισμό της μέσης αμερικανικής οικογένειας, τις κλειστές ζωές αυτών των ανθρώπων.

Ναι, είναι λογικό να δέχθηκε επιθέσεις από το φεμινιστικό κίνημα της εποχής για τον τρόπο που διαχειρίστηκε το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης. Είναι λογικό με την έννοια ότι όλες τούτες οι λεπτές λογοτεχνικές αποχρώσεις δεν γίνονται εύκολα κατανοητές από ομάδες που λειτουργούν υπό το κράτος μιας «ιδέας».

Ο ρεαλισμός του Ροθ στα κατοπινά βιβλία του θα αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος, θα απλώσει το λόγο του σε πεδία σαφώς πιο δυναμικά, όμως, τούτο το βιβλίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Ενδεχόμενα, μας θυμίζει ότι ένας σπουδαίος συγγραφέας δεν πρέπει να στεφανώνεται μόνο για το magnum opus του, αλλά και για τα άλλα βιβλία του που για κάποιο λόγο δεν κατατάσσονται στα μείζονα. Παραμένουν όμως άριστοι οδοδείκτες για το τι πραγματικά είχε κατά νου να δημιουργήσει. Εντέλει, από τα μικρά προκύπτουν τα μεγάλα. Καίτοι το εν λόγω μυθιστόρημα δεν είναι «μικρό».

Η έξοχη μετάφραση ανήκει στη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top