Fractal

Κριτικά φύλλα (5), Μαριάννα Κουμαριανού: “Τόπος στη γαλήνη”, εκδόσεις Θράκα, Λάρισα 2017

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //                  

 

 

 

Η ποιήτρια Μαριάννα Κουμαριανού, με το βιβλίο της, Τόπος στη Γαλήνη, από τις εκδόσεις Θράκα της Λάρισας, τόλμησε να μας αποκαλύψει έναν αδιόρατο κόσμο, σχετιζόμενο με την ίδια τη μεταφυσική κι απόκοσμη λειτουργία της ποίησης, ανατρέχοντας σε αρχέγονες μορφές κι αναζητήσεις υλικών που συνθέτουν την ποίηση ως προσχέδιο διαδικασίας για να κυλήσει μετά στην επίσημη καταγραφή της. Στη σελίδα [10] του βιβλίου, διαβάζοντας τις «Πράξεις»: 1. Η ένωση, 2. Η γέννηση, 3. Η μήτρα, και 4. Μετάβαση αυτόματα ο νους μας μεταφέρεται στον πατέρα του σύγχρονου μοντερνισμού, τον Γάλλο, Στεφάν Μαλλαρμέ (1842 – 1898), τον σπουδαίο αυτόν Γάλλο συμβολιστή και κριτικό, που, ερχόμενος σε απόλυτη ρήξη με το ποιητικό καθεστώς της εποχής του, πέρασε στον σκεπτικισμό, καθιερώνοντας τον μοντερνισμό, επηρεάζοντας με τα έργα του όλες της σχολές της Τέχνης του 20ου αιώνα, όπως τον Κυβισμό, τον Φουτουρισμό, τον Ντανταϊσμό και τον Υπερρεαλισμό. Το βασικό αλλά ημιτελές έργο του,  Ίγκιτουρ,[1] Η τρέλα του Ελμπενόν , όπως και το τελευταίο σχηματικό του ποίημα Μια Ζαριά ποτέ δεν θα καταργήσει το τυχαίο (1897) (σύμφωνα με τον Γκάρντνερ Ντέιβς αποτελεί «σημείον εκκίνησης ενός νέου είδους», ενώ με τον Ρομπέρ Σαμπατιέ οδηγεί την ποίηση «σε ανέλπιστα ύψη και δυνάμεις»), που μετέφρασε θαυμάσια για πρώτη φορά μαζί με το Ίγκιτουρ η λογοτέχνης Μαρία Ευσταθιάδη κι εκδόθηκε το 2010 από τον Γαβριηλίδη, μετάφραση στην οποία βασιζόμαστε, προδίδουν την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή, ενδεδυμένη με φιλοσοφική ανάλυση για την αρχέγονη ρίζα της ποίησης. Ο Ίγκιτουρ στο έργο του Μαλλαρμέ είναι ήρωας μυθοπλασίας και ηθοποιός, που ρίχνει τα ζάρια και απευθύνεται στη νοημοσύνη του αναγνώστη που σκηνοθετεί τα πράγματα μόνη της. Ο Μαλλαρμέ προσπαθεί να ορίσει έννοιες που προϋπάρχουν της ποιητικής δημιουργίας, όπως το Άπειρο, το Απόλυτο, το Αναγκαίο, η  Πράξη, το Τυχαίο και η  Ιδέα, τοποθετώντας τον ήρωα να απευθύνεται στους προγόνους. Οι λέξεις νικούν το τυχαίο. Θεός δεν υπάρχει. Υπάρχω μόνο μέσω της φαντασίας και της απουσίας. Η Λογοτεχνική Πράξη συντελείται εκτός χρόνου και υποκειμένου, κι έτσι αναφύεται η μόνη πραγματικότητα: αυτή του Γράμματος. Η Γραμματική δεσπόζει στη Λογοτεχνία. Στη [15η] σελίδα της μετάφρασης της Μαρίας Ευσταθιάδη, ο Μαλλαρμέ καταγράφει: «4 Κομμάτια»: 1. Το Μεσονύκτιο, 2. Η σκάλα, 3. Η ζαριά, 4. Ο ύπνος πάνω στην τέφρα, μετά το σβήσιμο του κεριού. «Οι Πράξεις» της Κουμαριανού  στη σελ. [10] είναι σαφώς διαφορετικές, πιο πραγματικές θα λέγαμε, και συνάδουν με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου που αναγκαστικά η ζωή του συνδέεται άμεσα με την ποιητική δημιουργία. Την Κουμαριανού την απασχολεί πώς ορίζεται η απαρχή της ποίησης, στο πεδίο του υποσυνείδητου (ή μάλλον η αναζήτησή της ίσαμε να ανακαλυφθεί ο χαμένος της ιστός) στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις και με βάση τα ερωτήματα που θέτει ο Γάλλος ποιητής, πριν ριφθεί και η ίδια στην ποιητική δημιουργία, και δεν συνεχίζει να αναζητά σε όλο του το εύρος το θαυμαστό ποιητικό μυστήριο. Ας προχωρήσουμε όμως στα ποιήματα:

 

 

1.] Στη «Σπουδή» (Σε πτώση ατελή ή πλάγιο του δεύτερου), με το οποίο ανοίγει η συλλογή υπάρχουν διαγραμμένοι στίχοι, που αφορούν τη «δυσωδία, τα πταίσματα προγόνων, οστά και κρανία και ρασοφόρους που κερνούσαν γλυκό με χρυσά κουτάλια». Η ποιήτρια δηλώνει: «έμενα πιστή / εγκλωβισμένη στον παράδεισό τους». Τα παραχωρεί ως «ένδειξη – εξακολουθητικής έλλειψης – ταπείνωσης)». Ο κόσμος, όπως είναι, δεν την ενδιαφέρει κι ούτε είναι αρωγός για τη δημιουργία ή την εύρεση του ιστού της. Ακόμη και το ποίημα ως πράξη αμφισβητείται. Στις ήδη αναφερόμενες 2.] «Πράξεις» υπάρχει μεν η γέννηση, το ον που εισέρχεται στη μήτρα, αλλά ο σκοπός είναι «Το επιτυχές πέρασμα». Σίγουρα ό,τι γεννιέται δε φέρει καμιά ευθύνη. «(αποποιούμαι / αδιακρίτως / την ευθύνη αυτή)»  δηλώνει στο τέλος. 3.] «Εγκατέλειψα»: αποτελεί την απόλυτη αποχή σε όσα ασπάζεται κανείς. Η ανάγκη για να προχωρήσει κανείς παραπέρα. Σκηνή σε δωμάτιο «με τζάκι, μπορντό καναπέδες, ξύλινη γυριστή σκάλα, γραφείο, χαμηλός φωτισμός. Και κοιτάζω έξω, δυο κοτσύφια / που πίνουν νερό από τη γούρνα». Τα κοτσύφια σε ρόλο συντροφικότητας. Στο τέλος, η ποιήτρια αποχωρεί: «Βγαίνω / (Στην 5η Οικουμενική[2] τα σημεία για τις ζωές / σβήστηκαν – τεχνηέντως – ως αναληθή)». Η μνήμη της Κουμαριανού ανατρέχει στις αποφάσεις της 5ης Οικουμενικής Συνόδου που αναθεμάτισε κυρίως τις απόψεις του Ωριγένη περί μετεμψύχωσης, όσον αφορά την τύχη της ζωής μετά θάνατον. 4.] Στην «Αυτοεκπλήρωση» η ποιήτρια είναι σίγουρη λόγω της παρουσίας της πρόθεσης μέσω της οποίας … «μπορεί να επιτευχθεί καθαρότητα». 5.] «Η επιτυχής απώλεια»: Η παγίδα του δωματίου οδηγεί την ποιήτρια στον εξωτερικό κόσμο. Το κοτσύφι, ως στοιχείο συμβολισμού που εκφράζει το κακό, την τσιμπάει. Ως φαιδρή τιμωρία το βλέπει και μάλιστα ονομάζει το κοτσύφι γελοίο, προσθέτοντας: «κι είναι γελοίο το κοτσύφι / να θεωρείται τιμωρία και κάθε άλλο / υπενθύμισή της». Στο απέραντο νόημα της ύπαρξης ο χώρος και το γεγονός δεν έχουν αξία. Μόνο η γλώσσα που τα περιγράφει, αυτή μονάχα απομένει. 6.]  Στην «Αίθουσα» οι καναπέδες, το γραφείο και οι κουρτίνες ξανατοποθετούνται και μετατρέπουν τον χώρο σε μουσείο. Το εύρημα της Κουμαριανού είναι αριστοτεχνικό. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ένα δωμάτιο; Στο τέλος αποκαλύπτει γιατί έγινε αυτό: «Για να βλέπω και να κατανοώ / Εμένα και τους άλλους». Ο ποιητής-ακτίνα, το κέντρο του κόσμου των πραγμάτων και των ανθρώπων. Ο χώρος και οι άλλοι: η πηγή της δημιουργίας, κι αυτό με την αλλαγή ενός χώρου ίσως να μην βοηθά. 7.] «Σβήνω το φως»: Η σκηνή με τα κοτσύφια είναι η μόνη που προκαλεί τη συγχώρεση του εαυτού. Στο σκοτάδι, η εικόνα των πουλιών παίρνει άλλη διάσταση. Εφόσον λείπει το φως, η ψυχή κατανοεί και συγκατανεύει. 8.] Η «Δοκιμή» είναι ένα πολύ σημαντικό ποίημα. (Από τη σελ. [16] μέχρι και τη σελ. [23] τα ποιήματα γίνονται εκτενή κι έχουν υποσημειώσεις). Εδώ, η ποιήτρια γράφει: «Έφτασε η ώρα να ανεβώ τη γέφυρα / Ωστόσο ο κόσμος παραμένει». Η λάσπη που την καλύπτει, μόλις που της επιτρέπει να αναπνέει και να βλέπει φως. Ο έξω κόσμος αφορά την μεταβαλλόμενη αντίληψη, αλλά για την Κουμαριανού η όραση του κόσμου είναι κρυστάλλινη. Τα πάντα είναι αποτέλεσμα τύχης. Το ποίημα μιλά για τον έρωτα –  «η επιλογή μου ήταν αυτός ο άντρας». Η εξίσωση της συμβίωσης μοιάζει σαν εξίσωση με μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα. Η μητέρα την αποτρέπει, αρνούμενη να της «δώσει το μαστό της – η πρώτη αποτροπή, ενώ η δεύτερη, «χωρίς εμένα / κι αν το μάθει ο», με τη διαπίστωση πως «Συμφώνησα να με σκοτώνω – να με σκοτώνω από το φόβο της απώλειας εκείνου που είχα επιλέξει». Εδώ καταγράφεται η συνηθισμένη εικόνα ενός γάμου, για τον οποίο μέλλεται ατυχής, λόγω της  συμβίωσης, η κατάληξη. Ωστόσο, η ποιήτρια αρνείται «ως τη θλίψη και την κατήφεια, τα μόνα φάρμακα». «Έφτασα στο Μηδέν. Αρθρώνω λόγο», ομολογεί η ίδια και καταφεύγει στη θάλασσα για να διαβάσει μήπως και βρει τον εαυτό της. 9.] «Εν-γράμμα»: Εδώ μάλλον εννοείται το έγγραμμα,[3] που η παρουσία του φαντάζει «με τη μορφή άστρου μετατρεμμένου[4] σε μαύρη τρύπα. Ωστόσο «μία εν- γραφή άρχισε να φανερώνεται αλυσίδα και να αφαιρείται κάθε κρίκος της». Εδώ, ο αναιρούμενος σκοπός, εφόσον στην έκταση του χρόνου τα πάντα φωτίζονται. Στη λέξη «– (ορίζοντας:)» η παύλα είναι σαν να φέρει αρνητικό πρόσημο, ως περιορισμένη περιοχή για να ακολουθήσει το επόμενο 10ο.] ποίημα: «Αδειάζω το δωμάτιο»: «(χωρίς να πετάξω το παραμικρό)». Εσωτερικό δωματίου: «Έπιπλα-αντικείμενα: ενθύμια, χαμένα στο σκοτάδι και καλυμμένα με σκούρο σεντόνι». Το χρώμα ενώνει τα ενθύμια ακόμη και τα πρόσωπα. Τα πάντα καταλήγουν στο «δαχτυλίδι της γιαγιάς με τη γαλάζια πέτρα», χαρισμένο από τη γιαγιά της ποιήτριας «ως υπόσχεση αγάπης, αφοσίωσης και προστασίας από». Η γιαγιά είναι νεκρή. «Κάθε αντικείμενο με δένει με το δαχτυλίδι», γράφει η ποιήτρια. Ωστόσο το ανδρόγυνο κρατάει τα αντικλείδια για τη νεκραποθήκη. Το φως από την ανοιχτή πόρτα αιφνιδιάζει όλα τα αντικείμενα. Οι ιστοί της αράχνης γίνονται κουβάρι και κόβονται ανίκανοι να περικλείσουν το θήραμά τους. Κάθε κομμένος ιστός, «κόβει και ένα από τα νήματα και κάνει την ποιήτρια μαριονέτα τους». Στην «ίσως-νύχτα» η γιαγιά είναι εκεί, παρούσα. Η Κουμαριανού, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, επικαλείται μια από τις επόμενες «ίσως-νύχτες», με φανερωμένο όμως το δαχτυλίδι. Εδώ αποτολμούμε μια ανάλυση: Το δωμάτιο είναι ο παρών κόσμος, η γιαγιά οι πρόγονοι, το δαχτυλίδι η σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν, ενώ το φως είναι το χαώδες σύμπαν. Το ποίημα ολοκληρώνεται με τις λέξεις «+ επαναλήψεις, περιέληξη». «Η τέλεια συμμετρία των προβλεπόμενων συμπερασμάτων – (στόχος)», όπου η λέξη περιέληξη θα πει συστροφή ενός πράγματος αυτόματη/γρήγορη. Η υποσημείωση της σελ. [20] μας γνωστοποιεί το ξετύλιγμα του χρόνου, πως το «κάθε συμβάν τοποθετήθηκε βαλσαμωμένο όπου προϋπήρξε». Ο καρδιακός παλμός είναι η τέλεια βεβαιότητα, η καθαρότητα, η φωτεινότητα που κινείται αέναα γύρω από τον ήλιο. Αν όλα είναι τοποθετημένα σωστά, «ο χρόνος υπακούει ειρηνικά». Το σύμπαν με τον καρδιακό χτύπο ίσως να οδηγεί στην αυθεντία της Τέχνης.

 

 

Στο 11ο.] ποίημα «Ζωή», (Ανοίγω τα μάτια) η ποιήτρια αντικρίζει το πληκτικό παρόν, που συνοψίζεται σε μια εικόνα, που περιλαμβάνει τον πίνακα με τη θάλασσα, την μπαλκονόπορτα, τη νύχτα και τη βιβλιοθήκη. Τότε αποφασίζει να φύγει. Επανέρχεται στη μνήμη η σκηνή με τα κοτσύφια. Ο διάκοσμος, ωστόσο, υποχωρεί και παραμένει το περιθώριο, αφήνοντας να ακουστεί ο τόνος των κινήσεων. Άνεμος και μυρωδιές «ισοκρατούν». Η σκηνή όμως «ξεχειλωμένη, επανασυνδέθηκε με τα έπιπλα να παραμένουν». Είναι αντικείμενα που «περικυκλωμένα από μια  αραίωση, μια απουσία ατμόσφαιρας και έχοντας απαλλαγεί από το μαρτύριο της  αθανασίας»,  παγιώνουν για τα καλά στον χώρο τον εαυτό τους. Αργότερα η ποιήτρια, βγαίνει από το κτήριο για τέσσερις ώρες, αφού γεμίσει ένα ποτήρι με νερό. Ο κόσμος περπατάει. «Βλέμμα και κίνηση σε αρμονία». Για την επιστροφή, με τις τσάντες να τη βαραίνουν, επιλέγει «την πιο μεγάλη διαδρομή». Ωστόσο κοιτάζει «κάθε τώρα, τις αποχρώσεις του», δηλ. του κόσμου που εκφράζει, σύμφωνα με την υποσημείωση της σελ. [21], «βλέμματα ανεστίαστα και βηματισμοί που οπισθοχωρούν. Ματιές που λάμπουν με περπάτημα σαν – όχι στη γη. Άλλοι τη σείουν με τα πόδια και Βλέπω:» Εδώ ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος ως καθημερινή ζωή. Από το ρήμα «Βλέπω» με άνω και κάτω στιγμή, μεταφερόμαστε στο 12ο .] ποίημα «Πίνακες & Γλώσσαις» (σε πτώση τελεία ή πλάγιο του τέταρτου). Η λέξη Γλώσσαις δηλώνει το μέσο ή το αίτιον. Στο ποίημα η απουσία του ήχου, «οι κινήσεις αλλοιώνουν τις εντυπώσεις», ο χρωματισμός κάθε λέξης τις περιορίζουν, ενώ «στα μεσοδιαστήματα / η εγγύτητα διαψεύδεται από την έλλειψη αγγιγμάτων». Ο τόπος καταργείται και ο πίνακας του δωματίου ξαναγίνεται από την αρχή. «Βρέθηκαν οι ασυμμετρίες». Η ποιήτρια μένει «μετέωρη στην άρνηση της παρουσίας». Ο τέλειος κύκλος μικραίνει στο τρίγωνο που τον εσώκλειε, για να αναγκαστεί η ποιήτρια να πει στο τέλος του ποιήματος: «Σε κάθε προσπάθεια αναστολής της πορείας, / το αντίθετο αποτέλεσμα / επαναφέρει τη γαλήνη που δίνει η ικανότητα / να κοιτάζω».

 

 

Στο προτελευταίο ποίημα 13.] «Έκστηθι θαυμάζουσα», το διαπερνούν εικόνες: δυο καΐκια, λουόμενοι και αυτοκίνητα. Η ποιήτρια, βγαίνοντας από το δωμάτιο, τολμά να καταγράψει δυο θαυμάσιους στίχους: «τα γεγονότα ήταν ομοιοκατάληκτα / ως προς τα πρόσωπα και τη ρήξη». Και πιο κάτω: «Ο δρόμος, μια μέρα μετά, κράταγε τη βάση του βουνού».  Αναζητά τους δεσμούς αίματος. Ο βολεμένος κόσμος πάντα σε πάγια θέση διατηρώντας για λογαριασμό του «τη διασπορά των φωτεινών σημείων». Οι λάμψεις των αστερισμών είναι υποδεέστερες των νοητικών συνάψεων που οδηγούν σε μια πλήρη μεταστροφή κάθε πορείας, κάθε αλλαγής. Στους πίνακες που ζωγράφιζε η ποιήτρια, μόνο όσοι «ρουφούσαν τα χρώματα», «αφήνοντας σκούρα σκιαγραφήματα ως / ανάσες», είναι ικανοί να αναγνωρίσουν και να χαρακτηρίσουν τα «εφηβικά χρόνια». Αυτούς αναγνωρίζει, τους αγκαλιάζει και τους φιλάει με θέρμη, τους υποδέχεται στο τραπέζι της «χωρίς να προσποιούμαστε / ότι δε γνωρίζουμε πως κάθε κοινή αρχή / σηματοδοτεί και μια πλήρη διαφοροποίηση». Με την τρυφερή αυτή σκηνή, ακολουθεί κι ο επίλογος της συλλογής που φέρει και τον τίτλο της 14ο .] «Τόπος στη Γαλήνη». Εδώ, το 2ο .] ποίημα Πράξεις έχει μεταβληθεί άρδην: Απέμεινε η Πράξη της Τέχνης ως μίμηση, για να παραχωρηθεί η δημιουργία του καλλιτεχνικού ιδεώδους στις Λέξεις  ως «ακουστικές εικόνες των πράξεων» ως «αντανακλάσεις δράσεων», που η δύναμή τους «εξαντλείται στον ήχο των φθόγγων». Και, όσο για τη Δράση, αυτή είναι ένα Παιχνίδι, κάτι σαν πλάσιμο πλαστελίνης που κάνουν με χαρά τα παιδιά, αλλά το πλάσιμο αφορά τη δημιουργία νοημάτων. Η Κουμαριανού συμφωνεί και συμβιώνει απόλυτα εφαρμόζοντας έμπρακτα το σύνηθες και χιλιοειπωμένο ρητό «Μα η ποίηση γράφεται με λέξεις», ώστε να εισέλθει κανείς από το «(–  πέρασμα )» με το οποίο κλείνει η συλλογή, στην ίδια την Τέχνη. Η Μαριάννα Κουμαριανού, προσπαθώντας να ορίσει το τι είναι Ποίηση, κατέγραψε επιτυχώς τον Προθάλαμό της πριν γλιστρήσει στην καθ’ εαυτού Ποίηση στο τέλος του έργου. Η απόπειρά της ήταν επιτυχής με μια κατακτημένη γλώσσα και άρτια δομή. Δεν μένει άλλο, παρά να της ευχηθούμε να συνεχίσει το αίσιο αυτό κι απόλυτα καταξιωμένο το δύσκολο, αλλά και τόσο επίπονο, ταξίδι της.

 

Ο Στεφάν Μαλλαρμέ σε νεαρή ηλικία

 

___________________________

[1] Igitur: Παρατακτικός Λατινικός σύνδεσμος, που σημαίνει Λοιπόν, ενώ στη Λατινική των αρχαϊκών χρόνων Έπειτα, Είτα. Η λέξη Elbehnon (Ελμπενόν) στα Εβραϊκά, σημαίνει ο Γιος των Ελοχίμ, των αγγέλων της Δημιουργίας, των δημιουργημάτων του Γιαχβέ ή ο άγγελος που παρουσιάστηκε στον Ιακώβ ως Ελμπετέλ, ή από τη φράση El be non, δηλ. Να είσαι κανένας. (Η αρχή του Μαλλαρμέ ήταν το: Σκέπτομαι, άρα δεν υπάρχω, κατάργηση της φράσης Cogito ergo sum, του Γάλλου φιλόσοφου Ρενέ Ντεκάρτ και σημαίνει Σκέφτομαι, άρα υπάρχω).  Ίσως πάλι να προέρχεται από τον Elseneur (Έλσινορ), την ονομασία κάστρου στον Άμλετ του Σαίξπηρ.

[2] Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα από τις  5 Μαΐου  έως τις  21 Ιουνίου του 553 μ. Χ. στην Κωνσταντινούπολη με τη συμμετοχή 165 επισκόπων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευτυχίου. Την συγκάλεσαν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ και η σύζυγός του, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επαναβεβαίωσε τα ορθόδοξα δόγματα περί της Αγίας Τριάδας και του Ιησού Χριστού και καταδίκασε πλήθος μη ορθοδόξων συγγραμμάτων καθώς και ορισμένους συγγραφείς (Ευάγριο, Δίδυμο, Ωριγένη κ.α.). Ο Ωριγένης, (Αλεξάνδρεια 185 –  Καισάρεια 251). Το πλήρες όνομά του ήταν Ωριγένης Αδαμάντιος, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Οι απόψεις του ήταν πως οι ανάξιες σωτηρίας ψυχές θα υποστούν μετεμψύχωση, αλλά τελικώς με την ανακύκληση των «νέων κόσμων» ή την κάθαρση αυτών δια του αιωνίου πυρός θα επανέλθουν στην προγενέστερη κατάσταση, όπως και οι δαίμονες. Σε αυτή την αποκατάσταση των πάντων, όπως ο ίδιος την ανέφερε, γίνεται εμφανής η διδασκαλία περί Μη αναστάσεως των σωμάτων. Οι απόψεις του περί ψυχής αποτέλεσαν έναν βασικό λόγο για τον οποίο ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί πατέρες στράφηκαν με δριμύτητα εναντίον του κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων.

[3] Έγγραμμα: Ίχνος το οποίο κωδικοποιείται και εντυπώνεται στους νευρώνες του εγκεφάλου από ερέθισμα ή βίωμα (μέσω βιοχημικών αλλαγών) και θεωρείται ότι δημιουργεί τη μνήμη κάθε ατόμου. [ Χρηστικό Λεξικο της Ακαδημίας Αθηνών, τομ.2, σελ. 410 ].

[4] Πιο σωστά: μετατρεπόμενου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top