Fractal

Τόποι της λογοτεχνίας ή όταν το πλήθος δεν αποτελεί προστιθέμενη αξία

Γράφει η Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου // *

 

978-960-03-5865-0b«Τόποι της λογοτεχνίας» Εταιρεία Συγγραφέων, συλλογικό, εκδ. Καστανιώτη

 

Τον προηγούμενο χρόνο κυκλοφόρησε το συλλογικό έργο «Τόποι της λογοτεχνίας» από τις εκδόσεις Καστανιώτη και την Εταιρεία Συγγραφέων, σε επιμέλεια Μιχάλη Μοδινού. Κατά τον υπότιτλο, εκατόν τριάντα τέσσερεις (134) συγγραφείς καταγράφουν μια ελληνική προσωπική γεωγραφία. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι ανάλογο επιχειρείται: Να θυμίσω τη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία»[1], καθώς και το «Μια πόλη, ένας συγγραφέας»[2]

Θεώρησα το βιβλίο ως το καλύτερο που θα μπορούσα να έχω στη διερεύνησή μου σχετικά με το χώρο στη λογοτεχνία. Διάβασα αμέσως μετά την ομολογουμένως γλαφυρή κριτική του κ Θεοδόση Νικολαϊδη[3]  όπου γράφοντας ότι «Οι συγγραφείς χαρτογραφούν την προσωπική γεωγραφία των παιδικών τους χρόνων σε ένα ταξίδι στα βουρκωμένα μονοπάτια της μνήμης» προϊδεάζει για το φιλόδοξο εγχείρημα το οποίο όμως τελικά μόνο έμμεσα χαρακτηρίζει ως προς την ορθότητα και επιτυχία του. Γράφει επίσης ότι «οι συγγραφείς συγκομίζουν κείμενα για κομμάτια της ελληνικής επικράτειας». Αλήθεια, στην εν συνόλω επικράτεια, ποιο χαρακτήρα προσδίδει, ποια ανταπόκριση σχηματοποιεί; Όταν ζητείται από μια μεγάλη και δημιουργική ομάδα, όπως είναι η Εταιρεία Συγγραφέων, να καταθέσει κείμενα με στόχο[4], να ολοκληρωθεί ένας Ατλας προσωπικών περιπλανήσεων με ευρηματικές καταγραφές, είναι προτιμότερο να δίνονται κατευθύνσεις τέτοιες που να οδηγούν στο καλύτερο και σφαιρικότερο αποτέλεσμα και παράλληλα να αφήνουν ανοιχτή τη δημιουργικότητα των συγγραφέων.

Η πρόσκληση εισπράχθηκε από τους συγγραφείς κατά το δοκούν και η ανταπόκριση ήταν ανάλογη τόσο της ευαισθησίας όσο και του προσωπικού ύφους καθενός/μιας.

Η συνοπτική εκτίμηση που καταγράφεται με τη συγκέντρωση των κειμένων,  αναφέρεται με εννοιολογικά ασύμβατο τρόπο στο συνολικό πρόγραμμα λέγοντας ότι «δίνει μια χωροταξική γεύση της ενεργού εν εξελίξει γραμματείας μας».

Μα ας επανέλθω στον αριθμό των συμμετεχόντων. Ούτε ένας ούτε 10: 134. Αλήθεια πώς προέκυψε ο αριθμός, μεταξύ 130 και 140 και ούτε το ένα ούτε το άλλο; Κι αν ήταν 200 θα είχε σκιαγραφηθεί καλύτερα το ελληνικό γεωγραφικό μήκος και πλάτος που τους ορίζει ή τους «ερεθίζει» ως δημιουργούς;  Μήπως και οι 50 με 60, παίρνοντας τυχαία τους αριθμούς, θα ήταν αρκετοί; Δεν μπορούμε να ξέρουμε κάτι τέτοιο βέβαια, καθώς το ζήτημα δεν ορίζεται ποσοτικά. Όμως σ’ αυτήν την περίπτωση θα είχαμε πιο εκτεταμένο κείμενο για κάθε συμμετοχή, πράγμα που θα σήμαινε: ή ένα πλήρες και αυτόνομο κείμενο ή ένα μεγάλο απόσπασμα όπου το ζητούμενο δε θα παρουσιαζόταν αποκομμένο, ως σπάραγμα, αλλά ενταγμένο στο σύνολο του έργου. Έτσι, θα προβάλλονταν οι εξαρτήσεις του θέματος/του τόπου, η ένταξή του, η εμπλοκή του, η θέση του και ο πραγματικός ρόλος του στο έργο. Τότε και ο ίδιος ο τόπος θα αναδεικνυόταν και ο συγγραφέας θα καταξιωνόταν ουσιαστικά.

Ο επιμελητής της έκδοσης, Μιχάλης Μοδινός, καλός γνώστης του αντικειμένου, κάνει λόγο για νεωτερική γεωγραφία. Όμως η νεωτερική γεωγραφία είναι  αλληλένδετη με κοινωνικά, παραγωγικά, περιβαλλοντικά, ηθογραφικά και πολιτισμικά στοιχεία. Η κατανόηση του χώρου προσεγγίζεται με πολυδιάστατο τρόπο, κυρίως ως κοινωνική σχέση, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται η σημασία του για τη συγκρότηση και τη δυναμική κρίσιμων πεδίων της κοινωνικής ζωής, κατά τους ορισμούς. Τη γεωγραφία που περιορίζεται στη φυσική περιγραφή ή και μόνο στη νοσταλγία δεν την κατανοώ. Θα επιθυμούσα, οι συμμετέχοντες συγγραφείς να απέδιδαν το ζητούμενο με πιο διερευνητικό πνεύμα. Να αναζητούσαν το απαιτούμενο που ήταν ο τόπος, υπαινικτικά. Οπωσδήποτε δεν απουσιάζουν οι εξαιρέσεις που σαφώς διακρίνονται. Παράλληλα γοητεύουν πολλοί από τους συγγραφείς λόγω του χειρισμού και της τεχνικής του λόγου. Η ποίηση ως λιγότερο εκτεθειμένη στο ευρύ κοινό και εξ αντικειμένου πιο περιεκτική και με δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων, ανταποκρίνεται περισσότερο στον παραπάνω προβληματισμό. Όμως το σύνολο παραμένει ένα ανθολόγιο. Πώς θα ήταν δυνατόν το αντίθετο άλλωστε όταν οι συμμετοχές είναι αποσπάσματα από το σύνολο κάποιου έργου που μόνο ολοκληρωμένο αξιολογείται ουσιαστικά.

Γενικά διαπιστώνεται κάποια επίσπευση στη συλλογή που αδικεί την ποιότητα και μειώνει ίσως την αρχική ιδέα. Η συμπύκνωση και συνύπαρξη έργων τόσων δημιουργών (134) αλλοιώνει το σύνολο όπως το εκλαμβάνει ο αναγνώστης, επιβάλλοντας μια ανάγνωση αποσπασματική. Έτσι ο τόπος δεν δικαιώνεται, ο αφηγητής πρωταγωνιστεί και το παζλ των τόπων αναδεικνύει τη διαφορετικότητα και την ανομοιογένεια προς όφελος της μοναδικότητας στην έκφραση των συγγραφέων.

Κι ενώ το εγχείρημα χαρακτηρίζεται ως Άτλας, Εξάντας κλπ, μάλλον θα ήταν προτιμότερο να προκύψει ο χαρακτήρας του με την ανάγνωση των πολλών, του κοινού, καθώς ο ουσιαστικός ρόλος του χώρου κρίνεται κυρίως από τους αποδέκτες. Με τα χαρακτηριστικά να είναι ανάλογα των προτιμήσεων των αναγνωστών, η αποδοχή από μέρους του κοινού δεν είναι αδύνατη. Εφόσον είναι επιλογή η απλή απόδοση της γεωγραφίας και όπου αυτή είναι σαφώς διακριτή, δεν έχουμε παρά να συγκατατεθούμε. Αν δεν επιλεγόταν να προηγηθεί όλων η ποσότητα, τουλάχιστον ως προς τον αριθμό των συμμετοχών, τότε μάλλον θα ήταν επιτυχής. Για τυχόν εμβαθύνσεις, αμφιβολίες, ερωτηματικά, ανατροπές προσβλέπουμε σε πιο «επαναστατικούς καιρούς». Για την ώρα νοσταλγούμε, αναπολούμε και εφησυχάζουμε.

Όμως για να μην αδικώ τους συμμετέχοντες συγγραφείς, θα ήταν άλλωστε κάτι τέτοιο άκρως αλαζονικό, τη στιγμή που μεταξύ τους περιλαμβάνονται εξαιρετικά αποσπάσματα, θα επιχειρήσω μια κατηγοριοποίηση θεματική και όχι αξιολογική (αν και ομολογώ τη διάκριση των αναφερόμενων έναντι των λοιπών)

Η πλειονότητα των συμμετοχών προβάλλει τη νοσταλγία ως κινητήριο μοχλό και εκπεμπόμενο συναίσθημα (σελ. 110, 131, 234, 240, 331) ή κάποιες προσωπικές εμπειρίες (σελ. 237, 249, 295). Συνήθως εξ αιτίας της νοσταλγίας ωραιοποιείται η πραγματικότητα και λησμονιούνται τα προβλήματα, όσα τουλάχιστον θα προκαλούσαν κριτική. Όπως γίνεται συνήθως, η επιρροή στο σήμερα του συγγραφέα και ο αντίκτυπος στο έργο του είναι δυσδιάκριτος (σελ. 54[5]). Έτσι όμως αδυνατούν να φανούν τυχόν πληγές που άφησε το μακρινό παρελθόν (σελ.113, σ. 143, 184[6]), με φωτεινή την ομολογία της Αθηνάς Παπαδάκη (σελ. 71)[7]

Αρκετές συμμετοχές έχουν, ως άτυπο θέμα, την ανάδειξη της ιστορίας του τόπου όπως αυτή διακρίνεται μέσα από τις αφηγήσεις (σελ. 23, 60, 176, 271, 274, 335, 382, 386).

Λιγότερες  είναι οι συμμετοχές που έχουν ως αντικείμενο την κοινωνική ιστορία και τους αγώνες των ανθρώπων ενός τόπου (σελ. 37, 55, 104, 300 ). Έτσι περιορίζεται στο έπακρο και η πολιτική ταυτότητα του γράφοντος. Συμβάλει σ’ αυτό και η μικρή έκταση των κειμένων ή πιθανόν και η επιλογή  του προς δημοσίευση τμήματος (όπως σελ. 28). Παρ’ όλ’ αυτά, τα κοινωνικά φαινόμενα και οι περιπτώσεις ανθρώπων σε κάποια κείμενα (σελ. 26, 49, 126) είναι εξαιρετικά δοσμένα.

Τη μεταφυσική και την ψυχολογία προσεγγίζει μικρό μέρος των γραφόντων (σελ. 19, 77, 120, 155, 215). Κάποιοι άλλοι επιλέγουν την ηθογραφία (σελ. 52, 66).

Περιγραφές με ποικίλα χαρακτηριστικά που έχουν συμπεριληφθεί από συγγραφείς, αφορούν τόσο την Αθήνα όσο και τις άλλες θέσεις (σελ. 164, 231, 259, 311, 323, 347, 365). Κάποιες υμνούν τη φύση (σελ. 252), άλλες το περιβάλλον (σελ. 43, 209) και άλλες τα απομεινάρια της ιστορίας (σελ. 46, 99, 137, 166, 376).

Οι ποιητικές συμμετοχές κερδίζουν, άλλοτε με τον λυρισμό τους (σελ. 160[8], 221, 305, 321), άλλοτε ως μαρτυρία και συχνά με την αλληγορία και το συμβολισμό. Λόγω περιεχομένου και ύφους μπορούμε να τις κατατάξουμε σε μία ή περισσότερες από τις προαναφερόμενες ομάδες (χαρακτηριστικά τα έργα των σελ. 31, 33, 74, 195, 280, 290, 351).

Εξέφρασα τον προβληματισμό μου για το βιβλίο, όχι ως κατάθεση ψυχής και λόγο τόσων εμπνευσμένων συγγραφέων και ποιητών, όσο για την αρχική πρόθεση και το τελικό αποτέλεσμα του εγχειρήματος: Τελικά έχουμε έναν Άτλαντα, έναν Εξάντα; Και αν ναι, μας είναι στ’ αλήθεια απαραίτητος την εποχή όπου Εγκυκλοπαίδειες , Λεξικά κλπ έχουν ανατραπεί από το Διαδίκτυο; Αλλά και ο γεωγραφικός διαχωρισμός των θεμάτων, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, νησιά κά, δείχνει να είναι απλουστευτικός. Ίσως ένα άλλο κεντρικό σημείο, άλλος κοινός «τόπος» θα μπορούσε επιτυχέστερα να υμνήσει πραγματικά τους τόπους, τους συγγραφείς και όσα τους συνδέουν και τους εμπνέουν. Τέλος μια σημείωση- αναφορά στο χρόνο και τον τόπο γέννησης, ίσως να σκιαγραφούσε πληρέστερα τους συγγραφείς.

Ελπίζω ότι η κριτική που επιχειρήθηκε από μέρους μου να μην εκληφθεί ως άρνηση. Τα ερωτήματά μου δεν έχουν άλλη αιτία, πέραν ενός προβληματισμού κάθε άλλο από σκόπιμα μειωτικού. Μόνο από την «Εταιρεία Συγγραφέων» περιμένω, πρωτότυπα, πιο ουσιαστικά και λιγότερο  μεγαλόπνοα έργα.

 

topoi_cover

 

______________________________________


[1] Εκδόσεις Μεταίχμιο: Εκδόθηκε ένας τόμος για κάθε επιλεγμένη πόλη, με επιμέλεια αντίστοιχου συγγραφέα.

[2] Εκδ. ΜΙΝΩΑΣ, Αθήνα, 2001, επιμ. Μισέλ Φάις.

[3] Βιβλιοδρόμιο, 22-23 Αυγούστου 2015.

[4] Οπως σημειώνεται στο εσώφυλλο.

[5] Τώρα κάθε λογής φωτιές καίνε τα δάση και τις ψυχές μας.

[6] Κι αν γινόταν, να ‘μεναν μες στο μυαλό μου σαν ιερά χαλάσματα κάτι ανεπαίσθητα ίχνη από δυο τρείς αγαπημένους στίχους, το χαμόγελο της Ιωάννας κι εκείνο το χρώμα που παίρνουν τα σπίτια όταν δύει ο ήλιος στη Σαντορίνη. Μου αρκούν για μια ώρα ανάγκης.

[7] Όχι, δεν αναπολώ, χαίρομαι γιατί βίωσα μία πατρίδα πιο ανθρώπινη, πιο φιλόξενη, με αργούς ρυθμούς, φτωχή αλλά με χαρά. Πιστεύω στη δυναμική της ζωής και στις απρόσμενες μετουσιώσεις

[8] Τότε ήταν που είπες / Χώμα μου γίνε στίχος.

 
 

* Η Μαρία Λιλιμπάκη- Σπυροπούλου (Χανιά, 1954). Σπούδασε αρχιτεκτονική και αρχαιολογία (ΑΠΘ). Το διδακτορικό της αφορά Το οικιστικό δίκτυο Χαλκιδικής 1912- 1960. Ασχολήθηκε με αναπλάσεις αστικών περιοχών. Διδάσκει Περιβαλλοντικό σχεδιασμό πόλεων (ΕΑΠ). Οι δημοσιεύσεις της αφορούν τη σχέση του χώρου με την ιστορία, την αρχιτεκτονική κ πολεοδομία, το περιβάλλον και πρόσφατα με την λογοτεχνία. 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top