Fractal

Η θλίψη, ο πόνος, η μνήμη, η αγάπη

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου //

 

Ευσταθία Τσιγκάνου “Το ξυλόφωνο”, Εκδόσεις Κύφαντα, 2017, σελ.76

 

Γεννημένη στον Πειραιά το 1960, η Ευσταθία Τσιγκάνου, γιατρός το επάγγελμα, μπήκε στον λογοτεχνικό στίβο το 2013 με την ποιητική συλλογή 4+1 Εποχές. Η καινούργια της συλλογή που τιτλοφορείται Το ξυλόφωνο περιέχει ποιήματα για τη θλίψη, τον πόνο, την αγάπη κι αποτελείται από στίχους για τη μνήμη, την αδικία, τον έρωτα. Μολονότι κάποιοι στίχοι της είναι ερωτικοί, μερικοί κοινωνικοί, κι οι περισσότεροι τρυφεροί, όλα τα ποιήματα αποπνέουν ένα αέρα απαισιοδοξίας, ίσως και ματαιότητας, μολονότι σε αυτά διακρίνουμε χαρά, χρώματα, φως, πολύ φως.

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το «Έσοπτρο», υπάρχουν όλα τα παραπάνω συμπυκνωμένα:

 

Στον καθρέφτη της ήρεμης θάλασσας τι βλέπεις;

Βλέπω τον εαυτό μου κι εσένα.

Βλέπω θλίψη και πόνο

Δέος και αγάπη.

Θα μπορούσα  να κοιτάζω για πάντα το έσοπτρο

Που αντανακλά την ψυχή μας.

 

Στο δεύτερο ποίημα, το «Παιχνίδια ονείρων», γίνεται πάλι λόγος για τον πόνο, για τον θάνατο που μοιάζει να είναι κοντά, για την πεταλούδα που πετά προς τη φλόγα, για τον θρήνο των ζωντανών, για το αγκάθι που χώθηκε στη σάρκα, μα σε αυτό υπάρχει και ο άλλος άνθρωπος, ο αγαπημένος, εκείνος που παρηγορεί στον πόνο:

 

Είναι η δικιά μου ανάγκη

ή η δικιά σου

που κινεί το χέρι μου

ν’ αγγίξει το δικό σου χέρι;

 

Το χέρι του αγαπημένου το ξαναβρίσκουμε στο επόμενο ποίημα, το «Η ανοιξιάτικη θλίψη της ποιήτριας Λιου Φανγκ Πινγκ»:

 

Επιστρέφω

από μακρινό ταξίδι

την πιο τρυφερή ώρα του δειλινού.

Με τυλίγει ο αρωματισμένος αέρας της άνοιξης.

Ένα πουλί αφήνει τη φωλιά του

και πετάει προς το φεγγάρι.

Το αγαπημένο σου χέρι

θα σκουπίσει το δάκρυ

που κυλάει στο μάγουλό μου.

 

Ευσταθία Τσιγκάνου

 

Σε μερικά ποιήματα είναι εμφανής η απουσία ενός προσώπου που δεν γίνεται σαφές αν πρόκειται για άνδρα ή για γυναίκα, προσώπου που ωθεί την ποιήτρια-αφηγήτρια να καταφεύγει στη μνήμη, αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αυτός ο χρόνος βρίσκεται στο ποίημα «Life story»:

 

Ανεκπλήρωτοι πόθοι οι φόβοι μας.

Ο χρόνος ανασαίνει στα σεντόνια,

Τσαλακώνει τα όνειρα που κοιμούνται

μέσα στα ημερολόγια που ποτέ δεν κρατήσαμε.

 

Το πιο ερωτικό από τα ποιήματα είναι το «φθινοπωρινή χαρά» που αφιερώνεται «Στον Γιάννη»:

 

Το φύλλο θροΐζει

χρυσό δάκρυ στο χώμα.

Στο μαντήλι μαζεύω

τα δώρα της μελαγχολίας.

Άρωμα μήλου

στις ζεστές σου παλάμες.

Θα χαρίσω στη μοναξιά

το παλιό μου μπουφάν

να μην κρυώνει μονάχη

αυτόν τον χειμώνα.

Σ’ αγαπώ.

 

Το πιο τρυφερό ποίημα προς τους γονείς είναι το «Όνειρο Αυγούστου»:

 

Χθες ονειρεύτηκα τους γονείς μου.

Ήτανε ο πατέρας στιβαρός σαν τα ψηλά βουνά

και ψύχραιμος σαν το πέταγμα του αετού  πάνω στον κάμπο [….]

Δίπλα του στεκόταν η μητέρα.

Ήτανε χρυσαφιά σαν τα σταφύλια του Σεπτέμβρη.

Βύζαινε το μωρό στο ένα της στήθος

και στο άλλο κούρνιαζε ένα σπουργίτι [….]

 

Υπάρχει κι ένα ποίημα για κάποιον αγαπημένο φίλο που αποφάσισε να φύγει οικειοθελώς από τη ζωή, το «Αυλαία»:

 

Έκλεισε απλά την πόρτα

(σιγανά μην τη ξυπνήσει)

και βγήκε στο μπαλκόνι.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.

Στον αποχαιρετισμό ήρθαν οι φίλοι

για το τελευταίο χειροκρότημα.

 

Επίσης, υπάρχει κι ένα ποίημα για τους πρόσφυγες από τη Συρία, «Το χαμόγελο»:

 

Έτσι που τους είδα στη δισέλιδη φωτογραφία

έμοιαζαν άγγελοι  κοιμισμένοι, τυλιγμένοι στις λευκές φτερούγες τους, άντρες, γυναίκες παιδιά, και ένα μωρό

με ένα μικρό χαμόγελο ονειρευόταν ακόμα τη γλύκα του μητρικού  στήθους.

Δεν έχω να πω τίποτε άλλο.

Ντρέπομαι που τους έκανα ποίημα.

 

Ακόμα υπάρχει ένα ποίημα για τον ελληνικό εμφύλιο που άρχισε την περίοδο της Κατοχής, το «Ο καθηγητής»:

 

Κρύφτηκαν στα βουνά κυνηγημένοι από ξένους στρατιώτες,

γέροι, γυναίκες και παιδιά.

Όταν κατάφεραν να γυρίσουν στο χωριό

το βρήκαν καμένο από τους δικούς τους, τους Έλληνες.

Δεν ένιωσε μίσος.

Θα είχαν τους λόγους τους, σκέφτηκε.

 

Σίγουρα, τα ποιήματα της Ευσταθίας Τσιγκάνου έχουν μια κρυφή γοητεία, όπως όλα τα ποιήματα όλων των εποχών. Διαθέτουν όμως και κάτι περισσότερο, την ευαισθησία και την αισθαντικότητα της γιατρού που προσπαθεί να ανακουφίσει τις πληγές των ανθρώπων και όπως γράφει η ίδια στο ποίημα «Απόπειρα αυτοανάλυσης (1)» να κάνει «τέχνη το λυγμό».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top