Fractal

Διήγημα Fractal: «Το ξύλινο κιβώτιο»

Του Αντώνη Δ. Σκιαθά // *

 

 

f1

 

Το κρύο άλλαζε τον χώρο του παιχνιδιού. Η αυλή γεμάτη νερά και ο ήλιος καρφωμένος στη ράχη της μάντρας, γέμιζε πρωινό φως το τρίπατο στις δυτικές συνοικίες των Αθηνών. Τι τρίπατο; Μια χειροποίητη πολυκατοικία των αρχών του εξήντα γεμάτη προσθήκες. Το ένα δωμάτιο πάνω στο άλλο και οι ιδιοκτήτες ένα καλοσυνάτο ζευγάρι, διέμεναν με τον τρόπο ιταλικής οικογένειας από τη Σικελία, στο ψηλότερο σημείο της οικοδομής. Η αρχιτεκτονική του τσιμεντόλιθου στο μεγαλείο της. Στο ισόγειο μια τσιμεντένια σκάλα πνιγμένη στις τριανταφυλλιές την άνοιξη, οδηγούσε στο πρώτο πάτωμα. Το γιασεμί δώριζε την ανθοφορία του στην οικία του Νίκου και της Μαρίας, όλες τις αποχρώσεις του λευκού, τις μέρες που το φως κράταγε πολύ και μεγάλωνε τα απογεύματα του παιχνιδιού. Τώρα, καταμεσής του Δεκεμβρίου, γυμνά κλαριά από τα αειθαλή του κήπου να καλωσορίζουν με τον τρόπο της αφαίρεσης και της αναμονής του ένοικους.

Στο μέσα καμαράκι του ισογείου, κάτω από τη σκάλα, έμενε ένα ζευγάρι εσωτερικών μεταναστών της Αθήνας με ένα μικρό αγοράκι γύρω στα τέσσερα. Σχεδόν όλη τη μέρα ο μικρός, αγαπημένος της μικρόσχημης πολυκατοικίας, ήταν κρεμασμένος από τα κάγκελα στο παράθυρο της πόρτας, περιμένοντας άραγε τι;

Η ιδιοκτήτρια του δώματος, όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, κρέμαγε χρωματιστά λαμπιόνια στη σιδερένια εξώπορτα και γέμιζε την αυλή με πήλινα αγγελάκια. Έφτιαχνε δίπλες πασπαλισμένες με πολύ καρύδι, βουτηγμένες στο μέλι και τις μοίραζε σε όλους τους ενοικιαστές της. Τι οίκημα και αυτό, στο ισόγειο διέμεναν δυο ζευγάρια και ένας μοναχικός τύπος που έκανε τον προμηθευτή ξηρών καρπών από το Λιδωρίκι. Στον πρώτο όροφο έμενε ο ανιψιός της ιδιοκτήτριας με την ξινή κυρία του, άτεκνοι, χωρίς παιδιά, με πολλά ανίψια που ήξεραν για την κληρονομιά των θείων τους. Στο τελευταίο πάτωμα έμενε το ζεύγος Αυχιανέ και κάποτε μια ανιψιά της κυρίας Μαρίας από τη Γαστούνη, μεγαλοκοπέλα, που τα είχε παράνομα με ένα φοροτεχνικό, έγγαμο, υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών.

Ο Δεκέμβρης, εκεί στο τρίτο δεκαήμερό του πλέον, οι ετοιμασίες για το νέο έτος είχαν ολοκληρώσει το βίο τους. Είχε σουλουπωθεί η εσωτερική αυλή, είχαν επισκευαστεί οι φθορές από την υγρασία στους έξω τοίχους τις καλές μέρες του προηγούμενου μήνα. Η αναμονή του νέου έτους μάλλον μελαγχολία δημιουργούσε στους ενοίκους. Στους μετανάστες από το Παγκράτι δημιουργούσε μελαγχολία, καθώς για ακόμα μια χρονιά θα ήταν μακριά από τους δικούς τους. Στο φοιτητικό ζευγάρι ζωγράφιζε στα χείλη τους τη μελαγχολία γιατί θα χώριζε κατά την περίοδο των εορτών. Έρωτας τρανός μεταξύ της φοιτήτριας της νομικής από την Εύβοια και του τελειόφοιτου του Μετσόβιου Πολυτεχνείου από τη Θράκη. Στο μοναχικό τύπο από το Λιδωρίκι, μελαγχολία, γιατί για μια ακόμα χρονιά θα βίωνε τη μοναξιά των γλυκερών ημερών σε κάποιο κοντινό παράνομο καζίνο. Στους ιδιοκτήτες, καθώς και αυτές τις γιορτές η αγάπη τους θα καρτερούσε τον απουσιάζοντα τρίτο, καθώς έχασαν το μονάκριβό τους στην εφηβική ηλικία από την παλιαρρώστεια. Στα ανίψια των ιδιοκτητών, μελαγχολία γιατί θα έπρεπε να δώσουν σ’ όλα τα γειτονόπουλα φιλοδωρήματα για τα κάλαντα. Μόνο στον μικρό μετανάστη του ισογείου έμοιαζε να αλλάζει το σερί της ψυχολογίας των συγκατοίκων του. Αυτό το αγόρι, κρεμασμένο από τα κάγκελα του παραθύρου της ξύλινης εξώπορτας του μονόχωρου διαμερίσματός του, κάτι περίμενε. Είχε μάλλον ακούσει για τον ερχομό του παππού.

Εκείνο το απόγευμα έλαμψε ο τόπος. Ο κύριος Νίκος είχε ξεμπαρκάρει από το τελευταίο του υπερατλαντικό ταξίδι. Δεύτερος μηχανικός στα φορτηγά πλοία του Αριστοτέλη Ωνάση, είχε να δει τη μικρή βαβέλ του δεκαεφτά μήνες. Έφτασε στην εξώπορτα με ένα αυτοκίνητο γεμάτο κουτιά πολύχρωμα και ένα ξύλινο κιβώτιο. Τα άφησε στη μέση της αυλής όλα, μα όλα και με φειδώ προσπάθησε να ανοίξει το ξύλινο κιβώτιο. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του και με περιέργεια ο ένας πάνω από την πλάτη του άλλου προσπαθούσαν να δουν τι είχε μέσα το ξύλινο κιβώτιο. Για όλους είχε κάτι που το μοίρασε με ευκολία και χαρά. Σταμάτησε για λίγο, όλοι περίμεναν την επόμενη κίνησή του. Έβγαλε ένα μεγάλο χαρτόδετο κουτί με κόκκινα ξενικά γράμματα, το άνοιξε και έκανε δυο βήματα προς τη μεριά του μικρού που κρύφτηκε στα πόδια του πατέρα του.

Βρήκε το σημείο όπου τα νερά ήταν απόντα. Γονάτισε και άρχισε μαζί του να δένει τις γραμμές που υπήρχαν μέσα στο κουτί. Έβγαλε το πρώτο βαγόνι, μετά το δεύτερο, μετά τη μηχανή, έβαλε τις μπαταρίες και με μιας άρχισε το τρενάκι να φέρνει γύρους βγάζοντας κάθε τόσο· και έναν χαρακτηριστικό ήχο, αναβοσβήνοντας τα φωτάκια της μηχανής του. Τις επόμενες μέρες, το παραθυράκι ήταν ανοιχτό, μα τα χεράκια του μικρού έλειπαν καθώς στο κέντρο του δωματίου σε μια κουρελού, καθισμένος ο πιτσιρικάς από την απεκεί οικονομική ακτή έβλεπε ώρες πολλές να φέρνει ατέρμονους κύκλους η ατμομηχανή που θα τον έφερνε πιο κοντά στους συγγενείς του στη βόρεια Ευρώπη. Μετανάστες και αυτοί στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, είχαν όμως περάσει τα τελευταία χρόνια σε μέρες που είχαν περισσότερο μέλι και καρύδι τα μελομακάρονά τους.

 

* Το τρενάκι ακόμα το έχω στο χάρτινο κουτί του, ενέχυρο των χρόνων που το νερό είχε αξία στους τσιμεντόλιθους της μάντρας.

 

Ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς σπούδασε χημικός μηχανικός, ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Έχουν εκδοθεί 9 ποιητικές του συλλογές, ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 11 γλώσσες. Διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Ελίτροχος, υπήρξε μέλος του Δικτύου Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης και είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top