Fractal

Διήγημα: «Το χοιροστάσιο»

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

 

F3

 

Σ’ ένα μακρινό χοιροστάσιο, έξω από τις μεγαλουπόλεις, γεννήθηκε κάποτε ένας ξεχωριστός γουρουνάκος. Η γουρούνα η μάνα του και ο χοντρογούρουνος ο πατέρας του ήταν η αιτία που έφεραν στον κόσμο αυτό το ευαίσθητο και συναισθηματικό γουρουνάκι. Όπως το καθένα πλάι του, έτσι και εκείνο έζησε βυζαίνοντας από το στήθος της γουρούνας μάνας του και μοιράζονταν μαζί με μια ολόκληρη αγέλη, μια θέση δίπλα σ’ εκείνη και τον χοντρογούρουνο πατέρα του. Μα, δυστυχώς, σ’ αυτά τα φριχτά χοιροστάσια τα γουρούνια είναι εχθρικά και απότομα. Δεν εκδηλώνουν ενδιαφέρον και συναισθήματα το ένα για το άλλο και η φύση από μόνη της τους έχει δώσει το δικαίωμα να εκνευρίζονται και να τρώνε κυριολεκτικά το ένα την ουρά του άλλου. Όμως ένα σπάνιο και συνεσταλμένο γουρουνάκι σαν κι εκείνο ποτέ του δεν θα μπορούσε να φάει ή να μαλώσει με κάποιο άλλο πλάι του, με αποτέλεσμα αυτή η στάση του να μην αρέσει καθόλου στη δυναμική γουρούνα μάνα του. Και μια μέρα αποφάσισε να το μαλώσει τρώγοντάς την ουρά του. «Αχ, μητέρα, μου φάγατε την ουρά φώναζε ο γουρουνάκος», όμως η μητέρα θεωρούσε πως με την πράξη της αυτή θα ήταν υπερήφανη που θα ξαναέβλεπε και πάλι το γιο της στο σωστό δρόμο. Ένα δρόμο όπου η μοίρα του γουρουνιού είναι η μαύρη λάσπη. Σ’ αυτή τη λάσπη ο πρώτος που βούτηξε και παρέμεινε φοβισμένος για χρόνια εκεί μέσα, ήταν ο ίδιος ο χοντρογουρουνοπατέρας του. Μια βολεμένη και τρισάθλια λάσπη που μέσα της χόρευαν σωρό από γουρούνια και ευχόντουσαν ολόψυχα να μη βρεθεί κάποιος απειλητικός εισβολέας και τους χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα. Ήταν μια μέρα καθημερινή, τα περισσότερα από εκείνα είχαν βγει να πάρουν τον αέρα τους στην εξωτερική μεριά του χοιροστασίου και παράλληλα να κολυμπήσουν για ώρα μες στη ρυπαρή λάσπη. Ο γουρουνάκος, όμως δεν είχε καθόλου όρεξη να τους ακολουθήσει. Ακόμη μέσα του πονούσε απο το τραύμα που του είχε δημιουργήσει η γουρούνα μάνα του εδώ και χρόνια. Καθόταν μοναχός του σε μια γωνιά και σκεφτόταν σοβαρά το ενδεχόμενο ν’ αφήσει μια για πάντα στη μοίρα τους την γουρουνομάνα και το χοντρογουρουνοπατέρα του. Όμως, η απόφαση δεν ήταν εύκολη και εφικτή. Πως ν’ αποδράσει μέσα από ένα τόσο καταπιεστικό περιβάλλον; Πώς να τα βάλει με τη φύση του και ν’ ακολουθήσει τ’ όνειρό του; Και πόσο ακόμη θα τον πλήγωνε η γουρούνα μάνα, αν η απόπειρα διαφυγής του ήταν αποτυχημένη; Ήθελε ένα κίνητρο για να δράσει. Και το κίνητρο αυτό το βρήκε στα μάτια μιας γοητευτικής γουρουνίτσας. Αχ, αυτή η πανέμορφη γουρουνίτσα! Που στο βλέμμα της είχε τόσα χρόνια εγκλωβιστεί και αδυνατούσε να της μιλήσει. Σαν βουβή κουκουβάγια την παρατηρούσε και η απόρριψη της ζωής τον έφερνε όλο και πιο πολύ στο σημείο να αιχμαλωτίζεται στην απόγνωση και στη μελαγχολία. Η ζωή κυλούσε ομαλά στο παγερό χοιροστάσιο των γουρουνιών, εκείνος όμως μέρα με τη μέρα αναζητούσε τον καταλληλότερο τρόπο για ν΄ αποδράσει. Δεν μπορούσε άλλο ν’ αναπνέει τον αρρωστημένο και βρωμερό αέρα του χώρου. Έτσι λοιπόν, βάζοντας σε ρόλο καθοδηγητή στην ζωή του το ένστικτό του, κατάφερε να βρει τον τρόπο να δραπετεύσει και να ελευθερωθεί απ’ όλα τ’ άλλα γουρούνια γύρω του. Αχ! Τι ωραίο που ήταν το ταξίδι της ελευθερίας. Και πόσο χαιρόταν να παρατηρεί τον ήλιο και ν’ αναπνέει καθαρό αέρα μοναχός του.

Όμως, καθώς συνέχιζε την πορεία του προς τον κόσμο της ελευθερίας, αίφνης, ένα απρόσμενο και συνάμα λυπηρό συναίσθημα άρχισε να του δημιουργείται όλο και περισσότερο, στη σκέψη του αν η γουρούνα μάνα του θα είχε πληγωθεί και αν η γουρουνίτσα θα τον αισθανόταν ποτέ πραγματικά. Αλλά πώς θα ήταν δυνατόν η γουρούνα μάνα να πληγωνόταν όταν δεν είχε από την φύση της αισθήματα; Και πώς μια γουρουνίτσα να τον έκανε να σκέφτεται λυπηρά το νόημα της ζωής του χωρίς καν να το γνωρίζει; Το πρόβλημα ήταν δυσεπίλυτο και ένας φόβος συνεχώς τον ακολουθούσε. Πάντοτε μέσα του κουβαλούσε το αίσθημα του να σε απορρίπτουν και να καταπολεμούν το είδος σου. Ήξερε ότι πλέον ήταν εντελώς μόνος. Μπορεί κάποτε να ήταν μέλος μιας μεγάλης αγέλης από γουρούνια, τώρα όμως, ασυντρόφευτος και φοβισμένος οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να βρεθεί αιχμάλωτος ή πληγωμένος απο έναν περαστικό κυνηγό που θ’ αναζητούσε να κατασπαράξει τη σάρκα του. Ξαφνικά ένας μάγος από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά του. Τον είδε προβληματισμένο και έσπευσε να τον καθησυχάσει, πιστεύοντας πως θα τον παροτρύνει να σταματήσει εδώ και τώρα το ταξίδι του. Του έδωσε λοιπόν, τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί σε άνθρωπο, να ξεχάσει τη ζωϊκή του φύση και να καθίσει πλάι σ’ άλλους ανθρώπους τρώγοντας το είδος του και καλοπερνώτας με τη συντροφιά τους. Το γουρουνάκι στην αρχή, όπως ήταν λογικό, ενθουσιάστηκε και σκέφτηκε πως κάπως έτσι όλα τα προβλήματα και οι ανησυχίες του θα τελείωναν μέσα απ’ αυτή την μεταμόρφωση. Όμως, καθώς διψά και εύχεται να υποκύψει, ένα αίσθημα τον κράτα πίσω και αρνείται. Αυτό το αίσθημα, το συναντάμε μονάχα στις ευαίσθητες ψυχές. Εκείνες που αποδέχονται τη φύση τους και προσπαθούν να ζήσουν μέσα στα χοιροστάσια των γουρουνιών. Είναι η πρώτη φορά που μάγος γεύεται απόρριψη και του εύχεται το ταξίδι του να είναι γεμάτο δυσκολίες και εμπόδια. Εκείνος λοιπόν συνεχίζει, ώσπου κάποτε φτάνει πολύ κοντά σ’ ένα δάσος γεμάτο κυνηγούς. Πυροβολισμοί και φισίγγια εκτοξεύονται για να του ταράξουν και πάλι τα αισιόδοξα πλάνα. Δυστυχώς, είναι αναγκασμένος να το ζήσει. Και καθώς προσπαθεί να κρυφτεί απ’ όλους τους εχθρούς και κυνηγούς του είδους του, ξαφνικά ο μάγος εμφανίζεται και πάλι μπροστά του. Αυτή τη φορά τον παροτρύνει να γίνει κυνηγός και να αισθανθεί τη δύναμη που θα του δώσει η εξουσία του όπλου, σκοτώνοντας ένα γουρούνι σαν εκείνο. Ο ίδιος όμως, τι και αν η φύση του έμελλε να τον κάνει γουρούνι, τα συναισθήματα και οι ευαισθησίες του δεν τον άφησαν σε καμία περίπτωση να αποδεχτεί την μεταμόρφωση του κυνηγού. Ο μάγος δέχεται για δεύτερη φορά απόρριψη και το γουρουνάκι προσπαθεί μέσα σ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες να σεβαστεί το είδος του και ν’ ακολουθήσει το ένστικτό του. «Εμείς οι πληγωμένοι από της μάνας μας το βλέμμα, αισθανόμαστε φοβία και ανησυχία. Αλλά τι θα γινόταν αν κάποτε αγκαλιάζαμε το φόβο, που μας έδωσε ώθηση ν’ αναζητήσουμε τη δική μας ουτοπία;». Ωστόσο, αυτό το παθιασμένο και ταπεινό γουρουνάκι έφτασε στην απελευθέρωσή του. Μήτε κυνηγοί, μήτε άνθρωποι που βρέθηκαν κοντά του, κατάφεραν να του διακόψουν το δρόμο προς την ελευθερία. Χαρούμενος, κατευθυνόταν στον κόσμο της ομορφιάς και της αγαλλίασης, απολαμβάνοντας και εξυμνώντας τα αξιοθέατα της φύσης που πολλοί άνθρωποι δεν τα εκτιμούν. «Ω, πανέμορφη γαλήνια φύση μου!

Τι όμορφα και αρμονικά που είναι όλα όσα σε περιβάλλουν! Ο Γαλάζιος ουρανός, τα δέντρα και τα τοπία τα ειρηνικά!» έλεγε δακρυσμένος από συγκίνηση και συνέχιζε: «Εγώ ένα γουρουνάκι απλοϊκό και συνεσταλμένο σου παραδίδω ολόψυχα το παιδί με τις ευαισθησίες, που κουβαλούσα σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μου. Μη φοβάσαι μητέρα φύση μου. Δεν στο πλήγωσε κανείς άλλος, εκτός από τη γουρούνα μάνα. Όμως και εκείνη δεν τ’ αντιλαμβανόταν, δεν είχε μυαλό, μήτε αισθήματα. Γι’ αυτό και εγώ σε δοξάζω και σ’ευγνωμονώ, που δεν μ’ έκανες εγωιστή και μνησίκακο γουρούνι, που αποφάσισες να με κάνεις καλλιτέχνη και μου’δωσες τη δυνατότητα να κάθομαι μονάχος κάτω απο του δέντρου τη σκιά και να λούζομαι με χαρά και ευφορία την κάθε μου κακοτυχία». Τότε ο μάγος, για τρίτη και τελευταία φορά εμφανίστηκε μπροστά του. Προσηλωμένος στην παραδεισένια ομορφιά του τοπίου και διστακτικός σαν πατέρας που μαλώνει τον συνεσταλμένο γιο του, τον ρωτάει για ποιο λόγο δεν αποδέχτηκε καμία από τις φορές που του πρότεινε να μεταμορφωθεί. Και το γουρουνάκι του είπε: «Μάγε μου, πάντα μέσα μου πίστευα ειλικρινά πως κάποτε θ’ απελευθερωνόμουν. Ποτέ δεν είχα συλλογιστεί πως θα ξυπνούσα τόσο νωρίς από τον βαθύ ύπνο των γουρουνιών. Μα, όταν άρχισα να τ’ αντιλαμβάνομαι και έψαξα βαθιά να δω τι κρύβω, τότε κατάλαβα πως κουβαλάω κάτι σπάνιο και μοναδικό – την ευαισθησία. Δεν μπορούσα να μη σεβαστώ τη φύση μου. Αν άνθρωπος γινόμουν και έτρωγα λυσασμένος τους γονείς μου πάνω σ’ ένα πιρούνι, τότε θα πέθαινα από τις τύψεις. Αν μ’ έκανες κυνηγό, τότε θα σκότωνα το ευαίσθητο παιδί μέσα μου. Μάγε, συγχώρεσέ με κι έλα εδώ κοντά μου. Πέτα από το χέρι σου το ραβδί της εξουσίας και ζήσε την αρμονία που σου προσφέρει απλόχερα τούτο το τοπίο. Ω, ναι το ξέρω πως χωρίς το ραβδί σου αισθάνεσαι ανήμπορος. Μα, για μένα, μάγε, το κάθε ον με ψυχή είναι ό,τι πιο σημαντικό. Εδώ σε σέβομαι και σ’ εκτιμώ. Εδώ πονάω, γράφω και κατανοώ. Στον κόσμο τους, μάγε μου, εκεί όπου η γουρούνα, ο χοντρογούρουνος και η γουρουνίτσα ζουν, δυστυχώς σ’ απορρίπτουν, σε κατακρίνουν και σε κακολογούν. Μα κι αν η μοιρα του καθε γουρουνιού, αδυνατεί να κατανοήσει μια ευαίσθητη και ταπεινή ψυχή παιδιού, εγώ σε τούτο εδώ τον κόσμο τους περιμένω όλους με τα χέρια ανοιχτά, με χαμόγελο και με χαρά σου υπόσχομαι θα τους πάρω όλους μια σφιχτή αγκαλιά.

 

 

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top