Fractal

Η απολογία του ποιητή

Γράφει η Ηλέκτρα Λαζάρ // *

 

Σκέψεις για το βιβλίο ποίησης του Χρήστου  Μαρτίνη, «Το ξένο φως», Εκδόσεις Υποκείμενο (2017)

 

Ενδιαφέρον είναι το τετ α τετ με το φως στο βιβλίο του Χ. Μαρτίνη∙ το φως συνδέεται με την ανακάλυψη και την αποκάλυψη της αλήθειας, είναι το κυρίαρχο μέσο ύπαρξης αλλά και θανάτου. Η διττή σημασία του φυσικού φαινομένου έχει ακριβώς αυτό το σκοπό: αυτό που δίνει τη ζωή, αλλά και μπορεί να την αφαιρέσει. Το ανεξέλεγκτο φως πάνω στη ζωή του πλήρως ελέγξιμου ανθρώπου. Και το φυσικό στοιχείο ας το αντιληφθούμε με όλη τη σημασία της λέξεως: η άβια ύλη που υπάρχει με ή χωρίς τον άνθρωπο, μπορώντας όμως να τον αφανίσει. Ερχόμαστε λοιπόν γρήγορα αντιμέτωποι με μία ανισότητα.

Από την άλλη, το non velat umbra diem εδώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για να βοηθήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το φως ως στοιχείο της ζωής, αποκαλύπτει τη συλλογική αδιαφορία. Καταλήγουμε να ψάχνουμε να αναγνωρίσουμε το στοιχείο αυτό. Το φως είναι τις περισσότερες φορές ονοματισμένο:

ως ήλιος,

Τις επόμενες μέρες θα λάβεις από μένα/ μία σακούλα/ θα την αδειάσεις στο   

τραπέζι της κουζίνας/ θα χυθούν οι σπασμένες ακτίνες του ήλιου (6)[1]

 

οι δρόμοι που με χωρίζουν/ απ’ όλα τα παράθυρα/ τα παράθυρα που           

καθρεφτίζουν/ την σφαγή του ήλιου/ τίποτα από αυτά δεν είναι δικό μου/

μόνο αυτό σκέφτομαι (11)

 

ως όραση,

σε είδα από τον δρόμο τα μεσάνυχτα/ στεκόσουν άυπνος στο ανοιχτό

παράθυρο/ του ισογείου/ έρημος φάρος/ σε μια πόλη κοιμισμένη (4)

 

ως φωτιά,

μου είχε μπει η έμμονη ιδέα πως θα καώ/ πως θα αρπάξω/ και έτσι/ με τα

ρούχα/ ολόκληρος θα φλέγομαι (17)

 

άλλοτε χάλκινο, αινιγματικό, ανασυγκροτημένο. Είναι ένα φως που δεν παύει να προκαλεί.

 

Δεν θα ήταν υπερβολή αν γραφόταν πως διατρέχοντας όλο το βιβλίο παρουσιάζεται η αναμέτρηση της ύπαρξης με το φυσικό φαινόμενο- τη ζωή: η επίδραση που αφήνει στον ψυχισμό του ανθρώπου το να ζει μέσα στο τώρα και πιο συγκεκριμένα το παράδοξο που το συνοδεύει. Η δύναμη του φωτός προσφέρεται ως η αφορμή για τη συνειδητότητα του ανθρώπου απέναντι στη βίαιη αδυναμία του να υπάρξει. Θα έλεγε κανείς: όσο πιο βίαιο το φως, τόσο πιο αδύναμος ο άνθρωπος. Στο τέλος, η συνειδητοποίηση του υποκειμένου για την ομοιότητα του με το φως ([…] κι απάνθρωπος σαν ήλιος, 14) στρέφεται ενάντια στο υποκείμενο το οποίο αδυνατεί να συμφιλιωθεί με το περιβάλλον γύρω του. Απολογείται για την αδυναμία του να υπάρξει σε βάθος μέσα στο τώρα, δικαιολογώντας κατά κάποιο τρόπο την εκ του ασφαλούς λογοκοπία του. Το αποτέλεσμα του ασυμφιλίωτου δημιουργεί ένα υποκείμενο αντι-ήρωα, ουδέτερο, μη σταθερό, μονίμως φωτισμένο, επιτηρούμενο: η οικεία α-προσωπικότητα στη σύγχρονη ποίηση.

Η μορφή των ποιημάτων αρθρώνει το ίδιο το περιεχόμενο τους, η σημασία της είναι και κοινωνική. Η μορφή των ποιημάτων του βιβλίου σε οδηγεί μέσα από το ρυθμό τους στην παύση χωρίς να σε αποτελειώνει. Δε θρηνεί για ένα τέλος ακαθόριστο, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε να κάνει, παρά μόνο παρουσίαζει την αλληλουχία των μη-δράσεων που οδηγεί πάντοτε προς την κακοποίηση. Σε προειδοποιεί ίσως για ένα μέλλον που θα υπάρξει, ούτως ή άλλως. Ο τύπος αυτός ποίησης δίνει την εντύπωση του απομονωμένου, όπου ο δεσμός με την πραγματικότητα, την καθημερινή ζωή και την ιστορία δεν εμφανίζεται ξεκάθαρα. Από την άλλη, δεν θα μιλήσω για σεφερικές επιρροές στο βιβλίο. Αφενός θα αποπροσανατόλιζαν, αφετέρου δεν έχει καμία σημασία να μιλάμε στις μέρες μας για επιρροές στην ποίηση.

Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, η σχέση ανάμεσα στο λόγο και τον άνθρωπο διατηρείται σχεδόν σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Ίσως να μπορούσαμε να πούμε πως είναι από τις ελάχιστες φορές που η ατομικότητα του ανθρώπου περιγράφεται με τις πιο ασφαλείς της λέξεις. Σα να έρχεται με μία θεραπευτική ιδιότητα να απομονώσει τον καθένα στον πόνο του. Κι εδώ έρχεται για ακόμη μια φορά η φυσική χειρονομία του φωτός να ξεμπροστιάσει, αν θέλετε, το άσυλο της ατομικότητας: ο πόνος μας είναι ατελής, αδυνατεί να διατηρήσει τη σημασία του. Αυτό το μοναχικό βάδην μέσα στο τώρα, δεν είναι τίποτε περισσότερο από την θλιβερή διαπίστωση, ότι κανείς τελικά δεν είναι μόνος, στο τέλος θα θαφτούμε βαθιά μέσα στο σκοτάδι (2).

Τι γίνεται λοιπόν με το φως; Ποιος είναι αυτός ο πανταχού παρών ήλιος- ο ήλιος με τα πολλά ονόματα και τις πολλές παρουσίες∙ ο ετοιμόρροπος ήλιος από την μία- ο επικίνδυνος από την άλλη; Τι θέλει να μας πει το ξένο φως; Και γιατί να θελήσουμε να ναυαγήσουμε σε αυτό το απομονωμένο νησί του Ποιητή με τις ανεξιχνίαστες παγίδες του; Τι παραπάνω έχουν να προσφέρουν οι αδηφάγοι στίχοι του και η ατίθαση κινητικότητα τους;

 

Χρήστος  Μαρτίνης

 

Την αριθμητική του μόνου. Τα άρρητα τοπία και τις διαδρομές μίας απρεπούς απομόνωσης. Δεν είναι τυχαίο το ποίημα Ελένη. Δεν είναι τυχαίος ο αντιήρωας που επιλέχθηκε να κλείσει τη διαδρομή[2]: η Ελένη μόνη κι απομονωμένη σηκώνει το βάρος από τις κατάρες και τις ενοχές μίας ολόκληρης ανθρωπότητας, που δεν θα έκανε ωστόσο τίποτε διαφορετικό στη θέση της. Δημιουργήσαμε στο όνομα της Ελένης την υπεκφυγή μας πανταχόθεν. Συνθέσαμε τις κατάρες μας, με αφορμή το απραγματοποίητο ταξίδι. Τις γνωρίζουμε, άλλωστε, πολύ καλά τις κατάρες της μη-δράσης μας. Ο ων στο ξένο φως υπάρχει έξω και ενάντια στον κόσμο του. Θα καεί∙ θα διαλυθεί από τον χειμώνα∙ αυτοματοποιημένος∙ απάνθρωπος∙ τυφλά πιστός σε μία αναμονή∙ ο χειρότερος παίχτης που ποντάρει στη βιόσφαιρα της τύχης∙ άρρωστος∙ ταξινομημένος. Έχουν βαριά σκιά τούτοι οι στίχοι, γιατί πέφτει πάνω τους το φως χρυσοφόρα. Μας εμπαίζουν; Όχι, μας προλογίζουν την απολογία μίας κακής γέννησης, μίας επικίνδυνης πορείας. Χωρίς λέξεις – παίγνια γεννιέται ο απεμπολημένος άνθρωπος, που στερείται δια παντός το φως του∙ αναγκασμένος να κουβαλά το φως όχι μέσα του, αλλά στις πλάτες του:

 

τα σκαλιά κατεβαίνω με τον ήλιο στην πλάτη μου

μία άκρη του σέρνεται σαν κουβέρτα στο χώμα

[…]

τον λευκό τον βαρύτατο ήλιο κουβαλάω στις πλάτες μου

να θαφτούμε βαθιά στο σκοτάδι  (2)

 

Το αρχικό νανούρισμα (1), φρικώδες κι ανυπόφορο, τραγουδιέται από τα έγκατα του κέντρου- μέσα στο αλμυρό νερό το οποίο αργά ή γρήγορα ενηλικιώνεται σε φως. Όλα πλέον τα τραγούδια (αν είναι να τα λάβουμε ως τέτοια) βαφτίζονται στο φως. Θα’λεγε κανείς, ότι γεννήθηκε η συνειδητοποίηση της οντολογικής ημέρας. Των χρονικών στιγμών όπου όλα κυριαρχούνται από το φως. Το σχολείο, ο εργαζόμενος άνθρωπος, ο αλλότριος πόνος, οι υπηρεσίες της γραφειοκρατίας, ο γιγαντισμός του πλανεμένου, το ξύπνημα και η θέση του ανθρώπου σε λειτουργία, η τοποθέτησή του εντός της καθημερινής σφαίρας, όλα ανα-γεννιούνται στο φως. Ας εγκαταλείψουμε επιτέλους τη ρητορική, που θέλει να μας πείσει ότι όλα επιτρέπονται τη νύχτα. Όλα τα φωτιζόμενα επιτρέπονται, πια κι εμείς παίζουμε τα φώτα να απομακρυνθούν από μπροστά μας όλα τα ήδη ορατά. Υπό το φως της μέρας διαπράττονται τα περισσότερα εγκλήματα- ακόμη κι ο πόλεμος σιγεί τη νύχτα.

Παρόλα αυτά, το ξένο φως περιορίζεται στην φωτοθέαση∙ αφού φαίνομαι, υπάρχω κι αφού υπάρχω θα στέκομαι στην πιο απόμερη γωνιά μου, απαρατήρητος μέσα στο τώρα. Κι όλα αυτά που αριθμεί ο Ποιητής υπάρχουν- ίσως επιλεγμένα όχι στο κέντρο, μα σε αυτή την απόμερη γωνία, παραδίπλα της ζωής του ανθρώπου. Γι’αυτό και υψώνει από τον πάτο τις ήδη ναυαγισμένες πραγματικότητες, τις κάνει υπαρκτές και μας τις αφήνει στα χέρια να τις κρατάμε από δω και πέρα αμήχανα μαζί του, σα να βαστάμε τους πιο αγαπημένους μας νεκρούς.

 

 

* H Ηλέκτρα Λαζάρ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Ξεκίνησε να γράφει στα εφηβικά της χρόνια και έκτοτε συνεχίζει, δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζά κυρίως στο διαδίκτυο.

 

 

[1] Όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι αριθμημένα, εκτός από τα δύο τελευταία ποίηματα της συλλογής. Έτσι ο αριθμός 6 αφορά στο έκτο ποίημα.

[2] Κατ’εμέ, με την Ελένη κλείνει «το ξένο φως». Ό,τι απομένει αποτελεί εξαίρετο ποιητικό- όμως-  τερτίπι.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top