Fractal

Το ξεγύμνωμα

της Κατερίνας Μαλακατέ // *

 

fractal_summerΔίχως να το καταλάβει είχε έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα του χωρισμού. Τσίτωναν τα νεύρα της, όλον τον χρόνο το σχεδίαζε κι όταν πια βρήκε τον τρόπο να το ξεστομίσει, εκείνος δεν την έβρισε, ούτε καν την κοίταξε. Δεν κατέβασε το κεφάλι. «Επιτέλους», της είπε, «θα ελευθερωθώ». Τώρα ένιωθε κι αυτή χαρούμενη που όλα ήρθαν όπως έπρεπε, δεν τον τσάκισε, δεν τσακίστηκε. Είχε μπροστά της ολόκληρη ζωή. Ακόμα.

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μια γυναίκα μετά την πρώτη νιότη. Ίσως και μετά την δεύτερη. Το κορμί της είχε βαρύνει. Αυτό την έκλεινε στο σπίτι, είχε καταντήσει ερημίτης. Ντρεπόταν. Ε, και; Σκέφτηκε. Πιθανότατα δεν θα έβρισκε ποτέ γκόμενο. Χασκογέλασε με την ηλίθια λέξη, αναλογίστηκε πόσες φορές είχε πει μέσα της απαξιωτικά «γκόμενα» εκείνη τη γυναίκα. Που του έστελνε τα μηνύματα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Μαζεύονταν καμία διακοσαριά μέχρι να αποφασίσει να τα σβήσει. Δέκα χρόνια τώρα, η ίδια ιστορία, μόλις εκείνος έμπαινε στο μπάνιο, έβαζε κρασί και ρουφούσε τα αναθεματισμένα τα μηνύματά τους λες και διάβαζε φτηνό Άρλεκιν.

Ο καθρέφτης πρώτη φορά δεν την περιγελούσε. Του χαμογέλασε αυτή. Ειρωνικά σχεδόν. Σκέφτηκε τι θα λέγαν στο παιδί. Δεν την ένοιαζε και τόσο πια. Κοτζάμ άντρας, το παιδί, ας έκανε καλά μόνος του. Της έκανε εντύπωση που δεν την ένοιαζε και τόσο πια και συνεχάρει νοερά τον εαυτό της για την καινοτομία. Πάντα αυτή ήταν η δικαιολογία. Αυτή και πως τον αγαπούσε τον βλάκα. Κι ότι την αγαπούσε κι αυτός. Ήταν ο άνθρωπος της και θα της στεκόταν. Ή πως θα τον έριχνε ο χωρισμός σε ένα πηγάδι δίχως γυρισμό. Ή πως αυτό ήταν το πηγάδι που θα έπεφτε εκείνη.

Και την γκόμενα την απατούσε. Πότε με το ένα τσόκαρο και πότε με το άλλο, με χαζά κοριτσάκια που του πλήρωναν τους λογαριασμούς αντί να τα πληρώνει και με ώριμες γυναίκες που τις είχε ανάγκη για την δουλειά του. Ή με μουνάκια που του γυάλιζαν για ένα πήδημα. Σε ξενοδοχεία, όλα κοντά στο σπίτι, όλα φτηνά. Ενίοτε έβρισκε τις αποδείξεις στην τσέπη του.

Αλλά στο τέλος πάντα γυρνούσε στις δυο τους. Αυτή να του σιδερώνει τα πουκάμισα κι η άλλη να του κάνει αγάπες. Καλή βλαμένη κι αυτή, χαράμισε την ζωή της να τον περιμένει μισή ώρα κάθε βράδυ σε ένα έρημο σπίτι. Άτεκνη. Αυτή ήταν η εκδίκησή της. Παιδί είχε μονάχα με κείνη, οικογένεια ήταν μόνο με κείνη, με την γκόμενα δεν είχε τίποτα. Βόλτες και γαμήσια. Άντε και κάνα ταξίδι. Πόσο την πόναγαν τα αναθεματισμένα τα ταξίδια, τα επαγγελματικά.

Τον κοίταζε που έφτιαχνε την βαλίτσα του, έβαζε μέσα τακτικά τα ρούχα του, την κολώνια που δεν αποχωριζόταν ποτέ. Ήταν ήρεμος. Δεν το περίμενε έτσι. Μέσα της είχε φτιάξει την εικόνα του να εκλιπαρεί. Γιατί έμενε μαζί της τόσα χρόνια διαφορετικά. Την είχε ανάγκη. Γιατί δεν εκλιπαρούσε; Είχε περάσει τόσους χωρισμούς στην ζωή του από τις περιστασιακές τρίτες και τέταρτες φαίνεται, που ένας ακόμα δεν του έκανε εντύπωση. Κάποτε διάβαζε για τα ερωτικά τρίγωνα με μανία, βιβλία ψυχολογικά και άρθρα στις εφημερίδες κι έπειτα στο διαδίκτυο. Έψαχνε να βρει μια λύση. Μα σαν συνειδητοποίησε πως στην περίπτωση τους ήταν ερωτικό τετράγωνο και πεντάγωνο, έπαψε. Βασανιζόταν αδίκως.

Κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη απροκάλυπτα μπροστά του για πρώτη φορά. Εκείνος δεν της έδινε σημασία, όπως πάντα. Σκέφτηκε πως θα ήθελε να εκτιμήσει το σώμα της σε όλο του το σάρκινο μεγαλείο. Έβγαλε πρώτα την μπλούζα. Μετά την φούστα. Έμεινε με τα εσώρουχα. Την έκοβαν λιγάκι κι εκεί σε κείνα τα σημεία σχηματιζόταν δίπλα.

Τα στήθη της ήταν βαριά, το ήξερε. Είχε να τα ακουμπήσει άντρας δεκαπέντε χρόνια. Είχε να τα ακουμπήσει αυτός δεκαπέντε χρόνια. Είχε να τα κοιτάξει δεκαπέντε χρόνια. Ο μαλάκας. Μαλάκωσε τον χαρακτηρισμό. Ο ηλίθιος. Δεν ήθελε θυμό, δεν χρειαζόταν θυμός. Τούτος ο χωρισμός θα ήταν ανώδυνος, της το είχε πει η ψυχολόγος. Τούτος ο χωρισμός ήταν η αρχή για μια άλλη ζωή. Συγκεντρώθηκε στις αναπνοές της. Ένα, εισπνέω βαθιά από το διάφραγμα, κρατώ, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε. Στο έξι εκπνέω. Ο θυμός εξαφανίστηκε.

Τα εσώρουχα της ήταν απλά, βαμβακερά και μαύρα. Έβγαλε το σουτιέν με μια απλή κίνηση. Οι ρώγες της όπως τις θυμόταν από το μπάνιο όταν έκανε ντουζ, αλλά στον ολόσωμο καθρέφτη έχαναν κάτι από την αίγλη τους. Έτσι όπως κοιτούσαν ματαιωμένα προς τα κάτω. Έπειτα το κιλοτάκι.

Αυτός τελείωσε την βαλίτσα με το πάσο του. «Τι κάνεις παιδί μου, πας καλά;» Γύρισε και της είπε. Έφυγε. Αμφέβαλλε πως θα πήγαινε στην γκόμενα, αυτή δεν ήξερε ούτε αυγό να του βράσει.

 

Malakate* Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε στην Φαρμακευτική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει», ενώ διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετά συλλογικά έργα. Είναι συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου-καφέ Booktalks. Από το 2009 διατηρεί το λογοτεχνικό ιστολόγιο «Διαβάζοντας» (diavazontas.blogspot.gr).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top