Fractal

Διήγημα: “Το ξέφωτο”

Του Αντώνη Τζήμα // *

 

 

f12

 

Οι γρίλιες του παραθύρου τον άφηναν να δει το χρώμα που έπαιρνε η μέρα. Ξημέρωνε, και ο ήλιος ξεκινούσε την κυκλική του πορεία ανόδου-καθόδου μέσα σε δεκατρείς ώρες. Τέντωσε αργά του μυς του και πήγε στην κουζίνα. Άναψε το γκάζι και έβαλε πάνω στην φωτιά ένα μπρίκι με το άρωμα του ελληνικού καφέ να του γεμίζει τα ρουθούνια και να φτάνει μέχρι το πίσω μέρος του μυαλού του.

Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού που κοιτά τον μικρό τους κήπο και άφησε την ματιά του να χαθεί μες στην γλυκιά δροσιά του Σεπτέμβρη. Όταν άκουσε το τσίριγμα του καφέ πάνω στην καυτή επιφάνεια του μετάλλου, έβγαλε το μπρίκι από την φωτιά και άδειασε το περιεχόμενο του στο φλιτζάνι.

Πήρε τον καφέ, το τασάκι και τα τσιγάρα και κάθισε έξω στο τραπέζι που ακουμπά τον γκρίζο τοίχο του σπιτιού και έχει θέα τον κήπο τους. Είδε τον σκύλο να πλησιάζει αργά, κουτσαίνοντας και ασθμαίνοντας.

Ο σκύλος ακούμπησε τα καπούλια του στα γόνατα του με μια ελαφριά πίεση που πάντοτε έκανε τον Γιώργο να βιώνει ένα αίσθημα ήσυχης ασφάλειας και ταυτόχρονα ζέστης.

Όπως καμπύλωνε την ραχοκοκαλιά του, το ζώο γύρισε και τον κοίταξε με τα μελιά, μελαγχολικά μάτια του. Ο Γιώργος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι του και κείνο έτεινε την μύτη προς τα πάνω ώστε να δεχτεί περισσότερο το άγγιγμα του.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει στον ορίζοντα και ζέσταινε πια την μέρα δίνοντας της ένα άρωμα καλοκαιρινού ξεψυχίσματος.

Μέσα από το σπίτι ακούστηκε η φωνή της κόρης του. Η γυναίκα του είχε ξυπνήσει και ετοίμαζε το παιδί για το σχολείο.

Ο σκύλος πια είχε ξαπλώσει για τα καλά πάνω στα πόδια του και κοιμόταν. Τώρα τελευταία κοιμάται όλο και πιο πολύ ενώ ο Γιώργος κοιμάται όλο και πιο λίγο.

«Θα πας την Νεφέλη στο σχολείο;» τον ρώτησε η γυναίκα του καθώς πρόβαλε από την πόρτα.

Ο Γιώργος έγνεψε καταφατικά και άναψε ένα τσιγάρο για να αποτελειώσει τον καφέ του. Η γυναίκα του είχε ήδη ντυθεί και ήταν έτοιμη να φύγει για την δουλειά της.

Αν ήταν στο χέρι του, και είχε τα χρήματα θα προτιμούσε να μην αναγκάζεται η γυναίκα του να κάνει αυτή την βρομοδουλειά. Θα προτιμούσε να εργάζονταν κάπου αλλού, κάπου που να της άρεσε και να μην αναγκαζόταν να λέει όλη μέρα για την ορθοστασία και για τους μαλάκες που πρέπει να ανέχεται και να εξυπηρετεί.

Αν ήταν στο χέρι του ίσως να ήταν και οι δύο πιο ευτυχισμένοι και όταν βρίσκονταν να μην την άκουγε να γκρινιάζει διαρκώς. Όταν βρίσκονταν. Τον λιγοστό χρόνο που βρίσκονται πια.

«Νεφέλη έλα. Θα σε πάει ο μπαμπάς στο σχολείο», άκουσε τη γυναίκα του να λέει καθώς έπαιρνε την τσάντα της και τα κλειδιά του αυτοκίνητου του, που τώρα πια δεν του χρειάζεται.

Ο σκύλος αναστέναξε στον ύπνο του και η ανάσα του, θύμισε στον Γιώργο την δική του ανάσα.

«Μπαμπά», άκουσε την μικρή να λέει. Η κόρη του βγήκε έξω και του άφησε ένα φιλί στο μάγουλο. Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το μάγουλο του πάνω στο δικό της.

«Ω! μπαμπά. Με τσιμπάς», είπε το κορίτσι και ο σκύλος ξύπνησε ακούγοντας την φωνή της. Ανακάθισε στα πίσω του πόδια και της έγλειψε το πρόσωπο. Το παιδί γελούσε και ο σκύλος της έγλειφε το πρόσωπο ακόμα πιο γρήγορα, όλο χαρά. Και αυτοί οι δύο συνέχισαν να γελάνε και να φιλιούνται και οι ξανθές μπούκλες του κοριτσιού μπερδεύονταν με το τρίχωμα του σκύλου και τα γαλανά της μάτια τον αγαπούσαν. Τον αγαπούσαν επειδή ήταν ο φίλος της και κάτι παραπάνω. Ήταν πάντα εκεί, πάντα κοντά της. Στο σμίξιμο των γονιών της, στη γέννηση της, ήταν αυτός που κοιμόταν πάντα κάτω από την κούνια της. Και δεν το θυμάται αλλά το ξέρει ότι αυτό που άκουγε ήταν η ευγενική ανάσα του όταν εκείνη κοιμόταν και αυτός την προστάτευε από τον κόσμο.

Και αυτός τέντωσε το μπροστά του πόδι και της το έδωσε να το κρατήσει. Και το παιδί το κράτησε και κοιταχτήκαν λέγοντας αντίο.

«Θα τα πούμε το απόγευμα», είπε η γυναίκα του και εκείνος σηκώθηκε, την έπιασε από την μέση και της έδωσε ένα σφιγμένο φιλί στο στόμα. Εκείνη το έκανε όσο πιο σύντομο γινόταν. Όσο μπορούσε να το ανεχτεί χωρίς να φανεί ότι κάτι πάει στραβά. Βγήκε από την αυλόπορτα, έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και έφυγε.

«Έλα. Πάμε. Δεν θέλεις να αργήσεις την πρώτη μέρα στο σχολείο», είπε ο Γιώργος και κράτησε την μικρή από το χέρι που ήταν φορτωμένη με μια ροζ τσάντα μεγαλύτερη από το μπόι της.

«Γεια σου Φίλε», φώναξε η μικρή κουνώντας το χέρι της στο σκύλο και εκείνος έμεινε πίσω από τον φράχτη βλέποντας τους να απομακρύνονται.

Το απόγευμα η Νεφέλη κοιμόταν στην αγκαλιά του. Ο σκύλος είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα κοντά τους. Άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα. Η γυναίκα του επέστρεψε από την δουλειά και τώρα ήταν η σειρά του να φύγει.

Ο Γιώργος σηκώθηκε προσεκτικά από τον καναπέ ώστε να μην ξυπνήσει κανέναν απ’ τους δύο.

«Είμαι πτώμα», ψιθύρισε η γυναίκα του.

«Σου έχω αφήσει φαγητό στο φούρνο», είπε και της έπιασε το χέρι. Εκείνη τον κοίταξε και του χάιδεψε το πρόσωπο.

«Μπαμπά μην αργήσεις το βράδυ. Θα σε περιμένω», άκουσε την μικρή να λέει. Ο σκύλος ήρθε κοντά του. Εκείνος γονάτισε και τον χάιδεψε. Το ζώο αφέθηκε πάνω στο γόνατο του και ανασήκωσε τα μάτια του. Ο Γιώργος έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Ανέβηκε στο μηχανάκι του και πήγε στην πιτσαρία που τους τελευταίους μήνες εργάζεται. Και καλά που υπάρχει και αυτό και μπορεί να συνεισφέρει και εκείνος στα έξοδα του σπιτιού. Πριν δούλευε αλλού. Είχε μια δουλειά που του άρεσε, που είχε σπουδάσει για αυτήν. Εργαζόταν ως φιλόλογος σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Του άρεσε η διαδικασία της διδασκαλίας. Του άρεσε να ανοίγει τα νέα μυαλά. Αλλά μετά την έκρηξη της κρίσης στη χώρα έχασε την θέση που είχε. Διορισμός, ούτε συζήτηση. Έστειλε βιογραφικά σε φροντιστήρια, σε ιδιωτικά σχολεία. Τίποτα.

Τουλάχιστον έχει αυτή την δουλειά. Άλλοι δεν έχουν ούτε αυτό, σκέφτεται καθώς τον φυσά ο αέρας πάνω στο μηχανάκι.

Του αρέσει να πηγαίνει τις παραγγελίες. Συναντά ανθρώπους διαφορετικούς. Διαφορετικά σπίτια. Και κάθε φορά στην επιστροφή του προς το μαγαζί του αρέσει να σκαρφίζεται διάφορες ιστορίες για τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τις κλειστές πόρτες.

Όταν επέστρεψε σπίτι, η κόρη του έκλαιγε με αναφιλητά. Η μητέρα της την είχε αγκαλιά και την παρηγορούσε.

«Έλα αγάπη μου. Μην κλαις. Θα τον βρούμε τον Φίλο», της έλεγε.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Γιώργος.

Η κόρη του έτρεξε στην αγκαλιά του και είπε: Ο Φίλος έφυγε. Έφυγε για πάντα.

«Άντε βρε. Μην κλαις. Θα πήγε καμιά βόλτα. Τώρα πάω εγώ να τον βρω», είπε ο Γιώργος.

Έψαξε σε όλη την γειτονιά. Ρώτησε τους γείτονες αν τον είχαν δει. Ακόμα και σε μια οικοδομή, που πότε δεν κατάφερε να γίνει σπίτι, έψαξε. Κοίταξε μέσα στο φρεάτιο που έμελλε να γίνει ασανσέρ μάλλον, αλλά έμεινε στην μέση αφού πια λεφτά δεν υπήρχαν. Ο σκύλος δεν ήταν πουθενά. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω. Θα έψαχνε κι αύριο το πρωί και ίσως μέχρι τότε το ζώο να έχει επιστρέψει μόνο του, σκέφτηκε και επέστρεψε στο σπίτι.

Το βράδυ δεν του κολλούσε καθόλου ύπνος. Η γυναίκα του είχε γυρίσει από την άλλη και κοιμόταν. Αλλά εκείνος όλο σκεφτόταν. Σκεφτόταν την μιζέρια, την σκοτεινιά μέσα στην οποία είχαν μπει όλοι τους και ένοιωθε υπεύθυνος. Τι σόι άντρας ήταν που δεν μπορούσε να φροντίσει την οικογένεια του. Και ο σκύλος που να είναι. Αισθάνονταν θλίψη. Το μόνο που ήλπιζε ήταν να είναι καλά.

 

«Υποσχέσου μου ότι θα τον βρεις».

«Στο υπόσχομαι αγάπη μου».

Άφησε την κόρη του στο σχολείο και συνέχισε να ψάχνει τον σκύλο τους. Τότε θυμήθηκε. Θυμήθηκε το ξέφωτο κοντά στο σπίτι τους που πήγαιναν όλοι μαζί και έκαναν πικ-νικ απ’ όταν γεννήθηκε η μικρή. Μπορεί ο Φίλος να είναι εκεί. Αξίζει μια προσπάθεια. Μπορεί να έχουν να πάνε χρόνια αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Περπάτησε στο μονοπάτι και τριγύρω του υπήρχαν μεγάλα πεύκα που άπλωναν μια σκιά που σε καλωσόριζε μέσα στο δασός. Δεν άργησε να βρει το ξέφωτο και πράγματι εκεί, ξαπλωμένος ήταν ο Φίλος.

Τον φώναξε αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε από την θέση του. Δεν άκουγε και τόσο καλά πια. Τον πλησίασε και τον ταρακούνησε.

«Φίλε», είπε. Τον κούνησε ξανά. «Φίλε».

Ο Φίλος δεν κινήθηκε. Ο Γιώργος παρατήρησε ότι τα πλευρά του δεν ανασηκώνονταν. Έβαλε το χέρι του κοντά στην μύτη του και την ένοιωσε παγωμένη. Γονάτισε δίπλα του και πραγματικά λύγισε. Έκλαψε. Έκλαψε πάνω από το νεκρό κορμί του σκύλου του. Έκλαψε και το βλέμμα του θόλωσε. Τον πήρε ανάμεσα στα δυο του χέρια και του κράτησε το κεφάλι και τα δάκρυα του έπεφταν πάνω στην γούνα του ζώου και η κάρδια του σφίχτηκε. Τα μελιά του μάτια ήταν παγωμένα -πιο μελαγχολικά από ποτέ. Και ακίνητα. Θεέ μου ήταν τόσο ακίνητα. Και ο Γιώργος ένοιωθε ότι αυτός ο σκύλος, ράτσας κοινής, ήταν ανώτερος. Και τότε σκέφτηκε ότι έφυγε για να μην τον δουν να σπαρταράει από τους πόνους. Έφυγε για να μην τους στενοχωρήσει. Έφυγε για να πεθάνει στο ξέφωτο που πήγαιναν τότε όλοι μαζί. Τότε που ήταν όλα όμορφα. Εκεί νοιώθοντας τον κρύο θάνατο να τον περιτριγυρίζει, εκεί αυτό το ζώο βρήκε την ζεστασιά που χρειαζόταν για να φύγει. Εκεί στις καλύτερες τους στιγμές βρήκε την σιγουριά που ήθελε για να τελειώσουν όλα.

Αυτά σκεφτόταν και τον κρατούσε σφιχτά πάνω του. Όπως δεν είχε κρατήσει κανέναν μέχρι τώρα. Κρατούσε σφιχτά το νεκρό κορμί του. Και εκείνη την στιγμή μάζεψε όλη την αγάπη που είχε μέσα του, όλη του την θλίψη και την στοργή και την έβγαλε με ένα μόνο φιλί πάνω στο τριχωτό κεφάλι του αγαπημένου του φίλου.

 

 

* Ο Αντώνης Τζήμας είναι συγγραφέας. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες του ουρητηρίου», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top