Fractal

Διήγημα Fractal: “Το χάπι της χαράς”

Της Τζένης Μανάκη // *

 

fractal_Σήμερα θα πάω στην κηδεία της Φλώρας. Ντύθηκα με το ίδιο κοστούμι που πήγα στον γάμο της. Ήταν κι εκείνος ένας άλλου είδους θάνατος, όχι τόσο οριστικός , αναπότρεπτος, όπως ο χθεσινός.

Το ήξερα από την ημέρα που είπε το ”ναί” στον Στέφανο ότι θα γινόταν δυστυχισμένη μαζί του, όπως μαζί με τον οποιονδήποτε , μετά λίγες μόνο στιγμές ηρεμίας που επέτρεπε στον εαυτό της ν’ ακολουθεί κάθε της επιλογή. Θεωρούσε  εκείνη την περίοδο, πως ο Στέφανος ήταν η μοναδική λύση στο πρόβλημά της. Πάντα βιαζόταν να δίνει τέλος στις αγωνίες της άσχετα αν επανειλημμένα αυτό το ”τέλος” ήταν η αφετηρία, το ξεκίνημα νέων.

Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν διδάσκονται ούτε καν από την προσωπική τους ιστορία. Αρέσκονται στην πάλη με τον ”αδικαιολόγητο” εαυτό τους. Τέτοια ήταν η Φλώρα. Επαναλάμβανε διαρκώς τα ίδια λάθη λες και είχε καταδικάσει τον εαυτό της σε μία αέναη προσπάθεια να ξεφεύγει από αυτό που είχε επιλέξει.

Φαίνεται να είχε πείσει τον εαυτό της, ότι  δεν είχε περιθώρια άλλης προοπτικής, της έλειπε ο αντίπαλος,  μόνο ο θάνατος ήταν η καταλληλότερη διαφυγή. Ήταν ίσως η μόνη φορά που ξέφυγε μετά από ”ώριμη” σκέψη, ίσως και με κάποιον ενθουσιασμό για την αίσθηση που θα προκαλούσε. Της άρεσε πάντα αυτό.

Θυμάμαι λίγες μέρες πριν την κουβέντα μας. Μου είπε με τέτοια ένταση ”Δεν το αντέχω άλλο αυτό, ή εκείνος ή εγώ”.  Την ρώτησα τι εννοούσε, δεν μου απάντησε. Ήμουν σίγουρος ότι είχε επιτέλους αποφασίσει να χωρίσει. Να τα μαζέψει και να τον εγκαταλείψει. Όλες οι μεταξύ τους ”συζητήσεις”, ουσιαστικά μονόλογοι της Φλώρας,  κατέληγαν στην μόνιμη επωδό του Στέφανου ”Ηρέμησε καλή μου, δες το από μια άλλη σκοπιά”.

Ύστερα εκείνος έσκυβε πάλι πάνω στις μελέτες του.

Από ό,τι μέσα στην μόνιμη ταραχή της έλεγε , ήταν βέβαιη ότι ο Στέφανος δεν είχε ακούσει ποτέ, τίποτα από αυτά που την βασάνιζαν, τα παράπονά της.  Δεν άντεχε την αδιαφορία του. Ήταν σαν να ζούσε με τον κανένα.

Έκανα συχνά καθώς την άκουγα  την παράλληλη σκέψη ότι δεν είχε βρει ακόμη το άτομο ή το αντικείμενο  του επόμενου λάθους. Της είχε λείψει ο ενθουσιασμός.

Από ενθουσιασμό  για τον επόμενο είχε εγκαταλείψει τους δύο προηγούμενους συζύγους της και τις πεθαμένες σχέσεις μαζί τους. Την τελευταία φορά για τον Στέφανο. Αναρωτιόμουν τι ακριβώς την ενθουσίασε σ’ αυτόν το τόσο αλλιώτικο από εκείνη άνθρωπο. Ο Στέφανος ήταν ένας πράος άνθρωπος, καταξιωμένος επιστήμονας, απόλυτα αφοσιωμένος στην δουλειά του. Πάντα απορούσα πως ξέφυγε το μυαλό του απ’ αυτήν και σκέφθηκε τον γάμο με την Φλώρα. Ήταν από αυτά τα παράξενα που συμβαίνουν στη ζωή  και αποδεικνύουν ότι όλοι είμαστε εξαιρέσεις ενός κανόνα που δεν υπάρχει. Επανήλθε λίγες μέρες μετά το γάμο στις προσφιλείς ενασχολήσεις του με την Φυσική  αφήνοντας, φυσικά, την Φλώρα ουσιαστικά μόνη μέσα στην ”σχέση”.

Άκουγα τα παράπονά της συχνά με καρτερικότητα. Ήμασταν φίλοι από τα φοιτητικά μας χρόνια, αν και διαφορετικών κατευθύνσεων. Ποτέ δεν την είδα σαν γυναίκα, αν και ήταν αντικειμενικά ιδιαίτερα ελκυστική. Ίσως γιατί εκείνη μ’ έβλεπε κάτι σαν την κολλητή της. Είχε να κάνει με τα ενδιαφέροντά μου και με το επάγγελμά μου αργότερα. Ίσως και όχι, γιατί παρά το ότι το προκαλούσε, σπάνια μου χάριζε την απόλυτη προσοχή της και ελάχιστα επιδρούσαν αυτά, που ως φίλος, κυρίως, της έλεγα. Μου αποκάλυπτε πάντα τόσες πτυχές της ζωής της που φαντάζομαι μόνον οι γυναίκες μεταξύ τους κουβεντιάζουν. Κάθε φορά που είχε πρόβλημα, δηλαδή σχεδόν κάθε μέρα,  μού τηλεφωνούσε για το ”επείγον” της νέας σκέψης ή περιστατικού που την αναστάτωσε. Η αλήθεια είναι ότι  πέρα από την φιλική σχέση που με συνέδεε μαζί της την έβλεπα και σαν αντικείμενο μελέτης της ψυχοσύνθεσης μιας γυναίκας με στοιχεία υστερίας. Αυτό σε επαγγελματικό επίπεδο, γιατί η αγάπη που της είχα σαν φίλη τόσων χρόνων μ’ έκανε να αισθάνομαι μικρόψυχος όταν τους αναίτιους συνήθως ενθουσιασμούς της ή τις εκρήξεις της τις έβλεπα  αποκλειστικά ως υστερικές συμπεριφορές. Ήταν αεικίνητη, βιαστική, πάντα απασχολημένη με πάθος που εξανεμιζόταν γρήγορα για διάφορα άσχετα μεταξύ τους, πράγμα που της δημιουργούσε μια απίθανη ένταση. Καταλάβαινα ότι ήταν εκείνη, χωρίς να προηγηθεί τηλεφώνημα ή άλλου είδους ειδοποίηση, από τον τρόπο που κτυπούσε το κουδούνι μου. Πηγαινοερχόταν νευρικά στην αίθουσα αναμονής, αν είχα άλλο πελάτη, και με το που άνοιγε η πόρτα μπούκαρε μέσα κι άρχιζε να μου λέει τα δικά της πριν καν καθίσει. Αυτό ακολουθούσε, όταν τέλειωνε την αφήγησή της και περίμενε ”γνωμάτευση”. Τότε στρωνόταν στον καναπέ μου χάριζε για ελάχιστο χρόνο την προσοχή της και μετά το βλέμμα της γινόταν απόμακρο. Σαν να είχε ένα εσωτερικό κουμπί  On – Off που είχε ρυθμίσει έτσι, ώστε να κλείνει αυτόματα μετά συγκεκριμένο χρόνο ακρόασης. Αναρωτιόμουν πάντα αν άκουγε ό,τι της έλεγα ή σκεφτόταν μόνο τις δικές της εκδοχές. Ακριβώς το ίδιο έκανε κι όταν βρισκόμασταν σε κάποιο καφέ. Στις περιπτώσεις αυτές είχε προηγηθεί τηλεφώνημα. Το ”περιστατικό” δεν είχε τον χαρακτήρα του εξαιρετικώς επείγοντος. Μερικές φορές έχανα τελείως το ενδιαφέρον μου, παρά τα καλά μου αισθήματα για εκείνη. Δεν βοηθούσε καθόλου. Έσπαγα το κεφάλι μου να μπω μέσα στις σκέψεις της, αυτές που δεν αποκάλυπτε, αυτές που την έκαναν να καταλήγει πάντα στο λάθος  που της δημιουργούσε την αμέσως επόμενη ένταση. Έφθασα στο σημείο να μη σηκώνω το τηλέφωνο, ήξερα καλά ότι αυτό δεν συνιστούσε ούτε επαγγελματική ούτε φιλική συμπεριφορά, όμως το ανώφελο της παρέμβασής μου δεν συνηγορούσε για το αντίθετο.

Στεκόμουν μπροστά στο άψυχο σώμα της και καταριόμουν τον εαυτό μου  που δεν επέμενε στην διευκρίνιση  του ”ή αυτός ή εγώ”.  Αυτό εννοούσε, δεν το είχα σκεφθεί ότι θα αποφάσιζε να εγκαταλείψει το αγαπημένο της παιχνίδι  της ”πάλης ” της με την ζωή. Το έκανε και μάλιστα με τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και με τα προηγούμενα λάθη. Είχε ένα μακάριο χαμόγελο στο μακιγιαρισμένο, άψυχο πρόσωπό της, που ακουμπούσε στο χείλος της μπανιέρας, τόσο που μ’ έκανε να σκεφθώ ότι ίσως αυτή η τελευταία της επιλογή, θα μπορούσε να μη καταχωρηθεί μέσα στα λάθη της. Με φόβιζε περισσότερο το ”ή εκείνος”.

Η νεκροψία έδειξε ότι κατάφερε ν’ αδειάσει μονοκοπανιά στο στομάχι της όλα τα ”χάπια της χαράς” που συνταγογραφούσα κατά καιρούς.

 

happ_pill

 

* Η Τζένη Μανάκη  γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε ως συντάκτρια και μεταφράστρια σε εφημερίδα και στο Δημόσιο. Ασχολήθηκε με πολιτιστικά θέματα και με την ευθύνη έκδοσης συνδικαλιστικής μηνιαίας εφημερίδας . Γνωρίζει  Αγγλικά και Γαλλικά. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Λός Άντζελες. Δημοσιεύει από ετών διηγήματα και κείμενα με αφορμές που την ευαισθητοποιούν. Είναι συγγραφέας του μυθιστορήματος ”ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΔΟΣΙΕΣ”  Εκδόσεις ”ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ”. Αγαπάει την ζωγραφική, με έργα της πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top