Fractal

Ο Νίκος Καζαντζάκης και το χαμένο Νόμπελ

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

xameno_nobel_coverΚώστα Αρκουδέα[i]Το Χαμένο Νόμπελ (Μια αληθινή ιστορία), Καστανιώτης, Αθήνα, Δεκέμβριος 2015  [ Εικόνα εξωφύλλου: Παναγιώτης Γράββαλος ]

 

Το Χαμένο Νόμπελ του Κώστα Αρκουδέα, πέρα από τη λογοτεχνική του αξία εξαιτίας της άρτιας γλώσσας του, αποδεικνύει την αιωνίως μικρόψυχη Ελλάδα στο επίμαχο θέμα της βράβευσης εκπροσώπου πολιτιστικής ζωής. Η μεγάλη ευκαιρία για τον συγγραφέα ήταν η εξής πεποίθησή του που τον τριβέλιζε για καιρό: «Μια ζωή ένιωθα πως ο Καζαντζάκης ήταν ο μέγας αδικημένος των γραμμάτων μας». Αν και σήμερα ενοχλεί και προβληματίζει κάπως η μανία των κορυφαίων λογοτεχνών μας για το Νόμπελ, στην πραγματικότητα η επιθυμία τους αυτή έρχεται να αποκαλύψει όλο το κατασκεύασμα ενός υποχθόνιου πάρε-δώσε ανθρώπων, που ευδοκιμούν ανεξαρτήτως εποχής, από την άθλια Πολιτική μέχρι και την Τέχνη. Ο Κ. Αρκουδέας, επιζητεί να δώσει ένα λογοτεχνικό χρονικό 576 σελίδων, (συμπεριλαμβανομένης της πολύτιμης βιβλιογραφίας), με αιχμές περιστατικών που πληγώνουν και εξεγείρουν τον αναγνώστη για τον διασημότερο συγγραφέα μας και μεταφρασμένο στις πιο απρόσιτες γλώσσες της Γης και διασκευασμένο σε αθάνατα έργα της 7ης Τέχνης, όπως  ο ΖορμπάςΟ Τελευταίος πειρασμός και Ο Χριστός ξανασταυρώνεται.

 

kazan_cover

 

Το 1946, μέσα στη δίνη του Εμφύλιου (1946-49), αποτέλεσε χρονιά για το ενδεχόμενο μιας κοινής υποψηφιότητας για το Ελληνικό Νόμπελ. Στο σχετικό έγγραφο δηλωνόταν ξεκάθαρα πως το πρόσωπο που θα προτεινόταν επίσημα από τη χώρα μας, εκτός από το πνευματικό του έργο, έπρεπε να ήταν «γενικής αναγνωρίσεως» και προπάντων «δια την εθνικήν του αντίληψιν». (sic). Οι Νίκος Καζαντζάκης και Άγγελος Σικελιανός υποβάλλουν υποψηφιότητα για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η υποψηφιότητά του πρώτου ενοχλεί  τους συντηρητικούς θεματοφύλακες του ελληνικοχριστιανικού πολιτισμού (την ξεπεσμένη πνευματική ελίτ της εποχής) επειδή ο Καζαντζάκης είναι μισητό πρόσωπο, (κομμουνιστήςάθεος και ο διαφθορέας των νέων), γι’ αυτό κι επιστρατεύουν κάθε μέσο ενάντια στη βράβευσή του. Επί χρόνια, αυτοί που αντιτίθενται είναι: η Εκκλησία, η Ακαδημία οι Πολιτικοί με ύβρεις, χυδαιότητα, αναξιοκρατία, εμπάθεια. Κυριαρχούν ακόμα και δωσίλογοι λογοτέχνες. Οι παρασκηνιακές κινήσεις π.χ. του Σπύρου Μελά[ii]στη Σουηδία (πρωτοστάτησε για να μην τιμηθεί ο τιμώμενος από τους κριτικούς λογοτεχνίας και από το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό, άνθρωπος που αρθρογράφησε και υπέρ του αντιφασιστικού αγώνα κατά του Μουσολίνι αλλά και υπέρ του γερμανόφιλου κατοχικού Πρωθυπουργού στρατηγού Τσολάκογλου! Η διπρόσωπη συμπεριφορά του απέναντι στον νομπελίστα Γιώργο Σεφέρη υπήρξε παροιμιώδης…) Η Ακαδημία, υποτασσόμενη στην τότε κυβέρνηση, πρότεινε για τον Νόμπελ τον παγκοσμίως άγνωστο και εντελώς λησμονημένο Γεώργιο Βουγιουκλάκη! Μέχρι και η Φρειδερίκη ανακατεύτηκε. Όμως η βοήθεια για τον Καζαντζάκη ήρθε από τη Νορβηγία, όπου τα βιβλία του εκδίδονταν και εκτιμούνταν. Η νορβηγική κυβέρνηση προσφέρθηκε να του δώσει υπηκοότητα και διαβατήριο, και η νορβηγική εταιρεία λογοτεχνών τον πρότεινε ομόθυμα για Νόμπελ. Ο ίδιος, ωστόσο, αρνήθηκε την προσφορά. Από πλευράς πολιτείας αυτοί που στάθηκαν στο πλευρό του ήταν οι Γεώργιος ΠαπανδρέουΠέτρος Χάρης,Παναγιώτης ΚανελλόπουλοςΒρεττάκοςΚωνσταντίνος ΜητσοτάκηςΑλέξανδρος Σβώλος, ΠλωρίτηςΤερζάκηςΠαπανούτσος,  και ο Καραντώνης.

 

xarakt

 

Χαρακτηριστικό κείμενο του μετά θάνατον μίσους, είναι του Αυγουστίνου Καντιώτη που κηλίδωσε την κηδεία του μεγάλου Κρητικού (περιοδικό Σπίθα 5.11.1957): «Ρεζίλι των σκυλιών γίναμε. Η συντέλεια των αιώνων έφτασε. Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς, από τις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνη ποιόν, τον υβριστή της Εκκλησίας μας. Φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία» έγραφε ο μετέπειτα μητροπολίτης Φλωρίνης, αυτός που αφόρισε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το Μετέωρο βήμα του πελαργού.  Ο ιεράρχης μάλιστα έγινε έξαλλος με τον εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Κρήτης που παρέστη στην κηδεία του συγγραφέα: «Ντροπή σας, χυδαιολόγοι της πίστης μας! Αν ζούσαν οι Τρείς Ιεράρχες θα σας είχαν αφορίσει όλους».

Σχετικά με τον δήθεν αφορισμό του Κ. Καζαντζάκη, ο Κ. Αρκουδέας γράφει: «Πρόκειται για τον πλέον διαδεδομένο μύθο. Υπήρξε τέτοια πρόταση από την πλευρά της Ιεράς Συνόδου, αλλά ποτέ δεν τέθηκε σ’ εφαρμογή. Ωστόσο, το αίτημα συνοδευόταν κι από ένα ανάθεμα, μια ανατριχιαστική κατάρα, η οποία βρίσκεται ακόμα σε ισχύ. Αυτό κι αν είναι ντροπή. Στις 17 Φεβρουαρίου 1954 η Ιερά Σύνοδος έστειλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έγγραφο κατηγορώντας τον ως ιερόσυλο και ζήτησε να απαγορευτούν τα παραπάνω βιβλία του αναθεματίζοντας τον…. Η κατάρα που έριξαν οι παπάδες στον Καζαντζάκη, όλο αυτό το συμπυκνωμένο μίσος που οδήγησαν η άγνοια και ο φανατισμός, παραμένει εν ισχύ». Αλλά και όσοι τον υπονόμευσαν όσο ζούσε, ουδέποτε απολογήθηκαν για τη στάση τους: «Ούτε η σταλινική αριστερά, με εκπροσώπους παλιούς του φίλους, όπως η Γαλάτεια, η πρώτη του σύζυγος, ο Βάρναλης ή ο Αυγέρης, ούτε η ακροδεξιά, με πρωτοπαλίκαρο τον Σπύρο Μελά, ούτε βέβαια εκείνο το αρτηριοσκληρωτικό, σκοταδιστικό κομμάτι της εκκλησίας που τον θέλει μέχρι σήμερα να στριφογυρίζει άλιωτος στον τάφο του. Όσο ο Καζαντζάκης ζούσε στην Αίγινα, πριν γράψει τα μυθιστορήματα που τον έκαναν διάσημο, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του. Μετά τη δημοσίευση του “Ζορμπά”, όμως, ακόμα και το δικαίωμά του να ζει στην Ελλάδα, ακόμα κι αυτό του το στέρησαν. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 έληξε η θητεία του στην Ουνέσκο, η οδηγία του ελληνικού κράτους προς τις προξενικές αρχές ήταν να μην του ανανεωθεί η βίζα….» Ο Κ. Αρκουδέας ωστόσο, υπηρετώντας την αλήθεια, ξεγυμνώνει ολότελα τον Νίκο Καζαντζάκη: «… Έδειχνε ψύχραιμος κι ατάραχος αλλά δεν άντεχε την αρνητική κριτική, κι ενώ αγαπούσε τις γυναίκες, τα γραπτά του διέπονται από έναν ιδιότυπο μισογυνισμό. Πριν ξεκινήσω την έρευνα για το βιβλίο, είχα στο μυαλό μου την εικόνα ενός ερημίτη, ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στα γραπτά του που ζει με τ’ απολύτως απαραίτητα. Βλέποντας τ’ ατέλειωτα πάρε δώσε του με τον έξω κόσμο, έμεινα άναυδος! Όσο μονόχνωτος κι αν ήταν, αυτό δεν τον εμπόδιζε να μεταβληθεί στον απόλυτο δημοσιοσχεσίτη όποτε το έκρινε σκόπιμο. Βομβάρδιζε μ’ επιστολές και τηλεφωνήματα γνωστούς και φίλους και δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει και την πιο ασήμαντη γνωριμία για να πετύχει τον στόχο του. Όση πολεμική κι αν του ασκήθηκε, πάντως, κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την προσφορά του στην ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία. Το εντυπωσιακό είναι ότι την μεγάλη αποδοχή του κόσμου την γνώρισε όταν έπαψε να παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά».

 

1956_kaz

 

1956: Ήταν η χρονιά που ο Καζαντζάκης διεκδίκησε με τις περισσότερες πιθανότητες το Νόμπελ, το αλλά το κέρδισε ο ισπανός ποιητής Χιμένεθ, με δύο ψήφους διαφορά! Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο Καζαντζάκης είχε αποσπάσει το Βραβείο Ειρήνης (είχαν ήδη τιμηθεί προσωπικότητες όπως ο Τσάπλιν και ο Σοστακόβιτς), αλλά στην απονομή που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη, παρουσία όλων των μελών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, αλλά απ’ την Ελλάδα κανείς δεν παραβρέθηκε, μήτε ο  πρέσβης μας.

Το 1979, ο Ίνγκερ Ρέντιν, ο μεταφραστής του Ελύτη στα σουηδικά και απεσταλμένος της Ακαδημίας ήρθε στην Αθήνα για να δει τους Γιάννη Ρίτσο και Οδυσσέα Ελύτη, προτείνοντάς τους αν δέχονται να μοιραστούν το βραβείο ως συμβολική συμφιλίωση. Όταν, όπως ήταν δίκαιο να αρνηθούν και οι δύο τους, οι Ακαδημαϊκοί τότε πλειοψήφησαν υπέρ του δεύτερου.

Το Χαμένο Νόμπελ, βιβλίο τέλειας επεξεργασίας κι επίπονης μελέτης, είναι βιβλίο που αφορά κάθε ηλικία αλλά περισσότερο μελετητές. Καταφθάνει στα χέρια μας ως υπέρτατη αλήθεια ενός σκιερού ντεκόρ ιδρυμάτων και ανθρώπων-παραγόντων, ειδικών τάχα για θέματα πολιτισμού. Το βιβλίο εκδίδεται σε μια επίκαιρη εποχή, και στέκεται μακριά απ’ την την εγχώρια λογοτεχνία του αστυνομικού ρομάντσου με τις νεοϋρκέζικες εικόνες τάχα της Αθήνας και με τα εξαμηνιαία βιβλία των αγχωμένων συγγραφέων μας για μπεστ σέλερ, που στοιβάζονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ικανά να μας ναρκώσουν τις νύχτες, και που απέχουν αρκετά πια από λογοτεχνική γλώσσα, θέμα και τεχνική – ένας αχταρμάς παραγόντων και συμπτώσεων που απεικονίζουν μονάχα το άγχος για την καταγραφή μιας πραγματικότητας που γλιστράει μέσα από τα συγγραφικά χέρια, επειδή απλούστατα στέκεται ανίκανη για σοβαρή καταγραφή, ή, το χειρότερο γι’ αυτούς, δεν υπάρχει.

 

Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο της Κρήτης

Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο της Κρήτης

______________________________________


[i] Ο Κώστας Αρκουδέας γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Έκανε σύντομες καλοκαιρινές δουλειές στα νησιά και πιο μόνιμες αθηναϊκές. Μετά την επιστροφή του από τη Σαντορίνη, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ παράλληλα ήταν σύμβουλος σε εκπομπή βιβλίου στην κρατική τηλεόραση. Έργα: (2015 )Το χαμένο Νόμπελ, Καστανιώτης *(2014) Και τώρα δεν είναι αργά, Κουκουνάρι * (2013) Η πολύχρωμη σβούραΆγκυρα * (2013) Παράφορο πάθος, Καστανιώτης * (2004) (2012) Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του, Καστανιώτης και Έθνος * (2010)Τα σιγκλάκια, Απόπειρα *  (2008) Ο αριθμός του Θεού, Καστανιώτης * (2003Ο Πειρατής, Κέδρος * (2002) Αναζητώντας την ιδανική γυναίκα, Ελληνικά Γράμματα * (2000) Όλες οι μέρες Κυριακή, Κέδρος * (1999) Ποτέ τον ίδιο δρόμο, Κέδρος * (1996) Και πρόσεχε να μην πετρώσεις, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη * (1995) Το τραγούδι των τροπικών, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, (1994)Τα κατά Αιγαίον πάθη, Κέδρος * (1992) Το παλιό δέρμα του φιδιού, Κέδρος * (1988) Το τραγούδι των τροπικών, Οδυσσέας.

[ii] Ο Κ. Αρκουδέας παραθέτει το κείμενο του Σπύρου Μελά στην εφημερίδα Εστία«Ο προφητάναξ του ΕΑΜ συναγωνιστής Καζαντζάκης, αφού δεν επέτυχεν ως Ρώσος συγγραφέας Νικολάι Καζάν, έγινε τώρα… Σουηδός». Παρά τον λίβελο, ο Ν. Καζαντζάκης, (είχαν ήδη μεταφραστεί στα σουηδικά τα έργα του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Ο Καπετάν Μιχάλης και Ο Τελευταίος πειρασμός), όταν η γυναίκα του η  Ελένη, βρήκε μια γκραβούρα του Κολοκοτρώνη, τής ζήτησε να την στείλει στον Σπύρο Μελά. Όταν αυτή όμως του είπε «Μα, Νίκο μου, αυτός σε βρίζει κάθε μέρα από τις εφημερίδες», της αντιγύρισε: «Ναι, αλλά εκείνος έγραψε τον “Γέρο του Μοριά” και όχι εγώ». Ο Σ. Μελάς ταξίδεψε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας και της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων στη Στοκχόλμη για να διαβάλλει τον Ν. Καζαντζάκη τόσο στην επιτροπή απονομής αλλά και στον Σουηδό βασιλέα, προειδοποιώντας τους μάλιστα ότι τυχόν βράβευση του κομμουνιστή θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα.

[ Σπύρος Μελάς (1882 – 1966) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, συγγραφέας, δραματουργός, σκηνοθέτης και ιδρυτής θιάσων, εκδότης και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε στη Ναύπακτο και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στον χώρο της δημοσιογραφίας μέσα από τις εφημερίδες Άστυ και Ακρόπολις, ενώ σύντομα διακρίθηκε ως χρονογράφος και ως πολεμικός ανταποκριτής στους βαλκανικούς πολέμους, όπου πήρε μέρος ως λοχίας του πυροβολικού, αλλά και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Διετέλεσε αρχισυντάκτης των εφημερίδων Χρόνος, Νέα Ημέρα, Πατρίς κ.ά., διευθυντής της εφημερίδας Δημοκρατία (1924) και συνεργάτης πολλών άλλων (Εμπρός, Η Καθημερινή, Ελευθερία, Εστία, Το Βήμα κ.ά.), ενώ το 1948 εξέδωσε το περιοδικό Ελληνική Δημιουργία. Ανέπτυξε επίσης σημαντική δραστηριότητα στον χώρο του θεάτρου, ιδρύοντας το 1925 το βραχύβιο «Θέατρο Τέχνης» και συμμετέχοντας το 1929 στην ίδρυση του θιάσου «Ελευθέρα Σκηνή», μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Δημήτρη Μυράτ. Στους θιάσους αυτούς ανέλαβε τον ρόλο του σκηνοθέτη. Το 1935 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος το 1959. Έγραψε τα θεατρικά έργα: Ο γιος του ίσκιουΤο χαλασμένο σπίτι, Το κόκκινο πουκάμισο, Το άσπρο και το μαύρο, Παπαφλέσσας, Ιούδας, Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται, Η μέθοδος των τριών, Αργυροί γάμοι, Βουβές αγάπες, Ρήγας Βελεστινλής κ.ά. Εξέδωσε επίσης τα βιβλία Από τα ταξίδια μου (1916), Το Εικοσιένα και η Κρήτη (1930), Ο Γέρος του Μωριά (1931), Ο Ναύαρχος Μιαούλης (1932), Ματωμένα ράσα (1933), Κουβέντες του Φορτούνιο (1936), Φλογισμένα πέλαγα (1947), Για ένα καινούριο θέατρο (1956), Η επανάσταση του 1909 (1957), 50 χρόνια θέατρο (1960), Νεοελληνική λογοτεχνία (1963), Ελληνική γενική ανθολογία (1964) κ.ά. ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top