Fractal

Σουρεαλισμός και χιούμορ

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου //

 

 

Μαρία Καμονάχου “Το βιβλίο των μικρών σιωπών” Εκδόσεις Φιλύρα, 2016, σελ. 120

 

Γεννημένη στην Κέρκυρα (1959) η Μαρία Καμονάχου με σπουδές Νομικών και διδακτορικό στην Ιστορία, εργάστηκε στο Ιστορικό Αρχείο της πόλης και εμφανίστηκε στα γράμματα το 1992 με τη συλλογή διηγημάτων Το άρωμα του Ίππαρχου. Το 1996 εξέδωσε τη νουβέλα  Συμπτώματα αθανασίας και το 2003 τη συλλογή διηγημάτων Ο κήπος των παιγνιδιών. Το πρόσφατο πόνημά της με τον τίτλο Το βιβλίο των μικρών σιωπών περιέχει δέκα διηγήματα που όλα διαθέτουν μια σπάνια γοητεία και απευθύνονται σε ένα κοινό που ενδιαφέρεται περισσότερο για τις λέξεις και τα νοήματα παρά για καθημερινές ιστορίες με καλό ή λιγότερο καλό τέλος. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου υπάρχουν λίγα λόγια για τους αναγνώστες, που κατά κάποιο τρόπο καθοδηγούνται για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσουν, ώστε να μην βρεθούν μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις. Ιδού: «Αναμνήσεις, ιδεοληψίες, προκαταλήψεις, μικρές αρχετυπικές εμμονές, αναγνώσματα, «παραναγνώσεις», ιστορικά γεγονότα ή μύθοι που αποσιωπούνται στην τυπική καθημερινότητα αλλά συνθέτουν τη βάση των ατομικών μας ζωών, αποτελούν το περιεχόμενο…»

Αυτός που θ’ ανοίξει το βιβλίο και αρχίσει να το διαβάζει θα πρέπει να μη λάβει υπ’ όψη του το κείμενο του οπισθόφυλλου διότι ενδέχεται να παρανοήσει τις «ιδεοληψίες» και τις «εμμονές», και επιπλέον να δυσκολευτεί να κατανοήσει τις προθέσεις της συγγραφέως. Το πρώτο διήγημα της συλλογής, το «Οι μεσαίοι», είναι ένα καλό δείγμα για το τι θα επακολουθήσει. Χώρος δράσης είναι η Κέρκυρα, όπου δύο γυναίκες, η κυρία Παλαιολόγου και η κυρία Βικτωρία, συζητούν για τους μεσαίους κάθε οικογένειας που ζουν «σε καθεστώς ιδιότυπης ορφάνιας» και είναι «οι μοναχογιοί και οι μοναχοκόρες του ονείρου». Η μία από τις δύο γυναίκες για να αποδείξει τη θεωρία της μιλάει για την ίδρυση το 1360 στην πόλη Astia του Τάγματος του Duranti, οι οποίοι ήταν μια μικρή ομάδα φίλων του ποιητή Δάντη, που έγραψε το μεγαλύτερο ποίημα του χριστιανισμού, τη Θεία Κωμωδία. Ο αναγνώστης όμως δεν πρέπει να καμφθεί από τη δυσκολία αυτού του κείμενου, οφείλει να προχωρήσει και στα επόμενα ώστε να απολαύσει τη σαγηνευτική γραφή της Μαρίας Καμονάχου. Το δεύτερο διήγημα, το «Μοιραία παρανόηση» είναι πιο βατό, θα λέγαμε, καθώς η αφηγήτρια μιλάει για τη φίλη της την Αθανασία, η οποία αν και απόφοιτη του δημοτικού φαίνεται άνθρωπος των γραμμάτων. Μάνα της είναι η Μαγδαληνή, μια γυναίκα εντελώς αναλφάβητη που όμως είναι μεγάλη παραμυθού, τόσο σπουδαία που ο Νικόλαος Πολίτης, ο πατέρας ούτως ειπείν της ελληνική λαογραφίας, αν τη γνώριζε θα ήθελε να την παντρευτεί.

 

Μαρία Καμονάχου

 

Έχει γίνει πλέον φανερό πως η συγγραφέας είναι δεξιοτέχνις στην ανάπτυξη χιουμοριστικών σκέψεων που αβίαστα προκαλούν το χαμόγελο ή το γέλιο του αναγνώστη, ενώ δημιουργεί ολόφρεσκες σουρεαλιστικές εικόνες. Έτσι, στο τρίτο διήγημα, το «Ονειρεύτηκα το όνομά μου», η αφηγήτρια μιλάει για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου, τον λεγόμενο και μαρμαρωμένο βασιλιά, τον οποίο βάζει να ονειρεύεται διάφορα: πως είναι ιδιόκτητης ενός διαμερίσματος που θέλει να το βρει και να το κατοχυρώσει, πως είχε ένα τριώροφο νεόκτιστο σπίτι, πως παίζει σκάκι με τον φίλο του τον Ανδρόνικο, πως ξύπνησε μέσα σ’ ένα τεράστιο ξένο ψωμί, πως μαρμάρωσε επειδή αντίκρισε το πρόσωπο της Μέδουσας, πως κρατούσε στα χέρια του μια πόλη, άλλά δεν θυμόταν το όνομά της. Στο διήγημα «Οι περιπέτειες της τυφλότητας» η φαντασία της Μαρίας Καμονάχου οργιάζει και πλάθει ιστορίες απολύτως πρωτότυπες. Σε αυτό, ένας κοσμηματοπώλης και ταυτόχρονα τεχνίτης ταφικών μνημείων, ο κύριος Κατωμέρης, υποστηρίζει πως ανακάλυψε στην Κέρκυρα την ομηρική πόλη των Φαιάκων και θεωρεί πως η Οδύσσεια του Ομήρου στην πραγματικότητα είναι οι περιπέτειες της τυφλότητας. Το τελευταίο διήγημα, «Το γλυκό», είναι μάλλον εύκολο στη κατανόησή του. Αναφέρεται σ’ ένα παντρεμένο ζευγάρι, το Σπύρο και την Αλκινόη, ύστερα από ένα τροχαίο που άφησε τον σύζυγο ανάπηρο σε καροτσάκι. Όταν ο υπεύθυνος οδηγός του ατυχήματος τους πήγε στο σπίτι ένα γλυκό σε πιατέλα για να τους γλυκάνει, ένα κέικ με σοκολάτα, εκείνοι το χάρισαν στην Αθανασία του προηγούμενου διηγήματος κι εκείνη το χάρισε στη μητέρα της, τη Μαγδαληνή, η οποία το πέταξε στον ορνιθώνα της γειτόνισσας.

Σε κάθε περίπτωση, η μοντέρνα, πολύχρωμη, ερεθιστική γραφή της Μαρίας Καμονάχου αναζητεί τους αναγνώστες που της αξίζουν και είναι κρίμα που αυτή η ταλαντούχα συγγραφέας ζει σε μια επαρχιακή πόλη και όχι στην Αθήνα, όπου τα βιβλία της θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη τύχη, αν τα πρόσεχαν οι εκλεκτοί αναγνώστες και οι απαιτητικοί κριτικοί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top