Fractal

Το τυχαίο ή τα παιγνίδια της ζωής και της λογοτεχνίας

Γράφει η Έλσα Λιαροπούλου // *

 

 

 

“Αφανισμός”, (νουβέλα), Ευάγγελος Ι. Τζάνος, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 2017.

Το συντριπτικό σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής, προ πάντων της πεζογραφίας, χαρακτηρίζεται στις μέρες μας από τη ρεαλιστική καταγραφή της πραγματικότητας, την ευθέως αναφορική θα έλεγα, και από την έκταση της αφήγησης που όσο πιο πολλές σελίδες καταλαμβάνει τόσο καλύτερη τύχη έχει στην αγορά του βιβλίου. Έτσι το βασικό στοιχείο της λογοτεχνίας και γενικότερα κάθε τέχνης, που είναι η μεταποίηση, η μεταγραφή, η μετάβαση στην πραγματικότητα της αφήγησης, υποχωρεί ενώπιον της ανάγκης να ορισθεί μια όσο το δυνατόν πιο εξω-κειμενική απόδοση του εξωτερικού κόσμου, η οποία θα είναι αναγνωρίσιμη από το ευρύ κοινό, το εθισμένο στην εικόνα και στην εμμονή στην υπόθεση των έργων που βλέπει ή διαβάζει. Είναι η εποχή που η εικόνα, η τηλεόραση, ο κινηματογράφος μετατρέπονται σε αφηγηματικά κείμενα κι όχι το αντίθετο. Οι χαρακτήρες απλώς σκιαγραφούνται, αντανακλούν συγκεκριμένα πρόσωπα, δεν συναρμολογούνται από σκόρπια και πολύμορφα στοιχεία ώστε να δημιουργούν ένα σύνολο που να ανταποκρίνεται στην αλήθεια του αφηγήματος κι όχι στην αλήθεια μιας πραγματικής εξω-κειμενικής ιστορίας. Συμβαίνει αυτό που τονίζει ο Jakobson: Η σύγκριση της λογοτεχνικής δημιουργίας με την πραγματικότητα οδηγεί σε εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα.

Αυτή την παγίδα αποφεύγει ο Ευάγγελος Τζάνος στο αφηγηματικό του έργο. Διακονεί τη λογοτεχνία με τον συνεπή τρόπο του γνώστη της αφηγηματικής λειτουργίας και του ρόλου της αισθητικής. Έχει πλήρη συνείδηση της κατασκευής, της αρχιτεκτονικής δομής δηλαδή του κειμένου, αλλά και της πλασματικότητας των χαρακτήρων και της σχέσης τους με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Σε όλα τα αφηγήματα της τετραλογίας του με γενικό τίτλο Το τυχαίο αναγνωρίζουμε τη συνέπεια και την αισθητική του πρόταση. Μινιμαλισμός, γλωσσική επικέντρωση, εμμονή στα ζητήματα μορφής και ύφους, συγγραφική σκηνοθεσία, ατμοσφαιρικότητα, φιλοσοφικός και υπαρξιακός στοχασμός, μυθοπλαστικά τεχνάσματα δημιουργούν έναν καλλιτεχνικό καμβά επί του οποίου διαμορφώνονται χαρακτήρες που υπερασπίζονται την αλήθειά τους και πείθουν ως πολύπλοκες, κατασκευασμένες αφηγηματικές οντότητες.

Και το τέταρτο αφήγημα της τετραλογία με τον τίτλο Αφανισμός συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που προανέφερα. Την ευθύνη της κεντρικής αφηγηματικής πράξης φέρει ένας αυτοδιηγητικός αφηγητής, ο Ακταίος, ο οποίος εναλλάσσοντας το πρώτο ενικό με το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο μας εισάγει στο σκηνικό της ιστορίας και στον χωρο-χρόνο της.

Χρόνος της αφήγησης είναι το 406 π.Χ., η ναυμαχία στις Αργινούσες, όπου νίκησαν οι Αθηναίοι τους Σπαρτιάτες και πήραν μια μικρή παράταση έως το 404 που θα τελειώσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος και οι ηττημένοι Αθηναίοι θα δεχτούν τους επαχθείς όρους που θα θέσουν οι νικητές Σπαρτιάτες. Η νίκη ωστόσο των Αθηναίων είχε δραματικό τέλος, καθώς η απώλεια 25 πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους είχε ως αποτέλεσμα την εκτέλεση 8 στρατηγών που θεωρήθηκαν από την Εκκλησία του Δήμου ένοχοι για εγκληματική αμέλεια και για την απώλεια ανδρών οι οποίοι ήταν δυνατόν να σωθούν με διαφορετική στρατηγική.

Χώρος της αφήγησης είναι η Μήλος που έχει εποικιστεί με Αθηναίους κληρούχους μετά την κατάκτησή της από τους Αθηναίους το 415 π.Χ., οι οποίοι θανάτωσαν όλους τους άνδρες και εξανδραπόδισαν τα γυναικόπαιδα σε μια παραδειγματική επίδειξη ισχύος. Πιο σημαντικό ωστόσο γεγονός και οιονεί παρών, μολονότι άρρητο, είναι ο περίφημος διάλογος που γίνεται ανάμεσα στους Αθηναίους απεσταλμένους και τους άρχοντες των Μηλίων και καταγράφεται από τον Θουκυδίδη στο 5ο βιβλίο της ιστορίας του. Ο διάλογος αυτός που γίνεται ερήμην του μηλιακού λαού, «ου προς το πλήθος οι λόγοι γίγνονται», γράφει ο ιστορικός, είναι μνημείο πολιτικού αμοραλισμού και κυνισμού και, για πολλούς μελετητές, έδωσε την έμπνευση του πολιτικού ρεαλισμού στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων. Οι Αθηναίοι απροκάλυπτα κι ευθαρσώς δηλώνουν ότι η συζήτηση που γίνεται δεν αφορά στην επιβολή του δικαίου αλλά στην επικράτηση του νόμου και του συμφέροντος του ισχυροτέρου. Τονίζουν ότι ουδόλως τους ενδιαφέρει η φιλία και η συναίνεση των Μηλίων, αντιθέτως προτιμούν το μίσος τους που είναι η επιβεβαίωση της ισχύος τους πάνω στους συμμάχους τους. Όσοι επιθυμούν να μείνουν ανεξάρτητοι είναι για τους Αθηναίους απερίσκεπτοι και ανόητοι. Οι Μήλιοι μάλιστα, που ελπίζουν ότι θα τους βοηθήσουν οι σύμμαχοί τους Λακεδαιμόνιοι να αντιμετωπίσουν τους Αθηναίους, είναι εξαιρετικά αφελείς και ανόητοι καθώς αγνοούν τους βασικούς κανόνες της πολιτικής της εποχής. Ο σημαντικός αυτός διάλογος που καταλαμβάνει επτά σελίδες στην ιστορία του Θουκυδίδη αποδεικνύει την αλαζονεία της δύναμης, υπερασπίζεται το δίκαιο του ισχυροτέρου και είναι ο πρόδρομος θεωριών των Hobbes, Morgenthau, Machiavelli, όλων δηλαδή των θιασωτών του πολιτικού ρεαλισμού και των υπερασπιστών των εθνικών συμφερόντων ως παραγόντων ρυθμιστικών σε θέματα εξωτερικής πολιτικής όπου οι μεγάλες δυνάμεις έχουν τον πρώτο και μάλλον τον τελευταίο λόγο. Στην παγκόσμια πολιτική σκηνή σήμερα, και σ’ εμάς ειδικότερα, είναι εμφανείς οι συνέπειες της πολιτικής του ρεαλισμού που εγκαινίασαν οι Αθηναίοι και συνεχίζεται με διάφορες μορφές απροκάλυπτα και δυστυχώς απρόσκοπτα.

Ο διάλογος λοιπόν αυτός έχει βαρύνουσα σημασία, καθώς φωτίζει την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά και συνείδηση των πολιτικών αλλά και των πολιτών της Αθήνας σε περίοδο που βιώνουν την παρακμή της δημοκρατίας και τις συνέπειες του σκληρού ηγεμονισμού της υπερδύναμης. Αδιαφορούν για τον ζυγό που επιβάλλεται σε άλλες κοινότητες, αντιθέτως ελκύονται από μια πολιτική επεκτάσεως, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της προσωπικής τους ευημερίας χωρίς να εμποδίζει παράλληλα και την ελευθερία τους. Σκέπτονται ως πολίτες χώρας κέντρου για τους οποίους συνιστά sine qua non κατάσταση η καταπίεση της περιφέρειας και των κατοίκων της.

Ένας τέτοιος πολίτης είναι και ο βασικός αυτοδιηγητικός χαρακτήρας της νουβέλας Αφανισμός, ο Ακταίος. Με την έπαρση και την αυταρέσκεια του κατακτητή, αλλά και ως ευνοούμενος του Αλκιβιάδη, ανήκει στους πεντακόσιους κληρούχους που έρχονται να εποικίσουν τη Μήλο μετά την άνευ όρων παράδοση και την ερήμωσή της.

Το αφήγημα, παρά την περιορισμένη του έκταση, έχει περίπλοκη αφηγηματική οργάνωση. Η επιλογή του πρώτου ενικού και πρώτου πληθυντικού προσώπου είναι σταθερή, τα αφηγηματικά υποκείμενα όμως διαφοροποιούνται. Σε ένα μικρό πρόλογο ενσωματωμένο στην αφήγηση, ο ετεροδιηγητικός αφηγητής που τοποθετείται χρονικά στην περίοδο μετά τον Χρεμωνίδειο πόλεμο και την κατάκτηση της Αθήνας από τον Αντίγονο Γονατά, γύρω δηλαδή στο 263 π.Χ., χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα για να εισαχθεί στην αφήγηση το τέχνασμα της περσόνας. Με τη χρήση αυτής της πλαστοπροσωπίας δημιουργείται το πλαστό πρόσωπο του Ακταίου, ο οποίος μέσω του χειρογράφου του θα γίνει ο προνομιακός φορέας της αφήγησης που ακολουθεί.

Τα χρονικά επίπεδα που επιλέγει ο συγγραφέας για να τοποθετήσει τα αφηγηματικά του υποκείμενα δεν είναι τυχαία. Ο πρώτος αφηγητής, που χρονικά είναι μεταγενέστερος, ζει στην Αθήνα της πτώσης, στην εποχή της τιμωρίας, της πληρωμής, της τίσεως, έχει καθαρότερη οπτική και μπορεί να παρακολουθήσει ιστορικά και κοινωνικά τις μεταπτώσεις της τύχης.

Ο δεύτερος και βασικός ομοδιηγητικός αφηγητής, ο Ακταίος, προηγείται χρονικά, ζει, όπως προανέφερα, ως Αθηναίος κληρούχος στη Μήλο μετά την καταστροφή της από τους Αθηναίους. Το παρόν της ιστορίας τοποθετείται αμέσως μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες. Ο Ακταίος δηλαδή ζει την εποχή της ύβρεως και της Νεμέσεως, της αλαζονείας.

Τα δύο αφηγηματικά υποκείμενα δεν έχουν επομένως τη χαλαρή σχέση που αναλαμβάνει να βοηθήσει την αφηγηματική προοπτική του συγγραφέα. ΄Είναι δύο πρόσωπα άρρηκτα συνδεδεμένα στο τρίπτυχο της αρχαιοελληνικής αντίληψης ΄Υβρις- Νέμεσις- Τίσις. Η εμπλοκή τους είναι αναπόφευκτη και ο Τζάνος επιτυγχάνει με αριστοτεχνικό τρόπο, όταν ο αναγνώστης κλείσει το βιβλίο, να συνδέσει τα δύο αυτά αφηγηματικά υποκείμενα με τον παραλογισμό αλλά και το αναπόφευκτο της μεταστροφής της μοίρας. Με τον πρώτο, τον ετεροδιηγητικό αφηγητή, κάνοντας χρήση της τεχνικής του κύκλου, ο συγγραφέας ολοκληρώνει το αφήγημά του δίνοντάς του το προνόμιο της τελευταίας λέξης, σκληρό προνόμιο μιας και είναι προϊόν της γνώσης. Εδώ, στο τέλος, προκύπτει κι ένα δεύτερο παρόν της αφήγησης που εμπλέκεται με το παρόν της αφήγησης του Ακταίου, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται στην επιστροφή των Μηλίων στον τόπο τους, όπως όριζε η σκληρή συμφωνία που υπέγραψαν οι Αθηναίοι στη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου.

 

 

Και οι δύο αφηγητές συνδέονται με την ιστορία της Αθήνας, την άνοδο, την αλαζονεία, την κατάχρηση εξουσίας και τη σταδιακή παρακμή. Ο Ακταίος μάλιστα, καθώς ζει σε μια μεταιχμιακή στιγμή για την πόλη του, θα εισπράξει άμεσα τις συνέπειες της μετάπτωσης, της περιπέτειάς της. Η εις το εναντίον των πραττομένων μεταβολή, κατά τον Αριστοτέλη, τον μετατρέπει σε τραγικό ήρωα, καθώς καλείται να πληρώσει με τον θάνατο του γιου του στις Αργινούσες την αλαζονική, υπερφίαλη οπτική του νικητή, ο οποίος θεωρεί απολύτως φυσικό να νέμεται τη γη των ηττημένων και αυτούς να τους χρησιμοποιεί ως αντικείμενα και ιδιοκτησία του. Θα μάθει με τον πλέον σκληρό και οδυνηρό τρόπο ότι η ανθρώπινη μοίρα ορίζεται από τη μεταστροφή και την αιφνιδιαστική μεταβολή κι ότι συλλογικά και ατομικά καλούμαστε να πληρώσουμε το τίμημα της ζωής και το κυνήγι της ευτυχίας.

Και θα πληροφορηθεί τον θάνατο του γιου του από το στόμα του τρίτου εμπλεκόμενου πρωτοπρόσωπου αφηγητή. Της Αύρας, η οποία κρύβεται μαζί με την αδελφή της Αυγή στην ερημιά και ο ρόλος της είναι πολλαπλός. Είναι η φωνή των ηττημένων, αυτή που διασώζει τα πάθη των Μηλίων. Είναι η φωνή των μύθων, των ονείρων, των μεταμορφώσεων, φωνή-συνισταμένη του ανθρώπινου πάθους στην αρχετυπική-μυστηριακή μορφή του. Η εγκιβωτισμένη αφήγησή της, η ιστορία του Λίνου, της τραγικής αυτής μορφής που τόλμησε να τα βάλει με τους θεούς και φυσικά νικήθηκε, είναι η συμπυκνωμένη πορεία του ανθρώπου, η παγίδευσή του. Από τη μια αντιμετωπίζει την ανθρώπινη αλαζονεία, το κακό, και από την άλλη το πεπρωμένο και τη μοίρα που τον αναγκάζουν σχεδόν να συντριβεί για να συνειδητοποιήσει το τραγικό αλλά και το γελοίο της ύπαρξής του. Η ίδια η Αύρα μεταφέρει, ενσωματώνοντας στην αφήγησή της τη φωνή της αδελφής της Αυγής, το όνειρο της τελευταίας, ένα όνειρο συμβολικό και σκληρό. Βλέπει στον ύπνο της τη σταδιακή μεταμόρφωση των ανθρώπων σε μελαγχολικές μαϊμούδες. Η αλληγορία αυτής της μεταμόρφωσης έχει τη δική της δυναμική στο αφήγημα, δείχνει πόσο ανίσχυρος είναι ο άνθρωπος ενώπιον των αλλαγών που συμβαίνουν μέσα κι έξω του, πόσο αδυνατεί να αποδεχτεί και να εξηγήσει αυτό που του συμβαίνει. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του συγγραφέα να μην ολοκληρωθεί το όνειρο, να μην πληροφορηθούμε τι απέγινε, καταδικασμένοι στον συνεχή φόβο της απροσδιοριστίας και του αδήλου του μέλλοντος.

Και είναι η φωνή της Αύρας, επίσης, η φωνή του Αγγέλου κακών που έρχεται να αναγγείλει στον Ακταίο τον θάνατο του γιου του στη ναυμαχία των Αργινουσών. Η κατασκευή του δράματος κορυφώνεται αυτή την τραγική στιγμή που ο Ακταίος πληροφορείται, από το στόμα μιας βασανισμένης ψυχής από τον πόλεμο, τον θάνατο του γιου του σε μια άλλη πολεμική στιγμή. Γίνεται σαφές ότι νικητές και ηττημένοι δεν μπορούν να κατοχυρώσουν τίποτα, το μέλλον αόρατο, όπως και η ζωή, μια νίκη την ίδια στιγμή μπορεί να μετατραπεί σε προσωπικό σπαραγμό, οι άνθρωποι είναι παντελώς ίδιοι μπροστά στις μεταπτώσεις και τις μεταστροφές της μοίρας.

Ο συγγραφέας επιλέγει να εναλλάσσεται το συλλογικό υποκείμενο με το ατομικό. Χρησιμοποιεί το «εμείς» και το «εγώ». Αυτή η εναλλαγή των υποκειμένων ενισχύει την άρρηκτη σχέση του ατόμου με το σύνολο, τη σύνδεση της μοίρας του με την πορεία της ομάδας.

Παράλληλα, ωστόσο, με το «εγώ» εντείνεται και η τραγικότητα του ατόμου που βιώνει τα προσωπικά του πάθη με εντελώς μοναδικό και μοναχικό τρόπο. Ο Ακταίος νιώθει ότι ο θάνατος του γιου του ήταν τυχαίο γεγονός, καθώς, ενώ ήταν πρωταγωνιστής και συνέβαλε στη νίκη των Αθηναίων, πνίγηκε άδοξα στην επιστροφή τους στην Αθήνα, όταν έπεσαν σε τρικυμία. Ένα τραγικό, τυχαίο γεγονός, ένα παιγνίδι της μοίρας, που μετέστρεψε τη ζωή όλων και τους οδήγησε από την ευτυχία στον όλεθρο.

Στο σημείο αυτό θα επικαλεστώ την άποψη του Δημόκριτου το 400 π.Χ. για το τυχαίο. Θεώρησε την τυχαιότητα υποκειμενική έννοια, η οποία πηγάζει από την ανικανότητα των ανθρώπων να κατανοήσουν τη φύση των συμβάντων. Εκ των πραγμάτων βέβαια ο άνθρωπος έχει περιορισμένη εποπτεία, γι’ αυτό πολύ εύκολα ολισθαίνει στο κλίμα του παραλόγου και στην τραγική θέση του Σισύφου.

Βέβαια ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας γνώστης των γεγονότων, θα έδινε διαφορετική ερμηνεία στα γεγονότα. Κι επανέρχομαι στην αρχική ανάλυση της Αθηναϊκής πολιτικής. Η αλαζονεία, η κατάχρηση εξουσίας, η εμμονή στο εθνικό συμφέρον, οι πολιτικές διαμάχες, η διαφθορά, η κρίση στους θεσμούς και στη Δημοκρατία οδήγησαν στη μεταστροφή της νίκης στις Αργινούσες σε συμφορά και σε δίκες των στρατηγών, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για εγκληματική αμέλεια και θανατώθηκαν. Ο θάνατος του γιου του Ακταίου μπορεί να θεωρηθεί από έναν εξωτερικό παρατηρητή ως φυσική συνέπεια της Αθηναϊκής πολιτικής και του κυνισμού της εξουσίας.

Εδώ παρεμβαίνει με καταπληκτικό τρόπο ο συγγραφέας. Εξ αρχής εξέταζα πολλούς και διαφορετικούς λόγους για τους οποίους επέλεξε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση κι όχι την τριτοπρόσωπη κι έναν παντογνώστη αφηγητή που ίσως φώτιζε με μεγαλύτερη άνεση το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Τον Τζάνο τον ενδιέφερε ο τρόπος που το άτομο μεταφράζει το κοινωνικό με όρους αδυναμίας, άγνοιας, πλάνης, εξαπάτησης, αυτοεξαπάτησης. Παραφράζω τη φράση του Έλιοτ, «πόση πραγματικότητα μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος», και τη φέρνω στα μέτρα της πλασματικής περσόνας που δημιούργησε με τόση επιτυχία ο συγγραφέας. Αυτής που είναι γεμάτη βεβαιότητες για τους ρόλους, το δίκαιο, την πραγματικότητα, τη ζωή. Και οι βεβαιότητες αυτές στηρίζονται πάνω στην πλάνη. Στο πρόσωπο του Ακταίου αποδεικνύεται λίαν επιτυχώς ότι η πλάνη και το τυχαίο είναι δίπολο άρρηκτα συνδεδεμένο, σύμφυτο με την αντίληψη της ατομικότητας. Με έναν περίεργο τρόπο, κι όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, ο Ακταίος του Τζάνου διατηρεί απολύτως τη μοναδικότητά του παρ’ όλο που φαίνεται πως η ζωή του διαμορφώνεται μέσα από την πορεία της Αθήνας.

Οι τρεις αφηγητές του Αφανισμού μεταφέρουν τη δική τους αλήθεια, τη δική τους πραγματικότητα παρ’ όλο που το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο ορίζεται από τις ίδιες παραμέτρους. Η άγνοια, το τυχαίο, η πλάνη, η οπτική γωνία συνηγορούν στην παράφραση του κόσμου, ίσως και της ζωής. Η επιλογή της συγκεκριμένης αφηγηματικής οπτικής από τον συγγραφέα, μιας τριπολικής τελικά αφήγησης, μετατρέπει μια νουβέλα σε ένα παιγνίδι οπτικών και διαθλάσεων όπου η γλώσσα αποδεικνύει τη μεγίστη σημασία των εξωλεκτικών φορτίων, την παντοδυναμία της πλάνης, που μπορεί να αναγνωρισθεί μόνο όταν το υποκείμενο που εξετάζει τα πράγματα βγαίνει έξω από τον χώρο και τον χρόνο. Επιλέγω τρία αποσπάσματα χαρακτηριστικά, ένα από τον κάθε φορέα αφήγησης.

Λέει ο Ακταίος στο τέλος της αφήγησής του ως να μην έχει πάρει το μάθημά του: «Πάνω απ’ όλα, σήμερα η Αθήνα, μέσα στο πένθος της, γιορτάζει μια ακόμη νίκη. Ακόμη μια επιβεβαίωση της δύναμής της. Της παντοτινής. Άνθρωποι πάντοτε χάνονταν και θα συνεχίσουν να χάνονται, όμως η πόλη μας θα ζει − νικήτρια στον πόλεμο με τους Σπαρτιάτες, νικήτρια σε κάθε πόλεμο».

Ο ετεροδιηγητικός αφηγητής, ο Αθηναίος πολίτης της εποχής μετά τον Χρεμωνίδειο πόλεμο λέει: «Τι μέρα θεϊκή! Οι ρημαγμένοι άνθρωποι μπήκαν ξανά στα σπίτια τους κι έπιασαν τις ζωές τους από κει που τις είχαν αφήσει. Κάποιοι, παρακινημένοι από το μένος τους για τους Αθηναίους, γκρέμισαν ακόμη κι όσα χρήσιμα στο μεταξύ είχαν φτιάξει οι κληρούχοι. Τι τα θέλετε; Το μίσος έχει το ακλόνητο προνόμιο να ξαναγεννιέται και να τρυπώνει ύπουλα από γενιά σε γενιά». Κι ενώ αυτός ο αφηγητής βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Ακταίου, αγνοεί κι αυτός την ταραχώδη συνέχεια, το διαδοχικό πέρασμα της Μήλου στους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς, τους Τούρκους, κι άλλους εξανδραποδισμούς και ξεσπιτώματα.

Η Αύρα, η άλλη αφηγήτρια, λέει για την αδελφή της: «Δεν το είχα φανταστεί ότι η σχέση μας θα έπαιρνε αυτή τη μορφή. Η Αυγή χρειαζόταν όλους τους ανθρώπους που είχε χάσει. Ανέλαβα, λοιπόν, να παίζω κάθε φορά τον ρόλο που ήθελε, όταν εκείνη ένιωθε την ανάγκη να υποδυθεί το ανάλογο ταίρι του. Ακόμη και σήμερα, άλλοτε με παίρνει για μάνα της, άλλοτε για φίλη της, άλλοτε για ερωμένη. Η συμβίωσή μας αλλάζει όψεις συνεχώς, αλλά, εξαντλώντας τόσα χρόνια τις δυνατότητες που έχουν οι ρόλοι, γυρνάμε στα ίδια και τα ίδια. Δεν πέρασε ούτε και περνά τίποτε καινούργιο από τις ζωές μας».

Τρεις οπτικές υπό το κράτος της συγχρονίας και της περιορισμένης γνώσης που εμπλέκει περισσότερο το άτομο στην πλάνη και τις αντιφάσεις. Βέβαια και οι πόλεις, οι κοινωνίες, τα κράτη πέφτουν στην παγίδα του στιγμιαίου που του δίνουν τη βαρύτητα της μονιμότητας, κι ούτε διδάσκονται από την επαφή τους με τη διαχρονικότητα, την ιστορία. Η Αθήνα και η Σπάρτη είναι κοινωνίες που εμπλέκονται στο αφήγημά μας και διατηρούν την ψευδαίσθηση της μονιμότητας και της διάρκειας, την αλαζονεία της δύναμης και τη μέθη που προέρχεται από την άσκηση της εξουσίας, αγνοώντας, στην ουσία εθελοτυφλώντας, ότι μέσα στον χρόνο, στη διάρκεια, η εξουσία αλλάζει χέρια, ότι η μονιμότητα και η σταθερότητα δεν συνάδουν με τον χρόνο και τη διαλεκτική.

Ενδιαφέρον έχει ότι σε όλο αυτό το παιγνίδι των αφηγήσεων και των αφηγητών κάποιες στιγμές διαφαίνεται έντεχνα κι απολύτως συνειδητά και η φωνή του συγγραφέα. Ο Ακταίος, π.χ., είναι συγγραφέας που σερφάρει στο διαδίκτυο. Η αναχρονία είναι συνειδητή και μαζί με την ιδιότητα του συγγραφέα φέρνει στο προσκήνιο της αφήγησης, αναδύει θα έλεγα, τον δημιουργό του Αφανισμού. Αυτό δεν γίνεται βέβαια επειδή απλώς ο Τζάνος μπαίνει στον πειρασμό να δείξει την παντοδυναμία της γραφής και τη μαγική της ικανότητα να αναμειγνύει τα πάντα, αλλά και διότι επιθυμεί, καταλύοντας τον χωρο-χρόνο και τα υποκείμενα της αφήγησης, να φωτίσει και να αναδείξει σημαντικές στην ιστορία του κόσμου, του πολιτισμού, της σκέψης, της πολιτικής και της τέχνης έννοιες όπως περιπέτεια, μετάπτωση, πλάνη, ανατροπή, ταυτότητα, δίκαιο, ισχύς, εξουσία, τυχαιότητα.

Ένα δεύτερο σημείο, το οποίο κατά την άποψή μου απηχεί τη φωνή του συγγραφέα, είναι η τελευταία φράση του αφηγήματος: «Κατά μία εκδοχή, ανάμεσα στους πρώτους που επαναπατρίστηκαν ήταν ο ποιητής Διαγόρας. Πρωτύτερα είχε πουληθεί ως δούλος στην Αίγινα». Είναι η δεύτερη φορά που γίνεται λόγος για τον Διαγόρα στο αφήγημα, χωρίς ο ποιητής φαινομενικά να έχει οργανική σχέση στο κείμενο. Στη σελίδα 33, ο Ακταίος ρωτά την Αύρα: «Κι ο ποιητής σας ο Διαγόρας, ο γιος του Τηλεκλείδη, τι είναι; Δεν είναι άθεος;». Ο ρόλος του λογοτέχνη μοιάζει να είναι προσωπική αγωνία του συγγραφέα και να υπερβαίνει τη ροή του κειμένου. Απηχεί έναν προσωπικό του προβληματισμό, ποια είναι η θέση των συγγραφέων, πώς εμπλέκονται στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.

Αυτή η πολλαπλότητα των φωνών −ας μην παραλείψουμε κι ένα μονόλογο της Λήδας, της γυναίκας του Ακταίου−, η πολυφωνία, δίνει στο ολιγισέλιδο αφήγημα του Τζάνου το εύρος και τη δυναμική μιας μυθιστορίας. Δανείζομαι τα λόγια του Μπαχτίν που αναφερόταν βέβαια στον Ντοστογιέφσκι, για τη δύναμη της πολυφωνίας: «Οι ήρωες δεν αποτελούν μόνον αντικείμενα του συγγραφικού λόγου, αλλά και υποκείμενα του δικού τους, άμεσα σημαίνοντος λόγου. […] Η συνείδηση του ήρωα αποδίδεται σαν μια άλλη ξένη συνείδηση, ενώ δεν μεταβάλλεται σε πράγμα, δεν καλύπτεται, δεν καταλήγει σε απλό αντικείμενο της συνείδησης του συγγραφέα».

Οι αφηγηματικές φωνές που εμπλέκονται στο πόνημα του Τζάνου αποσπούν ιδεολογικές θέσεις και συμβάλλουν στη δημιουργία θεωρητικών στοχασμών που εκ των πραγμάτων μεταφέρουν τους προβληματισμούς στο σήμερα. Έτσι, η αλαζονεία της Αθήνας και η αποικιακή πολιτική της πολύ εύκολα μπορεί να φωτογραφίσει στις μέρες μας τη νεοαποικιακή πολιτική των μεγάλων δυνάμεων. Η φρικτή καταστροφή της Μήλου σχεδόν ταυτίζεται στη συνείδησή μας με τη μοίρα των μη αναπτυγμένων χωρών που υφίστανται τη βαναυσότητα του πολιτικού ρεαλισμού και της εξωτερικής πολιτικής που απορρέει απ’ αυτόν. Παράδειγμα που πονάει πολύ είναι αυτό της Κύπρου. Δεν γνωρίζω αν μας ανακουφίζει η ιδέα ότι υπάρχει και η τίσις και πρέπει να την περιμένουμε χωρίς εν τω μεταξύ να κάνουμε κάτι. Καθώς φαίνεται εξακολουθεί να ισχύει η ερήμην των λαών υποχώρηση στην ισχύ του ισχυροτέρου. Και θα επαναλάβω τη φράση του Θουκυδίδη που αφορά στον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, «ου προς το πλήθος οι λόγοι γίγνονται», για να τονίσω την αποχή των λαών από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα που είναι σοβαρότερη από αυτή των Μηλίων, καθώς στις μέρες μας γίνεται με συναίνεση και πλήρη αδιαφορία.

Ο Ευάγγελος Τζάνος με την αφηγηματολογική του πρόταση καταφέρνει να ευρύνει τη νουβέλα του, να την πάει πολύ πέρα από τις 60 σελίδες που αυτή καταλαμβάνει. Η ενσωματωμένη ανάδρομη αφήγηση, που είναι και το κεντρικό κομμάτι της αφήγησης, φωτίζεται και ερμηνεύεται από την ολιγοσέλιδη πρόδρομη που την εισάγει αρχικά και την αποφωνεί στο τέλος υπό το φως των γεγονότων που ακολούθησαν. Έτσι, ο χρόνος της ιστορίας είναι ως να εκτείνεται από το 415 π.Χ. έως το 263 π.Χ. Η χρονική έκταση μαζί με την αφηγηματική πολυφωνία δίνουν στο αφήγημα το εύρος και τη δυναμική που μπορεί να μετατρέψουν ένα μικρής έκτασης αφήγημα σε ένα πολυεπίπεδο και επιδεχόμενο πολλές ερμηνείες δημιούργημα.

 

 

 

 

 

* Η Έλσα Λιαροπούλου γεννήθηκε στην Κόρινθο. Είναι φιλόλογος και έχει εργασθεί στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές διηγημάτων Οι Άλλες (Νεφέλη, Αθήνα 1991), Πλην Ενός (Ίνδικτος, Αθήνα 1998) και το μυθιστόρημα ο Σύλλογος (Ίνδικτος, Αθήνα 2001). Με τον Γιάννη Πατίλη έχει επιμεληθεί τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Άγγελου Σημηριώτη (Πνευματικό Κέντρο Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής, Νέα Ιωνία 1995). Συμμετείχε στη συλλογική έκδοση κειμένων για την εκπαίδευση με τον τίτλο Αναπνέοντας κιμωλία – γραφές εκπαιδευτικών (Σαβάλας, Αθήνα 1996). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και διευθύντρια του Ποιητικού Εργαστηρίου στο Ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης». Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Διαπολιτισμικών Σπουδών, όπου οργανώνει Λέσχη Ανάγνωσης και διδάσκει Δημιουργική Γραφή. Άρθρα, κριτικές και σχόλιά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top