Fractal

✔ Προδημοσίευση: Γιώργος Γλυκοφρύδης «Το τρίτο αστέρι»

 

✔ Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάπλαση στις 12 Φεβρουαρίου 2018

 

1984, Νοέμβριος, Δονούσα

 

1.

«Άιντε! Φαντασμένε! Ο Σκοπελίτης, είναι απ’ έξω!»

«Έφτασα…»

«Ναι… Όλο φτάνεις εσύ… Μόνο που κάθεσαι τ’ ανάσκελα μια ώρα, ν’ ακούς τ’ αστέρια…»

Βαρύς ο χειμώνας εφέτος, και λίγοι οι επιβάτες, αλλά τι, μπας κι ήταν παράξενο αυτό για τα νησάκια;

Κι αφού έφτασε, στητός στάθηκε στην προκυμαία, παγώνι, μη και δεν τον δει ο καπετάνιος· άλλες χαζομάρες κι αυτές, λες κι η άγκυρα την αρχοντιά του περίμενε για να βουτήξει.

Λίγα τα μαλλιά του. Κοντά πολύ. Μελαχρινός. Πολύ μελαχρινός. Αγγελικές καμπύλες το πρόσωπό του. Και μάτια ελαφριά καφέ, σχεδόν ως το βαθύ κίτρινο. Όχι μαύρο μέλι, αλλά ανοιχτό πολύ, θυμαρίσιο, όχι του πεύκου, του αγρού, με πράσινους κύκλους γύρω από την κόρη.

Η θάλασσα ερχόταν σε κύματα και τα κύματα σε σωρούς από χοντρές σταγόνες κι οι σταγόνες σε καταρράκτες νερού, αλλά εκείνος τα ήξερε αυτά, είχε πάει πίσω μακριά, στα βράχια, δεν βρεχόταν, κι είχε και την ολοκαίνουρια νιτσεράδα του, κατακίτρινη, σα ταμπέλα για τα έργα οδοποιίας ήταν· ναι… Το γιοτ του έλειπε μόνο.

Τον “Σκοπελίτη” τον είδε από μακριά. Από πολύ μακριά. Και τον χάζευε. Μια ζωή τον χάζευε, όποτε ερχόταν. Γιατί, άλλο να τον βλέπεις λευκό, μισοβυθισμένο να βροντά στο κύμα, αν και με τόση χάρη, κι άλλο να στο λένε. Πώς τα κατάφερνε τούτο το καραβάκι ν’ ανεβοκατεβαίνει τις πλαγιές των μποφόρ λες και πήγαινε περίπατο, μόνο ο καπετάνιος του το ήξερε.

Όπως και να ’χει, το πλοίο, έφτασε. Κι ήταν τέτοιος ο άνεμος και το κακό, που για δευτερόλεπτα φούλαρε τις μηχανές ανάποδα, γιατί αλλιώς θα έσκαγε στο τσιμέντο με το μισό του πλάι, με την πρύμνη σχεδόν, και θα τσαλάκωνε και τον καταπέλτη και θα σκότωνε κι ανθρώπους. Άφριζαν τα νερά στην προκυμαία και πετάγονταν τόσο ψηλά, που μαζί με το βουητό του αέρα, το σκηνικό τού θύμισε πολεμική περιπέτεια. Τον έπιασαν λιγοστά γέλια, ίσως επειδή σκέφτηκε Πώς διάολο θα περπατήσω ως το πλοίο; Πώς θα το κάνω; Τι είμαι; Ψάρι; Αλλά ξεκίνησε να κατεβαίνει από τα βράχια.

Πέντε μέτρα από τον καταπέλτη, στον ντόκο δίπλα, στάθηκε. Φοβήθηκε. Το νερό του έφτανε μέχρι την γάμπα.

Μια σερνόταν το νερό, μια ξανασερνόταν, τοπική άμπωτη και παλίρροια γινόταν εκεί πέρα. Κι αν δεν είχαν ήδη δέσει τους κάβους οι εργάτες, το πάρε δώσε ανθρώπων κι εμπορευμάτων θα ήταν αδύνατον.

Πήδηξε για ν’ ανέβει, είναι το σωστό. Όχι ανέβηκε, ούτε βημάτισε, πόσο μάλλον περπάτησε, αλλά, πήδηξε, αυτό είναι το σωστό. Γιατί ολόκληρος ο καταπέλτης έσκαγε στα σκουριασμένα ελάσματα που συγκρατούσαν το ξυσμένο από τον χρόνο και την θάλασσα τσιμέντο της αποβάθρας, βγάζοντας εκείνο το στρίγγλισμα, και μετά, σηκωνόταν ξανά. Αδύνατον ν’ ανέβει άνθρωπος φυσιολογικά.

Εργάτες κι άλλοι είχαν έρθει, μισοί από το νησί μισοί του πλοίου ναύτες· μια τηλεόραση, ένα ψυγείο μεγάλο, (τι να το κάνουν στο νησί το τέρας, ένας Θεός ήξερε), μια ντουλάπα μεταλλική, ένα κιβώτιο χαρτονένιο μεγάλο (τίποτε βιβλία του σχολείου και φάρμακα), όλα τυλιγμένα ξανά και ξανά με πλαστικό, πολύ, μην μουλιάσουν πριν φτάσουν. Και μια γιαγιά στο καροτσάκι. Ανάπηρη. Τυλιγμένη κι αυτή, σαν πράγμα.

Βοήθησε στο ξεφόρτωμά της κι εκείνος. Βάσταγε την βαλίτσα της αλλά γελούσε. Πάλι τα γέλια είχε βάλει. Του θύμιζε το “Λούκυ Λουκ”. Όταν έτρεχε όλη η πόλη να πάει να δει το πιστολίδι με τους Ντάλτον, κι έτρεχε κι ο παππούς με την πίπα και το καροτσάκι.

Έδωσε την βαλίτσα σ’ έναν μεσήλικα με τραγιάσκα που ώρα τώρα στεκόταν στην αποβάθρα. Ο μεσήλικας τον κοίταξε. «Τι γελάς, ρε, Μιχάλη;»

Ο Μιχάλης ισορρόπησε ακριβώς επάνω στο πέδιλο του καταπέλτη, όρθιος, με τα πόδια ανοιχτά. «Τι γελάω; Αυτό αναρωτιέσαι;» Ο αέρας κι η θάλασσα τον ράπιζαν στο πρόσωπο. «Τι είναι αυτά, μωρέ; Αντί να βάλουν ένα Σινούκ δικό μας, μόνο για τα νησιά τα μικρά τα άγονα, στηρίζονται στο φιλότιμο του Σκοπελίτη; Επειδή έχτισε καινούριο πλοίο; Τι είναι ο Σκοπελίτης, ρε Πέτρο; Μάγος; Όλα εκείνος θα τα κάνει; Γι’ αυτό γελάω…»

Ο Πέτρος κούνησε το κεφάλι του κι απομακρύνθηκε σπρώχνοντας την γιαγιά. Πάντα τυλιγμένη στο πλαστικό.

Ο Μιχάλης προχώρησε κι αυτός προς το σαλόνι του πλοίου.

Υγρά τα πάντα. Κούναγε διαβολεμένα αυτό το βαπόρι. Σκαμπανέβαζε το σύμπαν αλλά δεν μπατάριζε με τίποτε. Οι νησιώτες ’λέγαν πως μάλλον το είχε ταγμένο ο Σκοπελίτης. Αλλά πού, πώς, πότε, κανείς δεν ήξερε. Άρα, αποδείξεις δεν υπήρχαν. Εκτός κι αν ήταν οι άγγελοι, γιατί αυτό ήταν σίγουρο πως είχαν δει αγγέλους στο κατάρτι του. Ποιος να ξέρει.

Λίγοι οι επιβάτες. Μάζωμα από τ’ άλλα τα νησάκια, όλοι κι όλοι να ήταν μια ντουζίνα. Αλλά πολλά τα κιβώτια και τα πράγματα.

Έψαξε ένα απάγκιο τραπέζι και κάθισε σ’ ένα από τα καθίσματά του τα βιδωμένα στο πάτωμα. Αναζητούσε το γκαρσόνι αν και ήταν νωρίς ακόμη. Καθισμένοι κι άλλοι γύρω. Οργωμένα πρόσωπα οι περισσότεροι.

Το πλοίο ξεκίνησε. Μια γιαγιά έκανε το σταυρό της αλλά τι τον έκανε; Βυθίστηκε ποτέ ο “Σκοπελίτης”; Είτε ο παλιός είτε ο τωρινός; Οπότε; Τι να πεις… Γιαγιάδες είναι φοβούνται. Την δουλειά τους κάνουν.

Ώρες μετά, μετά από την Νάξο απ’ όπου ο Μιχάλης πήρε άλλο πλοίο, ποτισμένος με καραβίσιους καφέδες και με τοστ από τσόχα, – έτσι τα έλεγε, “τα τοστ από τσόχα” – έφτασε στην Πάρο. Κι από εκεί, με το αεροπλάνο, Αθήνα.

Έτσι έκανε. Δυο χρόνια τώρα που πηγαινοερχόταν Αθήνα τακτικά, ως φοιτητής πια, αυτό έκανε. Έβαζε κάμποσα λεφτά παραπάνω, εξοικονομημένα καιρό πολύ, κι έπαιρνε το αεροπλάνο. Πολύ του άρεσε. Το πάλεμα των ελικοφόρων αεροσκαφών με τους πλάγιους ανέμους των Κυκλάδων, πολύ του άρεσε. Ολοκαίνουριο το αεροδρόμιο, ο διάδρομος μόλις ασφαλτωμένος, φρέσκια η πίσσα, φαινόταν, αλλά πόσο όμορφα τα αεροσκάφη. Χάζευε τα πτερύγια να ζυγίζονται και να λυγίζουν. Και σκεφτόταν πώς να ήταν, αν έφτανε μέχρι εκεί που σήκωνε το βλέμμα του, εκεί που το μπλε χανόταν, στον ουρανό ψηλά, πιο ψηλά από την ατμόσφαιρα, εκεί που κάποιες φορές είχε καταφέρει να διακρίνει το παγωμένο κενό μαύρο. Το απόλυτο. Του Διαστήματος.

 

 

Οπισθόφυλλο

«Σ’ αγαπώ παραπάνω, και περισσότερο, και τόσο, όχι λιγότερο».

Το 1984 ένας νέος είκοσι χρονών ξεκινά από τη Δονούσα για την Αθήνα για να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο.
Το 1986 ένας καθηγητής του, γνωρίζοντας την ιδιοφυΐα του και συγκεκριμένα ενδιαφέροντά του, τον συμβουλεύει να συνεχίσει στη Γαλλία.
Το 1995 στη Γαλλία, εργαζόμενος πια στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος, γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του.
Το 2012, δανεισμένος από τη Γαλλία στην Αμερική για να εργαστεί σε ένα άκρως απόρρητο πρόγραμμα, καταφέρνει να κατασκευάσει το απόλυτο όπλο. Αυτό τον εμπλέκει σε μια ιστορία τρόμου, θανάτου και ψυχασθένειας.
Και το 2070, τρεις γενιές μετά, το παρελθόν είναι ακόμη ζωντανό. Κυριολεκτικά. Όχι μεταφορικά.

Μια κεραυνοβόλα και αδιανόητη ιστορία αγάπης που διαπερνά τον Χρόνο και το Διάστημα. Πιθανόν για να σώσει τον κόσμο.

 

 

Βιογραφικό:

 

Ο Γιώργος Γλυκοφρύδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Ξεκίνησε εργαζόμενος στις ταινίες και στα τηλεοπτικά σίριαλ του πατέρα του Πάνου Γλυκοφρύδη κι αργότερα εργάστηκε ως β΄βοηθός σκηνοθέτη στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην Deutsche Film- und Fernsehakademie στο τότε Δυτικό Βερολίνο. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμο La Sapienza της Ρώμης, αλλά είχε ήδη ανακαλύψει την πληροφορική, την οποία και ακολούθησε ως επαγγελματική καριέρα. Έτσι, άρχισε να αρθρογραφεί σε περιοδικά κυρίως ειδικού τύπου, δημοσιεύοντας παράλληλα και διηγήματα, με σημαντικότερη τη σειρά με τον τίτλο «Utopia» στο περιοδικό Ο κόσμος του Internet (1995-1996). Η νουβέλα του «99,9% αληθινή ιστορία» κέρδισε το Α΄ βραβείο σε διαγωνισμό διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας της Anubis το 1996. Συμμετείχε με διηγήματά του στα συλλογικά έργα Α, όπως Αμερική (Το Μαγικό Κουτί, 2007), Το βιβλίο του κακού (Το Μαγικό Κουτί, 2009) και Έρως 13 (Ψυχογιός, 2011). Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Ο επιβάτης (Νεφέλη, 2006, υποψήφιο για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στο περιοδικό Διαβάζω), 10 ώρες δυτικά (Ελληνικά Γράμματα, 2008) και Hotel Chelsea (Ψυχογιός, 2012). Επίσης, διηγήματα, άρθρα και νουβέλες του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Έθνος και στα ηλεκτρονικά περιοδικά, blogs και websites literature.gr, fractalart.gr, toparathyro.com και dimartblog.com.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top