Fractal

Διήγημα: “Tο τρίστρατο”

Της Κατερίνας Λιβιτσάνου – Ντάνου // *

 

 

f6

 

Χειμώνας, μέσα Γενάρη, χρόνια είχε να χιονίσει στην πόλη. Όλα κάτασπρα και το κρύο τσουχτερό. Κάθομαι σε καφετέρια της μεγάλης πλατείας και περιμένω. Έχουν περάσει είκοσι λεπτά από την ώρα που συμφωνήσαμε να βρεθούμε για κάποια δουλειά. Έρχεται η σερβιτόρα και ζητάει να παραγγείλω. Της λέω πως περιμένω παρέα, φεύγει. Μετά από λίγο ξανάρχεται, έχει ευκαιρία, παραγγέλνω ένα ζεστό τσάι. Παρακολουθώ με αμηχανία τα βλέμματα των θαμώνων, που ελέγχουν κάθε τόσο τις κινήσεις μου, περισσότερο όμως με ενοχλεί η ασυνέπεια του συμπολίτη μου. Οι περαστικοί λίγοι λόγω καιρικών συνθηκών , η πλατεία πανέμορφη και επιβλητική. Κάποια στιγμή βλέπω κόσμο σε ένα σημείο κι ύστερα το ασθενοφόρο. Ανασηκώνομαι και διακρίνω ένα φορείο, μαθαίνω πως μια ηλικιωμένη γλίστρησε και κάτι έχει σπάσει, δυο νέοι αγκαλιασμένοι προχωρούν αμέριμνοι κι ερωτευμένοι, μια παρέα μαθητών έκανε σκασιαρχείο και παίζει χιονοπόλεμο στη μέση της πλατείας κι ένας τολμηρός παππούς έφερε το μικρό του εγγόνι και φτιάχνουν ένα χιονάνθρωπο. Τα αυτοκίνητα κινούνται αργά, καλυμμένα με χιόνι, ειδικά όσα ήρθαν στην πόλη από ορεινές περιοχές. To μόνο αστικό που περνάει απ’ την πλατεία έχει κολλήσει στη γωνία, γιατί κάποιος έκλεισε το δρόμο με παράνομο παρκάρισμα. Ξεσηκώνει τον κόσμο από τα κορναρίσματα, μα τίποτα. Το πρόβλημα παραμένει, μέχρι που η τροχαία καταφθάνει. Τι λαός κι εμείς! Όπου λάχει παρατάμε το όχημά μας, για να κάνουμε τη δουλειά μας εύκολα κι ας γίνει χαμός. Σε λίγο τα πνεύματα ηρεμούν. Διακρίνω μια φίλη να με χαιρετά απ’ το δρόμο, τυλιγμένη με χονδρό κασκόλ και γάντια. Της ανταποδίδω το χαιρετισμό και προχωρά με προσοχή στο χιονισμένο πεζοδρόμιο. Δυο δημοσιογράφοι του τοπικού καναλιού τηλεόρασης με μια κάμερα καταγράφουν τη ζωή της χιονισμένης πόλης.

 

Χάνομαι στο χρόνο, ζω έντονα μια εικόνα απ’ τα παλιά. Το τρίστρατο που περίμενα με άλλα παιδιά του χωριού μου το λεωφορείο για το σχολείο στην κοντινή κωμόπολη. Λέγαμε αστεία, γελούσαμε, αλληλοπειραζόμαστε, μαθαίναμε τα νέα της μικρής μας κοινωνίας(άσχημα και ευχάριστα). Κάποιο πρωί χιόνισε και δεν ήρθε το λεωφορείο. Πετάξαμε μεταξύ μας μερικές χιονόμπαλες, αφήνοντας τις φουσκωμένες τσάντες μας στο χιόνι κι έπειτα ξεκινήσαμε με τα πόδια για το σχολείο, τα παγωμένα παιδικά πόδια στα λαστιχένια παπούτσια, αγνοώντας την απόσταση. Ποτέ δεν καταφέραμε να φτάσουμε εκείνη τη μέρα στον προορισμό μας, μας μάζεψαν από τη μέση της διαδρομής κακήν κακώς και τιμώρησαν το μεγαλύτερο της παρέας, που μας παρέσυρε σε περιπέτεια. Αυτό το χιονισμένο σταυροδρόμι, συνειρμικά με πήγε σε όλα όσα έζησα εκεί. Σαν άνθιζαν οι μυγδαλιές, κι ήταν δεκάδες γύρω, γινόταν ένας παράδεισος, που εναποθέταμε τον αθώο μας κόσμο και τα όνειρά μας, τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας. Κι όταν ο αέρας φυσούσε, κάρφωνε τα πέταλα των λουλουδιών στα μαλλιά μας κι εμείς παίρναμε πόζα, λες κι απέναντί μας είχαμε τον καλύτερο φωτογράφο της εποχής. Εκείνα τα άνθη απ’ τις ανθισμένες μυγδαλιές ο ίδιος αέρας τα έστελνε στις τσεντζερέδες και τις βαρέλες που οι γυναίκες του χωριού κουβαλούσαν με νερό στο κεφάλι τους, αφού το δίκτυο δεν είχε ακόμα γίνει και το νερό το βγάζανε με τις λάτες απ’ τα πηγάδια, που ήταν κοντά .Και κάποιες φορές ξετρύπωνε ο Νικολής απ’ τις κρυψώνες του και μας τρόμαζε, άλλοτε πάλι ανέβαινε στο τοιχίο πάνω απ’ το ρέμα, που κυλούσε λίγα μέτρα πιο κει κι έκανε επίδειξη με το στεφάνι, χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο. Κόκαλο εμείς, κρατούσαμε την ανάσα μας κι έπειτα βγάζαμε ένα βαθύ επιφώνημα αγωνίας και τρόμου.

Δύσκολα χρόνια, μα όμορφα κι ονειρικά. Σ’ εκείνο το τρίστρατο ο Άκης και η Κλαίρη ερωτεύτηκαν κι έδωσαν όρκους αγάπης. Κούκλος ο Άκης απ’ τον απάνω μαχαλά, μα φτωχός και πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας. Γοητευτική η Κλαίρη απ’ τον κάτω μαχαλά, μοναχοπαίδι μιας εύπορης οικογένειας δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει τους γονείς της πως είναι ευτυχισμένη μαζί του. Της άλλαξαν σχολείο να τον ξεχάσει, μα κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ, που η φύση ήταν μεθυσμένη απ’ τα αγριολούλουδα και τα ζευγαρώματα των πουλιών, ο Άκης τη συνάντησε στο τρίστρατο και κλέφτηκαν. Τους έψαχναν καιρό, πάει και το σχολείο. Μέχρι που η Κλαίρη, μανούλα πια τους έφερε το μωρό στο χωριό και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Ο γάμος και τα βαφτίσια γίνανε μαζί όλο το χωριό ήταν καλεσμένο, πλούσιοι και φτωχοί, περνώντας το δικό τους μήνυμα αγάπης. Το καλοκαίρι συνάντησα την Κλαίρη, γιαγιά πλέον , στο τρίστρατο και είπαμε

για τις ζωές μας …κάποια χρόνια μετά, αλλαγμένες και οι δύο όπως ήμαστε, απ’ τον πανδαμάτορα χρόνο.

Στο ίδιο μέρος ο Νώντας, γιατρός σήμερα, δέχτηκε τότε την απόρριψη από τη Γιώτα. Είχαν καιρό μαζί, αλλά σαν της είπε πως έπρεπε να πάει εξωτερικό να γίνει γιατρός, εκείνη όρμησε πάνω του «με βαρέθηκες , τι θα γίνω εγώ; Πόσο θα σε περιμένω; Εξαφανίσου κι άφησέ με ήσυχη» «Μην κάνεις έτσι, θα γυρίσω με το όνειρό μου πραγματικότητα». Μα εκείνη επέμενε και έμπηξε τις φωνές, όλο το χωριό μαζεύτηκε να δουν τι συμβαίνει κι εκείνος από την ντροπή του καβάλησε το μηχανάκι του, ένα παλιό μικρού κυβισμού και όρμησε πάνω στην ξερολιθιά. «Πάει τρελάθηκε το παιδί», είπαν κάποιοι και άλλοι « το κατέστρεψε η πρόστυχη που κακόχρονο να’ χει». Κατακόκκινο το πρόσωπό του από τα αίματα, η μάνα του να ουρλιάζει κι η Γιώτα τρομαγμένη να κλαίει γοερά. Τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο «φτηνά τη γλύτωσε» είπαν εκεί, με σπασμένη μύτη κι αριστερό πόδι. Χρόνια μετά, γιατρός ο Νώντας κι η Γιώτα μάνα των τριών παιδιών τους, όμως εκείνη η αποφράδα μέρα έμεινε χαραγμένη στην ιστορία του μικρού μου χωριού.

Στο τρίστρατο που σήμερα υπάρχει ένα περίπτερο, με πολλές διαφημιστικές πινακίδες, τότε στέκονταν οι πραματευτάδες και διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους. Όποια ήθελε κάτι να ψωνίσει, πήγαινε εκεί και περίμενε, γνωρίζοντας τη μέρα που ο καθένας τους περνούσε. Έτσι στηνόταν μια ιδιότυπη αγορά και γινόταν μεγάλο κουτσομπολιό. «Τι τα θέλετε τα γράμματα κορίτσια πράματα και δεν κάθεστε σπίτια σας να βοηθήστε τις μανάδες σας, που παιδεύονται» μας έλεγαν, σαν μας βλέπανε να κατεβαίνουμε από το λεωφορείο. Τσιμουδιά εμείς και γρήγορα σπίτι, ξεφεύγαμε όμως κάποιες φορές, που στο τρίστρατο δεν ήταν κανείς και καθόμαστε εκεί να σχολιάσουμε τα της μέρας. Κάποια φορά έτυχε να περάσει από κει ένας άγνωστος, ισχνός και παράξενος κύριος, που σταμάτησε και μας ρωτούσε ακατάληπτα και περίεργα πράγματα. Κοιταζόμαστε μεταξύ μας, χωρίς να μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις, μέχρι που η μια μετά την άλλη το βάλαμε στα πόδια, τρέχοντας για τα σπίτια μας, χωρίς να βρούμε λογική εξήγηση. «Καλά να πάθετε, κάθεστε στο τρίστρατο και φαρομανάτε, φταίμε εμείς που σας στέλνουμε σχολείο», μας είπαν οι μεγάλοι , λες κι όλοι ήταν συνεννοημένοι. Σκάσαμε στα γέλια το άλλο πρωί, σα διαπιστώσαμε πως σε όλη την παρέα έγινε η ίδια αιχμηρή παρατήρηση. Εκείνο τον τύπο δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Όσο για το κυπαρίσσι που έστεκε καμαρωτό στη στάση του

λεωφορείου, φροντίζαμε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα να το στολίζουμε με ό,τι ο καθένας μπορούσε να φέρει από το σπίτι του, για να το πάρει μετά των Φώτων, που πηγαίναμε ξανά σχολείο. Το θυμάμαι κάποτε χιονισμένο, πανέμορφο, να μαζεύει στη φάτνη του όλο το χωριό, μια και σπάνια ζούσαμε στο χιόνι.

 

Με επαναφέρει στο παρόν ο ήχος του κινητού μου. Μέχρι να το βρω στην τσάντα μου, σταματά. Βλέπω πως με κάλεσε ο άνθρωπος που περίμενα, η ώρα έχει περάσει , οι παρέες δίπλα μου εξακολουθούν να ελέγχουν τις κινήσεις μου, δεν έχω προσέξει δυο συναδέλφους μου που μου κάνουν νεύμα. Τους το ανταποδίνω, τώρα τηλεφωνώ εγώ, για να ακούσω την καταπληκτική δικαιολογία «με συγχωρείς φίλη μου που δεν ήρθα στο ραντεβού μας, ξεχάστηκα εντελώς, δεν ξέρω τι έπαθα, μήπως αύριο την ίδια ώρα έχεις χρόνο να τα πούμε;» Παγώνω, δεν ξέρω τι να πω σε ένα τέτοιο άκουσμα. Δεν είχα άλλο τίποτα να κάνω από το να βρίσκομαι για άλλη μια φορά και με τέτοιες συνθήκες στο ίδιο μέρος; «Δεν πειράζει, αύριο δε γίνεται, έχω κανονίσει κάτι άλλο, θα βρεθούμε προσεχώς, με καλύτερες ίσως συνθήκες». Φωνάζω το κορίτσι να πληρώσω «σας άρεσε η γεύση;» «πάρα πολύ και ό,τι έπρεπε για την περίσταση» «τελικά η παρέα σας δε θα έρθει;» «όχι, κι αυτό, για να μου δοθεί η ευκαιρία να θαυμάσω το χιόνι και να βρεθώ κάπου αλλού» «το πρόσεξα κι αυτό, πάλι καλά που παραγγείλατε και σας ζέστανε το αρωματικό τσάι» «όλα χρειάζονται σε αυτή τη ζωή, όσο παθαίνουμε, μαθαίνουμε». Παίρνει τα χρήματα με ένα μικρό φιλοδώρημα, με ευχαριστεί και συνεχίζει την εργασία της.

Βγαίνω στην αγορά της πόλης για κάτι δουλειές, περπατώντας με δυσκολία τα χιονισμένα της στενά. Η αίσθηση του χιονιού είναι απολαυστική, οι άνθρωποι διαφορετικοί, απόμακροι, ίσως όλα σήμερα έχουν κάτι… το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό. Λίγο πιο κάτω με σταματά ένα όμορφο αγόρι, με κιθάρα και μακριά μαλλιά. Τον κοιτάζω προσεκτικά, η μορφή του δε μου λέει κάτι. Σε λίγο τον αναγνωρίζω και πέφτουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ξαναγυρίζω στο παρελθόν, σε άλλο μέρος και άλλο ρόλο, ακούω την ιστορία της ζωής του, συγκινούμαι, κοιτάζω γύρω μου, βρίσκομαι πάλι σε ένα τρίστρατο, στη συμβολή τριών οδών. Τι μέρα κι αυτή! Πάω να φύγω, με φωνάζει « αύριο πάλι, που θα ‘χει λιώσει και το χιόνι» του λέω και απομακρύνομαι …

 

 

 

* Η Κατερίνα Λιβιτσάνου- Ντάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση . Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΑΣΧΕΝΤΗ η πρώτη ποιητική της συλλογή «Λυκαυγές», ενώ το Καλοκαίρι του2010 εκδόθηκαν διηγήματά της με τίτλο «Απόδραση στους Σφακιώτες»από τις ίδιες εκδόσεις. Το 2006 ο Αποστόλης Αποστολόπουλος στην ποιητική του ανθολογία συμπεριέλαβε εννέα ποιήματά της. Το ίδιο έκανε και ο Κώστας Βαλέτας σε ανθολόγια του 2009 και του 2013. Με ομάδα ατόμων επιμελήθηκε το λεύκωμα «κοπιάστε όπως μας ηύρατε» του Δήμου Σφακιωτών Λευκάδας το 2008. Το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ». Τον Απρίλιο του 2014 από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε η 3η ποιητική της συλλογή με τίτλο «ΑΓΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΚΙΜΩΛΙΑ». Το Καλοκαίρι του 2016 από εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ κυκλοφόρησε το πέμπτο της βιβλίο, διηγήματα με τίτλο «Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ» Είναι μέλος διαφόρων συλλόγων και κείμενά της, πεζά ή ποιητικά, δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top