Fractal

«Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» μια παράσταση – φόρος τιμής για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Από την Αντιγόνη Καράλη //

 

«Με το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» ταυτίζομαι περισσότερο απ’ ό,τι με οποιοδήποτε άλλο έργο μου, από κάθε άποψη: μουσική, ανθρώπινη, βιωματική, αγωνιστική και προπαντός «ελληνική», μιας και ο εμφύλιος βύθισε την Ελλάδα στα δάκρυα, στο αίμα και στη δίχως τέλος δοκιμασία», δηλώνει ο Μίκης Θεοδωράκης. «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», μία κατανυκτική λαϊκή τραγωδία εμπνευσμένη από τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό που ξέσπασε μετά την εθνική εποποιία κατά του φασισμού, ζωντανεύει ξανά στη σκηνή. Πενήντα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του, ο Θανάσης Παπαγεωργίου καταπιάνεται εκ νέου με το κλασικό αυτό έργο, αποτίοντας φόρο τιμής στον κορυφαίο Έλληνα συνθέτη που φέτος γιορτάζουμε τα 90χρονά του, σε μία μεγάλη παραγωγή. «Μακάρι», αναφέρει ο σκηνοθέτης, «με τη δουλειά που θα κάνω στο έργο του, να αποσβεστεί ένα μικρό έστω μέρος του χρέους που νιώθω απέναντί του».

 

TRAGOUDI_3

 

Από τα εμβληματικότερα έργα του μεγάλου δημιουργού, «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» ανεβαίνει στη σκηνή του Μπάντμιντον στις 18 Μαρτίου (παραστάσεις έως 5 Απριλίου), σε μια ανανεωμένη εκδοχή, που επεξεργάστηκε ο ίδιος ο συνθέτης. Για τη νέα παραγωγή ο Μίκης Θεοδωράκης επιχειρεί μία συνομιλία με το παρόν και προσθέτοντας μία ολόκληρη πράξη. Η πρώτη πράξη ασχολείται με τη σκοτεινή περίοδο, πριν και μετά τα Δεκεμβριανά, και ο συνθέτης ενσωματώνει τα πρώτα τραγούδια από τα «Λυρικά» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη.

Μία αυθεντική προσωπική μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη, ένα έργο βαθιάς συγκίνησης και πνοής, επαναφέρει στο προσκήνιο τα θεμελιώδη αιτήματα για μνήμη, αξιοπρέπεια και εθνική ομοψυχία. Στόχος του Θανάση Παπαγεωργίου είναι να αναδείξει την επικαιρότητα του έργου σε μία εποχή αναδυόμενης πόλωσης, που έχει επιτακτική ανάγκη – όσο καμία άλλη στο πρόσφατο παρελθόν – την εθνική ενότητα. «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού δεν τραγουδιέται από εκείνους που αδιαφορούν για το τραγικό παρελθόν της χώρας, δεν τραγουδιέται από εκείνους που έχασαν τη μνήμη τους γυρίζοντας την πλάτη στον εφιάλτη που έζησε η πατρίδα. Τραγουδιέται μόνο από εκείνους που εύχονται να μην υπάρξει άλλος αλληλοσπαραγμός», σημειώνει ο Θανάσης Παπαγεωργίου.

Η προσέγγισή του δικαιώνει τη σκέψη του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη. Γραμμένα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με αφορμή την πρώτη παρουσίαση του έργου, τα λόγια του συνθέτη ηχούν σήμερα απολύτως επίκαιρα: «Σε στιγμές τόσο κρίσιμες για το έθνος και τον λαό, πιστεύω πως ο ζωντανός καλλιτέχνης πρέπει να καταπιάνεται με έργα και με ενέργειες που θα βοηθήσουν άμεσα για να λυθεί η κρίση, για να βρεθεί διέξοδος. Πιστεύω πως ο μοναδικός δρόμος για να κερδίσουμε τη μάχη μπροστά στην ιστορία και στον πολιτισμό, είναι αυτή τη στιγμή η αληθινή ενότητα. Οχι ενότητα συμβατική, σκόπιμη, ενότητα τακτική – αλλά ενότητα ουσιαστική όλων των Ελλήνων», λέει ο Θ. Παπαγεωργίου.

Γραμμένο το 1961-62, το έργο μοιάζει σαν να έχει «γραφτεί για το κοινό του 2015, αφού και στο τωρινό ανέβασμά του, βρίσκει τη χώρα να έχει απόλυτη ανάγκη από συμφιλίωση για να γλιτώσει από την καταστροφή που ορθώνεται απειλητικά μπροστά της», τονίζει ο ίδιος. «Θα περίμενε κανείς ότι ο συγγραφέας του, που τώρα το πλούτισε με καινούριες σκηνές και τραγούδια, θα το είχε προσαρμόσει ή επανατοποθετήσει στα νέα δεδομένα, αλλά όχι μόνο δεν έκανε αυτό, παρά τόνισε ακόμη περισσότερο το πρωταρχικό μήνυμα της παλιάς του γραφής: «ενωθείτε βράχια-βράχια, ενωθείτε χέρια-χέρια». Περισσότερο παρά ποτέ, βροντοφωνάζει ακόμα μία φορά ένα τεράστιο «όχι» στον κάθε εθνικό διχασμό, στην κάθε προσπάθεια διαίρεσης του λαού σε δύο κομμάτια, αφού γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας ότι με κάτι τέτοιο δεν υπάρχει καμιά απολύτως ελπίδα να επιτευχθεί η εξέλιξη και η πρόοδος του ανθρώπου».

Σκύβοντας πάνω στα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου, «ανατριχιάζει κανείς διαπιστώνοντας πόσο καταστροφικές είναι τέτοιες περίοδοι στην ιστορία μίας χώρας και πόσο αναστέλλουν την πρόοδό της», διαπιστώνει. «Αναλογιζόμενος δε ότι 70 χρόνια μετά οι ρίζες παραμένουν ακόμη στη γη έτοιμες να ξαναβγάλουν βλαστό, αισθάνεται ότι τίποτα δεν διδάχτηκαν οι άνθρωποι από τα δεινά τους, αφού οι κατασκευασμένες από τα μεγάλα κέντρα εξουσίας διαφορές, καλλιεργούνται με τους ίδιους ρυθμούς, εις βάρος του ανίσχυρου λαού και προς όφελος των ίδιων πάντα κέντρων εξουσίας». Γι’ αυτό μιλάμε για «συμβολικό έργο», σύμφωνα με τον Θανάση Παπαγεωργίου.

Γραμμένο το 1961, το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» είναι ένα από τα κορυφαία έργα του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Περιλαμβάνει οκτώ λαϊκά τραγούδια, σε μουσική και στίχους του συνθέτη (πλην ενός, τους στίχους του οποίου έγραψε ο Κώστας Βίρβος). Το έργο, που διαπνέεται από μία συγκίνηση αρχετυπική -σχεδόν θρησκευτική-, είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στη συλλογική ανάγκη για μνήμη. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα γενναίο κάλεσμα σε εθνική ομοψυχία, σκύβοντας με συγκλονιστική ωριμότητα πάνω στις πληγές του εμφυλίου, οι οποίες την εποχή που γράφτηκε ήταν ακόμα ανοιχτές.

 

Η νέα εκδοχή

«Φέτος, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του συνάντηση με το μυθικό αυτό έργο και πενήντα δύο χρόνια από την πρώτη παρουσίαση, ο Θανάσης Παπαγεωργίου επανέρχεται στο «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» και το προσεγγίζει εκ νέου με μία σύγχρονη ματιά. Η νέα εκδοχή, που προέκυψε ως φόρος τιμής του σκηνοθέτη προς τον μεγάλο δημιουργό, διατηρεί το κατανυκτικό αίσθημα που διατρέχει το έργο, προεκτείνοντας την προβληματική του προς το σήμερα. Η παράσταση ανεβαίνει μ’ έναν θίασο πενήντα ηθοποιών, τραγουδιστών, χορευτών και μουσικών. Τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν η Λήδα Πρωτοψάλτη, ο Κώστας Αρζόγλου, ο Νίκος Αρβανίτης, ο Χρήστος Πλαΐνης, η Εύα Καμινάρη, η Στέλλα Γκίκα και ο Χρήστος Κάλοου. Στον εξέχοντα ρόλο του Λαϊκού Τραγουδιστή ο Κώστας Μακεδόνας.

 

Τα «Λυρικά»

Τα «Λυρικά» που πρόσθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης στη νέα επεξεργασία του έργου, έρχονται και ολοκληρώνουν ιδανικά «Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού». Αν και γράφτηκαν το 1977, συντροφεύουν με απόλυτη αρμονία την αφήγηση και τις μαρτυρίες του συγγραφέα Μίκη Θεοδωράκη για τη μεταπολεμική και προεμφυλιακή Ελλάδα των Δεκεμβριανών, της προδοσίας, των ψεύτικων και αληθινών αντιθέσεων. Τα «Λυρικά» είχαν την ιδιαιτερότητα να γραφτεί πρώτα η μουσική και μετά οι στίχοι από τον ποιητή και «συντοπίτη» του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, Τάσο Λειβαδίτη. Τα πρωτοτραγούδησε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης και ηχογραφήθηκαν ζωντανά στον Λυκαβηττό το 1977. Στην παράσταση, τα «Λυρικά» ερμηνεύουν ο Κώστας Θωμαΐδης, η Καλλιόπη Βέτα και η Μπέτυ Χαρλαύτη συνοδευόμενοι από μία κιθάρα και ένα ακορντεόν, σε μία κατανυκτική νέα ενορχήστρωση του Γιάννη Μπελώνη σύμφωνα με την επιθυμία και έμπνευση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη. Το σκηνικό φιλοτέχνησε ο Γιώργος Πάτσας, τα κοστούμια η Λέα Κούση, ενώ οι χορογραφίες είναι της Αποστολίας Παπαδαμάκη. Μαζί τους η «Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης» υπό τον Γιάννη Μπελώνη, που με την καθοδήγηση του Μίκη Θεοδωράκη πραγματοποίησε τις ενορχηστρώσεις.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top