Fractal

Το τελευταίο καλοκαίρι του χειμώνα

του Αλέξανδρου Κεφαλά // *

 

fractal_summerΤακ, τακ, τακ… συγχρονίζονταν τα δάχτυλά του με τα μεταλλικά πλήκτρα της παλιάς Hammond γραφομηχανής. Ο επιβλητικός της όγκος για λίγα λεπτά τού φάνηκε απειλητικός, σχεδόν εχθρικός. Απομεινάρι του Μεσοπολέμου κι αυτή, όπως και τόσα οικογενειακά κειμήλια γύρω του, τον συντρόφευε για περισσότερο από μισό αιώνα, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση της αθανασίας. Τελευταία έφερνε συχνά στη μνήμη του την πρώτη εκείνη μέρα που είχε γίνει ισόβιος αιχμάλωτος της ψυχρής της γοητείας. Πιτσιρίκι ακόμα, την είχε δει να φιγουράρει φιλάρεσκα στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του σε κάποια στοά στο κέντρο της Αθήνας. Χριστούγεννα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Είχαν κατεβεί από το όμορφο νεοκλασικό τους στην Κυψέλη με τη μητέρα για τα γιορτινά ψώνια. Στο στόμα είχε τη γεύση από μια νουγκατίνα που τον είχε κεράσει στο Zonar’s προτού επισκεφθούν τον πατέρα στον άτεγκτο ναό της εργασίας του. Στα ρουθούνια το γαλλικό parfum της, ένα περίεργο μείγμα από άνθη λεμονιάς και κάτι άλλο ακαθόριστο… πιπεράτο, γαργαλιστικό σχεδόν. Σαν τη σκεφτόταν, πάντα οι αισθήσεις του τον ταξίδευαν στην ίδια εκείνη γεύση της πάστας, στην ίδια εκείνη οσμή από το άρωμα της μητέρας. Τον περιμένε σιωπηλή, αγέρωχη κι απρόσιτη. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Όταν πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα ο πατέρας, ένα λευκό χειμώνα σαν και τούτο, αφού άδειασαν βιαστικά το γραφείο, την καταχώνιασε στην εφηβική του κάμαρα παραδίδοντάς τη στις αγκάλες μιας σκοτεινής ντουλάπας. Την ανέσυρε μονάχα όταν μετακόμισε με χαρακτηριστική ανεξαρτησία στο εργένικο δυαράκι του στα Εξάρχεια. Φοιτητής της Νομικής τότε, αν και πάντα έκλινε προς τη φιλολογία. Μιας και έκανε το χατίρι της μητέρας, που ήθελε να τον δει να ακολουθεί τα βήματα του συζύγου της, δεν μπόρεσε να του αρνηθεί την ελευθερία που τα νιάτα επιτακτικά ζητούσαν και του νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα σε έναν ήσυχο δρόμο πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Την τοποθέτησε λοιπόν περισσότερο για ντεκόρ πάνω στο γραφείο του, επειδή πίστευε πως δίνει στο δωμάτιο έναν αέρα λογιοσύνης…

Για χρόνια φλέρταρε μαζί της κάθε φορά που καθόταν απέναντί της, αλλά πάντα κάτι τον κρατούσε σε μια απόσταση ασφαλείας… Δίσταζε να της δοθεί ολοκληρωτικά. Τον σαγήνευε, ναι, αλλά τον τρόμαζε συνάμα. Λαχτάραγε να την αγγίξει, αλλά τρόμαζε στο αβέβαιο μέλλον που του ψιθύριζε γλυκά σαν αλλοτινή ομηρική σειρήνα. Καθόταν μονάχα και την αγκάλιαζε με το βλέμμα του για ώρες. Βύθιζε τη σκέψη του πάνω στη λεία της επιφάνεια και μέσα στις αντανακλάσεις της έβλεπε φυλακισμένο το είδωλό του να βουλιάζει σε μια ρευστή χαύνωση όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου ήταν δυσδιάκριτα. Τα χρόνια πέταξαν, το είδωλο άλλαξε, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να δραπετεύσει από τη στιλπνή, γοητευτική επιφάνεια της γραφομηχανής του. Μονάχα σαν μπήκε φευγαλέα ο έρωτας στη ζωή του, το γυαλιστερό της καπάκι την έκλεισε στα σπλάχνα του, για να την αποκαλύψει πιο λαμπερή κι απαστράπτουσα μερικούς μήνες αργότερα. Έκτοτε παρέμεινε ανοικτή να τον ατενίζει, να τον προκαλεί σα θελκτική μα επικίνδυνη πόρνη καθημερινά…

Κι όμως, αυτό το τόσο οικείο όργανο να που τώρα ξάφνου είχε μετατραπεί, έστω και για μερικές μονάχα στιγμές, σε κάτι άγνωστο και ξένο. Τα ακροδάχτυλά του έμειναν μετέωρα μαζί με τους λεπτοδείκτες της σκέψης του πάνω από το παμπάλαιο μελανό αντικείμενο. Προς στιγμήν τα πάντα είχαν παγώσει. Κατέβαλε υπεράνθρωπη δύναμη, για να επανέλθει στο γνώριμο παρόν. Αναρρίγησε μέσα στη μάλλινη ρόμπα του και με τετριμμένες κινήσεις, μηχανικές, που το σώμα του είχε απομνημονεύσει στο πέρασμα του χρόνου, προσπάθησε να σφίξει το κορδόνι της. Με αγκυλωμένες αρθρώσεις έπειτα κατάφερε να αγγίξει για λίγο τα μεταλλικά κυκλικά στοιχεία που σαν σειρήνες τον προσκαλούσαν να τα χαϊδέψει… Του φάνηκαν ρώγες μεστές, γινωμένες, έτοιμες να τις τρυγήσει. Σα να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του. Προχώρησε προς το στενόμακρο παράθυρο που έβλεπε στη Φωκίωνος Νέγρη. Τα τζάμια είχαν θολώσει από το κρύο. Το νεοκλασικό ίδιο, όπως το είχε αφήσει η μητέρα του, αναλλοίωτο ‒μονάχα κάποια πολύχρωμα γκράφιτι στόλιζαν χαμηλά τους εξωτερικούς του τοίχους‒, η γειτονιά του ξένη… Χάθηκε σε έναν κυκεώνα σκέψεων. Πώς είχαν περάσει τα χρόνια; Συνταξιούχος πλέον… Είχε αποφασίσει να ξεκινήσει επιτέλους αυτό που μια ζωή ανέβαλλε. Ένα μυθιστόρημα! Θα ήταν η ανατολή της δύσης του, η επωδός της ύπαρξής του, η δικαίωση μια ψυχής γεμάτης… Τόσα χρόνια ανάμεσα σε δικογραφίες και συμβόλαια αδυνατούσε να παραδοθεί στο όνειρο που τον άφηνε νύχτες ολάκερες άγρυπνο, από εκείνη την πρώτη στιγμή που είχε αντικρίσει τη γραφομηχανή του πατέρα, τη δική του γραφομηχανή… Από τότε ήταν δική του, κι ας μην το είχε κανείς υποψιαστεί. Φυσικά, δεν ήξερε ακριβώς τι ήταν εκείνο για το οποίο τον προόριζε. Με τα χρόνια όμως η διαίσθηση πήρε φόρμα και περίγραμμα σαφές. Οι μούσες τού τριβέλιζαν το μυαλό με εικόνες και ιδέες που έπρεπε να αποτυπωθούν, πριν καταλήξουν στο χωνευτήριο της αδυσώπητης λήθης. Ήταν καιρός να αφήσει κι εκείνος το αποτύπωμά του και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή. Το γράψιμο ήταν ανέκαθεν το πεπρωμένο του, η υπόσχεση της στιβαρής, σιδηράς κυρίας που για χρόνια τον είχε δέσμιό της κι εραστή. Ένα ολόλαμπρο νέο κεφάλαιο ανοιγόταν μπροστά του, το έβλεπε ολοκάθαρα. Θα ήταν το καλοκαίρι του χειμώνα του… Δεν υπήρχαν πλεόν δκαιολογίες, έπρεπε να υπερπηδήσει τις όποιες αναστολές. Αρκετά!

Έκλεισε τα μάτια του κι αφέθηκε στην ευεργετική δύναμη του χειμωνιάτικου ήλιου. Το κρύο φως του πρωινού τον ανακούφιζε, θαρρείς πως δρούσε αναλγητικά πάνω του εξαγνίζοντάς τον από τις μιαρές αμφιβολίες που τον βασάνιζαν απ’ τα ξημερώματα, όταν με χέρια τρεμάμενα την είχε αγγίξει για πρώτη φορά, ενώ ηδονιστικά ακούγονταν στα αυτιά του τα τακ τακ τακ που άφηναν το μελανό αποτύπωμα της σκέψης του πάνω σε μια κόλλα χαρτί. Μετά από λίγο, σα να συνήλθε. Αφού μάζεψε όλες του τις δυνάμεις, σύρθηκε και πάλι στο γραφείο του, για να αποδώσει λατρευτικά, με σεβασμό αρχιερέα, τις σπονδές του στο αντικείμενο εκείνο που ενσάρκωνε για τόσα χρόνια το λογοτεχνικό του όραμα. Οι ώρες κύλησαν χωρίς να το καταλάβει. Είχε κιόλας σουρουπώσει, όταν σήκωσε το κεφάλι. Λίγο ακόμα και θα ολοκλήρωνε το πρώτο κεφάλαιο, το πρώτο κεφάλαιο της αληθινής ζωής… Έσκυψε με ζέση και συνέχισε άοκνα το έργο του. Έπρεπε να προλάβει! Είχε αφήσει τον καιρό να κυλήσει, το όφειλε σ’ εκείνον, το όφειλε σ’ εκείνη. Ήταν ένα χρέος ψυχής που έπρεπε να ξεπληρώσει. Συνέχισε χωρίς δισταγμό. Ήταν σίγουρος πια, πλήρης, ελεύθερος! Ξημερώματα, πάνω σε ένα τακ της γραφομηχανής, ξεψύχησε.

 

Kefalas* Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε στα Εξάρχεια το 1977. Είναι απόφοιτος του Αμερικάνικου Κολλεγίου της Ελλάδας στον τομέα της Ιστορίας της Τέχνης. Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Υπήρξε επιμελητής έκθεσης σε γκαλερί των Αθηνών και παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης. Ως λογοτέχνης πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 2007. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα (Η Αγγλίδα Κυρία‒εκδ. Διόπτρα, Ιερό Πάθος‒εκδ. Άπαρσις, Επικίνδυνες Συνδέσεις‒εκδ. Άπαρσις, Γλυκό Κυδώνι‒εκδ. Τσουκάτου), μία συλλογή διηγημάτων (Νυχτερινός Διαβάτης‒εκδ. Λέμβος) και μία ποίησης (Άπολις‒εκδ. Οδός Πανός). Συνεργάσθηκε με το λογοτεχνικό fanzin Αστυδρόμος και σήμερα αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ο Πολίτης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top