Fractal

Διήγημα: “Το τείχος μιας γέφυρας”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

 

Το τελευταίο διάστημα είχα κλειστεί σε ένα δωμάτιο και αισθανόμουν απεγνωσμένος. Καθημερινά, η μόνη σκέψη που περνούσε από το μυαλό μου, είχε να κάνει με τους ανθρώπους γύρω μου. Από μικρός αισθανόμουν ξένος απέναντί τους. Θεωρούσα πως ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι εγώ τον κόσμο, δεν έχει καμία σχέση με τον δικό τους. Εκείνοι είχαν άλλα ενδιαφέροντα. Άλλες απόψεις. Αγαπούσαν το χρυσό. Πίστευαν πως η ευτυχία τους εξαρτάται καθαρά από την αξία του. Εκνευρίζονταν συχνά. Αντιπαθούσαν εύκολα. Λογομαχούσαν. Έριχναν την ευθύνη ο ένας στον άλλον. Απαιτούσαν. Και όσες φορές αποφάσιζα να προσπαθήσω να βρω ένα τρόπο επικοινωνίας ανάμεσά μας, δυστυχώς πάντα αποτύγχανα. Τότε, επέστρεφα και πάλι πίσω στο δωμάτιο. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ και να γράψω. Μα, όμως μου ήταν αδύνατον.

Ένα βράδυ, αισθάνθηκα την ανάγκη να σχηματίσω στο χαρτί μια γέφυρα. Από τη μία της πλευρά έβαλα τον εαυτό μου και από την απέναντι όλους όσους θεωρούσα ξένους στη ζωή μου. Ένα τείχος υπήρχε ανάμεσά μας και καθώς το σχημάτιζα, άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως κάπως έτσι ήταν και στην πραγματικότητα οι σχέσεις μας. Δεν υπήρχε περίπτωση καμία από τις δύο πλευρές να το γκρεμίσει. Όσο και αν προσπαθούσα από μέρους μου, δεν έβλεπα ότι θα μπορέσω να τα καταφέρω. Το ίδιο όμως αισθανόμουν και για τους άλλους. Μπορεί ανθρώπινα χέρια να το δημιούργησαν, όμως κανένα ανθρώπινο χέρι δεν θα ήταν ικανό να το καταστρέψει. Έπειτα αποφάσισα να ξαπλώσω.

Στο κρεβάτι, σκεφτόμουν πως όλα τα πρόσωπα που είχα τοποθετήσει απέναντί μου στο χαρτί, ήταν κυρίως οι γονείς και συγγενείς μου. Άνθρωποι, που συναναστρεφόμουν από μικρό παιδί μαζί τους και τώρα αισθανόμουν σαν να μην τους γνώριζα ποτέ μου. Δεν έκρυβα μίσος όμως μέσα μου για εκείνους. Αγαπούσα τους ανθρώπους πολύ και πολλές φορές αναρωτιόμουν, πώς είναι δυνατόν ένας ξένος σαν και μένα να αισθάνεται τόσο έντονα και όμορφα συναισθήματα για τους αγνώστους γύρω του. Ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει. Ευτυχώς, κάθε φορά που σκεφτόμουν κάτι λυπηρό, συνήθως έβρισκα εύκολα την παρηγοριά μου μέσα από τον ύπνο και τα όνειρα. Έτσι έγινε κι εκείνο το βράδυ.

Μπροστά μου υπήρχαν δύο μονοπάτια και κανένας γύρω μου. Ήμουν μόνος και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως θα έπρεπε να επιλέξω ένα από τα δύο για να καταλήξω κάπου. Ξαφνικά, άκουσα μια φωνή να μου μιλά:

«Μπροστά σας υπάρχουν δύο μονοπάτια. Οφείλετε να αναζητήσετε για τον εαυτό σας το ιδανικότερο. Όσες φορές χρειαστεί και αν χρειαστεί, θα μπορείτε να γυρνάτε πίσω και να ψάχνετε και στα δύο ποιο σας αρμόζει καλύτερα . Στο τέλος της διαδρομής όμως, να θυμάστε πως μονάχα από το ένα θα βγείτε. Εγώ και στα δύο να είστε βέβαιος πως θα σας ακολουθήσω. Ίσως κάποτε να αισθανθείτε πως με χάσατε. Ίσως και να μη μπορέσετε να με ακούσετε ξανά και καθαρά. Μην απογοητευτείτε όμως. Σας υπόσχομαι, πως θα είμαι μαζί σας μέχρι το τέλος και όταν με έχετε πραγματικά ανάγκη θα βρω τον κατάλληλο τρόπο να επικοινωνήσουμε. Καλή συνέχεια».

Ύστερα σταμάτησε. Ξαφνιασμένος, άρχισα να παρατηρώ γύρω μου το μέρος, όμως και πάλι δεν ήταν κανείς. Αμέσως ξεκίνησα να περπατώ, αποφασίζοντας να ακολουθήσω το αριστερό μονοπάτι. Αισθανόμουν τρομαγμένος, αλλά λίγο αργότερα είδα μια πόρτα μπροστά μου και όταν την άνοιξα, αντίκρισα ανθρώπους δικούς μου και άρχισα να ηρεμώ. Μάλιστα, με το που με είδαν, μου έκανα νεύμα να πάω προς το μέρος τους. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όλοι όσους είχα σχηματίσει στη γέφυρα ως αγνώστους, ήταν εκεί μαζί τους. Βρισκόμουν μέσα σε ένα άγνωστο σπίτι. Ο χώρος δεν ήταν μεγάλος. Κάθονταν όλοι μαζί σε ένα τραπέζι και υπήρχε και μια κενή θέση για μένα. Ήμουν χαρούμενος. Αισθανόμουν πως θα καθόμασταν όλοι μαζί να δειπνήσουμε και να λέμε ιστορίες. Όμως, λίγο αργότερα, κατάλαβα πως ο καθένας τους δεν είχε την ίδια διάθεση. Αντίθετα, ενώ αρχικά φαίνονταν φιλικοί και χαμογελαστοί, αργότερα άρχισαν να λογομαχούν. Η κατάσταση ήταν αποπνικτική. Αποφάσισα να φύγω και να μην πάρω μέρος στη διαμάχη, όπως έκανα και σε όλη μου τη ζωή άλλωστε. Κανένας δεν αντιλήφθηκε την απουσία μου. Γρήγορα γύρισα πίσω και πάλι, εκεί όπου αρχικά είχα ακούσει τη φωνή. Τώρα ήμουν έτοιμος να διασχίσω και το δεύτερο μονοπάτι.

Ένας αέρας φυσούσε δυνατά και έκανε πολύ κρύο. Σε αντίθεση με το προηγούμενο δεν υπήρχε καμία πόρτα και κανένα σπίτι. Λίγο αργότερα, συνάντησα στο δρόμο μου ένα τεράστιο λιβάδι με ένα και μοναδικό δέντρο. Τα κλαδιά του ήταν γεμάτα με φύλλα. Η ομορφιά του τοπίου ήταν ξεχωριστή και σκέφτηκα να πλαγιάσω για λίγο από κάτω και να ξεκουραστώ. Όμως, καθώς έφτανα όλο και πιο κοντά του, παρατήρησα ένα θέαμα απίστευτο και μαγευτικό! Τα φύλλα του δέντρου, που έπεφταν ολοένα και περισσότερα με τη βοήθεια του αέρα, με ένα τρόπο μαγικό, μεταμορφώνονταν σε φύλλα χαρτιού. Πρώτη φορά συναντούσα κάτι παρόμοιο στη ζωή μου και ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό.

Όταν ο αέρας σταμάτησε κι έπεσε και το τελευταίο φύλλο, το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό, ήταν να γυρίσω και πάλι στο άλλο μονοπάτι και να περιγράψω σε όλους όλα όσα είχα δει. Επιστρέφοντας όμως πίσω, η κατάσταση που τους είχα αφήσει, δυστυχώς παρέμενε η ίδια. Ακόμα υπήρχαν διαμάχες μεταξύ τους και καθώς προσπάθησα να τους περιγράψω όλα όσα είδα, κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Αντίθετα, το θεώρησαν τόσο παράλογο που σκέφτηκαν πως ήταν ένα ακόμα αποκύημα της φαντασίας μου. Στεναχωρημένος, έφυγα και πάλι για να ακολουθήσω το άλλο μονοπάτι, που αισθανόμουν πως μου ταιριάζει καλύτερα.

Μια μέρα στο λιβάδι δεν φυσούσε πολύ και μονάχα δύο φύλλα κατάφεραν να πέσουν από το δέντρο. Εκείνη τη στιγμή, καθόμουν και συλλογιζόμουν τι νόημα είχαν όλα όσα ζούσα και πού να ήταν αυτή η φωνή που είχε πει ότι θα με ακολουθούσε και την είχα πραγματικά ανάγκη. Το δυο φύλλα έπεσαν ακριβώς πάνω μου. Το ένα είχε πάρει σχήμα μολυβιού και το άλλο ήταν ένα χαρτί που είχε πάνω του κάτι γραμμένο.

«Δώστε κι εσείς ζωή σ’ ένα λευκό φύλλο χαρτί γράφοντας κάτι που αισθάνεστε πραγματικά. Ύστερα Μοιραστείτε το. Μη φοβάστε αν σας απορρίψουν ή δεν σας κατανοήσουν. Να είστε ειλικρινής. Κάντε εσείς το πρώτο βήμα και ίσως κάποτε να καταφέρετε να σπάσετε το τείχος όπου πιστεύετε πως έχετε εγκλωβιστεί».

Τόσα πολλά φύλλα γύρω μου και τώρα συνειδητοποίησα πως ένα μολύβι είναι αρκετό για να γράψω στον καθένα τους ξεχωριστά, αυτά που αισθανόμουν και να προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί τους. Τα ωραία και ενθαρρυντικά λόγια που ήταν γραμμένα στο χαρτί, μου έδωσαν το έναυσμα, να τα κατανοήσω όλα και να προσπαθήσω να ξεπεράσω τις φοβίες μου, να κάνω μια νέα αρχή και να μοιραστώ μαζί τους τα συναισθήματά μου.

Όταν επέστρεψα πίσω και γι’ ακόμα μια φορά τους βρήκα στην ίδια κατάσταση, άφησα πάνω στο τραπέζι στον καθένας τους ξεχωριστά από ένα χαρτί. Εκείνοι απόρησαν αρχικά με την κίνησή μου και λίγο αργότερα επικράτησε ησυχία. Όλοι κάθισαν και διάβασαν αυτό που τους είχα γράψει. Και ενώ μέσα μου πίστευα πως θα ήταν ακόμα μία αποτυχημένη προσπάθεια για να μπορέσω να επικοινωνήσω κάποτε μαζί τους, ξαφνικά άρχισα να εισπράτω από όλους ένα απρόσμενο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό, το οποίο ποτέ μου δεν είχα φανταστεί.

Το επόμενο διάστημα, το περνούσα γράφοντας στο ένα μονοπάτι όλα όσα αισθανόμουν και μοιράζοντάς τα στο άλλο με τους ανθρώπους γύρω μου. Όμως σιγά-σιγά, τα φύλλα μου τελείωναν και η μαγεία του δέντρου άρχισε να με αποχαιρετά. Έμπαινε το Φθινόπωρο και τα φύλλα όλα είχαν σχεδόν πέσει. Δεν είχα πολύ καιρό για να αποφασίσω και φοβόμουν από τη μία να χάσω τους ανθρώπους και από την άλλη να χάσω τη μαγεία του δέντρου. Η φωνή, εξαρχής μου είχε πει πως ένα μονοπάτι μονάχα θα μπορούσα να επιλέξω για τη συνέχεια. Αλλά θα μπορούσα άραγε να συνεχίζω να επικοινωνώ με τους ανθρώπους αν ακολουθούσα εκείνους και δεν είχα πλέον το δέντρο και τα μαγικά του φύλλα; Αυτός ήταν ένας από τους κύριους προβληματισμούς μου. Όμως και από την άλλη, όταν τα φύλλα θα έπεφταν οριστικά και θα έπρεπε μόνος να διανύσω το άλλο μονοπάτι, θα είχα άραγε τα ψυχικά αποθέματα να συνεχίσω μέχρι τέλους; Και τότε, ξαφνικά, αέρας φύσηξε και μου άφησε στα χέρια ένα τελευταίο φύλλο μαγικό που έπεσε από το δέντρο και έγραφε:

«Σκεφτήκατε ποτέ μήπως η μοίρα σας, να σας όρισε συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε αυτά τα δύο μονοπάτια; Σκεφτήκατε ποτέ γιατί υπάρχουν τα τείχη; Ποιοι είναι οι δημιουργοί τους; Αν και στα δύο αυτά μονοπάτια που διανύσατε το μόνο που τα χωρίζει είναι ένα τείχος; Δεν έχει νόημα πιο μονοπάτι θα αποφασίσετε να διαβείτε μέχρι τέλους, μιας και τα δύο σας εγγυώμαι πως θα σας βγάλουν στο ίδιο σημείο. Το μόνο που θα πρέπει να αποφασίσετε είναι τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσετε. Αν θεωρείτε πως ένα δέντρο γεμάτο φύλλα και ομορφιά σας χαροποιεί, τότε παραμείνετε εδώ. Μονάχα να θυμάστε πως το Φθινόπωρο όλα θα πέσουν και θα ξεραθούν. Αν από την άλλη θεωρείτε πως μοιράζοντας μαζί με τους ανθρώπους τα γραπτά σας και τη διαδρομή, σας κάνουν ευτυχή, τότε δεν έχετε παρά να αποχαιρετήσετε αυτό το μονοπάτι και να γράψετε για την όμορφη εμπειρία που ζήσατε».

Είχα πλέον πάρει την απόφασή μου. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς τους ανθρώπους γύρω μου. Και όταν αισθανόμουν ξένος απέναντί τους, ήταν τελικά γιατί δεν είχα βρει ακόμα τον τρόπο να επικοινωνώ. Αποχαιρέτησα το μαγικό δέντρο και τις ομορφιές γύρω του και επέστρεψα στο άλλο μονοπάτι. Εκεί, όπου ήταν οι άνθρωποι και κάθονταν ακόμα γύρω από το τραπέζι. Τότε, τους παρέδωσα από ένα χαρτί που μιλούσε για τα δύο μονοπάτια και τη συνέχειά τους. Εκείνοι, σηκώθηκαν και με ακολούθησαν. Ανοίξαμε μια άλλη πόρτα και προχωρήσαμε ως το τέρμα. Χωρίς τσακωμούς. Χωρίς διαμάχες. Χωρίς φωνές.

Στο τέλος της διαδρομής, ήμουν ο πρώτος που αντίκρισα την ίδια γέφυρα που είχα σχηματίσει στο χαρτί να βρίσκεται μπροστά μου. Τώρα όλοι όσοι ήταν πίσω μου και με ακολουθούσαν, με ένα τρόπο μαγικό, είχαν τοποθετηθεί στο απέναντι άκρο της. Κανένα τείχος, όμως δεν υπήρχε πλέον ανάμεσα μας. Είχε εξαφανιστεί. Και εγώ χαρούμενος, έτρεξα προς το μέρος τους να τους χαιρετήσω, σαν ταξιδιώτης που είχε χρόνια να ανταμώσει τους δικούς του.

Το όνειρο ολοκληρώθηκε τη στιγμή που πέρασα τη γέφυρα και βρέθηκα μαζί τους. Έπειτα ξύπνησα γεμάτος θέληση, κίνητρο και χωρίς κανένα παράπονο, πήρα το χαρτί που είχα σχηματίσει τη γέφυρα και αμέσως διέγραψα το τείχος που ήταν τοποθετημένο ανάμεσά μας και θεωρούσα ακατόρθωτο να γκρεμίσω. Ίσως, κάποτε όλα να έμοιαζαν δύσκολα και ξένα, μα όταν αντιλήφθηκα το πόσο σημαντικό και όμορφο είναι να μοιράζεσαι και να εκφράζεσαι χωρίς ενδοιασμούς και φοβίες, τότε συνειδητοποίησα πως κανένα τείχος δεν ήταν ικανό να με εγκλωβίσει πλέον στη ζωή.

 

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top