Fractal

Το σύγχρονο ρεύμα Ελλήνων σκηνοθετών (από τον Ν. Γραμματικό ως τον Ρ. Χαραλαμπίδη)

Του Θόδωρου Σούμα //

 

cinema_1

 

Την τελευταία εικοσαετία, από το 1992, στην Ελλάδα, κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του ένα κινηματογραφικό ρεύμα, ένα κύμα νεότερων σκηνοθετών. Οι νεότεροι σκηνοθέτες, στην πλειονότητά τους υιοθετούν μια αφήγηση που ακολουθεί τους παραδεκτούς κώδικες. Οι περισσότεροι προσπάθησαν να αφηγηθούν με επάρκεια και στιβαρότητα, και να ενστερνιστούν τη σχετικά στρωτή αφήγηση μιας ιστορίας, δηλαδή να υιοθετήσουν την αφηγηματική μυθοπλασία  Ο κινηματογράφος των νέων σκηνοθετών, από τη δεκαετία του ’90 κι ύστερα, είναι συνήθως μυθοπλαστικός κι αφηγηματικός, ακολουθεί στις περισσότερες των περιπτώσεων τους αφηγηματικούς κανόνες. Μάλλον είναι περισσότερο επηρεασμένος από τον αφηγηματικό αμερικάνικο (ανεξάρτητο και κλασικό) και το μυθοπλαστικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Πρόκειται συνήθως για ταινίες καταστάσεων και χαρακτήρων, που προσπαθούν να τις προσεγγίσουν με φρεσκάδα, νεύρο και ενίοτε χιούμορ. Το σύγχρονο ρεύμα σκηνοθετών εμφανίστηκε με την Κλειστή στροφή (1991) και την Εποχή των δολοφόνων (1993) του Ν.Γραμματικού, τον Λευτέρη Δημακόπουλο (1993) του Π.Χούρσογλου, καθώς και με τη μεγάλη επιτυχία του Τέλος εποχής (1994) του Α.Κόκκινου.

 

Αναφερόμενοι στο σημερινό νέο κύμα σκηνοθετών, πρέπει να σημειώσουμε πως αναφορικά με την υιοθέτηση της μορφής της αφηγηματικής μυθοπλασίας υπάρχουν και οι εξαιρέσεις (π.χ. ο Φραντζής). Μα και ένας από τους πιο αναγνωρισμένους και αναγνωρίσιμους νέους σκηνοθέτες, ο Γ. Λάνθιμος, ουσιαστικά φτιάχνει «εναλλακτικές», διαφορετικές μυθοπλασίες.

Οι νέοι σκηνοθέτες, πάντως, διαφοροποιήθηκαν από το σκηνοθετικό, σεναριακό και τηλεοπτικό ακαδημαϊσμό, και ενστερνίστηκαν τις εξελίξεις της κινηματογραφικής γλώσσας, ιδίως του διεθνούς ανεξάρτητου σινεμά. Διαμορφώθηκαν την εποχή της παγκοσμιοποίησης του σινεμά, των μαζικών μέσων επικοινωνίας, μα και των κινηματογραφικών σπουδών, γι’αυτό και χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια και όχι από ελληνοκεντρισμό και παραδοσιακή ελληνικότητα· (εξαιρέσεις υπάρχουν, με κυριότερη τον Οικονομίδη). Οι ταινίες αυτές προσκαλούνται στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και γίνονται δεκτές ευμενώς, κάτι που διευκολύνει την καλλιτεχνική διαδρομή τους.

Όμως, όλα αυτά τα δεδομένα δεν συγκρότησαν ακόμη ένα συγκεκριμένο αισθητικό στίγμα, ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό μοντέλο κινηματογράφου τέχνης,-έτσι κι αλλιώς οικονομικού, δηλ. low budget. Πιθανά δεν υπάρχει μια τόσο μεγάλη ενότητα απόψεων, αναζήτησης και εντοπισμού θεμάτων, παρά τα κοινά τους μυθοπλαστικο-αφηγηματικά στοιχεία και την επιλογή ορισμένων κοινών (όχι πάντα) κοινωνικών θεμάτων.

Στους νεότερους σύγχρονους σκηνοθέτες συναντάμε, παρ’όλα αυτά, ορισμένα κοινά θεματικά και αισθητικά στοιχεία. Στην προβληματική και τις θεματικές των νεότερων κινηματογραφιστών αντανακλώνται τα ζητήματα της ελληνικής κοινωνικής, οικογενειακής, πολιτιστικής και οικονομικής κρίσης. Στα θέματά τους παρεισφρύουν οι καταστάσεις του φόβου, της πνιγηρής καταπίεσης και της εξουσίας της οικογένειας, του πατέρα και του κράτους, της κρίσης και του κινδύνου. Από αισθητικής πλευράς, συνδυάζονται μια σκηνοθετική ματιά ψυχρή και διαυγής, η δημιουργία εικόνων που γεννούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, ένα ιδιότυπο, πρωτότυπο στιλ, κάποιος παγερός ρεαλισμός που δεν κολλάει σε προκαταλήψεις. Επίσης συναντούμε παράξενα, παράδοξα μυθοπλαστικά ευρήματα κι αφηγηματικά μοτίβα. Από αυτά προέκυψε ο χαρακτηρισμός των ξένων για τον κινηματογράφο των νεότερων ελλ. σκηνοθετών, αλλόκοτο ελληνικό σινεμά.

Γυρίστηκαν, σχετικά πρόσφατα, από νέους σκηνοθέτες, μυθοπλαστικές ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα πάνω στο ζήτημα της ελληνικής οικογένειας, όπως ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου, το Αttenberg της Τσαγγάρη, ο Μαχαιροβγάλτης και το Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη, το Wasted Youth του Παπαδημητρόπουλου, το Miss Violence του Αβρανά, το Xenia του Κούτρα και το September της Π.Παναγιωτοπούλου.

Σε αρκετές ταινίες περιγράφεται ένα πλέγμα ιδιότυπων σεξουαλικών σχέσεων, από παράξενων έως διαστροφικών. Η σεξουαλικότητα είναι ένα από τα θέματα των (πιο απελευθερωμένων από παλαιότερα) σύγχρονων σκηνοθετών, για παράδειγμα στα τρία πρώτα φιλμ του Γιάνναρη και στις γυναικείες κι αισθαντικές ταινίες της Μαλέα. Στο σημερινό ρεύμα μπορούμε να εντοπίσουμε αυτή τη θεματική στο Attenberg και στον Κυνόδοντα, στη Miss Violence του Αβρανά, στη Στρέλα και το Xenia του Κούτρα, το Μέσα στο δάσος του Φραντζή, στα Το παιδί τρώει το φαΐ του πουλιού, Suntan του Παπαδημητρόπουλου, Hardcore του Ηλιάδη και στο Lustlands των αδελφών The Callas, κ.λπ. Η σεξουαλικότητα περιγράφεται προσδιορισμένη από τα κοινωνικά δεδομένα. Αρκετές φορές τείνει προς τη διαστροφικότητα, όπως συμβαίνει στα φιλμ Στρέλα, Miss Violence, Κυνόδοντα, Hardcore, κ.α.

Επίσης αξίζει να σημειώσουμε πως εμφανίζονται σήμερα αρκετές ταινίες queer, ομοφυλόφιλης οπτικής, όπως τα Στρέλα και Xenia του Κούτρα, το Μέσα στο δάσος του Φραντζή, χώρια τα παλιότερα Από την άκρη της πόλης του Γιάνναρη και Ριζότο της Μαλέα.       

Το νεότερο σημερινό σινεμά έχει νεύρο, αρκετά συχνά χιούμορ και τη διάθεση να πει ιστορίες, να αφηγηθεί και να πλάσει καταστάσεις και κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Το τελευταίο διάστημα μπορούμε ίσως να διακρίνουμε κάποια εσωστρέφεια στη μυθοπλαστική συγκρότηση ορισμένων ταινιών των νέων σκηνοθετών.

 

cinema_2

 

Οι σημαντικότεροι νέοι τρόπον τινά,  Έλληνες σκηνοθέτες ταινιών με υπόθεση είναι πιθανά οι Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Γιώργος Λάνθιμος, Γιάννης Οικονομίδης, Νίκος Γραμματικός, Περικλής Χούρσογλου, Σωτήρης Γκορίτσας, Φίλιππος Τσίτος, Δημήτρης Αθανίτης, Πάνος Κούτρας, Αλέξανδρος Αβρανάς, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, Τάσος Μπουλμέτης, Κατερίνα Ευαγγελάκου, Αντώνης Κόκκινος, Κώστας Καπάκας, Όλγα Μαλέα, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Ρένος Χαραλαμπίδης, Θάνος Αναστόπουλος, Αγγελική Αντωνίου (Δονούσα, 1992, Χαμένες νύχτες,1997, Eduart, 2006), Νίκος Κορνήλιος, Πέννυ Παναγιωτοπούλου, Στράτος Τζίτζης (Σώσε με, 2001, 45 τετραγωνικά, 2011, Καύση, 2015), Ηλίας Δημητρίου (Fish ‘n’ chips, 2011, Smac, 2015), κ.α..

Ας αναφερθούμε πρώτα, συνοπτικά, στους παλαιότερους Κ.Γιάνναρη, Ν.Γραμματικό, Π.Χούρσογλου, Σ.Γκορίτσα, Δ.Αθανίτη, Τ.Μπουλμέτη, Α.Κόκκινο, Ο.Μαλέα, Κ.Ευαγγελάκου, Κ.Καπάκα, Ρ.Χαραλαμπίδη, Θ.Αναστόπουλο, Αγγελική Αντωνίου, Ν.Κορνήλιο, Π.Παναγιωτοπούλου, κ.α..

Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης (Από την άκρη της πόλης, 1998, Δεκαπενταύγουστος,2001, Όμηρος,2005, Man at sea, 2011, Ξύπνημα της άνοιξης, 2015, και το αγγλικό φιλμ Κοντά στον παράδεισο, 1995) κατέχει καλά τα κινηματογραφικά μέσα. Το προτελευταίο του φιλμ Man at sea περιγράφει, με κοινωνικοπολιτικές προθέσεις, τις εθνικές και κοινωνικές συγκρούσεις σε ένα δεξαμενόπλοιο υπό την διεύθυνση ενός Έλληνα ιδεαλιστή πλοιάρχου. Ο πλοίαρχος δέχθηκε στο πλοίο του, λόγω συμπόνοιας και αλληλεγγύης, μια ομάδα μωαμεθανών, λαθρομεταναστών ναυαγών. Στο πλοίο αναπτύσσονται λογιών-λογιών συγκρούσεις και σχέσεις εξουσίας. Ο Γιάνναρης φτιάχνει ένα δραματικό κοινωνικό φιλμ στον περίκλειστο χώρο του δεξαμενόπλοιου. Δημιουργεί ένα ενδιαφέρον και ηθελημένα παγερό ομαδικό πορτρέτο. Ο σκηνοθέτης μας δείχνει το πλοίο σαν μια αντιπροσωπευτική μικροκοινωνία που την παρουσιάζει σαν μια ακυβέρνητη πολιτεία στην οποία κυριαρχούν οι ανταγωνισμοί, το χάος και οι εξεγέρσεις… Η ταινία είναι κάπως στατική και κλειστοφοβική, και η σκηνοθεσία ψυχρή και αποδραματοποιημένη, ώστε να υπηρετήσει τις καλλιτεχνικές επιδιώξεις και την οργάνωση του νοήματος που επιζητεί ο δημιουργός της. Στο Man at sea ο Γιάνναρης έχει επιλέξει τη μορφή του αποδραματοποιημένου ομαδικού πορτρέτου, γι’αυτό και έχει επιβάλλει στη σκηνοθεσία ένα πολύ ψυχρό, αποστασιοποιημένο στιλ κινηματογράφησης.

Η τελευταία ταινία του Γιάνναρη, Το ξύπνημα της άνοιξης (2015), εξιστορεί υπό τη μορφή της παράλληλης δράσης, την πορεία μιας συμμορίας νέων που κάνει ένοπλες ληστείες. Η αφήγηση περιγράφει τις ανακρίσεις των νεαρών από την αστυνομία, μετά τη σύλληψή τους, ενώ οι γονείς τους περιμένουν στην αίθουσα αναμονής, και παράλληλα, με απανωτά φλας-μπακ, τη γνωριμία και τις πρώτες συναντήσεις των μελών της συμμορίας και την κατοπινή, βίαιη κι αιματοβαμμένη διαδρομή τους, μέχρι την τελική ληστεία μετά φόνων.

Η συμμορία αποτελείται από ορισμένα παιδιά του λυκείου της Γκράβας, κάποιους νέους αλβανικής καταγωγής και ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Σε αυτούς προστίθεται ένας ευαίσθητος νεαρός με αναρχικές πολιτικές ανησυχίες και ομοφυλοφιλικές τάσεις, που δεν χωρά μεσ’στο πετσί του. Στην αρχή κάνουν μικρότερες ληστείες, μετά οδηγούνται, λόγω της “κακής στιγμής”, στο φόνο ενός αστυνομικού και κατόπιν μπλέκονται στην ένοπλη ληστεία μιας απομονωμένης βίλας, κατοικημένης από πλούσιους και “μισητούς” Γερμανούς… Η απόληξη είναι νομοτελειακά η σύλληψή τους.

Ο Γιάνναρης λίγο λίγο, μέσα από λεπτομέρειες, συμπληρώνει το παζλ των χαρακτηριστικών των νεαρών ηρώων του. Πρόκειται κυρίως για νέους που ψάχνονται και παραπαίουν, που έχουν χάσει το βηματισμό τους, συνήθως από μισοδιαλυμένες οικογένειες, επιβαρυμένοι από ψυχολογικά ή οικογενειακά προβλήματα. Νεαροί που επέλεξαν την οδό της βίαιης αναζήτησης του χρήματος, της χειραφέτησης και της προσωπικής εξέγερσης, ορισμένοι από αυτούς αισθανόμενοι ξένοι στη σημερινή ελληνική κοινωνία, αλβανικής καταγωγής, οι οποίοι οδηγούνται σε κλοπές και άλλα ποινικά αδικήματα, άλλοι που υιοθετούν μια αντεξουσιαστική συμπεριφορά και πολιτική στάση, που επιδιώκουν να ζήσουν μέσα από το έντονο σεξ ή να ξεφύγουν παίρνοντας ναρκωτικά κι επιλέγοντας παραβατικές συμπεριφορές. Το κοινωνικό περιβάλλον των νεαρών είναι μικροαστικό ή φτωχό και λαϊκό ειδικά για τα παιδιά των μεταναστών.

Ο Γιάνναρης περιγράφει τα πρόσωπά του, θα λέγαμε, με μια ουδετερότητα, χωρίς να δίνει δίκιο σε κάποιον, χωρίς να παίρνει το μέρος κανενός. Βέβαια ενδιαφέρεται για τους νέους, τις πράξεις, τις δοκιμασίες, τα παθήματα και τις περιπέτειές τους, μα δεν ταυτίζεται μαζί τους. Ακόμη λιγότερο ταυτίζεται με τους ενήλικες και την κοινωνία τους, την οποία αντιμετωπίζει επικριτικά. Περιγράφει από κάποια απόσταση, με κάποια ψυχρότητα τους νεαρούς ήρωες και την πορεία τους, σαν ανατόμος και εντομολόγος. Έτσι έκανε στα περισσότερα φιλμ του, ακόμη και στο πρώτο του ελληνικό -πολύ πετυχημένο κι εκφραστικό- φιλμ Από την άκρη της πόλης (1998), το οποίο είχε παρόμοιους ήρωες, παιδιά μεταναστών που έρεπαν προς την παραβατικότητα και το έγκλημα. Εξαίρεση απετέλεσε ο Δεκαπενταύγουστος (2001), ταινία πιο συναισθηματική από τις υπόλοιπες. Ο Έλληνας σκηνοθέτης στο Ξύπνημα της άνοιξης δεν υιοθετεί τη συναισθηματική μέθεξη στη μυθοπλασία του, δεν υιοθετεί τη συναισθηματική συνταύτιση, τη συγκίνηση και το συναίσθημα. Παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και τις δραστηριότητες των νεαρών κριτικά, από απόσταση, μάλλον παγερά. Χρησιμοποιεί ακόμη και ινσταντανέ φωτογραφιών παγώνοντας τα δρώμενα. Γι’ αυτό και τελικά δεν επέρχεται καμιά λύτρωση.

Η κριτική ματιά ήταν από παλιά διακριτικό γνώρισμα του σκηνοθέτη. Εδώ περιγράφει, διακριτικά, τον κοινωνικό περίγυρο, δίνει το κοινωνικό και πολιτικό στίγμα και πλαίσιο των δρώμενων. Τα αντιλαμβανόμαστε εκόμη και από τα πάμπολλα, νεανικά, πολιτικά συνθήματα στους τοίχους ενάντια στην εξουσία και στην καταπίεση. Η άποψή του όμως, αν και εκφράζει εμφανέστατα αντιπάθεια προς το σύστημα, δεν εντάσσεται σε καμιά (αριστερή) πολιτική ορθότητα. Για παράδειγμα η σύνδεση των ποινικών με τους αντιεξουσιστές που μας παρουσιάζει, δεν είναι αρεστή σε μια αντίληψη αριστερής πολιτικής ορθότητας.

Ο Γιάνναρης παραμένει και σ’αυτή την ταινία του, μαιτρ του ντεκουπάζ, της πλανοθεσίας, της σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας και του μοντάζ (του μοντέρ Μαυροψαρίδη). Το Ξύπνημα της άνοιξης είναι ταινία πολύ και προσεκτικά ντεκουπαρισμένη σε πλάνα και μονταρισμένη. Κάποιοι κριτικάρουν π.χ. το Ξύπνημα της άνοιξης ή τον Όμηρο (2005) για υπερβολική δεξιοτεχνία που καθιστά τα φιλμ κάπως στεγνά, χωρίς γνήσια συγκίνηση και συναίσθημα. Ο Γιάνναρης γνωρίζει πολύ καλά την κινηματογραφική γλώσσα και τα μέσα της, το ντεκουπάζ και το πλανάρισμα, είναι ένας βιρτουόζος και ο κινηματογράφος που φτιάχνει δεν θα μπορούσε να αποποιηθεί αυτές τις ικανότητές του.

 

cinema_3

 

Ο Νίκος Γραμματικός σκηνοθέτησε τα φιλμ Κλειστή στροφή, 1991, Η εποχή των δολοφόνων,1993, Απόντες,1996, Ο βασιλιάς,2002, Αγρύπνια, 2005, και ένα docudrama πάνω στην έρευνά του για τη σκηνοθεσία της Μήδειας του Ευριπίδη, Μήδεια, κρείσσων των εμών βουλευμάτων, 2013. Ο Γραμματικός έχει δουλέψει πολύ πάνω στο κοινωνικό και το αστυνομικό είδος, συχνά συνδυάζοντας και τα δύο, με πολύ μεράκι, κινηματογραφοφιλική διάθεση, σκηνοθετική επιδεξιότητα και γνώση των κοινωνικών μηχανισμών και λειτουργιών. Μπορούμε να πούμε πως είναι ο σκηνοθέτης της νέας γενιάς που εμφανίστηκε πρώτος κι άνοιξε ίσως το δρόμο στους άλλους.

Ο Περικλής Χούρσογλου (Λευτέρης Δημακόπουλος,1993, Ο κύριος με τα γκρι,1997, Μάτια από νύχτα,2002 , Ο διαχειριστής, 2009), βασίζεται στο πλάσιμο χαρακτήρων και μυθοπλαστικών και δραματικών καταστάσεων, στηριγμένος στα βιώματα και τα συναισθήματα. Το πιο ενδιαφέρον ήταν το πρώτο φιλμ του Λευτέρης Δημακόπουλος, με το οποίο μας παρουσιάζει την ανατομία μιας κατηγορίας νέων ανθρώπων, της γενιάς του Πολυτεχνείου, που πρώτα επαναστάτησαν και κατόπιν συμβιβάστηκαν με τις απαιτήσεις και τα οικονομικά δεδομένα της νεοελληνικής κοινωνίας… Με το τρίτο φιλμ του Μάτια από νύχτα, ο Περικλής Χούρσογλου φτιάχνει άλλη μια χαμηλότονη κι ευαίσθητη ταινία, γύρω από συνηθισμένους ανθρώπους και τα συναισθήματά τους. Ο Χούρσογλου σκύβει με ενδιαφέρον, στοργή και ζεστασιά πάνω από τα ταπεινά προβλήματα των καθημερινών προσώπων του. Η ιστορία είναι απλή, πρόκειται για τη συνάντηση των διαδρομών τριών ανθρώπων, ενός νταλικέρη, της αρραβωνιαστικιάς του και της νεαρής, ευκαιριακής ερωμένης του. Η εμμονή του σκηνοθέτη στην ενασχόληση με συνηθισμένους, μικροαστικούς χαρακτήρες, μερικές φορές δίνει στις ταινίες του μια χροιά πολύ χαμηλότονη και χαμηλόφωνη.

Ο Σωτήρης Γκορίτσας (Δέσποινα, 1990, Απ’το χιόνι,1993, Βαλκανιζατέρ,1998, Μπραζιλέρο,2001, Παρέες, 2006, Απ΄τα κόκαλα βγαλμένα, 2010) έχει γνήσια κωμική και σατιρική φλέβα και ευαισθησίες για τα ζητήματα της νεοελληνικής κοινωνίας της λαμογιάς και της αρπαχτής, και γι’αυτό καταφέρνει να δημιουργεί προβληματιζόμενα φιλμ που κεντρίζουν τα κοινωνικά ενδιαφέροντα του θεατή και ταυτόχρονα τον διασκεδάζουν. Οι κοινωνικοί τύποι και χαρακτήρες του έχουν γνησιότητα και οι πολιτισμικοκοινωνικές καταστάσεις που στήνει ή περιγράφει έχουν πειστικότητα κι αντιπροσωπευτικότητα, διαποτισμένες από πηγαίο χιούμορ. Το Βαλκανιζατέρ και το Μπραζιλέρο σημάδευσαν την εξέλιξη του ρεύματος ταινιών των νέων Ελλήνων σκηνοθετών, με το κέφι, τη ζωηρότητα, το σαρκασμό τους και την επαφή που έπιασαν με τους θεατές τους και το ταμείο. Οι χλευαστικές κοινωνικές κωμωδίες και σάτιρες είναι οι πιο εύστοχες και πετυχημένες ταινίες του, τόσο κινηματογραφικά όσο και εισπρακτικά (έγιναν σημαντικές εμπορικές επιτυχίες που ενσωματώνουν τον κοινωνικό προβληματισμό και την εύστοχη, καίρια κοινωνική κριτική).

Το τελευταίο του φιλμ Απ΄ τα κόκαλα βγαλμένα είναι μια κοινωνική σάτιρα για το ΕΣΥ, με συγκρατημένο, «δαγκωμένο» χιούμορ. Οι Παρέες κινούνται σε έναν σοβαρό τόνο. Η κωμική, σατιρική διάθεση είναι το ύφος που ταιριάζει περισσότερο στον Σ. Γκορίτσα.

Ο Δημήτρης Αθανίτης γύρισε επτά μεγάλου μήκους ταινίες που μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: Στην πρώτη, τα δύο πρώτα φιλμ του, Αντίο Βερολίνο (1994) και Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο (1997) και το τελευταίο του Invisible είναι λιτά, σχεδόν μινιμαλιστικά φιλμ. Από αφηγηματική οπτική, πρόκειται για απλές μυθοπλασίες, που εξιστορούν μια μοναδική ιστορία που αναπτύσσεται εξελισσόμενη προς το τέλος της. Με το Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας (1999) εισέρχεται στη δεύτερη περίοδο του έργου του και περνά σε μια μυθοπλασία πολυπρόσωπη, κατηγορία στην οποία ανήκουν και τα φιλμ 2000+1 στιγμές (2000), Η πόλη των θαυμάτων (2005) και το Τρεις μέρες ευτυχίας (2011). Στις Τρεις μέρες ευτυχίας, η μυθοπλασία διασπάται σε παράλληλες αφηγήσεις που ακολουθούν τις πορείες πολλών διαφορετικών χαρακτήρων.

Το 2015 γύρισε το τελευταίο του φιλμ Invisible, που ασχολείται με έναν φτωχό κι άνεργο εργάτη που μόλις έχει απολυθεί, έπαθε κατάθλιψη και θέλει να σκοτώσει το αφεντικό του για την αναπάντεχη απόλυσή του. Απλό, αδρό και λιτό, κοινωνικό μα και ψυχολογικό φιλμ χαμηλού προϋπολογισμού, που διαδραματίζεται σε μια απρόσωπη, ερημωμένη βιομηχανική ζώνη. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η στεγνή και ψυχρή σχέση του διαζευγμένου πατέρα με την παγερή, πρώην γυναίκα του και ιδίως τον ανεπιθύμητο, παραπεταμένο, μικρό γιο του που τον σέρνει πέρα δώθε ως ασήκωτο βάρος…

Ο Τάσος Μπουλμέτης, μετά την πιο ελεύθερη Βιοτεχνία ονείρων (1990) γύρισε το 2003 μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του σημερινού ελληνικού κινηματογράφου, την ατμοσφαιρική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, πολύ καλοκουρδισμένη και μαεστρικά σκηνοθετημένη Πολίτικη κουζίνα.

Η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του είναι ο Νοτιάς, γυρισμένη το 2015, πάνω στην ενηλικίωση κι ωρίμανση ενός εφήβου κατά τη διάρκεια της δύσκολης, πολιτικοποιημένης δεκαετίας του ’70. Πρόκειται για μια αισθαντική, φιλόδοξη καλλιτεχνική ταινία (που επιδιώκει να φέρει το θεατή στο ταμείο των κινηματογράφων και συνακόλουθα να τον γοητεύσει), η οποία έχει ένα σοβαρότατο concept, να εκθέσει γλαφυρά, με λυρισμό, σφρίγος και αφηγηματική αποτελεσματικότητα, σε ισορροπία μεταξύ τους, πολλά, ουσιώδη και θεμελιώδη θέματα: Την παιδική ηλικία, την παιδική φαντασία, τάση φυγής κι ονειροπόλησης· τη μικροαστική οικογένεια (εδώ παραδοσιακή μα και λίγο τρελούτσικη ταυτόχρονα)· την πολιτική ένταξη και δράση των νέων, που ήταν κανόνας μετά την πτώση της χούντας· τον έρωτα, παιδικό, εφηβικό, νεανικό και τη διαχείριση της (ερωτικής και άλλης) απώλειας, εκ μέρους του νεαρού ήρωα· και την αισθητική επιλογή να κοιτάζεις μέσα από έναν φακό φτιάχνοντας φωτογραφίες ή ταινίες. Τελικά τη σχέση ζωής/έρωτα/ονείρου/τέχνης/πολιτικής/κοινωνίας/ζωής κ.ο.κ. Ο Τάσος Μπουλμέτης κατορθώνει να φέρει σε πέρας με επιτυχία, μεράκι, τρυφερότητα, χιούμορ, ανθρωπιά, διασκεδαστικό και γλυκόπικρο τόνο, ένα μεστό κι ουσιαστικό, (εμπορικο)καλλιτεχνικό project, μερικές φορές ακροβατώντας σε τεντωμένο σχοινί (έχει επιλέξει να το τεντώσει ο ίδιος). Το αποτέλεσμα, το συνολικό έργο, ημιαυτοβιογραφικό, χαρακτηρίζεται από χάρη, φρεσκάδα, κέφι, φαντασία, κωμικότητα, στοχασμό και αυτογνωσία, ερωτικές επιθυμίες και ορμές. Είναι ένα μείγμα ρεαλισμού και ποιητικής εικονοπλασίας κι αναπόλησης, νοσταλγίας. Το σινεμά του Μπουλμέτη διακρίνεται για τον προσωπικό ποιητικό ρεαλισμό του. Η διαρκώς αναζητούμενη ισορροπία μερικές φορές είναι δύσκολη κι επικίνδυνη. Υπάρχει, για παράδειγμα, η επισφαλής σεναριακή ιδέα της πρότασης του νεαρού Σταύρου στην κινηματογραφική ομάδα του Πανεπιστημίου να φτιάξουν μια μικρού μήκους στην οποία ανακατεύεται η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα με τον Δούρειο Ίππο της Τροίας. Η εικονοποίηση της ιδέας από τον Μπουλμέτη είναι κάπως αβέβαιη και λίγο απέχει από την αστοχία, μάλλον φαλτσάροντας.

Κατά κανόνα, όμως, οι κοινωνικοπολιτικές αναφορές στην πολιτική κατάσταση κι ατμόσφαιρα της ρευστής εκείνης εποχής και ειδικότερα στη μάλλον γραφική κι αφελή πολιτικοποίηση των τότε νέων, είναι πολύ πετυχημένες, αναστοχαστικές και κοινωνιολογικά ενδιαφέρουσες. Χιουμοριστικές, γουστόζικες, ειρωνικές και αληθινές είναι, βέβαια, οι σκηνές που αναφέρονται στους φοιτητές του πολιτιστικού, κινηματογραφικού τμήματος του Πανεπιστήμιου Αθηνών, οι οποίοι συζητούν αενάως περί τέχνης, κινηματογράφου και ιδεολογίας με μια σχηματική, υπερπολιτικοποιημένη προσέγγιση, οι οποίοι γυρίζουν μικρού μήκους ψηφίζοντας για τις σεναριακές και σκηνοθετικές επιλογές κι εφαρμόζουν τη λύση που πλειοψηφεί… Η αριστερή καλλιτεχνική ομάδα κινείται μεταξύ ΚΝΕ, Ρήγα Φεραίου και ολίγης ΠΑΣΠ, χαρακτηρίζεται από έναν απλοϊκό, μετεφηβικό αριστερό δογματισμό, ο οποίος -σαν να μην έφθαναν αυτά- μπολιάζεται από τη φαντασιοπληξία και την τρέλα του νεαρού Σταύρου για την (αντεστραμμένη κι υπονομευμένη από τον ίδιο) αρχαία ελληνική μυθολογία και γραμματεία! Οι φοιτητές του κινηματογραφικού τμήματος του Καποδιστριακού, μετά από εισήγηση του Σταύρου, ψηφίζουν τη δημιουργία μιας μικρού μήκους που ανακατεύει άτεχνα την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που βιώνει ένας φοιτητής που έρχεται στην Αθήνα από την επαρχία, με το έπος της Ιλιάδας και την κατάληψη της Τροίας!…

Ο Νοτιάς καταπιάνεται επίσης με τις χαρές, τις ηδονές, τις διαψεύσεις και τις πίκρες του έρωτα, καθώς και την κατάρρευση των ειδώλων και των μύθων, ερωτικών, πολιτικών και εθνικών. Ο Μπουλμέτης διαχειρίζεται ευαίσθητα, ανθρωποκεντρικά και συναισθηματικά τις ματαιώσεις των συλλογικών ή οικογενειακών ή προσωπικών μύθων… Γνωρίζει πολύ καλά πώς να αφηγείται, πώς να ανακατεύει τις δόσεις των συστατικών του και πώς να τα αναπλάθει και να τα ανασταίνει εικαστικά, πλαστικά, στην οθόνη. Εμείς σίγουρα αναγνωρίσαμε την ενθουσιώδη, αφελή κι αθώα, καλλιτεχνική νιότη μας, γι’ αυτό και η ταινία μας άγγιξε σε βάθος. Αναρωτιόμαστε πόσο μπορεί να αγγίξει τις νεότερες γενιές του internet και του σύγχρονου life style, ακόμη κι αν αυτό είναι αριστερίζον.

Ο Αντώνης Κόκκινος γύρισε τα τρυφερά φιλμ Τέλος εποχής,1994, Ο αδελφός μου και εγώ,1997, Πάμπτωχοι Α.Ε.,2000, Μαραθώνιος, 2004. Αν εξαιρέσουμε την κωμωδία Πάμπτωχοι Α.Ε., ο Κόκκινος διακρίνεται ως ένας νοσταλγικός, διακριτικός κι ευαίσθητος σκηνοθέτης συναισθημάτων. Οι δύο πρώτες ταινίες του ξεχωρίζουν για την αισθαντική αναπόληση και την διακριτική ποιότητά τους…

Η Όλγα Μαλέα κατάφερε, με τις κοινωνικές κωμωδίες της, να συνδυάσει τις απαιτήσεις για ποιότητα με την εμπορικότητα, με πρώτη ύλη το κωμικό στοιχείο και τη σεξουαλικότητα. Τα φιλμ της, οι έντονα γυναικείες ταινίες Ο οργασμός της αγελάδας (1996), Η διακριτική γοητεία των αρσενικών (1998) και το Ριζότο (2000), οι -περί παιδεραστίας και σεξ- Λουκουμάδες με μέλι (2005) και η πολιτική σάτιρα Πρώτη φορά νονός (2007), πλησίασαν το κοινό και του άρεσαν. Το 2012 γύρισε ψηφιακά, με γνώση των ιδιαιτεροτήτων του ψηφιακού μέσου, το αξιοπρόσεχτο ψυχολογικο-κοινωνικό φιλμ Ματζουράνα, περί της κακοποίησης ενός κοριτσιού από τη φιλόδοξη μητέρα της (και όχι μόνο), που θέλει να την κάνει σταρ της TV…

Η Κατερίνα Ευαγγελάκου (Θα το μετανιώσεις,2001, Ώρες κοινής ησυχίας,2006, και, 1994, το πρώτο της φιλμ, το πρωτόλειο Ιαγουάρος) φτιάχνει εύστοχες, ζωντανές και δημιουργικές ταινίες όταν τις μπολιάζει με το χιούμορ της. Έχει έντονη αίσθηση των κοινωνικών δεδομένων και δρώμενων. Το πολυβραβευμένο, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Θα το μετανιώσεις, δεύτερο φιλμ της Ευαγγελάκου, μια εύθυμη και έξυπνη κοινωνική κομεντί, κέρδισε κοινό και κριτικούς. Το Θα το μετανιώσεις αναφέρεται στη ζωή μιας σαραντάρας γυναίκας που έχει παραιτηθεί από τα όνειρά της και έχει περιοριστεί στους κλειστούς ορίζοντες της επαρχίας, συμπιέζοντας την ενέργειά της. Η Ευαγγελάκου φτιάχνει, με χάρη και κέφι, ένα ομαδικό πορτρέτο ανθρώπων που έχουν αναγκαστεί να θυσιάσουν τις κρυφές επιθυμίες τους και να προσαρμοστούν στη μίζερη καθημερινότητα. Οι Ώρες κοινής ησυχίας, επίσης αξιόλογο, είναι ρεαλιστικό και πιο σοβαρό, ένα πολυπρόσωπο φιλμ που ακολουθεί τις διαδρομές των ηρώων του στη σύγχρονη Αθήνα, τη νύχτα.

Ο Κώστας Καπάκας (Peppermint,1999, Uranya, 2006, Magic hour, 2011) περιγράφει με τρυφερότητα, νοσταλγία και χιούμορ τον κόσμο της ανεμελιάς, της φιλίας και των χαμένων παιδικών μας χρόνων. Το τελευταίο του φιλμ Magic hour είναι ένα φευγάτο buddy και road movie, που αρκετές φορές αναφέρεται -με σατιρικό τρόπο- στον ελληνικό κινηματογράφο και τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, και άλλοτε λειτουργεί καλά, άλλοτε λιγότερο λόγω στερεοτύπων.

Ο χιουμορίστας, χαρακτηριστικός τύπος και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης  σκηνοθέτησε τα εύθυμα, διασκεδαστικά, ατμοσφαιρικά και προσωπικά, κωμικά φιλμ No budget story,1997, Φτηνά τσιγάρα,2000, Η καρδιά του κτήνους, 2005, και 4 μαύρα κοστούμια, 2010.

Ο Θάνος Αναστόπουλος γύρισε ταινίες καθαρά καλλιτεχνικές, με προσωπική αισθητική σφραγίδα και δικό του ύφος, που εξελίχθηκε από ένα στυλ πιο ποιητικό σε μια αισθητική περισσότερο λιτή και ρεαλιστική: Όλο το βάρος του κόσμου,2003, Διόρθωση, 2007 και Η κόρη (2012), ταινία με πιο απλό και αδρό κοινωνικό ρεαλισμό από τις προηγούμενές του. Το 2016 συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών το δημιουργικό ντοκιμαντέρ του Η τελευταία παραλία γύρω από τον αυθαίρετο διαχωρισμό των φύλων και των ανθρώπων, απομεινάρια σήμερα μιας ξεπερασμένης παλαιής αντίληψης…

Η Αγγελική Αντωνίου (Δονούσα, 1992, Χαμένες νύχτες,1997, Eduart, 2006) μεριμνά, με σκηνοθετική φροντίδα, καλλιέπεια και γνώση της κινηματογραφικής αισθητικής, για τη σκιαγράφηση των ηρώων της και των καταστάσεων που βιώνουν. Θα γυρίσει επίσης το μυθιστόρημα της Φακίνου Για να δει τη θάλασσα.

Ο Νίκος Κορνήλιος έχει ζήσει και σπουδάσει για πολλά χρόνια στο Παρίσι, θέατρο, μουσική, κινηματογράφο και αρχιτεκτονική. Έχει γυρίσει τα φιλμ Ισημερία (1991), Το αθώο σώμα (1997), Ο κόσμος ξανά (2002), Η μουσική των προσώπων (2008), Τρίτη (2010), 11 συναντήσεις με τον πατέρα μου (2012), Μητριαρχία (2014) και Το κυπαρίσσι του βυθού (2015). Οι ταινίες Τρίτη, Ο κόσμος ξανά, Ισημερία, 11 συναντήσεις με τον πατέρα μου και το πιο ποιητικό-ατμοσφαιρικό-εφιαλτικό Το αθώο σώμα είναι πιστεύω οι καλύτερες ταινίες του. Μοιάζουν με ένα ψηφιδωτό, ένα μωσαϊκό στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων, κινούνται στο χώρο του σινεμά με ηθοποιούς και υπόθεση, κι έχουν και οι πέντε ποιητικές διαστάσεις…

Εκτιμώ, κάπως σχηματικά, πως ο Ν.Κορνήλιος έχει τρία κινηματογραφικά ύφη, στυλ, ένα ποιητικό, ένα μυθοπλαστικό και ένα ντοκιμαντερίστικο, σε διαφορετικές αναλογίες από ταινία σε ταινία. Όταν κυριαρχεί απόλυτα το ποιητικό, δημιουργεί προβλήματα κι ερωτηματικά (βλ. Το κυπαρίσσι του βυθού)… Πιο επιτυχής είναι ο συνδυασμός δύο ή τριών τεχνοτροπιών, ιδίως των δύο πρώτων, όπου το μυθοπλαστικό μέρος προσδίδει νεύρο και ραχοκοκαλιά στα φιλμ.

Συνολικά βρίσκω πιο πετυχημένες και ολοκληρωμένες αισθητικά πέντε ταινίες του με υπόθεση: Τρίτη, ένα μοντέρνο, εκφραστικό και σύγχρονο, περί σχέσεων φιλμ -οι οποίες διαδραματίζονται στη σημερινή Αθήνα-, απλό και συνάμα σύνθετο. Το Ο κόσμος ξανά, όμορφο φιλμ περιπλάνησης με νέους (στοιχείο από μόνο του ενδιαφέρον), με ποίηση αλλά και αφηγηματικότητα (ραχοκοκαλιά πολύ χρήσιμη στο ποιητικών προεκτάσεων σινεμά του Κορνήλιου).

Η Ισημερία σαγηνεύει με το πολιτισμικό μπαγκράουντ και τις πολιτιστικές αναφορές, αρχαιοελληνικές και βυζαντινές, μα και τις αναφορές σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες που αναμιγνύονται, συν τις ανθρώπινες σχέσεις που πλέκονται έντεχνα στη μυθοπλασία. Όλα μαζί δίνουν ενδιαφέρον περιεχόμενο και πολλαπλές σημασίες στο φιλμ.

Οι 11 συναντήσεις με τον πατέρα μου έχουν ευαισθησία, συναίσθημα, ωραία εκφραστική εικόνα, χαρακτήρες κι ατμόσφαιρα… Ίσως το τελευταίο μέρος να μπορούσε να γεμίσει μυθοπλαστικά περισσότερο, με την προσθήκη μιας ακόμη σκηνής.

Το “δυστοπικό” Αθώο σώμα είναι μορφολογικά ολοκληρωμένο, ποιητικό, ζοφερό κι έχει “ζουμί”, νόημα, και στέρεη αισθητική και ατμόσφαιρα. Γενικότερα προτιμώ περισσότερο τις, σχηματικά, “ποιητικές μυθοπλασίες” του στυλίστα Κορνήλιου, είναι ένα είδος κινηματογράφου που το χειρίζεται καλά…

Ο Ν.Κ. έχει φτιάξει και δύο docudrama ή αλλιώς docufiction, δηλαδή δυο ταινίες σκηνοθετημένες, μα που εμπεριέχουν αρκετά ντοκιμαντερίστικα δεδομένα ή στοιχεία του σινεμά-βεριτέ: Το Η μουσική των προσώπων [μια κάπως μονότονη (αντι)παράθεση μονολόγων διαφόρων ανθρώπων -σε γκρο πλαν- που διακατέχονται από απελπισία, αδιέξοδα, μελαγχολία ή οργή] και τη διάρκειας 150 λεπτών, Μητριαρχία, ένα στρατευμένο -σε πολύ έντονο τόνο- στον φεμινισμό, “ψευδοντοκιμαντέρ”, πολύ μεγάλης διάρκειας και ιδεολογικής επιθετικότητας…

Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου  σκηνοθέτησε το 2002 το συναισθηματικό φιλμ μνημών Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου, για ένα αγόρι που χάνει τον πολυαγαπημένο του νέο πατέρα, και το 2013 το πιο διαυγές και ψύχραιμο, πιο ελεγχόμενο σκηνοθετικά, September. Το September διηγείται τις προσπάθειες μιας μοναχικής κοπέλας, μετά το θάνατο του σκύλου της, να ενσωματωθεί στη «γεμάτη» ζωή μιας γειτονικής οικογένειας, κοντά στο σπίτι της, που της επιτρέπει να θάψει το σκύλο στην αυλή της. Το September είναι ένα καλοσκηνοθετημένο, ψυχολογικό φιλμ πάνω στην απελπισία της μοναξιάς και της δυσκολίας επικοινωνίας του μοναχικού, προβληματικού λόγω απομόνωσης ανθρώπου, εδώ μιας παράταιρης, δυσλειτουργικής, μονομανούς, τριαντάρας κοπέλας που υποδύεται με μεγάλη εσωτερικότητα η Νόρα Καρβούνη. Το September, γυρισμένο ψηφιακά, με καλή και λειτουργική μορφική-αισθητική προσέγγιση, αποτελεί σίγουρα ένα αποφασιστικό βήμα προς τα μπρος της Π.Παναγιωτοπούλου, προς ένα σκηνοθετικά σκεπτόμενο σινεμά.

Ενδιαφέροντα φιλμ έχουν φτιάξει και οι σκηνοθέτες Δημήτρης Ινδαρές (Ο τσαλαπετεινός του Γουαϊόμινγκ,1995, Γαμήλια νάρκη, 2003), Πάνος Καρκανεβάτος (Μεταίχμιο,1995, Χώμα και νερό,1999, Καλά κρυμμένα μυστικά – Αθανασία, 2008, Όχθες, 2014), Γιάννης Φάγκρας (Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω, 2001, Forget me not, 2013), Φωτεινή Σισκοπούλου (Η ζωή ενάμισυ χιλιάρικο,1996, Rakushka, 2004), Άγγελος Φραντζής (Polaroid, 2000, Το όνειρο του σκύλου, 2005, Μέσα στο δάσος, 2009, Σύμπτωμα, 2015), Λάγια Γιούργου (Το σπίτι στην εξοχή,1994, Αύριο θα’ναι αργά,2002, Λιούμπη, 2005, Κόκκινος ουρανός, 2011), Ελισάβετ Χρονοπούλου (Μικρή Άρκτος, 2015, Ο Αννίβας προ των πυλών, 2011, Ένα τραγούδι δεν φτάνει, 2003), Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (Ύψωμα 33, 1998, Ο γιος του φύλακα, 2006, Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής, 2014), Ντένης Ηλιάδης (Hardcore, 2004, που συνεχίζει στις ΗΠΑ με τα δύο αμερικάνικα θρίλερ του: The Last House on the Left, 2008, και Plus 1, 2013), κ.α….

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top