Fractal

Διήγημα: “Το στοίχημα”

Της Μαρίας Αμέντα // *

 

 

 

«Ντούκου», «πέντε μάρκες», «τα βλέπω», «πάσο», «τα βλέπω», «ανεβάζω», «τα βλέπω», «σαράντα μάρκες», «δικαίωμα»! Το τραπέζι είχε στηθεί σήμερα από νωρίς το απόγευμα. Το καφενοταβερνείο του Στραβομάτη δεν είχε προλάβει καλά-καλά να καθαριστεί από τα χθεσινοβραδινά. Το Τασάκι, τον γιο του ψωμά, το είχε πάρει στη δούλεψη του ο Σταύρος ο Στραβομάτης, τσούκλι το δεύτερο που του το είχαν κολλήσει οι ποκαδόροι γιατί έκανε τα στραβά μάτια στα πονταρίσματα, στα στοιχήματα και γενικά ήταν «τάφος» στις συνεννοήσεις εντός του καφενείου και τίποτα δεν μαθευόταν στο χωριό. Παρεκτός εάν «ψάρευαν» οι γυναίκες τους το Τασάκι που, όπως ήταν λειψό στο μυαλό, με τα γλυκά που το φίλευαν, κατάφερναν να μαθαίνουν κουτσά-στραβά τα καθέκαστα. Μαζί όμως με τα γλυκά έτρωγε και αρκετές σβουριχτές σφαλιάρες από τον πατέρα του που του φώναζε πως θα τον διώξει ο Στραβομάτης που μαντατεύει τα απόκρυφα του «ιερού». Έτσι αποκαλούσαν συνθηματικά το καφενείο, γιατί δεν έμπαινε κανένας αμύητος όταν είχαν πια μαζευτεί για τον «μυστικό δείπνο», την πόκα εν ολίγοις, ούτε κανείς εκτός από τους «αποστόλους ή κοσμοκαλόγερους», όπως αποκαλούσαν τους εαυτούς τους, μπορούσε να βρίσκεται εκεί αν δεν είχε «βαφτιστεί», δεν είχε δηλαδή ρίξει ζεστό χρήμα στην «κολυμπήθρα», στο καρέ να πούμε. Με αυτά περίπου τα συνθηματικά αναφέρονταν στα όσα συνέβαιναν στις «συναγωγές», στις συνάξεις τους δηλαδή, ανακατεύοντας ορολογίες και θρησκείες, μιας και τους νεοσύλλεκτους τους αποκαλούσαν «νεωκόρους», ενώ όσους πόνταραν μικρά ποσά και με δυσκολία τους βάφτιζαν «Εβραίους». Έτσι πίστευαν πως θόλωναν τα νερά στους συγχωριανούς τους που καθόλου ανυποψίαστοι για τα τεκταινόμενα κεκλεισμένων των θυρών, μαζεύονταν τις Κυριακές μετά την εκκλησιά στα τραπεζάκια που είχε βγάλει ο Στραβομάτης έξω από το καφενείο για τον πρωινό καφέ ή κανένα ουζάκι με μεζεδάκι που μπορεί να είχε μείνει κι αποβραδίς, πριν πάνε στα σπίτια τους για το μεσημεριανό φαγητό. Και ενώ ήταν κοινό μυστικό πως όλα αυτά τα «ιερά» και τα «όσια» που τσαμπούναγαν οι ποκαδόροι έκρυβαν από πίσω τα μύρια ανόσια, κανένας δεν εναντιωνόταν που προσβάλουν έτσι τα θεία, γιατί είτε δεν ήθελαν να ανακατευτούν με τα πίτουρα, είτε ενδόμυχα νοστιμεύονταν και οι ίδιοι τα κέρδη του «μυστικού δείπνου». Μόνο όταν έβλεπαν να κατηφορίζει ο παπάς για τον πρωινό καφέ του αφού είχε ξετελέψει με όλους όσοι ήλθαν να κοινωνήσουν, τους άντρες τους τελείωνε πρώτους για να προλάβουν κανένα κενό τραπεζάκι και για λόγου* του, τελευταίες άφηνε τις γριές που έτσι και αλλιώς χασομεράνε να κουσελεύουν* από πόρτα σε πόρτα με το που βγαίνουν από την εκκλησιά, τότε άκουγες σκόρπια και μακρόσυρτα «σουςςς» και «σουςςς» και έπεφτε ευθύς σύρμα για να αποφύγουν τον «εξάψαλμο» επί δικαίων και αδίκων. Και θα τους έστελνε ο παπάς για όλα αυτά και άλλα πολλά στο πυρ το εξώτερον αν μάθαινε πως από τα προσωνύμια δεν γλίτωσε ούτε ο «άρτος»… όταν στην αρχή του παιχνιδιού μοίραζαν τα φύλλα της τράπουλας, ούτε το «θυμιατό»… για όσους κάπνιζαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, αλλά ούτε και η «εξομολόγηση»… όταν ο παίκτης δεν χρειαζόταν να πει ποιου χρώματος άσσο έχει. Ακόμη και ο δύσμοιρος ο Τάσος έγινε για την ευκολία τους Τασάκι, για να μην αναγκάζονται κάθε τρεις και λίγο να φωνάζουν «Τάσοοο, τασάκι», φώναζαν όνομα και αντικείμενο μαζί, και έτρεχε το Τασάκι μέσα στην κάπνα του καφενείου που δεν έβλεπε ο ένας τα μούτρα του άλλου, να τους αδειάσει για εξακοσιοχιλιοστή φορά το τασάκι. Το Τασάκι, λοιπόν, είχε αποφασίσει ότι ούτε μαρτυριάρης ήθελε να είναι, ούτε μάρτυρας από το πολύ ξύλο ήθελε να γίνει. Κι έτσι κουβέντα δεν θα του έπαιρναν πια οι παμπόνηρες καρακάξες. Γιατί και ο κυρ Σταύρος, ενώ για όλους τους άλλους έκανε τα στραβά μάτια, εκείνου δεν του χαριζόταν και δεν του συγχωρούσε και το παραμικρό στραβοπάτημα.

Είχε λοιπόν και σήμερα ξυπνήσει νωρίς να έλθει να σκουπίσει τις γόπες που είχαν πέσει στο πάτωμα από τα ξεχειλισμένα τασάκια, να αερίσει το μαγαζί, να καθαρίσει τους πάγκους από τα ψίχουλα και τα στίγματα από τα κρασοπότηρα, να τρίψει τα τηγάνια που έμειναν όλη νύχτα με νερό για να ξεκολλάνε τα ξεραμένα λίπη, να ξεχωρίσει τα απόλαδα και όσα δεν είχαν πολλά κατάλοιπα από το χθεσινό τηγάνισμα να τα χρησιμοποιήσουν πάλι απόψε. Επίσης, έπρεπε μέχρι το μεσημέρι να έχει τελειώσει και το σφουγγάρισμα και να έχει βγάλει από την κατάψυξη τα χρειαζούμενα κρεατικά και ψαρικά για να φτιάξει ο κυρ Σταύρος τα κεφτεδάκια για το βράδυ, να τηγανίσει τις πατάτες και από πίσω το γαύρο και τις σαρδέλες. Ευτυχώς τα καφάσια με τις μπύρες, το ούζο και τα κρασιά, τα κουβαλούσαν από την αποθήκη με το καροτσάκι μαζί με τον κυρ Σταύρο, για να μην κοψομεσιάζεται μόνο του το Τασάκι και αχρηστευτεί πριν την ώρα του. Αλλά πάλι έπρεπε να έχει φροντίσει όσα θέλουν ψυγείο να έχουν τοποθετηθεί και να είναι ανά πάσα ώρα και στιγμή διαθέσιμα. Το ταβερνείο δεν είχε πολλά τραπέζια, χρειάζονταν όμως δυο άτομα για να κάνουν όλες τις δουλειές. Ένας ακόμη βοηθός, που είχε πάρει ο κυρ Σταύρος, ερχόταν μετά το μεσημέρι και τον βοήθαγε στο μαγείρεμα και ύστερα στη λάντζα. Τότε έφευγε για λίγο το Τασάκι, πήγαινε σπίτι του και ξάπλωνε κι ερχόταν πάλι το απόγευμα, για να αντέξει έτσι στον «εσπερινό» και την ολονυχτία των ποκαδόρων. Όταν κατέφθαναν οι «χαρτοσεβάσμιοι», πριν ακόμη στρώσουν το «μυστικό δείπνο», παράγγελναν τα μεζεδάκια και τα ποτά, καθώς κανόνας απαράβατος για να ρεύσει το χρήμα ζεστό στην «κολυμπήθρα», ήταν αρχικά και καθ’ όλη τη διάρκεια να ρέει Ιορδάνης ποταμός το κρασί και το τσίπουρο. Όποιος είχε χασούρα από την προηγούμενη, φαινόταν αποτυπωμένη στα μούτρα του που ήταν κομμένα από το ξενύχτι, αλλά κυρίως γιατί δεν μπορούσε να «ξανοιχτεί» πολύ την επομένη. Μπορεί, μα αυτό οι άλλοι δεν το πολυέθιγαν, και από τη γκρίνια της γυναίκας του που τον πέρναγε για τα μπεκρουλιάσματα και που έχει μπλέξει με τα άλλα χαρτόμουτρα «γενεές δεκατέσσερις». Αυτός λοιπόν έμπαινε μέσα σαν βρεγμένη γάτα, καθόταν άκρη-άκρη στο τραπέζι, δήλωνε πως δεν θα παίξει απόψε, μόνο θα βλέπει, οι άλλοι ψυλλιάζονταν τη δουλειά και άρχιζαν το ψηστήρι, πως δεν θα το χοντρύνουν πολύ απόψε και ας πάει πάσο και δεν πειράζει, μέχρι που έμπαινε κι αυτός δειλά-δειλά και γλυκαινόταν κι άρχισε να ποντάρει μια χρυσή ταυτότητα που του είχε απομείνει, μέχρι και τη βέρα του, να πάει στα κομμάτια με τέτοια στρίγγλα που έμπλεξε, τη ξεκόλλαγε με ευχαρίστηση από το δάχτυλό του. Και δεν σκεφτόταν εκείνη την ώρα της θολούρας από το πιοτί και της έξαψης από την αδρεναλίνη του παιχνιδιού, ότι τον περιμένουν τα πάθη της Σταύρωσης που κατέθεσε μέχρι και το δαχτυλίδι της ισόβιας κάθειρξης του στου κυρ Σταύρου τον τεκέ. Μάλιστα, οι θρύλοι και οι παραδόσεις του χωριού λένε πως στο παρελθόν μαζεύονταν κι άλλοι «ευσεβείς» από το διπλανό χωριό και τότε παίζονταν περιουσίες ολόκληρες, μόχθοι δουλεμένοι σε σαπιοκάραβα θαλασσοπνίχτες, προίκες για κόρες ανύπαντρες, μέχρι και τις γυναίκες τους πόνταραν κάποιοι. Οι γυναίκες όμως και οι κόρες, που λίγο έλειψε να μείνουν γεροντοκόρες, δεν άντεξαν τέτοια προσβολή και έγινε «καρφωτή» και πλάκωσε μια νύχτα η αστυνομία στον «οίκο της ευσεβείας», και κόντεψαν να του το κλείσουν του κυρ Σταύρου το μαγαζί, κι από τότε κομμένα μαχαίρι τα χοντρά παιχνίδια, το πολύ μέχρι τη βέρα, όχι και τη γυναίκα.

Απόψε λοιπόν μπήκαν από νωρίς το απόγευμα πρώτος ο «Μπεγλέρης», τσούκλι που του το είχαν κολλήσει οι άλλοι γιατί είχε μπλεγμένο στα δάχτυλα του το κομπολόι ακόμη και με την τράπουλα στο χέρι. Και είναι γνωστό πως το τσούκλι κολλάει πάνω σου σαν λεκές από ρετσίνι. Λίγο μετά μπήκε ο «Γδάρτης», όχι γιατί τους έγδερνε στα χαρτιά, πάντα χαμένος έφευγε, αλλά γιατί δούλευε στα σφαγεία του χωριού. Μαζί του μπήκε ο «Ασυλλόγιστος», τον έβγαλαν έτσι γιατί η γυναίκα του κάθε που έφευγε από το σπίτι, κι ας μην πήγαινε στην πόκα αλλά κάπου αλλού, τον ξεπροβόδιζε με τον ίδιο πάντα ψαλμό «εμάς δεν μας σκέφτεσαι που τα παίζεις όλα στα χαρτιά, ασυλλόγιστε;», και του έμεινε. Ωστόσο, υπήρχε ένας από την παρέα, κι αυτό έχει καταγραφεί ως πρωτοφανές στα χρονικά της πόκας στο χωριό, που η γυναίκα του του είχε τέτοια αδυναμία, μιας και δεν είχαν παιδιά, που όταν πήγαινε να παίξει τον ξεπροβόδιζε με την εξής παροιμιώδη φράση, “έχεις λεφτά πάνω σου, άντρα μου, για να σου δώσω”; Σ’ αυτόν υποκλίνονταν όλοι και από σεβασμό δεν του είχαν κολλήσει κανένα από τα νόστιμα προσωνύμια. Ορισμένοι πάντως είχαν αποκτήσει το τσούκλι από τη στάση που τηρούσαν συνήθως στο παιχνίδι. Έτσι υπήρχε στην παρέα ο «Ντούκου» γιατί συνήθως έλεγε ντούκου, δηλαδή δεν πόνταρε τίποτα αλλά παρέμενε στο τραπέζι και ο «Πάσος» που συνήθως αρνιόταν να ποντάρει και αποσυρόταν από το παιχνίδι. Τον κερδισμένο πάντως κάθε βραδιάς τον βάφτιζαν «Επιτάφιο» και τον έραιναν με τα λεφτά που είχε κερδίσει στον τελευταίο γύρο. Από τους τελευταίους μπήκαν απόψε ο «Σοβατζής», που του το κότσαραν όχι εξ’ επαγγέλματος, αλλά γιατί υπήρχαν υπόνοιες ότι βάζει ένα είδος «μπετόν –αρμέ», απ’ αυτά τα «μεϊκ απ» που βάζουν και οι γυναίκες, στα μούτρα του για να μη φαίνονται κάτι ουλές από ακμή που είχε από έφηβος. Ξοπίσω του ήλθε ο «Αργεντινός ή Μπριγιαντίνη», που του βγήκε από τα μπάρκα που καυχιόταν πως είχε κάνει και την έξαλλη ζωή στα λιμάνια της Αργεντινής. Και το δεύτερο, γιατί ολοφάνερα δεν παραιτούνταν από γόης και ας είχε ζαρώσει η μούρη του σαν χαρτοσακούλα, αυτός επέμενε να βάζει στα μαλλιά του μπριγιόλ. Τελευταίοι μπήκαν ο «Φακιδοστάμπας», που είχε την ατυχία να γεννηθεί κοκκινομάλλης με φακίδες και μαζί του ο «Γεωπόνος ή Νεκροδόντης». Ο τελευταίος ήταν ο νεκροθάφτης του χωριού και το γεωπόνος δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από το ότι «φύτευε» τους πεθαμένους. Όταν ήταν όλοι τύφλα στο μεθύσι τον ονομάτιζαν με πλήθος άλλους χαρακτηρισμούς, «ο Άγιος Πέτρος, «ο χαρογλύφτης», «ο χωματομπήχτης», «το γεωτρύπανο» κ.α., που κι ο ίδιος είχε χάσει πια το λογαριασμό. Το «Νεκροδόντης» πάντως του έμεινε από ένα αληθινό περιστατικό που το αφηγήθηκε το Τασάκι στον πατέρα του ανατριχιασμένο. Ένα βράδυ που δεν είχε πια τίποτα να ποντάρει, με τα μάτια του ξαναμμένα από το οινόπνευμα, ακούμπησε με δύναμη στο τραπέζι, μπροστά στα έντρομα μάτια της σεβαστής ομήγυρης, τα χρυσά δόντια που είχε βγάλει ο ίδιος από πεθαμένους. Στην αρχή πετάχτηκαν όλοι πάνω, κάποιοι πήγαν να τον λιντσάρουν, αλλά ο κυρ Σταύρος τους συγκράτησε, και μέχρι τα ξημερώματα είχαν μοιράσει τα χρυσά δόντια, πήρε και ο μαγαζάτορας το κατιτίς του και έφυγαν όλοι εχέμυθοι και ευχαριστημένοι.

Κανενός το μυαλό δεν πήγαινε πως απόψε το ίδιο πρόσωπο τους επιφύλασσε μια εμπειρία ζωής… ή για να ακριβολογούμε μετά θάνατον ζωής. Άμα τελειώσανε με τα φαγοπότια, μάζεψε το Τασάκι τα πιάτα, ξαναγέμισε τα ποτήρια και έφερε τα άδεια τασάκια. Η τράπουλα ανακατεύτηκε και ο «Μπεγλέρης» έκοψε. Ο «Σοβατζής» μοίρασε. Οι άλλοι κοίταξαν τα φύλλα τους. Ο «Πάσος» κατά το συνήθειο του αφήνει τα φύλλα μπροστά του και δεν συμμετέχει στο παιχνίδι. Το ίδιο και ο «Γδάρτης». Ο «Φακιδοστάμπας» λέει «ντούκου», δεν ποντάρει τίποτα αλλά παραμένει στο τραπέζι. Ο «Αργεντινός» ποντάρει ένα ποσό από τις μάρκες του. Ο «Ασυλλόγιστος» λέει «τα βλέπω» και ποντάρει το ίδιο ποσό. Ο «Νεκροδόντης» λέει «ανεβάζω» και βάζει ποσό μεγαλύτερο των προηγούμενων. Ο «Ντούκου» λέει «δικαίωμα» και παίρνει το χρόνο του να σκεφτεί τι θέλει να κάνει. Ο κύκλος έκλεισε και ξανάνοιξε πολλές φορές όπως και οι δείκτες του ρολογιού γύρισαν και ξαναγύρισαν μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα. Στο κλείσιμο και του τελευταίου για τη βραδιά γύρου, ο «Νεκροδόντης», που είχε ξανοιχτεί πολύ στην αρχή, ήταν ο χαμένος του παιχνιδιού. Αφού πόνταρε στο παιχνίδι ο,τι είχε και δεν είχε, στο τέλος δεν του έμεινε τίποτα για να πληρώσει το ρεφενέ για τους μεζέδες και τα ποτά της βραδιάς. Έκανε να σηκωθεί λέγοντας «και αύριο μέρα είναι, θα σας τα φέρω». Οι άλλοι που είχαν όρεξη να το τραβήξουν, συνεννοούνται με τα βλέμματα και ξεφουρνίζει ο «Ασυλλόγιστος» την ιδέα. «Δεν χρωστάς τίποτα, άμα πας στο νεκροταφείο και μας φέρεις εδώ και τώρα στο τραπέζι μια κακαροκεφαλή*». «Ρε, πάτε καλά ή σας έχει κατσιρδήσει* βραδιάτικα;» λέει αυτός. «Βρε, άμα δεν πας, είσαι χέστης! Τη μέρα θάβω κι εγώ», φωνάζει ο Γδάρτης. Οι άλλοι άρχισαν να χασκογελάνε και το συνέχισαν, «Πας στοίχημα ότι δεν μπορείς; Να σου πάει ρεεε!». «Μπας και νομίζετε πως είμαι εγώ, εσείς; Κομμένο το δούλεμα!», απαντάει θιγμένος τώρα ο «Νεκροδόντης». «Πας στοίχημα πως δεν πας στο νεκροταφείο τέτοια ώρα; Άμα πας εγώ σου πληρώνω το ρεφενέ», τραυλίζει από το πιοτό ο Σοβατζής. «Κι εγώ τη χασούρα», συμπληρώνει ο Μπεγλέρης. Στο Τασάκι, που παρακολουθούσε τη στιχομυθία μέσα από ένα σύννεφο καπνού, κόντευε να του φύγει η μασέλα από τα γέλια και τα χασμουρητά. Τρόμαζε όμως στην ιδέα πως ο «Γεωπόνος» έχει μια εξοικείωση με τους αποθαμένους και γούστο θα ‘χει…

Ξαφνικά τινάζεται ο «Νεκροδόντης πιο πολύ ξαναμμένος από το ποτό παρά από το θιγμένο φιλότιμο και βγαίνει φωνάζοντας στην πόρτα «Ρε, πούστηδες, πάω να σας φέρω την κακαροκεφαλή*. Αλλά θα πληρώσετε και το ρεφενέ και τη χασούρα!» Οι άλλοι παρέμειναν στις θέσεις τους χωρίς να είναι σίγουροι αν τράβηξε κατά το σπίτι του να κοιμηθεί ή κατά το νεκροταφείο.

Η ανηφόρα στη στροφή μετά την εκκλησιά του χωριού δεν ήταν μεγάλη, ιδίως για κάποιον που έκανε το δρομολόγιο τόσο συχνά. Μα ήταν πίσσα σκοτάδι και ο «Νεκροδόντης», πιωμένος μέχρι το μεδούλι, ανέβαινε το δρομάκι σα να χόρευε μπάλο. Από το κομμάτι του κεντρικού δρόμου που περνούσε κάτω από τ’ ανηφόρι του νεκροταφείου, η λάμπα του στύλου έστελνε έναν αμυδρό φωτισμό, τόσο όσο τα κλαριά από τις λιγοστές κουντουρουδιές* να φαίνονται πως απλώνουν ανοιχτές παλάμες με ροζιασμένα δάχτυλα όμοια με γριές. Ο παγωμένος αέρας του ξημερώματος φρούμαζε μέσα στα πεύκα και τις βελανιδιές. Ο «Νεκροδόντης» άρχισε να συνέρχεται λίγο από τη μέθη και στα πνευμόνια του που ήταν φρακαρισμένα από πίσσα και νικοτίνη μπαινόβγαινε με συριγμό ο καθαρός αέρας. Στα μισά της διαδρομής κοντοστάθηκε να ξεκουραστεί. Η φωνή του Γκιώνη που παραμόνευε μέσα στα δέντρα ήχησε εφιαλτική διαπερνώντας με ηλεκτρικό ρεύμα τη ραχοκοκαλιά του. «Βρε, που πάω μες τη μαύρη νύχτα; Για ούργιο* με περνούνε και με βάλανε σε στοίχημα; Γαμώ την πίστη τους μέσα!» Έκανε να γυρίσει πίσω μα τον τσίγκλαγε το φιλότιμο σα να ‘χε κάτσει πάνω σε αστιφίδα*. Μόλις πλησίαζε στο νεκροταφείο, διέκρινε τις φλογίτσες από τα καντήλια να τρεμοπαίζουν ρυθμικά από τον αγέρα που έμπαινε από τα σπασμένα τζαμάκια των τάφων. Κάτω από τη λάμπα του μοναδικού στύλου που βρισκόταν απέξω, είχαν στήσει τρελό χορό οι νυχτερίδες. Για πρώτη φορά του φάνηκε πως οι επιβλητικές φιγούρες των κυπαρισσιών που ήταν παραταγμένα στο βάθος του νεκροταφείου, φάνταζαν στο σκοτάδι με αλύγιστους και ανέκφραστους φρουρούς που φυλάνε σκοπιά. Η καγκελένια πόρτα, μισοστραβωμένη από τα χρόνια, ήταν γερτή και η αλυσίδα κρεμόταν. Δεν κλείδωναν με λουκέτο γιατί οι γυναίκες έρχονται μέχρι αργά το απόγευμα να πλύνουν τους τάφους. Αριστερά όπως μπαίνεις βρισκόταν το στενό πετρόχτιστο δωματιάκι που χρησίμευε για οστεοφυλάκιο. Ψαχούλεψε τη τσέπη του, βρήκε τον αναπτήρα του, τράβηξε το σύρτη της πορτίτσας και μπήκε μέσα. Μια μυρωδιά ανάκατη από μούχλα, χωματίλα και λιβάνι του ήλθε στα ρουθούνια. Άνοιξε την πρώτη λειψανοθήκη στα δεξιά του, άρπαξε το κρανίο και βγήκε. Καθώς περνούσε την σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου, οι φωτίτσες από τα καντήλια του φάνηκαν με μάτια που ανοιγόκλειναν. Βγήκε γρήγορα αφήνοντας την πόρτα ορθάνοιχτη. Κατηφόριζε με δρασκελιές κρατώντας το κρανίο σφηνωμένο στο πλάι του. Σε χρόνο μηδέν έφτασε στη στροφή που βρισκόταν το ταβερνείο του Σταύρου. Η παρέα ήταν ακόμη μέσα, μπεκρούλιαζαν και τραγουδούσαν σαν να σφάζουν αρνιά. Μπαίνει σα σίφουνας μέσα. «Πάρτε, ρε λεχρίτες, την κακαροκεφαλή* και ξαπολάτε* με!» Κι απόθεσε το κρανίο πάνω στο τραπέζι. Το τραγούδι κρεμάστηκε απ’ τα χείλη τους. Έμειναν κάποια λεπτά να το κοιτούν απορημένοι. «Μωρέ, έτσι θα γίνουμε άμα πεθάνουμε;», πέταξε ο «Ασυλλόγιστος», και τινάχτηκαν όλοι μεμιάς από το τραπέζι. Το Τασάκι που είχε μισοκοιμηθεί σε μια καρέκλα, ξύπνησε από το τίναγμα και από τα μισόκλειστα μάτια του είδε το λείψανο και σωριάστηκε καταγής.

 

 

για λόγου του= για λογαριασμό του

κουσελεύουν= κουτσομπολεύουν

κακαροκεφαλή = νεκροκεφαλή

σας έχει κατσιρδήσει= «σας έχει στρίψει», χάσατε το μυαλό σας

κουντουρουδιές= χαρουπιές

ούργιος = χαζός

αστιφίδα= είδος αγκαθωτού θάμνου

ξαπολάτε με= αφήστε με

 

 

* H Αμέντα Μαρία σπούδασε Θεολογία στο ΕΚΠΑ και δημοσιογραφία σε εργαστήρι ελευθέρων σπουδών. Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε Γραφείο Τύπου. Δραστηριοποιήθηκε πολλά χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο συμμετέχοντας στις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Οργανισμού δήμου Καλλιθέας και Ρέντη. Κείμενα της πολιτιστικού περιεχομένου έχουν δημοσιευθεί σε εκπαιδευτική εφημερίδα. Ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων, χρονογραφημάτων και ποίησης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top