Fractal

Διήγημα: “Το σκοτεινό μέρος”

Της Μαρίας Αμέντα // *

 

 

f15

 

Κάτι σκάλιζε πάλι σήμερα αφηρημένα στο χαρτί. Πάλι σήμερα κάτι αφηρημένο σκάλιζε στο χαρτί. Μέρες τώρα πελεκούσε την άμορφη μάζα της σκέψης, νύχτες πολλές διακόνευε μια πρωτότυπη ιδέα στις ιλιγγιώδεις στροφές της φαντασίας. Η επίμονη προσήλωση σε αυτό, το μόνο που κατάφερνε ήταν να του γίνει η αναζήτηση μιας ιδέας, έμμονη ιδέα. Ασάλευτη η σκέψη, κουφάρι άκαρπης μήτρας, πότε-πότε ξερνούσε ακατάληπτα νοήματα. Αυτό τουλάχιστον το αντιλαμβανόταν και τότε ήταν που έπαιρνε τη γενναία απόφαση να τα παρατήσει. Ύστερα το μετάνιωνε και ριχνόταν ξανά στην αέναη πάλη. Στο γραφείο παραταγμένοι σε πολεμική ετοιμότητα οι μολυβένιοι στρατιώτες του με δόρατα αιχμηρά λειασμένες τις απολήξεις τους, περίμεναν ακίνητοι το σύνθημα.

Καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στην μεγάλη μπαλκονόπορτα του σαλονιού απ’ όπου έμπαινε πλέριο φως. Έτσι του πέρασε η σκέψη πως αυτό έφταιγε. Αναπήδησε από το σημείο που καθηλωμένος εδώ και ώρες έβλεπε να υψώνεται λευκή σημαία το χαρτί και τον καλούσε σε μια βασανιστικά μακρόσυρτη εκεχειρία.

Το φως αποσπάει τη σκέψη, σκέφτηκε. Η θέρμη του ήλιου την κάνει μαλθακή, να ξεστρατίζει αποχαυνωμένη σε παραδείσιους τόπους. Τράβηξε τον ιμάντα αποφασισμένος να αναχαιτίσει την προκλητική έφοδο του φωτός στο δωμάτιο. Το ρολό βαρύ όπως ήταν και με τις φθορές που σήκωνε από τα χρόνια αγκομαχούσε στο κατέβασμα. Ύστερα από μερικές διαδοχικές κινήσεις του χεριού, ο ξεφτισμένος ιμάντας κόπηκε αφήνοντας το να πέσει με πάταγο, ενώ τις κρεμάμενες άκρες του ευθύς καταβρόχθισαν οι οπές που στερέωναν το μηχανισμό του στον τοίχο. Η πόρτα φάνηκε σαν να την είχαν μεμιάς χτίσει απέξω με ένα αδιαπέραστο συμπαγές υλικό που δεν επέτρεπε την παραμικρή δέσμη φωτός να εισχωρήσει στο χώρο. Το μισό του δωματίου βυθίστηκε στο σκοτάδι. Και μόνο το φως που έμπαινε από την άλλη πόρτα που βρισκόταν στο άλλο μισό του δωματίου, έκανε το απόλυτο σκοτάδι να μοιάζει με συγκαταβατικό ημίφως.

Έτσι όπως στεκόταν ενεός μπροστά από τη «χτισμένη» πόρτα, ένιωσε για μια στιγμή πως εκεί ακριβώς που πριν λίγο έμπαινε απρόσκλητο το φως του ήλιου και όλοι οι ταραχώδεις ήχοι της μέρας διαπερνούσαν το τζάμι, επικρατούσε τώρα η εφιαλτική σιωπή των χώρων απομόνωσης κρατουμένων. Σε εκείνο το μισό του δωματίου του φάνηκε ξαφνικά να χορεύουν στους τοίχους απειλητικές σκιές. Σε ένα φτερούγισμα των βλεφάρων νόμισε πως είδε στον αντικρινό τοίχο να ζωντανεύουν σαιξπηρικά φαντάσματα. Το λιγοστό φως που έφθανε ως εκεί συνωμοτούσε με το μυαλό του σε ένα περίεργο παιχνίδι παραισθήσεων. Δεν σάλεψε καθόλου από τη θέση που τον είχε πετύχει το αιφνίδιο περιστατικό. Δεν σκέφτηκε καν να ανοίξει το φως και να σκορπίσει έτσι αστόχαστα εκείνη την άγρια αίσθηση που του προκάλεσε το μισοβυθισμένο στο σκοτάδι δωμάτιο. Σκέφτηκε μόνο πως αν στεκόταν ακριβώς στη μέση του δωματίου, το μισό του σώμα θα ήταν στο φως και το άλλο μισό στο σκοτάδι. Ακριβώς όπως ήταν και η ζωή του. Ακριβώς όπως άλλοτε μισοβυθισμένο στο σκοτάδι και άλλοτε μισοβυθισμένο στο φως τον έσερνε η τύχη του ανερμάτιστο, μην μπορώντας ποτέ να τραβήξει μια σταθερή πορεία. Αυτό το απρόσμενο συμβάν αντικατόπτριζε τη συμφορά της ύπαρξης του. Υπήρχαν φορές που δαιδαλώδεις σκέψεις τον παγίδευαν σε ένα λαβύρινθο από αγωνίες και φόβους απ’ όπου δεν φαινόταν τρόπος διαφυγής. Συχνά πάλευε μέρες ολόκληρες με την ιδέα μιας αρρώστιας και του θανάτου ως συνεπακόλουθου. Κι αυτό ενώ δεν συνέτρεχαν αντικειμενικοί ή άλλοι λόγοι. Μια αναπόδραστη συνθήκη για κάθε άνθρωπο, έφτανε για εκείνον να γίνει εμμονή, σχεδόν ηδονική προσήλωση σε ένα υποθετικά επικείμενο τέλος. Δεν ήταν δε λίγες οι φορές που φανταζόταν τον εαυτό του θύμα ενός τροχαίου δυστυχήματος, ή μιας αδέσποτης σφαίρας από μια τυχαία συμπλοκή περιθωριακών στοιχείων τη στιγμή που ο ίδιος περνούσε εντελώς συμπτωματικά από το λάθος σημείο. Είχε μια παθιασμένη ροπή να μετατρέπει τους αντιήρωες σε ήρωες, όμοιους με τους χαρακτήρες των έργων του. Όμοιους με αυτόν τον ίδιο. Αυτό βέβαια το απέδιδε στη συνήθεια του να διαβάζει στις εφημερίδες κυρίως τα αστυνομικά ρεπορτάζ, που ερέθιζαν σε τέτοιο βαθμό τη φαντασία του ώστε έβαζε πάντα τον εαυτό του στο ρόλο του θύματος. Είχε δε μια διόλου ανεξήγητη προτίμηση σε εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου πρόσωπα από το καλλιτεχνικό και κυρίως από το πνευματικό στερέωμα, συγγραφείς με εξαιρετικό εκτόπισμα, έπεφταν θύματα αδίστακτων κακοποιών, είτε απλών ληστών, είτε, και εκεί ήταν το ζητούμενο, στοχευμένων ενεργειών, πληρώνοντας έτσι το τίμημα της δόξας ή του αθέατα έκλυτου βίου τους. Πολύ συχνά επ’ αφορμή ενός τέτοιου συμβάντος ανέτρεχε σε παλαιότερες ανάλογες υποθέσεις αστυνομικού ρεπορτάζ, ξαναδιαβάζοντας με βουλιμία κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Και τότε τον κυρίευε μια έξαλλη χαρά στη σκέψη ότι ακόμη κι αν δεν μπορούσε να μοιραστεί τη δόξα τους όσο ζούσαν, ωστόσο ίσως να μπορούσε να έχει το ίδιο άδοξο αλλά τουλάχιστον περιπετειώδες τέλος. Ή ούτε κι αυτό;

Περισσότερο από την ιδέα του θανάτου, τον κατέτρεχε ο φόβος της αποτυχίας. Ή ακόμη χειρότερα, η συνθηκολόγηση με μια εν δυνάμει, αλλά ποτέ καθ’ ολοκληρία, επιτυχία. Η αποτυχία μαζί με τη μοναξιά παρήλαυναν ως κορυφαίοι στον αόρατο θίασο των ονείρων και των επιθυμιών του. Και τότε του έρχονταν στο μυαλό εκείνη η φράση που είχε διαβάσει στο έργο ενός σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, της οποίας το νόημα ήταν περίπου το εξής: πως είναι τραγικό για έναν άνθρωπο να γεννιέται μικρός με όνειρα μεγάλου. Και ίσα-ίσα αυτό ήταν και το προσωπικό του δράμα. Πως ονειρευόταν πάντα να ταξιδέψει σε μεγάλες θάλασσες, να διασχίσει ωκεανούς δόξας, τη στιγμή που δεν διέθετε παρά τα σύνεργα για μια σχεδία. Η έννοια του σπουδαίου και του μεγάλου στο έργο του τον βασάνιζε σαν τυφώδης πυρετός. Και η βεβαιότητα ότι η προσπάθεια του να μεγαλουργήσει μπορεί να κατέληγε στο κενό, ή σε μια ακόμη μετριότητα, ήταν το ίδιο αμετάκλητη όσο και ο θάνατος.

Στο κύκλο των ομότεχνων του, λιγοστές πια φορές ανταποκρινόταν στις προσκλήσεις σε συνεστιάσεις και σε βραβεύσεις προσωπικοτήτων του είδους του, συχνά ατόμων με τα οποία έκανε παρέα από τα φοιτητικά του χρόνια και με ορισμένους είχε συνδεθεί με ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Και όταν πήγαινε καθόταν κάπου αποτραβηγμένος, σχεδόν παρείσακτος. Όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια αισθανόταν ότι έτρεχε πίσω από μια αμαξοστοιχία όπου όλοι αυτοί ήταν επιβιβασμένοι σε βαγόνια και του έτειναν το χέρι να ανέβει, όμως αυτός ποτέ δεν πρόφταινε. Πάσχιζε εναγωνίως να πιαστεί από ένα από τα κρεμάμενα χέρια, αλλά πάντα κατέληγε να παραμένει αλαφιασμένος στην αποβάθρα. Κάποτε ενώ κοιμόταν, όταν πρωτοείδε αυτόν τον εφιάλτη, πίσω από τα κρεμάμενα χέρια δεν υπήρχαν πρόσωπα, ήταν σαν τα χέρια να ανέμιζαν μόνα τους στο κενό. Κι όμως πάντα άκουγε στο τέλος, τη στιγμή που εγκατέλειπε την προσπάθεια του να ανέβει, μαζί με το εκκωφαντικό σφύριγμα της αμαξοστοιχίας, καγχασμούς και πνιχτά γέλια. Αυτό δεν άργησε να το θεωρήσει σημαδιακό και έτσι άρχισε να ξεκόβει τον ένα μετά τον άλλο τους παλιούς φίλους, γιατί ήταν πια σίγουρος ότι πίσω από κάθε καληνύχτα κρυβόταν ένα ειρωνικό χαμόγελο ή ακόμη χειρότερα ένα νεύμα συμπάθειας που τον εξόργιζε. Οι φίλοι μετά από επίμονες προσπάθειες παραιτήθηκαν, άλλοι πάλι δεν ασχολήθηκαν καθόλου, αποδίδοντας τη στάση του στην ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του που την επέτειναν οι ματαιώσεις των τελευταίων χρόνων.

Ωστόσο, υπήρχαν φορές που η ψυχή του καταύγαζε από φως αισιοδοξίας και υπέρμετρης σίγουρα αυτοπεποίθησης. Υπήρχαν φορές που ακάλεστοι επισκέπτες οι φόβοι τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Και τότε γινόταν ένας άλλος. Και τότε ένιωθε πραγματικά πως μπορούσε να ανυψωθεί στις απάτητες κορφές των προσδοκιών του. Και δεν ήταν μόνο οι στιγμές των νοσταλγικών αναπολήσεων στα ωραία παιδικά χρόνια και στα εφηβικά όνειρα που δεν έκρυβαν τότε καμία διάψευση, που αναπτέρωναν το ηθικό του, αλλά οι στιγμές που δοκίμαζε τη χαρά της αληθινής δημιουργίας, το ίδιο πρόσκαιρες όσο και οι πνευματικές του εκλάμψεις.

Τότε χιμούσε πάνω στα λευκά χαρτιά και έγραφε με λύσσα, σπάζοντας τη μια μετά την άλλη τις καλοξυσμένες μύτες των μολυβιών του, πετώντας τα βιαστικά στο πάτωμα που μέσα σε λίγη ώρα έμοιαζε με πεδίο μάχης σπαρμένο με πτώματα από μουτζουρωμένα χαρτιά και διαμελισμένα μολύβια.

Σάλεψε λίγο. Ανέπνευσε σπασμωδικά λες και τόση ώρα κρατούσε την αναπνοή του. Τότε παρατήρησε ότι εκτός από το φως που εκδιώχθηκε βιαίως, είχαν κοπάσει και οι εξωτερικοί θόρυβοι από την πλευρά του δωματίου που είχε μετατραπεί σε σκοτεινό θάλαμο. Στο σκοτεινό μέρος βασίλευε τώρα μια ανησυχαστική σιωπή. Έκανε δυο βήματα μέχρι να φτάσει στη νοερή γραμμή που χώριζε το δωμάτιο στα δυο. Δεν τολμούσε να περάσει στην άλλη πλευρά. Φοβόταν πως το πέρασμα στο φωτεινό μέρος θα του προκαλούσε πάλι την ψευδαίσθηση μιας δίχως νόημα ψυχικής ευφορίας. Αυτό ήταν λοιπόν! Σε μια τέτοια χώρα ζούσε, ρουφώντας καθημερινά ισχυρές τζούρες επίπλαστης ευτυχίας, που άγγιζε τα όρια μιας αποβλακωτικής χαράς, μόνο και μόνο γιατί ενώ όλα πήγαιναν κατά διαόλου, νάρκωνε τις αισθήσεις των ανθρώπων ένας χαιρέκακος ήλιος! Μπορεί γι αυτό να του φαίνονταν όλοι τόσο απαθείς σε ο,τι συνέβαινε γύρω τους, τόσο εξοργιστικά αυτάρκεις και αυτάρεσκοι. Αποβλακωμένοι ήταν! Εκείνη τη στιγμή όρμησε μέσα του η επιθυμία να μπορούσε να ζούσε σε μια από εκείνες τις χώρες που είχαν μια σχεδόν μόνιμη καταχνιά. Εκείνη την αισθαντική μουντάδα που έκρυβε το φως του ήλιου και δεν του επέτρεπε να μοιράζει αγύρτικα αναίτια χαμόγελα. Ακόμη καλύτερα σε μέρη που επικρατεί έξι μήνες μόνο σκοτάδι! Σε ένα τέτοιο μέρος πιθανόν να μπορούσε να βρει μια ψυχική ισορροπία, μια κατάσταση που ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία του, που θα τον βοηθούσε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο έργο του. Του πήρε μόνο λίγα λεπτά για να νιώσει πόσο ανόητο ήταν να ψάχνει αθώους και φταίχτες για την κατάντια του. Να αποδίδει σε φυσικά φαινόμενα την απραξία του. Γνώριζε καλά πως περισσότερο από όλα, η καθημερινή του δουλειά στο γραφείο, ο αδιάκοπος αγώνας για επιβίωση και πολύ περισσότερο το αδιέξοδο που βίωνε στις σχέσεις με τους άλλους, ήταν αρκετά για να καταλύσουν όλες τις δημιουργικές δυνάμεις μέσα του.

Δεν μπορούσε να υπολογίσει για πόση ώρα ισορροπούσε στη νοερή γραμμή νιώθοντας πως τραμπαλίζεται πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Ξαφνικά τινάχτηκε σαν από λήθαργο. Εκείνη τη στιγμή της νοητικής του εγρήγορσης αναλογίστηκε το χαμένο του χρόνο σε ανώφελες σκέψεις. Πέρασε αποφασιστικά τη διαχωριστική γραμμή και βρέθηκε στο άλλο μισό του δωματίου. Το φως που χύθηκε μέσα στα μάτια του τον ανάγκασε να τα ανοιγοκλείσει ενοχλημένος. Δεν μπορούσε να δει καλά. Οι σκιές στον αντικρινό τοίχο γιγαντώθηκαν. Από το σημείο που βρέθηκε κοίταξε με δέος το σκοτεινό μέρος. Έμοιαζε να κατεδαφίστηκε το μισό δωμάτιο από δυνατό σεισμό και στη θέση του τώρα έχασκε ένας απότομος γκρεμός. Πλημμυρισμένος τώρα στο φως αντίκριζε με τρόμο το σκοτάδι. Κατάλαβε πως αν έμενε λίγο παραπάνω εκεί, θα παραλογιζόταν όπως όλοι οι έγκλειστοι σε σκοτεινά μέρη. Αυτό το παιχνίδι του μυαλού του σκέφτηκε πως γινόταν επικίνδυνο. Ένας διαφορετικός ήχος εισέβαλε εκείνη τη στιγμή στο χώρο. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Το σήκωσε, άκουσε μια φωνή από μέσα κάτι να του λέει, ψέλλισε ένα ευχαριστώ και μετά το έκλεισε. Μόλις συνήλθε από το ξάφνιασμα, φανερά αναστατωμένος έσπευσε να τραβήξει το γραφείο που ήταν στο σκοτεινό μέρος και το έσυρε με κόπο μπροστά στην πόρτα από όπου έμπαινε ατόφιο το φως του ήλιου. Κάθισε και ξεκίνησε να γράφει, μα στα μηνίγγια του σφυροκοπούσε η φράση που άκουσε πριν λίγα λεπτά στο τηλέφωνο. «Εξετάζουμε σοβαρά το ενδεχόμενο να εκδώσουμε το μυθιστόρημά σας». Και μετά από λίγο, «ωστόσο πρέπει να γίνουν ορισμένες διορθώσεις». Πετάχτηκε πάνω. Έπρεπε να φτιάξει τη χαλασμένη πόρτα. Του προκαλούσε κλειστοφοβία αυτή η σκοτεινιά στο δωμάτιο και τον αποσπούσε από το γράψιμο. Άνοιξε ένα από τα συρτάρια του γραφείου και ανάμεσα σε ανακατεμένα χαρτιά και απολειφάδια από μολύβια έβγαλε ένα κουτί με διάφορες κάρτες. Τις έψαξε νευρικά μια προς μια και μετά από λίγο τράβηξε ένα καρτελάκι που έγραφε «Επισκευές σε ρόλερ σκίασης και στόρια, τηλέφωνα επικοινωνίας….». Σηκώθηκε και πήρε στα χέρια του το ακουστικό. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τοποθέτησε το ακουστικό στη βάση του και στράφηκε στο συρτάρι αναμοχλεύοντας τα χαρτιά. Πριν πόσο καιρό ήταν που είχε κάνει την αίτηση διακοπής του τηλεφώνου. Δε θυμόταν.

 

 

* Η Αμέντα Μαρία  σπούδασε Θεολογία στο ΕΚΠΑ και δημοσιογραφία σε εργαστήρι ελευθέρων σπουδών. Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε Γραφείο Τύπου. Δραστηριοποιήθηκε πολλά χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο συμμετέχοντας στις παραστάσεις της θεατρικής ομάδας του Πολιτιστικού Οργανισμού δήμου Καλλιθέας και Ρέντη. Κείμενα της πολιτιστικού περιεχομένου έχουν δημοσιευθεί σε εκπαιδευτική εφημερίδα. Ασχολείται με τη συγγραφή χρονογραφημάτων, διηγημάτων και ποίησης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top