Fractal

“Το πρώτο βήμα” – Διήγημα του Δημήτρη Βαρβαρήγου

 

Κάποτε υπήρχε ένας μεγάλος άνθρωπος που τον έλεγαν Εύδρομο, του είχαν δώσει αυτό το όνομα γιατί σε όλη του τη ζωή δεν είχε ούτε μια μέρα σταματήσει να περπατάει.

 

Από παιδί είχε βάλει σκοπό στη ζωή του να ψάξει να βρει τον Θεό. Ήθελε να τον ανταμώσει και να μιλήσει μαζί του για τα δύσκολα προβλήματα των ανθρώπων. Γύριζε όλες τις χώρες του κόσμου και ρωτούσε όποιον έβρισκε στο δρόμο του, αν γνώριζε που ζει ο θεός να τον συναντήσει. Όλοι του έδιναν την ίδια γνωστή απάντηση.

«Στον ουρανό».

Μα εκείνος το αρνιότανε και τους απαντούσε.

«Μα ο Ουρανός είναι ατελείωτος. Δεν μπορεί κάπου επάνω στη γη θα βρίσκεται το σπίτι του και θα το βρω! Θα έρθει η στιγμή που θα τον συναντήσω και θα μιλήσω μαζί του».

 

hero2

 

Η αφοσίωσή του σε αυτό τον σκοπό τού είχε στερήσει κάθε άλλη σκέψη κι έδειχνε αδιάφορος για τα ανθρώπινα παθήματα. Είχε το νου του μόνο στο θεό και πολλές φορές γινόταν δύστροπος με τους ανθρώπους και τα έβαζε μαζί τους που κι αυτοί δεν είχαν το ίδιο ενδιαφέρον να ψάξουν να τον βρουν.

Τους φώναζε, «άπιστους, εγωιστές και κακομαθημένους».

 

Έτσι, χρόνο με το χρόνο απομακρυνόταν από τις ανθρώπινες συνήθειες κι έμενε μόνος. Δεν την άντεχε την μοναξιά και πολλές φορές τα έβαζε με τον εαυτό του για την κακή συμπεριφορά του, αλλά ηρεμούσε με τη σκέψη ότι θα έρθει η στιγμή που θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον πλανήτη που επιτέλους θα έβλεπε το θεό.

Θα τον συναντούσε πρόσωπο με πρόσωπο και θα τον ρωτούσε γιατί αφήνει τα δύσκολα να επεμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων.

Τότε θα αποκτούσε φήμη και δόξα και όλοι θα θέλανε να τον ρωτήσουν και να μάθουν γι’ αυτή τη θεϊκή εμπειρία του.

Τι τον ρώτησε και τι απαντήσεις του έδωσε;

Τότε και μόνο τότε θα ένιωθε πραγματικά περήφανος κι ευχαριστημένος. Θα είχε αποκτήσει η ζωή του ένα σοβαρό νόημα, που άλλος θνητός δεν θα είχε καταφέρει.

Όμως, τα χρόνια περνούσαν και μεγάλωνε και δυσκολευότανε πολύ να περπατήσει στα ψηλά βουνά, στα δάση, στις πεδιάδες, στα ποτάμια και στις μεγάλες πόλεις με τους αμέτρητους ανθρώπους, που όταν μάθαιναν ότι θα περάσει από την πόλη τους, πολλοί από αυτούς τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν.

 

varvarigos

 

Εκείνος τους προσπερνούσε θυμωμένος δίχως να τους δίνει σημασία και χανότανε μέσα στα δάση και στις σπηλιές των ψηλών κι απάτητων βουνών κι έψαχνε κι έψαχνε ασταμάτητα, μα δεν εύρισκε τίποτα, ούτε ένα δείγμα από την παρουσία του.

Αγανακτούσε κι απογοητευότανε που μετά τόσα χρόνια δεν τα είχε καταφέρει κι έβλεπε τα προβλήματα των ανθρώπων να μεγαλώνουν και να δυσκολεύουν τη ζωή τους.

Τον ενοχλούσε ένα ακόμη ζήτημα, είχε χάσει την εμπιστοσύνη τους και οι κοροϊδίες που ξεστόμιζαν, τον πλήγωναν αφάνταστα. Σκέφτηκε να τα παρατήσει, όταν άκουσε κάποιον άντρα σε ένα καπηλειό να λέει.

«Ανάμεσα στα βουνά βρίσκεται μια κατάφυτη κοιλάδα με ψηλούς κέδρους. Εκεί υπάρχει ένα μαγεμένο δάσος κι όπως λένε, κανένας δεν έχει πατήσει το πόδι του εκεί και κανένας θόρυβος δεν ακούγεται σαν βρεθείς μέσα του, είναι σαν να βρίσκεσαι στη σιωπή του ουρανού».

Τι ήταν να το ακούσει αυτό ο γέρο Εύδρομος, αναθάρρεψε και ψέλλισε.

«Αυτό είναι το μέρος που έψαχνα. Θα κάνω κουράγιο, θα βρω δυνάμεις να φτάσω μέχρι εκεί. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία μου. Θα πάω και σ’ αυτό τον τόπο… κάτι μου λέει πως εκεί επιτέλους θα βρω τον θεό».

Μέρες περπατούσε μέσα στο δάσος, διέσχισε λιβάδια και σκαρφάλωσε σε απάτητα βουνά και πλαγιές ώσπου ξαφνικά ξεπρόβαλλε μπροστά του ένας κατάφυτος τόπος. Ήταν τόσο όμορφα και γαλήνια εκεί μέσα που αμέσως ένιωσε με μιας να του φεύγει η κούραση. Η ανάσα του αλάφρυνε και το μυαλό του καθάρισε από τις άσχημες πράξεις. Η δύναμη της ηρεμίας κατέκλυσε το είναι του κι ένα χαμόγελο γράφτηκε στο πρόσωπο του.

Η φύση ήταν τόσο ήρεμη -σαν δέκα καλοκαίρια μαζί- που ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο βαθιά του την απαλοσύνη της.

Έβαλε τα δυνατά του να φτάσει μέχρι το δάσος αλλά δεν έφτανε ποτέ. Ένα βήμα έκανε προς το δάσος κι ένα βήμα εκείνο απομακρυνότανε. Μέρες περπάτησε με την ελπίδα ότι θα τα καταφέρει, αλλά μάταια όσο το πλησίαζε, άλλο τόσο εκείνο απομακρυνότανε.

Αποκαμωμένος κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Φυσούσε και ξεφυσούσε απογοητευμένος που είχε γεράσει και δεν κατάφερνε να φτάσει στο δάσος και να πραγματοποιήσει το σκοπό που είχε στη ζωή του.

«Είμαι σίγουρος πως εδώ, σε αυτή την όαση θα ζει ο θεός, αλλά δεν έχω άλλο κουράγιο, γέρασα κι έχασα τη δύναμη μου, και δεν μπορώ να φτάσω μέχρι εκεί».

Έγειρε το κεφάλι του επάνω στον κορμό και ένας βαθύς ύπνος του σκέπασε τα βλέφαρα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και τον ύπνο του σαν να τάραξε ένας δροσερός αέρας που πέρασε πάνω από το πρόσωπο του.

Με μια τρομαγμένη ανάσα άνοιξε τα μάτια του και είδε μπροστά του έναν γέροντα στα λευκά να στέκεται ήρεμος μπροστά του να τον παρακολουθεί.

«Θεέ μου! Εσύ είσαι; Σε βρήκα;» ρώτησε γεμάτος δέος.

«Είμαι το πνεύμα του δάσους».

«Τότε θα ξέρεις να μου πεις πως θα βρω το δρόμο για το θεό.»

Ο γέροντας τον κοίταξε με μεγάλη προσοχή και τον ρώτησε.

«Πες μου Εύδρομε, αγάπησες στη ζωή σου κάποιον άνθρωπο;»

«Δε, λέω, νοιάζομαι τους ανθρώπους, όμως κανέναν δεν αγάπησα περισσότερο εκτός απ’ τη μεγαλοσύνη Του. Το θεό αναζήτησα, αυτόν που είναι η αληθινή αγάπη για τους πιστούς».

«Προσπάθησε να θυμηθείς. Ούτε μια γυναίκα δεν αγάπησες, ούτε έναν φίλο, μήπως κάποιο παιδί;»

«Δεν υπήρξα σαν όλους τους άλλους θνητούς, μα στόχος μου ήταν να τους βοηθήσω. Σκοπός μου ήταν να βρω το δρόμο που οδηγεί στο θεό. Τίποτα άλλο δεν είχα στο νου μου και καμιά αγάπη δεν με απόσπασε από το στόχο μου… θα έσωνα τους ανθρώπους όταν θα Τον συναντούσα.»

Ο γέροντας έσκυψε το κεφάλι του. Στα μάτια του φάνηκε μια θλίψη και ψέλλισε:

«Κρίμα…»

«Πες μου, ξέρεις που θα τον βρω;», επέμενε ο Εύδρομος.

«Είναι…»

«…Πες μου σε παρακαλώ και θα κάνω ότι μου ζητήσεις»… τον διέκοψε, «όλα τα υπάρχοντα μου θα στα χαρίσω… μόνο πες μου… βοήθησε με», τόνισε γεμάτος αγωνία.

«Είναι αδύνατον να βρεις το δρόμο για το Θεό αν πρώτα δεν αφήσεις την καρδιά σου να γεμίσει αγάπη. Αυτή, η αγάπη, θα σου δείξει το δρόμο. Αυτή θα είναι το πρώτο μα και τα επόμενα βήματα που θα σε οδηγήσουν προς τον θεό.»

«Για να γνωρίσω την αγάπη τον ψάχνω. Όλοι οι άνθρωποι αυτό λένε, ο θεός είναι η αληθινή αγάπη».

«Με ρωτάς να σου δείξω το δρόμο που οδηγεί στο τελευταίο βήμα, ενώ εσύ δεν έχεις κάνει ούτε το πρώτο ακόμα στη ζωή σου. Γύρνα πίσω.»

«Πίσω;»

«Πήγαινε, εκεί που ανήκεις, στους ανθρώπους… άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο να μοιραστεί κάθε συναίσθημα. Φρόντισε να αγαπήσεις -έστω κι έναν άνθρωπο- και θα βρεις το δρόμο προς το Θεό».

 

 

dim-varvarigos* Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, γεννήθηκε στην Αθήνα. αποφοιτά από αγγλική σχολή λογοτεχνίας «awarded by the writing school» και γράφει σήριαλ για την τηλεόραση, θέατρο και λογοτεχνία. Το βιβλίο «Υπατία» παρουσιάστηκε στην κεντρική αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο το 2007, γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Agora» και θεατρικό έργο από την θεατρική ομάδα «Ανάδρασις».Έχει εκδώσει συνολικά 18 μυθιστορήματα ενηλίκων, 7 παιδικά βιβλία και οκτώ θεατρικά έργα. Το βιβλίο «Λιπεσάνορες, τα χρόνια του φιδιού», εκδόσεις «Μπατσιούλας – Momentum». Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, είναι: Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη. Μέλος των «Ιστορικών συγγραφέων». Στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Ρωγμές». Συντάκτης της εφημερίδας «Μορφωτικός της Πετρούπολης». Μέλος στο Διεθνές Πολιτιστικό Φόρουμ «Ανάδρασις». Οργανωτής Λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, Στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον.

www.dvarvarigos.gr  |  http://dimitrisbarbarigos.blogspot.gr/

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top