Fractal

“Το πρώτο μπάνιο” – Διήγημα της Σοφίας Δημοπούλου

 

Τι μου ήρθε κι εμένα Κυριακάτικα! Ιούλιος, ζέστη, να σκάει η πέτρα απ’ τον ήλιο. Είπα κι εγώ να τολμήσω αυτό που για άλλους είναι τόσο απλό και τόσο συνηθισμένο. Μπάνιο στη θάλασσα, μόνη, το πρώτο μου. Μεσημέρι, κάπου κοντά· να μπορώ να επιστρέψω εγκαίρως για έναν υπνάκο.

 

hero2

 

Έτρεξα προς την τελευταία άδεια ξαπλώστρα. Κοίταξα γύρω μου συνωμοτικά, λες και έκανα κάτι απαγορευμένο, κάτι, για το οποίο φανταζόμουν πως μπορούσα να κατηγορηθώ αμέσως μετά. Δυο παρέες νεαρών κινήθηκαν προς το μέρος μου πιστεύοντας πως θα προλάβαιναν να φτάσουν πριν από μένα. Η δική μου ροζ φωσφοριζέ πετσέτα κατάφερε να ξεδιπλωθεί  πρώτη. Οι νεαροί πισοπάτησαν με φανερή απογοήτευση στα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα. Εγώ είχα ήδη αραδιάσει όλο το βιός μου: Αντηλιακό, το βιβλίο μου, το καπέλο, το κινητό μου. Ξάπλωσα φορώντας ακόμα το πολύχρωμο καφτάνι μου, ινδονησιακής αισθητικής και κινέζικης αξίας. Ταλαντεύτηκα αν ήταν κατάλληλη η ώρα να εκθέσω το χειμωνιάτικο σώμα μου στον ανελέητο ήλιο. Τα δέκα παραπανίσια κιλά, ήταν όλα γύρω από τη μέση μου και πάνω στους λευκούς μηρούς μου.

Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν δώδεκα ακριβώς. Αποφάσισα να γδυθώ στις δώδεκα και μισή. Ίσως μισή ώρα να ήταν αρκετή να βολέψω κάπου το κόμπλεξ μου με επιτυχία.

Ένιωθα άβολα. Δεν έχω συνηθίσει να είμαι μόνη. Άνοιξα να διαβάσω. Το βλέμμα μου όμως ήταν ανήσυχο. Περνούσε πάνω από τη κόχη του βιβλίου, λες και το έλκυε το ιριδίζον μπλε που απλωνόταν δυο σειρές ξαπλώστρες πιο μπροστά. Δεν το εμπόδισα να σταματήσει πάνω στην ακίνητη νεαρή γυναίκα που ρουφούσε ήλιο ξαπλωμένη ανάσκελα, έξω από τη σκιά της ομπρέλας της. Το πρόσωπό της κάτω από ένα πλατύ ψάθινο καπέλο. Μακριά καστανά μαλλιά, ίδια με φύκια, ξέφευγαν στον ήλιο. Τα χέρια της ακίνητα πλάι στο σώμα, λεπτά και εύθραυστα, γλυπτά άγνωστου τεχνίτη.  Έμεινα να τη χαζεύω. Το ίδιο έκαναν και κάμποσοι αρσενικοί τριγύρω, κάποιοι ανενδοίαστα και κάποιοι καλυμμένοι πίσω από γυαλιά, εφημερίδες και καπέλα· καθένας με τον τρόπο του.

d1

Αν ήμουν άντρας,  θα είχα κι εγώ ζαλιστεί στη θέα εκείνου του γυναικείου κορμιού. Το ζύγισα με το μάτι. Σίγουρα θα ήταν δέκα κιλά λιγότερο και είκοσι πόντους ψηλότερο από το δικό μου. Η σύγκριση με την  καλλονή, αναπόφευκτη.

Κοίταξα πάλι το ρολόι μου. Ήταν δώδεκα και είκοσι εννέα, δεν είχα όμως δύναμη να εγκαταλείψω το καφτάνι μου. Έδωσα παράταση δέκα λεπτών στον εαυτό μου.

Η νέα γυναίκα τράβηξε το καπέλο από το κεφάλι της και γύρισε μπρούμυτα. Το πρόσωπό της έλαμψε κάτω από τον ήλιο. Ακούμπησε πάλι με επιδέξιες κινήσεις το καπέλο στα μαλλιά της και τα όμορφα χαρακτηριστικά της χάθηκαν από τα βλέμματα όσων την παρακολουθούσαμε υπνωτισμένα.

Γύρισα την προσοχή μου στο βιβλίο μου. Το μυαλό μου όμως ήταν σ’ εκείνο το γυναικείο σώμα. Έπρεπε να παραδεχτώ πως είχα ζηλέψει. Έπρεπε να διαχειριστώ το θυμό μου, λεπτομερώς υποδιαιρεμένο στις επιμέρους αποτυχίες να τιθασεύσω, χρόνια τώρα, τη λαιμαργία μου, τη ροπή μου στην τεμπελιά, τη βαρεμάρα μου να ασχοληθώ λιγάκι παραπάνω με τον εαυτό μου.

Πρόσεξα τα πόδια μου. Μικρές μπαλίτσες κυτταρίτιδας ξεχώριζαν λίγο πάνω απ’ το γόνατο. Τράβηξα το καφτάνι, μα εκείνο αρνήθηκε να σκεπάσει το επαίσχυντο σημείο. Το ύφασμα έπεφτε λειψό, λειψή και η δική μου αυτοπεποίθηση. Έβαλα πάνω στα πόδια μου μια πετσέτα εφεδρική, που ανέσυρα από τον πάτο της τσάντας μου. Ορκίστηκα πως από την επόμενη θα άρχιζα δίαιτα ή γυμναστική ή μάλλον  καλύτερα και τα δυο μαζί. Εκείνη τη στιγμή μετάνιωνα για όλα τα μερακλίδικα μεζεδάκια που απολαμβάναμε με τη συνομήλικη και αντιστοίχου εκτοπίσματος Φανή, φίλη από τα μαθητικά μου χρόνια, όλο το χειμώνα στη μπυραρία της γειτονιάς μου. Τώρα  ένιωθα ενοχή και για όλα εκείνα τα αφράτα προφιτερόλ από τον «Ανδριά», που επέμενε να με κερνάει ο φίλος μου ο Τάκης.

Την είδα που ανασηκώθηκε με χάρη. Οι κοιλιακοί της γυάλισαν τεντωμένοι καθώς ο ήλιος έπεφτε κάθετα πάνω τους. Γύρισε πάλι ανάσκελα και στήριξε το σώμα στους αγκώνες της.

Έκανα να γδυθώ, μα έμεινα καρφωμένη στη θέση μου, αφήνοντας την πλαδαρή μου σάρκα στον ίσκιο της ομπρέλας, ανίκανη να παραβγώ με την αστραφτερή ομορφιά της άγνωστης κοπέλας, μερικά μέτρα μακριά μου. Εκείνη είχε αφήσει το βλέμμα της να χαθεί στο βάθος του ορίζοντα, δίχως να δίνει την παραμικρή σημασία για ό,τι μπορούσε να συμβαίνει γύρω της. Ο κόσμος τής ήταν αδιάφορος. Σκέφτηκα πως κι εγώ στη θέση της το ίδιο θα ένιωθα. Αυτάρκης και σίγουρη. Εκείνη τη στιγμή όμως, ήθελα απλά να γίνω αθέατη. Αόρατη και διάφανη.

Τον είδα να πλησιάζει. Ένας άνδρας πολύ μεγαλύτερος, θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Πλησίασε εκεί που καθόταν η κοπέλα με βήμα βαρύ, σέρνοντας λίγο τα πόδια του. Εκείνη, δίχως να γυρίσει να τον δει, τίναξε ελαφρά τα μαλλιά της και σηκώθηκε καθιστή, πατώντας τα πόδια στο πλάι της ξαπλώστρας. Τα περιποιημένα της νύχια βυθίστηκαν στη ζεστή άμμο. Έσκυψε και άγγιξε τη γη. Κράτησε λίγη άμμο στη χούφτα της κι έπειτα την άφησε να γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά της. Ο ηλικιωμένος άνδρας έσκυψε και την έπιασε απαλά από το μπράτσο, βοηθώντας την να σηκωθεί. Έπειτα την αγκάλιασε τρυφερά με το άλλο χέρι από τη μέση. Εκείνη υπάκουσε. Άπλωσε την παλάμη της κι έπιασε το λευκό πτυσσόμενο μπαστούνι που ο άνδρας της είχε βάλει στη χούφτα της.

Τους είδα που έφευγαν τινάζοντας πίσω τους άμμο. Δυο πόδια νεανικά, δυο γερασμένα κι ένα λευκό μπαστούνι. Δικό της.

Έβγαλα επιτέλους το ρούχο μου και γλίστρησα στη θάλασσα.

 

sofia_dimH Σοφία Δημοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, η καταγωγή της όμως είναι από τα Λουσικά, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Εργάστηκε ως μηχανικός στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει (2012), Άλμα θα πει ψυχή (2013) και Σε σωστή ώρα νυχτώνει (2014).

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top