Fractal

Διήγημα fractal: “Το πορτρέτο του λιμανιού”

του Γιάννη Πατσώνη //

 

Μνήμη του λιμενεργάτη, σε τούτο το λιμάνι, παππού μου (1880-1934)

 

lim_1

 

Στο παλιό αντλιοστάσιο, στην Α’ προβλήτα, 128 φωτογραφίες, 6 βίντεο και μια οθόνη να προβάλλουν τις θεματικές ενότητες: Tόπος – Tαξίδια- Πολιτισμός – Εργασία – Εμπόριο – Μεταφορές.

Λίγα από την ιστορία: το 1878 στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού του Οθωμανικού Κράτους  (Τανζιμάτ)[1] γίνεται η κατεδάφιση του παραθαλάσσιου τείχους της πόλης. Η προκυμαία από τον Δυτικό Πύργο φτάνει ως τον Πύργο του Αίματος (Κανλή Κουλέ), δηλ. τον Λευκό Πύργο. Το 1903 κατασκευάζεται το πρώτο τεχνητό λιμάνι με αποθήκες, κρηπιδώματα, τελωνεία, καθώς και ο λιμενοβραχίονας. Το 1904 οι ράγες για τα τρένα και ο κυματοθραύστης. Εδώ αποβιβάζονται τα συμμαχικά στρατεύματα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι εδώ φτάνουν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία το ’22. Όμως με την Κατοχή, έρχεται και η ολοκληρωτική καταστροφή: βομβαρδισμοί από συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ και ανατινάξεις των αποχωρούντων στρατευμάτων κατοχής τον Οκτώβριο του ’44.

Οι φωτογραφίες τοποθετημένες χωρίς χρονολογική σειρά. Αχθοφόροι με σαμάρι στις πλάτες να μεταφέρουν τσουβάλια απ’ τα καΐκια στην αποβάθρα. Βλέποντας τους χαμάληδες αυτούς, θυμάσαι τον παπαδιαμαντικό εκείνον Χαμάλμπαση, τον ταπεινό Κακόμη, που σήκωνε στις πλάτες του «περί τας 150 οκάδας», κι ακόμη τον Χαμάλαρο του Δημήτρη Χατζή, τον μόνο συμπαραστάτη του μικρού Κωνσταντή, που αλήτευε στον μόλο «άπραγος, μοναχός του και αποδιωγμένος απ’ το σπίτι του όπου η μάνα του δεχόνταν αγαπητικούς».

 

lim_2

 

Εκφόρτωση ξυλείας, κάρβουνου, τσιμέντων, καπνού, μεταλλευμάτων. Εδώ ήταν κόμβος, «το εμπόριο» της μακεδονικής ενδοχώρας, η «μεσαποθήκη» της Ευρωπαϊκής Τουρκίας κατά τον 18ο αιώνα. Το 1925 ιδρύθηκε η Ελευθέρα Ζώνη για διακίνηση εμπορευμάτων από βαλκανικές χώρες. Να και οι σχετικές φωτογραφίες: «Στάβλοι Ε.Ζ.» (1930), «Περίβολος τέως Σερβικής Ελευθέρας Ζώνης» (1976), «Υπαίθρια αποθήκευση»… Λεζάντες: «Όταν το παλιό συναντάει το καινούργιο», «Επέκταση εργασιών», «Η ΣΕΛ στο Μπεχ – Τσινάρ», «Το σιλό» (όσο μια δωδεκαόροφη πολυκατοικία), «Λήψη μέσα από σωλήνα», «Άποψη παραλίας από προβλήτα του λιμένος» (1900 – 1917): Βλέπεις μέγαρα και στο βάθος, μιναρέδες, τείχη που περικυκλώνουν την Άνω Πόλη, κάστρα, Επταπύργιο, πύργους. Κι ακόμη μια φωτογραφία πριν από τη φωτιά του ’17. Τότε που σε 32 ώρες, 18.8.1917, σαββατιάτικα καταστράφηκε το 32% της πόλης. Να και καπνίζοντα ερείπια στην παλιά προκυμαία, (λήψη από λιμάνι). Η φωτιά ξεκίνησε μεσημέρι από ένα ξυλόσπιτο της οδού Ολυμπιάδος και, όπως γράφει ο Νίκος Εγγονόπουλος:

 

Στην Θεσσαλονίκη λυσσομανάει πεισματάρικα

ο τρομερός Βαρδάρης

εκεί που τα σπίτια τους τα χτίζουν ξύλινα

αλλοίμονο όμως το κατακαλόκαιρο οι μελιτζάνες σα φανούν

κι αρχίσουν τα τηγανίσματα και οι φουφούδες

μια μόνο σπίθα αρκεί για να φουντώσει το μεγάλο κακό

και να σωριάζονται καπνίζοντα χαλάσματα.

 

Και κατηφόρισε η φωτιά ως το λιμάνι! Σ’ άλλη φωτογραφία βλέπουμε την Πλατεία Ελευθερίας από το λιμάνι. Θα ‘ταν αλλιώς οι δρόμοι και τ’ ανοίγματα αν εφαρμόζανε το σχέδιο του Ερνέστ Εμπράρ για την ανοικοδόμηση μετά την πυρκαγιά· προέβλεπε πλατείες που να ενώνουν και να αναδεικνύουν τα μνημεία μεταξύ τους, «οπτικές φυγές» από την πόλη προς την θάλασσα – ευτυχώς που οι κατακτητές αφήσανε την Πλατεία Αριστοτέλους να βλέπει προς την Αγίου Δημητρίου και τη Μονή Βλατάδων.

 

lim_3

 

Και πάλι «Λιμενεργάτες της ομοχειρίας χύδην σιτηρών» (1930) που σκύβουν για να τους φορτώσουν σακιά στην πλάτη. Βλέποντάς τους, έτσι σαν υποζύγια, θυμάσαι το ποίημα εκείνο του Φρανσίς Ζαμ, «Προσευχή να πάω στον Παράδεισο μαζί με τα γαϊδουράκια»:

 

Άμποτε μπρος σου να σταθώ μαζί μ’ αυτά τα ζώα

τα βήματά τους σταματούν ενώνοντας τα πόδια

μ’ έναν τρόπο που σου γεννάει συμπόνια…

και το «Λιμάνι» του Νικόλαου Κάλας:

 

Στο λιμάνι κολλητά κοιμούνται τα πλοία

τους νανουρίζει ο χτύπος των γυμνασμένων σφυριών

χαϊδεύουν το σίδηρο με μονοκόμματα λόγια –

τ’ ατσάλι μιλάει με ηχώ απαγγέλει την δυνατή ιστορία του

την τυπώνουν οι εργάτες με τα κουρασμένα των χέρια

και την ακούει ο διαβάτης ν’ αντηχεί στα υπόστεγα

ενώ προσέχει κάτου απ’ τα φτυάρια που αναμασούν

το κάρβουνο, τη θηράικη γη, τους ασβεστολίθους

τον ψίθυρο των σπασμένων κορμιών των φορτοεκφορτωτών

 

Ίσως κοντά τους να βρεθούν κι όσοι φορτώθηκαν στη ράχη τους δυσβάσταχτα φορτία.

 

lim_4

 

Στο διπλανό όμως χώρο βλέπουμε προοπτικές για ναυταθλήματα· κάνοε – καγιάκ. Καγιάκ θα πει, διαβάζουμε, βάρκα κυνηγού. Σκάβουν ένα κορμό σε σχήμα ύψιλον. Γιατί μόνο οι Εσκιμώοι και οι ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής;

Και προοπτικές για να αποκτήσει το λιμάνι προφίλ φιλικού λιμανιού προς κρουαζιερόπλοια. Το 2013 προσέγγισαν εδώ 18 κρουαζιερόπλοια με 14.500 τουρίστες. Και σχέδια να γίνει λιμένας εκκίνησης, home port – όσα έρχονται, εδώ και να διανυκτερεύουν. «Το φορτηγό πλοίο Valhal ρυμουλκείται στην έξοδό του  απ’ το λιμάνι» (1960). «Εκβάθυνση» (1965). «Βυθοκόρος». «Έργα στο Ρεμέτζο». «Σύστημα καταιονισμού». «Αραγμένα πλοία στην παραλιακή». Η περιοχή γύρω από το λιμάνι ήταν κέντρο κοσμοπολίτικης ζωής. Σε μια φωτογραφία διακρίνεται το Μεντιτερανέ (όπου γυρίστηκαν πολλές αισθηματικές ταινίες) και που κατεδαφίστηκε παρανόμως – και πότε δεν ήταν αδίσταχτοι οι οικοπεδοφάγοι; – το 1978. Και πάλι σκηνές που έχουμε δει κι αλλού: «Αγιασμός υδάτων από κρηπίδωμα προβλήτα» (1974), «Λιτανεία Αγίου Νικολάου και περιφορά εικόνος» (1970), «Νυχτερινή άποψη λιμένος», «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Υπουργός Δημοσίων Έργων (1953) στο λιμάνι δίνει διαταγές επί χάρτου». «Φορτοεκφόρτωση λεωφορείου με γερανό» (1972), «Η κατασκευή της ευθύγραμμης παραλιακής ζώνης» (1953-1970). «Ιστιοφόρο προσπαθεί να δέσει στην φουρτουνιασμένη παραλιακή». «Ιστός φωτισμού» (1908), «Γερανοί», «Γερανογέφυρες», «Πλατφόρμες», «Ναυτική εβδομάς» (1976), «Άποψη λιμενολεκάνης» (1965). Συνεχίζουμε: «Φορτηγό πλοίο οδηγείται στο κρηπίδωμα συνοδεία ρυμουλκών». Ψαράδες στα παλιά βυρσοδεψεία και χασομέρηδες δίπλα τους να περιμένουν τι θα τσιμπήσει τ’ αγκίστρι. Ως φόντο, πλοία αραγμένα και πίσω τους φαίνονται γλάροι. Γλάροι! που συντροφεύουν τα ταξίδια μας… Οι αρχαίοι έβλεπαν σ’ αυτούς Σειρήνες, Λευκοθέες, οράματα κι ελπίδες.  Και παλιότερες λήψεις στον ίδιο χώρο. «Αχθοφόροι στην αποβάθρα, εν ώρα εργασίας» (1940). Ένας κρατά στο δεξί του χέρι την τραγιάσκα του καθώς φορτώνεται, άλλος τυλιγμένο το κεφάλι του με καρό πετσέτα – Άραβας στην έρημο. Και σε πρώτο πλάνο ο επιστάτης, κουστούμι, γραβάτα, άλλοι ιδρώνουν, άλλοι επιβλέπουν και καρπώνονται τον μόχθο τους. «Φορτοεκφόρτωση ελαφρόπετρας» (1964), τσέρκια, σκραπ…

 

lim_5

 

(Αρκεί η δίψα που μας κατέχει για συγκέντρωση υλικού να αρμολογήσεις κάτι; «Ούτε άντλημα έχω και το φρέαρ είναι βαθύ» και πώς να ποτίσεις το χωράφι που γέμισε ζιζάνια;) Αν βλέπεις από ψηλά, χάνεις τη λεπτομέρεια: «Άποψη του λιμένα απ’ την κορυφή του σιλό» (1978).

Στο βίντεο με την ένδειξη «Πολιτισμός» σημειώνεται πως σε χώρους νέους, εδώ στο λιμάνι – παλιά αποθήκες – στεγάζονται Μουσεία Φωτογραφίας, Κινηματογράφου, διεξάγονται φεστιβάλ και Μπιενάλε… Μα για τούτο εδώ το λιμάνι και την προκυμαία, την ομίχλη, «που ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας.  Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα… Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ’ τα πόδια στο υγρό χώμα», έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου κι εδώ ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης έβλεπε με το ηλιοβασίλεμα, «μια βασιλική χρωματουργία».

Ήρθα συννεφάκι,  φεύγω σαν αγέρας /  θα σου μείνουν μόνο  ζωγραφιά μου αγνή, / άκρη θαλασσίτσα,  γκρίσια κάποιας ξέρας/ άστοχοι λαχνοί, όπως γράφει για ένα άλλο λιμάνι, ανύπαρκτο, ο Ν. Τριανταφυλλόπουλος.

Για να γίνουν οι έξι προβλήτες σε τούτο το λιμάνι, πόσες επιχωματώσεις… Επέκταση παραλίας για να διαμορφωθεί η Λεωφόρος Νίκης. Κάποτε την Ανθέων την έβρεχαν τα κύματα, να κι άλλη φωτογραφία της «Νέας Παραλίας» (1950): η δαντελωτή ακτογραμμή μετατρέπεται σε πάρκα και χώρους περιπάτου. Και πάλι η προκυμαία και τα βαποράκια, που μας πήγαιναν στα πλησιόχωρα θέρετρα έως το 1970: Περαία, Μπαξέ, Αγιά Τριάδα, με τα ονόματά τους γραμμένα στα πλευρά τους: «Ευδοκία», «Λευκή», «Ναυτίλος»…

 

lim_6

 

Τώρα, λένε, πως θα επιχειρήσουν και πάλι τις μεταφορές αυτές δια θαλάσσης – ας είναι και με ξενικά ονόματα τα φέρρυ.

Όμως πώς να χαρείς ένα ταξιδάκι, όταν η μπόχα είναι αφόρητη από τα λύματα που πέφτουν στον Θερμαϊκό; Ανάσα παίρνεις, μόνο όταν μετά τον βοριά που κατεβαίνει απ’ την κοιλάδα του Αξιού, τον πολυθρύλητο Βαρδάρη, βλέπεις να διαγράφονται οι ακτές της Πιερίας, οι κορυφογραμμές, Όλυμπος, Κίσσαβος, που «έχουν θεμέλια την ακτή του ορίζοντος», όπως διαβάζουμε στην Μητέρα Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη. Στην Γραμμή του ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου, η εξόδιος κίνηση γίνεται με μια βουτιά σ’ ένα αόρατο ελληνικό νησί, εκεί όπου ο ουρανός δείχνει έναν άλλο δρόμο· και μια βουτιά στον χρόνο απ’ τον κυματοθραύστη αυτού του λιμανιού αναδεύει την ιλύ του κάτω βυθού.

Φωτογραφίες από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Ο στρατηγός Γκιγιωμά επιβιβάζεται στο θωρηκτό Partie». «Επιβίβαση βρετανικών στρατιωτών». «Πλοίο μεταφέρει Ινδούς στρατιώτες στην πατρίδα τους». «Αποβίβαση Γάλλων στο λιμάνι». «Άλογα αγγλικού στρατού». «Οι πρώτες συμμαχικές ενισχύσεις» (1915). «Οι πρώτοι Ρώσοι με τον Bon Voyage» (1916).

Κυλώντας στις ράγες του χρόνου, να και κάρα με άλογα και βαγόνια που φέρνουν τα αρχικά «ΣΕΚ». Ψηλά μια επιγραφή: «ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΣ ΑΝΩ»…

Κι ένα δίπολο: πώς φαίνεται απ’ την Πλατεία Ελευθερίας το λιμάνι. Κι από εκεί πώς φαίνεται η πλατεία που διαμορφώθηκε μετά το Κίνημα των Νεότουρκων  το 1908 με τα μπαρόκ πολυτελή ξενοδοχεία – «Ριτζ», ξενοδοχείο Αγγλίας, όπου στο υπόγειο το καφεζυθοπωλείο «Κρυστάλ». Μα όλα στην κοσμοπολίτικη αυτή περιοχή έγιναν ερείπια με την πυρκαγιά του ’17, εκτός από το μέγαρο Στάιν (1905). Λίγα μόνο βήματα απ’ το λιμάνι, 11η Ιουλίου του ’42, μαύρο Σάββατο, εδώ την πλατεία αυτή, μαντρώσανε για απογραφή τους Εβραίους· και την άνοιξη του ’43, ξεριζώθηκαν 49.000 (το 96% του εβραίικου πληθυσμού) για να εξοντωθούν στους θαλάμους αερίων – μόνο 2.000 γύρισαν πίσω. Απέναντι απ’ το λιμάνι, το μνημείο Memorah: μια επτάφωτη λυχνία που οι φλόγες της περιβάλλουν τα θύματα.

 

Το 1947 έφτασε εδώ στο λιμάνι το καταδρομικό «Μάντσεστερ». Τους αξιωματικούς και το πλήρωμα υποδέχτηκαν οι αρχές (ο δήμαρχος  Λεβή, δεσπότης Γεννάδιος, ο Γενικός Διοικητής της Βορείου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, στρατιωτικοί). Τα αμερικανάκια ναυτάκια έφερναν αμέριμνα βόλτες στην παλιά παραλία. Μα πάνω στο Επταπύργιο, εκείνες τις μέρες, άνοιξαν οι σιδερένιες του πόρτες και σε λίγο πίσω απ’ τα τείχη ακούστηκε το παράγγελμα – «Πυρ!» με σφαίρες κατάστηθα, έπεφτε μες στη χαράδρα το σώμα μιας κοπέλας. Παραμονή της εκτελέσεώς της έγραφε σ’ ένα γράμμα: «Σ’ εσένα, αδελφούλα μου, αφήνω το ωρολόγι μου για να με θυμάσαι… μην κλαις το χαμό μου ότι χάθηκα… πεθαίνω για τα ιδανικά μας», Κούλα Ελευθεριάδου την λέγανε, 22 χρονών. Ένα μήνα πριν, Απρίλιος του ’47, αντάρτες έσερναν αιμόφυρτο έναν παπά σ’ ένα χωριό των Τρικάλων, και πάνω σ’ ένα δίκορμο έλατο, κάτω από το όρος Κόζιακα, τον σταυρώσανε. Μεγάλη Παρασκευή ήταν – παπα-Γιώργη Σκρέκα τ’ όνομά του, 37 χρονών. «Έλπιζε στον Θεό», είπε στη γυναίκα του – άφησε έξι ανήλικα παιδιά ορφανά. Τον πέταξαν σε μια ρεματιά κι έβαλαν από πάνω του πυκνά ξερόκλαδα.

Μια νοητή γραμμή συνδέει το μυχό του Θερμαϊκού, όπου τα ηλιοβασιλέματα «παρουσιάζουν μια αληθινά βασιλική σπατάλη αποχρώσεων», όπως λέει ο Πεντζίκης, «με το Επταπύργιο, Γεντί Κουλέ με τα σκουριασμένα τείχη, που είναι, θαρρείς, βαμμένα με αίματα, και όπου βροντολογάει πάνω τους το πορφυρό Βυζάντιο», αναφέρει ο Ιωάννου.

Εδώ σ’ αυτό το λιμάνι, εκείνη την εποχή ξεφόρτωναν σαν αιγοπρόβατα παιδιά από χωριά της Θράκης και της ενδοχώρας για να τα κλείσουν στις παιδουπόλεις της βασιλομήτορος, ενώ οι άλλοι τα ξαπόστελναν κατά χιλιάδες παιδιά σε «λαϊκές δημοκρατίες», κι αυτή τη λεηλασία με λάφυρα τις ψυχές ονόμαζαν «παιδοφύλαγμα», «παιδομάζωμα», «προστασία» και «αναγέννηση».

«Προκειμένου περί Θεσσαλονίκης η είσοδος του κόσμου να γίνεται απ’ τη θάλασσα… Ο πλους προς την πόλη να έχει χαρακτήρα θρησκευτικό», όπως γράφει ο πεζω-γράφος.

Ας προσαράξουμε, λοιπόν, στον εύδιο λιμένα της Θεοτόκου, σβήνοντας κάθε ανάμνηση  του «Πριν βεβήλου τόπου», όπως διαβάζουμε στην είσοδο της Παναγίας των Χαλκέων…

 

lim7

 

Και προχωράμε, φεύγοντας απ’ το λιμάνι, προς τον Λευκό Πύργο, πού από τον Κανλή Κουλέ, του Αίματος, έγινε Μπεγιάζ Κουλέ, όταν το 1883, επί Αμντούλ Χαμίτ, ένας κατάδικος, μ’ αντάλλαγμα την ελευθερία του, ο Νάθαν Γκουελεντί, τον άσπρισε. Και αφού ανεβούμε τους έξι ορόφους, με τα 82 στριφογυριστά σκαλοπατάκια και τα 40 παραθύρια, βγαίνουμε ψηλά (ύψος 34 μέτρα), πάνω στον υπαίθριο χώρο με τον κυκλικό περίβολο που σχηματίζουν οι επάλξεις.

Και απo κει, με όλη την άπλα του κόλπου και τις βουνοσειρές απέναντι του Ολύμπου, λέμε από τους Χαιρετισμούς:

 

Χαίρε ολκάς των θελόντων σωθήναι

Χαίρε λιμήν των του βίου πλωτήρων.

 

lim_8

 


[1] O όρος Τανζιμάτ περιγράφει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεών της με τους υπηκόους της. Τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1839-1876. Η λέξη Τανζιμάτ, στην οθωμανική διάλεκτο σημαίνει αναδιοργάνωση, ενώ για τους δυτικούς ερμηνεύτηκε ως εκσυγχρονισμός. Πρωτοπόροι του Τανζιμάτ θεωρούνται οι Σουλτάνοι: Σελήμ Γ΄, Μουσταφά Δ΄, ο Μέγας Βεζίρης Μουσταφά Ρεσίτ πασάς, επίσης ο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, ο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ καθώς και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ΄, το έργο των οποίων συνέχισε βεβαίως ο Κεμάλ Ατατούρκ, στη νεοσύστατη Τουρκία. Βασικά διατάγματα (φιρμάνια) του Τανζιμάτ ήταν το Αυτοκρατορικό Διάταγμα του Ροδώνα (Γκιουλχανέ Χατί Σερίφ (1839), και το Διάταγμα της Εμπέδωσης των Μεταρρυθμίσεων (Ισλαχάτ Φεμανί ή Χάττ-ι-Χουμαγιούν) του 1856, που περιέλάμβανε και τις θρησκευτικές ελευθερίες των υπηκόων του κράτους.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top