Fractal

Η επικίνδυνη γοητεία του σινεμά

Γράφει ο Ιωάννης Θ. Θέμελης // *

 

“Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου”

 

Σκηνοθέτης: Γούντι Άλλεν Σενάριο: Γούντι Άλλεν Φωτογραφία: Γκόρντον Γουίλις Ηθοποιοί: Μία Φάροου, Τζέφ Ντάνιελς, Ντάννυ Αϊέλο Βραβεία: Υποψηφιότητα για Oscar πρωτότυπου σεναρίου Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1984 Διάρκεια: Διάρκεια 82’

 

Η Σεσίλια μια μοναχική σερβιτόρα που τις αρέσει να βλέπει Χολιγουντιανές ταινίες, μαγεύεται από τη πιο πρόσφατη το Ρόδο του Καΐρου και μένει έκπληκτη όταν κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής της ταινίας βγαίνει από την οθόνη και βαδίζει τον διάδρομο με σκοπό να την συναντήσει. Γοητευμένη από το στιλ του η Σεσίλια θα αρχίσει να τον ερωτεύεται μέχρι την ώρα που θα γνωρίσει τον πραγματικό ηθοποιό που τον υποδύεται στην οθόνη.

Η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη το 1935. Τα δύσκολα χρόνια του οικονομικού κραχ, ο κινηματογράφος αποτελούσε για τον πολύ κόσμο μια φτηνή διέξοδο από την σκληρή καθημερινότητα της οικονομικής κρίσης, της ανεργίας και της αντικομουνιστικής υστερίας. Στον κινηματογράφο Τζούελ προβάλλεται η ταινία το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου. Ένα τυπικό κοσμοπολίτικο μελόδραμα, που θα σπρώξει την κεντρική μας ηρωίδα (Cecilia), την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Μία Φάροου, να παρασυρθεί σε ένα κινηματογραφικό όνειρο. Η ανέχεια αλλά και η βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της (Monk), οδηγούν τη Cecilia σε 5 προβολές της ταινίας. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας από αυτές συμβαίνει κάτι μαγικό: ο κινηματογραφικός ήρωας Tom Baxter αρχίζει ένα διάλογο μαζί της μέχρι που ξεπηδά από την οθόνη στον πραγματικό κόσμο για να της εκφράσει τον έρωτα του. Ευφυέστατο τρύκ που αποτελεί τη βάση για ένα σουρεαλιστικό παραμύθι, σπουδή πάνω στα σύνορα τέχνης και πραγματικότητας αλλά και στο είναι και το φαίνεσθαι των πραγμάτων. Στη συνέχεια οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες. Η κινηματογραφική βιομηχανία αλλά και ο ηθοποιός (Gil Sepherd) που υποδύεται τον Tom Baxter θα κινητοποιηθούν για να τον αναγκάσουν να επιστρέψει στον φανταστικό και εξιδανικευμένο κόσμο του θεάματος. Παράλληλα και οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ταινίας, που αποτελούν ανθρώπινα κατασκευάσματα, βγάζουν στην επιφάνεια τον εγωκεντρισμό τους και διαφωνούν για το τι πρέπει να γίνει, ενώ κάποιοι από αυτούς απολαμβάνουν την πρόσκαιρη απελευθέρωση από τα σεναριακά δεσμά τους. Άλλωστε όπως αναφέρεται και στην ταινία το πιο ανθρώπινο πλεονέκτημα είναι η ικανότητα να επιλέγεις. Ο σκηνοθέτης κάνει εδώ αναφορά στη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος την οποία τονίζει και στη σκηνή της εκκλησίας. Εκεί ο Tom και η Cecilia συζητούν για τη δημιουργία του κόσμου, με τον άνθρωπο όμως εδώ να βρίσκεται στην αντίστροφη και περιοριστική θέση του δημιουργήματος και το δημιουργό θεό να σιωπά.

Ικανός να γοητεύσει με τις αρχές και τα υπέροχα σκηνοθετημένα φιλιά του αλλά ανίκανος να αντεπεξέλθει σε βασικές καθημερινές συμπεριφορές, ο Tom θα βιώσει μια σειρά από περιπέτειες και εμπειρίες, οι οποίες θα αποκαλύψουν τη μαγεία αλλά και τις ψευδαισθήσεις της κινηματογραφικής τέχνης. Η σκηνή της συζήτησης με τις πόρνες στον οίκο ανοχής αλλά και εκείνη του εστιατορίου είναι χαρακτηριστικές για τα παραπάνω. Ο Γούντι με τη μεταφορά από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο αλλά και σεναριακών ευρημάτων όπως την ανακάλυψη από τον Tom ότι στην πραγματική ζωή η ερωτική πράξη δεν παραλείπεται για λόγους «ηθικής τάξεως» όπως στις κινηματογραφικές εικόνες, τονίζει την αξία της ζωής αλλά περιβάλει και τον φανταστικό ήρωα του με στοργή και συμπάθεια. Η Cecilia από την άλλη εγκαταλείπει το σύζυγο της για να γνωρίσει το όνειρο και η ακολουθία των γεγονότων θα τη φέρει μέσα σε αυτό δηλαδή μέσα στο κινηματογραφικό πανί. Εκεί θα διαπιστώσει ότι πρόκειται απλώς για ένα παιχνίδι θεάματος και σκιών, καταδικασμένων να βιώνουν την ίδια αέναη επανάληψη στο χρόνο, εξαρτημένες από τη δέσμη φωτός της κινηματογραφικής μηχανής.

 

 

Με αφετηρία αυτό το υπέροχο σουρεαλιστικό εύρημα, ο Γούντι Αλλεν αρχίζει ένα ασταμάτητο πηγαινέλα από το φανταστικό στο πραγματικό και συνθέτει μια γλυκιά αντίφαση: δοξάζει τη μαγεία του κινηματογράφου αλλά ταυτοχρόνως δείχνει προβληματισμένος για την επικίνδυνη γοητεία της. Είναι λυρικός και ποιητικός όσο σε καμία άλλη ταινία του, μα και πικρόχολος, ενώ αμφισβητεί το αντικείμενο της λατρείας του, τον κινηματογράφο. Άλλοτε αστείο, άλλοτε σοβαρό, άλλοτε θλιμμένο, άλλοτε παιχνιδιάρικο, το «Πορφυρό ρόδο» «παίζει» ανάμεσα στο έγχρωμο και στο μαυρόασπρο, στην απαισιοδοξία και στην αισιοδοξία. Εν τέλει θυμίζει ερωτική επιστολή προς το ίδιο το μέσον του κινηματογράφου. «Η γυναίκα πρέπει να επιλέξει μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας» είπε ο Αλλεν για το «Πορφυρό ρόδο». «Και φυσικά κανένας δεν μπορεί να επιλέξει τη φαντασία, γιατί αυτό οδηγεί στην παράνοια. Οπότε επιλέγει την πραγματικότητα. Και όταν επιλέγεις την πραγματικότητα, πληγώνεσαι».

Η ταινία αυτή αποτελεί την πιο αγαπημένη για τον σκηνοθέτη δημιουργό της Γούντι Άλλεν.

 

 

 

* Ο Γιάννης Θέμελης γεννήθηκε στο Ηράκλειο (Κρήτης) το 1975. Σπούδασε Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και εν συνεχεία πραγματοποίησε μεταπτυχικές σπουδές Ευρωπαικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης (Ulg) στο Βέλγιο. Αποτέλεσε μέλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικών Ερευνών του ΔΠΘ με συμετοχές σε σεμινάρια στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Μέλος της Κινηματογραφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Κομοτηνής, Κρήτης και της ερασιτεχνικής Ομάδας Κινηματογράφου Sight Club από το 2006. Αρθρογραφεί στο προσωπικό του blog »Μέρες Αδέσποτες» και στο ταξιδιωτικό site, «Alternatrips» !

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top