Fractal

Ήρωες σε κρίση

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Ελένη Σακελλαρίου – Παραδέλη: «Το πιροσκί», εκδ. Κέδρος 2018

 

Η Ελένη Σακελλαρίου στο βιβλίο της παρακολουθεί τη ζωή μια ομάδας ανθρώπων, που βρίσκονται με διαφορετικούς τρόπους στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης, που σαρώνει περισσότερο ή λιγότερο την καθημερινότητά τους, την κοινωνικότητά τους, τους στόχους τους. Ένας πρώην ποδοσφαιριστής, 50άρης εργένης και ημι-απασχολούμενος, προβληματισμένος για το μέλλον του, με προοπτικές μάλλον ζοφερές, που όμως κρατάει σημάδια τρυφερότητας και καλοσύνης, με το βάρος της βιοπάλης στους ώμους του, με τη λάμψη της ανθρωπιάς στα μάτια του, ο Αργύρης, Ανάργυρος πραγματικός. Μια μεσήλικη μετανάστρια, χωρίς χαρτιά, από τη Ρωσία, η Ιρίνα, που κουβαλά τραύματα αποχωρισμού από την οικογένεια και κυρίως από το παιδί της (ανοιχτή, αιμάσσουσα πληγή), το οποίο απροειδοποίητα κράτησε πίσω ο άντρας της, ήδη παντρεμένος με άλλη, αλλά και τραύματα αποχωρισμού από την πατρίδα, την κανονικότητα και τις ομαλές προοπτικές που προοιωνίζονταν οι σπουδές και οι επιδόσεις της, που παλεύει με ταπεινές δουλειές για να επιβιώσει και να στέλνει χρήματα για το παιδί, που διακαώς επιθυμεί να το φέρει κοντά της, καταφέρνοντας να διατηρεί την αξιοπρέπειά της. Δίπλα τους μια παλιά δόξα του λυρικού θεάτρου, η 90χρονη, αλλά όχι ηλικιωμένη, Πελαγία, στολισμένη με τα κοστούμια της όπερας, παρασημοφορημένη με τη συμπάθεια του πλήθους, αθυρόστομη και σπιρτόζα, κουβαλά με τη σειρά της τις αιχμηρές αναμνήσεις της περασμένης γενιάς, της γενιάς της Κατοχής και του εμφυλίου, την απώλεια του άντρα της, τον χαμό του παιδιού της, στριμωγμένη σε νοικιασμένο μικρό διαμέρισμα, στριμωγμένη επίσης σε ασφυκτικά βιώματα, πονεμένη, αλλά και δοξασμένη, γενναιόδωρη και ανοιχτόκαρδη, προστατεύοντας τον Αργύρη και προστατευόμενη από αυτόν, τον γείτονα του διπλανού διαμερίσματος. Αλλά και ο Βάσια, ο 14χρονος γιος της Ιρίνας, που εισβάλλει στην ιστορία, κουβαλώντας και αυτός τα τραύματα, προσωπικά και κοινωνικά, της εγκατάλειψης, αλλά και της αλλαγής της ζωής, καθώς και τις εκρήξεις μιας εφηβείας, που πίσω της χάσκει η ανοιχτή πληγή της σοσιαλιστικής κατάρρευσης. Γύρω τους άλλες ζωές, λιγότερο φωτισμένες, αλλά ευκρινείς, φίλων ή γειτόνων, ο Φάνης, νέος συνδικαλιστής εργάτης, ανυποχώρητος δουλευτής του δίκιου, αλλά κάποτε κάποτε επιπόλαιος με την οικογένειά του, τον εαυτό του και τη γυναίκα του, τη Στέλλα, η οποία πλέον βάζει πάνω απ’ όλα το παιδί της, την οικογενειακή γαλήνη, δυναμική ωστόσο και δυνατή, μαχητική και σταθερή, με τη σχέση τους να παραπαίει από το πάθος στη σύμβαση ή στη σύγκρουση, ο Σωκράτης, Έλληνας μαύρος, πολλά υποσχόμενος επιστήμονας της Πληροφορικής, που κατέληξε άστεγος με την κρίση, διατηρώντας κι αυτός στοιχεία ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Πιο πίσω, σε πλάνο τρίτο, κι άλλες ανθρώπινες φιγούρες, όχι απλώς ως φόντο, αλλά ως δρώντα πρόσωπα, ως περίπου σχηματισμένοι χαρακτήρες, ο κ. Κλέαρχος, ο κακός της ιστορίας, που επιθυμεί να εκμεταλλευτεί την ανάγκη της Ιρίνας, και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτε, από την καλή κοινωνία αυτός, από τις πλούσιες συνοικίες με τις βίλες, ο κ. Μάνος, πρόσωπο από το παρελθόν της Πελαγίας, που λειτουργεί καταλυτικά κάτω από μιαν ανάγκη αποκάλυψης της αλήθειας πριν το τέλος, η Νατάσα, φίλη της Ιρίνας, σε ανάλογη θέση με κείνην, η Μάγδα, η γειτόνισσα της Στέλλας, συμβιβασμένη εξωτερικά και ασυμβίβαστη εσωτερικά, ο άντρας της, ο κ. Επαμεινώνδας, με οικονομική επιφάνεια, ιδιοκτήτης και της γυναίκας του, η Έλλη, γειτόνισσα κι αυτή, καθηγήτρια Αγγλικών, συκοφαντημένη, λυπημένη, αλλά με αποθέματα ζωντάνιας και πίστη στο μέλλον, η μικρή Ελισσώ, άρρωστη και καλοσυνάτη, με προοπτικές ανάρρωσης πάντως, η Σοφία, η ανιψιά του Αργύρη, με νεανικό σφρίγος. Και πιο πίσω, ως σκιές υποφωτισμένες, άλλοι άνθρωποι πλήθους ή συγγενείς, γείτονες, συνάδελφοι, τυχαία συναπαντήματα, που δημιουργούν την κοινωνία, το φόντο, τις διαπλοκές, τις συνδέσεις και επιτρέπουν στους ήρωες να αποκαλυφθούν. Κάπου εκεί ίσως κι εμείς, γείτονες, περαστικοί, συνεπιβάτες, διασταυρούμενοι. Πρόσωπα ακόμη από το παρελθόν, χαμένα, εμφανίζονται στις σκέψεις των ηρώων (ο πατέρας της Ιρίνας στις όχθες του Βόλγα, ο σύντροφος της Πελαγίας στη Μέση Ανατολή, ο θείος του Αργύρη στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο παππούς της Έλλης στο Πήλιο με την Αντίσταση, οι γονείς του Σωκράτη σε αποστολή στην Αφρική, οι γονείς του Αργύρη και η Χάιδω, ο νεανικός του έρωτας, που του εμφυσούσε όνειρα και όρεξη για ζωή, η γιαγιά της Στέλλας, οι γονείς της Ιρίνας, φωτογραφίες στο μενταγιόν, διαπεραστικές φωνές στον μέσα κόσμο, κ.ά.), φέροντας μαζί τους τις εποχές και τις συνθήκες του καιρού τους, αποκαλύπτοντας ακόμη τα νήματα που ενώνουν τόπους, χρόνους, ανθρώπους.

Καθώς οι κύριοι χαρακτήρες είναι κατά βάση μόνοι, η γειτονιά παίζει καθοριστικό ρόλο – μ’ αυτήν εμπλέκονται, μ’ αυτήν αλληλεπιδρούν, αυτή αποτυπώνει την ευρύτερη κοινωνία. Η γειτονιά είναι ο μικρόκοσμος.

Ο τόπος του μυθιστορήματος είναι μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας, η Δάφνη. Ο χρόνος η παρούσα στιγμή, το σήμερα. Τα πράγματα γνώριμα, οικεία. Οι εικόνες αναγνωρίσιμες, κοντινές, προκαλώντας στον αναγνώστη τις απαραίτητες ταυτίσεις. Η Αθήνα της κρίσης είναι εδώ: η σκληρή, συχνά απεγνωσμένη, αναζήτηση δουλειάς, τα χαμηλά μεροκάματα, τα κλειστά μαγαζιά, οι διώξεις των πιο ανήσυχων, η αυθαιρεσία της εργοδοσίας, οι απολύσεις, η ανεργία, η αστεγία, η εκμετάλλευση των αδυνάμων, των μεταναστών, τα απότοκα της κατάρρευσης του σοσιαλισμού, η κυριαρχία της ιδιώτευσης, η αντικοινωνική συμπεριφορά, η έκπτωση αξιών. Κι ακόμα οι πολυκατοικίες χωρίς θέρμανση, οι βιοτικές δυσκολίες, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, οι ακλήρωτοι πόνοι. Την ίδια ώρα, στον ίδιο τόπο φυτρώνει και αναπτύσσεται η αλληλεγγύη κι η ανθρωπιά, ο σεβασμός στον συνάνθρωπο, η συμπαράσταση, η έμπρακτη βοήθεια, η θυσία, το νοιάξιμο. Περνά, όμως, και η Ιστορία, στιγμές από τον πόλεμο, την Κατοχή, τον εμφύλιο, τη φυγή στις Ανατολικές χώρες, τη χούντα, ακόμη και τον διωγμό των Ποντίων, αλλά και την πτώση του κομμουνισμού με τις παρενέργειές της και το κύμα μετανάστευσης που προκάλεσε, όλα όπως αποτυπώνονται στις αναμνήσεις των ηρώων, όπως διαπερνούν με τον τρόπο τους το σήμερα, όπως καθορίζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, όπως σημαδεύουν τα βάθη της ψυχής και τις διαδρομές των ανθρώπων, όπως ξεχύνονται ξαφνικά για να πλημμυρίσουν το παρόν, σαν ένα ξύλινο κουτί με φωτογραφίες (όπως αυτό της Πελαγίας), που ανοίγει απρόσμενα, σαν τα χιλιάδες μικροπράγματα (όπως αυτά της Πελαγίας), ασήμαντα και σημαντικά, κρυμμένα στοργικά, που ξεπετάγονται από γωνιές και κώχες.

 

Ελένη Σακελλαρίου – Παραδέλη

 

Ο κοινωνικός προβληματισμός και η σταθερή πολιτική στράτευση της Ελένης Σακελλαρίου – Παραδέλη διαποτίζει το βιβλίο – και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Η αριστερή της ματιά τη βοηθά να διεισδύει στα εσώτερα της κοινωνίας και των ανθρώπων, την κινητοποιεί και της εκτινάσσει την ευαισθησία, της οξύνει την όραση, πετυχαίνοντας μια σοβαρή ανατομία της ανθρώπινης επικοινωνίας, συμβίωσης και ένταξης σ’ ένα προβληματικό παρόν, που ωστόσο αποτυγχάνει να απομυζήσει μέχρι θανάτου, μέχρι εξοντώσεως αυτά τα περίπλοκα όντα που λέγονται άνθρωποι. Αντιφατικοί, πονεμένοι, πονετικοί, με εσωτερικές συγκρούσεις, με αδιέξοδα, με ταλαιπωρίες, παραμένουν όρθιοι, καταφέρνουν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να κρατήσουν ζωντανά τα όνειρα και τις επιθυμίες τους, ομολογημένες ή ανομολόγητες, εκδηλωμένες ή όχι. Κι ας είναι το όνειρο απλό, μια βέσπα ή ένα γατάκι στο σπίτι, κάποιες λέξεις στα ελληνικά, κάποιες ερωτικές συνευρέσεις, μια δουλειά στις «Μεταφορές – Μετακομίσεις», μ’ έναν τρόπο ίσως συμβολικό, σα για να μεταφέρουν τα όνειρά τους, σα για να μετακομίζουν τον πόνο τους ή να κουβαλούν τις ζωές τους.

Οι ήρωες είναι πραγματικοί, είναι ρεαλιστικοί, άνθρωποι που συναντάμε δίπλα μας ή συνήθως προσπερνάμε γύρω μας. Την ίδια ώρα είναι μ’ έναν τρόπο σύμβολα. Δεν είναι άγιοι, δεν είναι τέλειοι, υπάρχουν και οι αρνητικά φωτισμένοι, αλλά οι κεντρικοί ήρωες είναι θετικοί. Αυτοί κυριαρχούν. Αυτοί επιβάλλουν την οπτική τους, αυτοί εντέλει νικούν, έστω και πρόσκαιρα, έναντι της αδιαφορίας και του αλληλοσπαραγμού, υποδεικνύοντας τον μόνο δρόμο που οδηγεί σε διέξοδο. Η ανάδειξη του θετικού παραδείγματος, η ποιοτική εξέλιξη των χαρακτήρων – γιατί εντέλει οι χαρακτήρες, παρά την ύπαρξη μιας βασικής στόφας, εν πολλοίς προχωρούν, όπως και στη ζωή – η μαχητική διάθεση και η υπερνίκηση των δυσκολιών οδηγούν στην εμπέδωση μιας αντίληψης για την αναγκαιότητα της διεκδίκησης και του αγώνα.

Παρακολουθούμε την καθημερινότητα των ηρώων, να ακινητεί και να αλλάζει, τα καυγαδάκια των ζευγαριών, τις συμβατικές ζωές των συμβιβασμένων, τα αναποδογυρίσματα της τύχης, τους αιφνιδιασμούς των συναντήσεων, τα πηγαινέλα των προσώπων, τις επαναλήψεις των κινήσεων, τα παιχνίδια της τύχης – κυρίως αυτά, τις ανατροπές, που πάντοτε καραδοκούν. Η συγγραφέας, παράλληλα, φροντίζει να παρουσιάζει και τη συνοπτική εξιστόρηση κυρίως του παρελθόντος των ηρώων ή του παρόντος των δευτερευόντων προσώπων. Έτσι, ο χρόνος της αφήγησης είναι μεν το παρόν, αλλά τα συχνά φλας μπακ επιτρέπουν στο παρελθόν να εισχωρήσει συμπυκνωμένο και να επιβάλει τους όρους του. Το παρελθόν είτε ως οικογενειακή είτε ως κοινωνική ιστορία καθορίζει, όπως είναι αναμενόμενο, τους ήρωες, τις αποφάσεις και τις επιλογές τους. Έτσι, ο χρόνος της αφήγησης αποκτά δυο ταχύτητες, μια πιο γοργή (στις αφηγήσεις για τα δευτερεύοντα πρόσωπα ή για το παρελθόν) και μια πιο αργή (στην εκτύλιξη των γεγονότων που σχετίζονται με τους πρωταγωνιστές).

Όλοι οι ήρωες της ιστορίας συνδέονται μεταξύ τους με τρόπο είτε αναμενόμενο είτε αιφνίδιο. Αυτό συμβαίνει όχι μόνον επειδή είμαστε πράγματι «συνδεδεμένοι», όπως απέδειξε το ομώνυμο βιβλίο των Χρηστάκη – Φάουλερ, που διαπιστώνει τη στενότητα της σύνδεσης όλων των ανθρώπων, διατυπώνοντας μάλιστα το αξίωμα ότι η μεγαλύτερη απόσταση οποιωνδήποτε δύο ανθρώπων στη γη είναι 5 άτομα (αυτό που απλά ονομάζουμε εμπειρικά «μικρός που είναι ο κόσμος»), και βρίσκει εδώ ένα πεδίο εφαρμογής, αλλά συμβαίνει επίσης επειδή αυτές οι συνδέσεις, οι διαπλοκές, που είναι πολλαπλές – πειστικές, ωστόσο, και δικαιολογημένες, μ’ έναν τρόπο απεικονίζουν ακριβώς το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνδεόμαστε μεταξύ μας έτσι ώστε οι πράξεις μας δεν αφορούν μόνον εμάς, οι συνέπειες των επιλογών μας αγκαλιάζουν τους άλλους, ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι κοινό μας κτήμα, δεν είμαστε ξένοι, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε ως ξένοι ή αδιάφοροι, ο ξένος δίπλα μας είναι δικός μας.

Η ματιά της αφήγησης, ματιά παντογνώστη αφηγητή, επιτρέπει να διεισδύσουμε στα εσώτερα στρώματα της ψυχής των ηρώων, πρωταγωνιστών ή δευτεραγωνιστών, επιτρέπει να γνωρίσουμε σκέψεις, ταλαντεύσεις, διλήμματα, συναισθήματα, κάποτε ανομολόγητα, επιτρέπει να επισκεφθούμε κόσμους γειτονικούς, αλλά συχνά μακρινούς, οικείους και συνάμα ανοίκειους, επιτρέπει να ρίξουμε ματιές πεταχτές ή διεισδυτικές στα ενδότερα των σπιτιών, των οικογενειών, των ανθρώπων, να οικειωθούμε τους μετανάστες, να συναισθανθούμε τους ηλικιωμένους, να νιώσουμε τους απόκληρους και τους αποκλεισμένους.

Η γλώσσα της αφήγησης, γλώσσα κατά βάση καθημερινή, βοηθά στην εμπέδωση του ρεαλιστικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Η γραφή, ομαλή, λαγαρή, διαυγάζει την ουσία της ιστορίας. Σπάνια καταδέχεται να υποκύψει σε καλολογία, για να δώσει πάντως ενδιαφέρουσες αποχρώσεις της λογοτεχνικής έκφρασης (π.χ. «ο καιρός που είχε περάσει το καταχώνιασε σα λεκιασμένο ρούχο στα πιο πονεμένα υπόγεια συρτάρια του μυαλού της», «πυρπολημένη από τον έρωτα, η Μάγδα αντέγραφε τη νιότη της»…). Τα συνήθως μικρά κεφάλαια, κλείνουν με κάποια στοχαστική ενατένιση. Οι διάλογοι είναι φυσικοί, το ίδιο και οι εσωτερικοί μονόλογοι.

Και μια αναφορά στον τίτλο (μαζί και στο εξώφυλλο, έργο του ζωγράφου Αλέκου Λεβίδη, που τον εικονοποιεί): «το πιροσκί». Το πιροσκί, λοιπόν, αποτελεί αφενός προφανή αναφορά στη ρωσική καταγωγή της πρωταγωνίστριας, αλλά και σύμβολο ενός κόσμου, αντικείμενο επιθυμίας και νοσταλγίας, επανερχόμενο στο βιβλίο, που κάποια στιγμή ανακάτεψε το στομάχι της, αλλά, κυρίως, ανακάτεψε τις ζωές των ηρώων και έγινε καταλύτης εξελίξεων.

Η πλοκή είναι έντεχνη, κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, σε αγωνία, σε περίσκεψη, έχει ανατροπές και εκπλήξεις. Βαδίζει σταδιακά, αποκαλυπτικά, με σταλαγματιές πληροφορίας, με τα κεφάλαια να διαδέχονται το ένα το άλλο ως κομμάτια παζλ, που μέλλει να ολοκληρωθεί στο τέλος, να μπουν όλα στη θέση τους, αποκαθιστώντας μ’ έναν τρόπο όχι μόνο τη λογική της αφήγησης, αλλά και τη δικαιοσύνη. Γιατί η κύρια έγνοια της συγγραφέως νομίζω ότι είναι αυτή – η ανάδυση ενός κόσμου δικαίου, ισότητας και αρετής. Η αισιόδοξη, εντέλει, προοπτική, το γεγονός ότι οι ήρωες, παρά τις αντιξοότητες, παρά την εχθρικότητα του περιβάλλοντος κόσμου, την αγριότητα της σύγχρονης ζωής, την αδηφαγία του καπιταλισμού, καταφέρνουν να σταθούν στα πόδια τους, αλλά και ο ένας δίπλα στον άλλον, να γευτούν την ουσία της ζωής, να πιουν από το ποτήρι του έρωτα, της επιθυμίας, της εγκάρδιας επικοινωνίας, της συμπαράστασης, το γεγονός αυτό, λοιπόν, καθιστά την εξιστόρηση αισιόδοξη, όχι μόνον ιστορικά, προοπτικά, αλλά και συγκαιρινά, στο εδώ και στο τώρα, είναι ένα μάθημα αξιοπρέπειας και μαχητικότητας, είναι ένα δίδαγμα για μια στάση ζωής που αξίζει να ακολουθηθεί, είναι η απόδειξη της ανθρωπιάς που παραμένει μέσα μας, ακόμη και εν υπνώσει, περιμένοντας μιαν αφορμή για να ξυπνήσει και να αναδυθεί. Η συγγραφέας αναδεικνύει το θετικό παράδειγμα, τη μαχητική διάθεση, έτσι ώστε η κοινωνική αδικία να μην εμφανίζεται ως μοιραία νομοτέλεια, που καταπίνει ζωές που αναλίσκονται χωρίς νόημα, αλλά να αντιμετωπίζεται ως συνθήκη που μπορεί να ανατραπεί.

Και, τέλος, η Μοίρα. Μοίρα είναι το όνομα που φέρει το σκυλάκι της ηλικιωμένης πριμαντόνας, της Πελαγίας. Μοίρα είναι το όνομα που φέρουν όλα τα σκυλάκια της, καθώς το ένα διαδέχεται το άλλο και παίρνουν πάντα αυτό το όνομα. Μία είναι η Μοίρα. Σ’ όλη την έκταση του βιβλίου, όταν γαυγίζει χαμηλόφωνα ή δυνατά, όταν γλείφεται στα πόδια της κυράς του, όταν την ακολουθεί σε κάθε βήμα της, καταλαβαίνουμε ότι εδώ είναι πράγματι η μοίρα, η μοίρα μας, που εντέλει εκείνη μας ακολουθεί κι όχι εμείς, που είναι στο χέρι μας να την ορίσουμε και να τη σύρουμε στα βήματά μας, η μοίρα μας είναι ο χαρακτήρας μας, όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος, η μοίρα μας είναι η αποφασιστικότητα και η αγωνιστικότητά μας, που μπορεί να σπάσει το σκοτάδι του κόσμου και να αναδείξει τα πιο τρυφερά, τα πιο φωτεινά χρώματα της ζωής, ακόμη κι όταν αυτό – το σκοτάδι – φαίνεται απροσπέλαστο. Η ζωή διατηρεί στο βάθος της μια ζεστασιά, που μπορεί να τυλίξει σαν κουκούλι την ύπαρξη. Αυτή η ζεστασιά συνήθως σχετίζεται με την ύπαρξη των άλλων – οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι αυτάρκεις, χρειάζονται τους άλλους. Η ζωή είναι μια λυσιτελής συνθήκη μόνον όταν ορίζεται ως συνύπαρξη. «Ο κόσμος υπάρχει μόνο όταν τον μοιράζεσαι», αυτή τη φράση του Λειβαδίτη επιλέγει η Ελένη Σακελλαρίου ως μότο του βιβλίου, ενώ το αφιερώνει σ’ όσους τολμούν το άλμα από το εγώ στο εμείς. Υπόγεια νήματα μας ενώνουν, τα εσωτερικά μας χρέη εξοφλούνται με τα δάνεια των άλλων, το αλισβερίσι της ύπαρξης συντελείται με καθρεφτισμούς.

Το βιβλίο κλείνει χωρίς να αφήσει εκκρεμότητες. Ικανοποιεί την ανάγκη του αναγνώστη. Τον αφήνει με μιαν αίσθηση ανακούφισης. Δεν πρόκειται ακριβώς για αίσια έκβαση (ή για αίσιες εκβάσεις στις επιμέρους ιστορίες). Πρόκειται, κυρίως, για μια ικανοποίηση στο επίπεδο της αυτοπραγμάτωσης, για το γεγονός ότι οι ήρωες βρίσκουν, όχι κατ’ ανάγκην το ταίρι τους, αλλά προπάντων τον εαυτό τους. Βρίσκουν τα πατήματά τους, τον δρόμο τους. Νικούν στις εσωτερικές μάχες. Οι φεγγίτες γίνονται παράθυρα ανοιχτά. Ξέρουμε, όμως, πως δεν τελειώνουν όλα εκεί. Ο κόσμος θα παραμένει δύσκολος και συχνά αφιλόξενος, αλλά θα συνεχίσουμε να φέρνουμε σ’ αυτόν τα παιδιά μας, θα εξακολουθούμε να πηγαινοερχόμαστε από τη χαρά στη λύπη, από την απογοήτευση στην αισιοδοξία, από την παραίτηση στη στράτευση. Θα συνεχίσουμε να ποτίζουμε τον εαυτό μας και τους άλλους με πόνο και καημό, αλλά και με αγάπη και αφοσίωση. Θα κυκλοφορούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που μας ταιριάζουν ή μας απωθούν, θα βιώνουμε μια εξωτερική και πολλές εσωτερικές ζωές, θα ονειρευόμαστε, θα αγωνιζόμαστε, θα ζούμε.

Μια λάβα διαπερνά το βιβλίο, η ηφαιστειώδης ροή της ιστορίας και της καθημερινότητας, η αξία των μικρών πραγμάτων και των ταπεινών ηρώων, των πραγματικών πρωταγωνιστών της ζωής. Η συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια όσους συνήθως βρίσκονται στα περιθώρια της ιστορίας, στις εσοχές των στενών, στα σοκάκια, όσους δεν φωτίζονται από τα φώτα των κεντρικών λεωφόρων, εκπονεί ένα είδος μικρο-ιστορίας. Η συγγραφέας τούς δίνει χώρο, λόγο, ανάσες, δικαιώματα. Όμως, δεν τους αφήνει να ζουν ερήμην της μεγάλης Ιστορίας, τους κάνει μέρος της, κομμάτι της, απόρροιά της. Οι ιστορικές περιστάσεις είναι εκεί, παρούσες, δημιουργούν τη μεγάλη εικόνα, εντός της οποίας αναπτύσσονται οι μικροί κόσμοι των ηρώων, οι δικές μας μικρές ζωές, χωρίς συχνά αυτή να γίνεται αντιληπτή.

Έτσι, η Ελένη Σακελλαρίου – Παραδέλη καταφέρνει να μας συγκινήσει, να μας προβληματίσει, να μας αφυπνίσει.

Αποδεικνύεται επίσης άξια εργάτρια του λόγου (αφού το μυθιστόρημα ως είδος απαιτεί εκτός από ταλέντο, διάβασμα και σκληρή δουλειά) και μας αναγκάζει να περιμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο έργο της.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top