Fractal

Οι τέσσερις ημέρες που άλλαξαν ένα νησί

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

to_perasma_cover«Το πέρασμα» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, σελ. 264, Εκδ. Μεταίχμιο

 

Σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς του επίσημου Συντονιστικού Οργάνου, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκονται 53.980 πρόσφυγες. Οι αριθμοί κρατούν ένα δυναμικό χαρακτήρα, καθώς καθημερινά μεταλλάσσονται ανάλογα με τις προσφυγικές ροές. Μα, ακόμη και έτσι να έμεναν το πρόβλημα είναι πλέον εκθετικό στην μελλοντική προοπτική του και επιδραστικό στην καθημερινότητα των ντόπιων κοινωνιών κι όλης της χώρας. Είναι ένας αριθμός που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσε να είναι μικρός και διαχειρίσιμος, εντούτοις αποδεικνύεται άχθος για μια χώρα που δεν μπορεί πλέον να στεγάζει και να θρέψει επαρκώς τους γηγενείς κατοίκους της.

Τι μπορεί να συμβεί σε ένα μικρό νησί όταν εν μέσω καταιγίδας και θαλασσοταραχής φτάνει κακήν κακώς ένα πλοιάριο φορτωμένο από «ψυχές»; Ό,τι ακριβώς συμβαίνει καθημερινά στη Λέσβο, τη Χίο και τα λοιπά νησιά που γίνονται οι πρώτοι υποδοχείς των μεταναστών και των προσφύγων σε ευρωπαϊκό έδαφος. Κάποιους θα τους πάρει μαζί της η θάλασσα και κάποιοι θα σωθούν ελπίζοντας ότι το ταξίδι της ελευθερίας τους θα συνεχιστεί.

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, ακολουθώντας το νήμα που ξεδίπλωσε με το μυθιστόρημα «Η πόλη και η σιωπή» αναμετράται με τα επίκαιρα και τα καθημερινά δίχως να μπαίνει στο δίλημμα αν η λογοτεχνία χρειάζεται κάποιο συγκεκριμένο χρόνο για να αναμετρηθεί με την τρέχουσα Ιστορία και αν πρέπει να αφήσει το σίδερο να «κρυώσει» για να το πιάσει με γυμνά χέρια. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του ήταν απότοκο της οικονομικής κρίσης, του κινήματος των αγανακτισμένων και της επιθετικής δράσης των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών στους κατοίκους της πρωτεύουσας.

Τώρα με «Το Πέρασμα» στρέφει την προσοχή του στο Προσφυγικό μετατοπίζοντας τη δράση σε ένα ακριτικό νησί, μικρό το δίχως άλλο, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια κατάσταση που ξεπερνάει τις περιορισμένες δυνάμεις του. Πώς θα διαχειριστεί η τοπική κοινωνία κάποιες εκατοντάδες θαλασσοδαρμένων προσφύγων που έφτασαν στον τόπο της;

Το συναπάντημα των ντόπιων κατοίκων με τους μετανάστες δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς μιας «κανονικότητας». Τούτοι δεν είναι τουρίστες που έρχονται με όλες τις… τιμές να γευτούν τις χάρες του νησιού εν μέσω θέρους. Είναι άνθρωποι που ξέφυγαν από τον πόλεμο, χρειάστηκε να παλέψουν με τα κύματα και τελικά να ξεβραστούν σε έναν τόπο που τον βλέπουν μόνο ως πέρασμα – ως ενδιάμεσο σταθμό στο μακρύ ταξίδι τους.

Κι όμως, για τέσσερις ημέρες θα χρειαστεί να ζήσουν κάτω από τον ίδιο μαυρισμένο ουρανό. Οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες, μα περισσότερο αντίξοη είναι η συνθήκη που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στους μεν και τους δε. Από την ανυπόκριτη αλληλεγγύη στις πράξεις ατίμωσης και εκμετάλλευσης και από την ανοιχτή αγκαλιά έως το φόβο και την απέχθεια, το μυθιστόρημα καταγράφει τις αντιδράσεις ενός εκάστου. Μάλιστα, ο Τζαμιώτης στήνει το μυθιστόρημα στους ρυθμούς μιας πολυφωνικής χορωδίας. Κεντρικός πυρήνας δεν είναι κάποιος ήρωας, αλλά η κατάσταση. Ούτε καν ο τόπος, ο οποίος έτσι και αλλιώς δεν δηλώνεται ποιος είναι, αλλά χαρτογραφείται επαρκώς. Από την ελεγεία στην τραγωδία και αντίστροφα, το Πέρασμα είναι ένα αδιάρρηκτος κύκλος συνύπαρξης, έντασης, απειλής, αγωνίας, θάλπους, συναισθηματικής έκρηξης και κοινωνικού στοχασμού. Η μοίρα αυτών των ανθρώπων δεν ακολουθεί τις επιταγές της επινόησης: στην πραγματικότητα ο συγγραφέας καταγράφει με το φακό του μια καθημερινότητα που βιώνουν αυτή τη στιγμή οι κάτοικοι συγκεκριμένων ελληνικών νησιών. Σαφώς και σε τέτοιου είδους μεταιχμιακές στιγμές, οι ανθρώπινες αντοχές διαστέλλονται. Η ηρεμία του νησιού θρυμματίζεται αυτοστιγμεί. Για κάποιους, οι μετανάστες είναι άνθρωποι που χρήζουν βοήθειας και για άλλους είναι εισβολείς που λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής επιβουλεύονται το βιός των κατοίκων. Από την γκάμα των ανθρώπων που εμφανίζει στο βιβλίο ο Τζαμιώτης εξάγεται το αβίαστο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει μια συμπεριφορά, μια γνώμη, μια αίσθηση των πραγμάτων. Αλλιώς σκέφτεται ο Δήμαρχος, ο επικεφαλής του στρατού ή του Λιμενικού, ο αγροτικός γιατρός και η ηλικιωμένη ταβερνιάρισσα. Μα, αλλιώς σκέφτομαι και οι πρόσφυγες. Υπάρχουν άνθρωποι που δέχονται στωικά τη μοίρα τους, άλλοι που γλείφουν τις πληγές τους και κάποιοι που έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν σε πιο δυναμικές λύσεις για να βρουν το δίκιο τους. Κάπου εδώ βρίσκεται και η λεπτή γραμμή του μυθιστορήματος. Το κλασικό δίπολο του «καλού/κακού» δεν φέρει μόνο μια ταυτότητα, ή μια εθνικότητα. Οι ρόλοι εναλλάσσονται κάτι που αποδεικνύει πως το ρευστό πλαίσιο στο οποίο καλούνται να συνυπάρξουν οι δύο κόσμοι μεταλλάσσει τους πάντες. Ουδείς μένει ανεπηρέαστος, ουδείς μπορεί να πει ότι θα παραμείνει ο ίδιος όταν θα τελειώσει αυτός ο σαματάς. Αν θα τελειώσει σύντομα.

 

tzamiotis_konstantinos

O Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

 

Η σκηνή του τέλους, με τη σύγκρουση στο λιμάνι ανάμεσα στους μετανάστες και τα ΜΑΤ, έρχεται σε αντίθεση με την σκηνή της αρχής που είναι γεμάτη αγωνία και θλίψη για τη μάχη που δίνουν οι «ψυχές» πάνω στο πλοιάριο, ενώ μαίνεται θαλασσοταραχή. Κι όμως, αυτή η αντίθεση, συγγραφικά διευθετημένη με διαφορετικούς μεν τόνους, αλλά με ακρίβεια δε, είναι η πραγματική καμπή του μυθιστορήματος. Μέσα σε τέσσερις ημέρες, σε ένα μικρό νησί της Ελλάδας, ήρθαν τα πάνω κάτω.

Το ζήτημα δεν είναι τι συμβαίνει στο τέλος του βιβλίου, αλλά τι συμβαίνει με το τέλος του βιβλίου. Φευ, η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία και η καθημερινότητα έρχεται ακόμη και να ακυρώσει την προσπάθεια λογοτεχνικής καταγραφής της τη στιγμή που τα γεγονότα βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Τα όσα συμβαίνουν στην Ειδομένη, τον Πειραιά, το Ελληνικό και όσα πρόκειται να συμβούν στο άμεσο μέλλον είναι ένα… έργο που γράφεται, αδιαμεσολάβητα και δίχως λογοτεχνικές κατασκευές, από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Σε αυτή την περίπτωση είναι αμφίβολο να πεις προς τα πού γέρνει η αυθεντικότητα. Αν κάτι τέτοιο έχει σημασία να λεχθεί.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top