Fractal

Μια ιστορία τραύματος και καταστροφής μέσα στο «Το πέμπτο παιδί» της Ντόρις Λέσινγκ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Sir Stanley Spencer, The Centurion’s Servant (1914).

Sir Stanley Spencer, The Centurion’s Servant (1914).

 

«Το πέμπτο παιδί» της Ντόρις Λέσινγκ. Έθνος. Εκδόσεις Καστανιώτη. 2013. Μετάφραση: Αλέκος Μανωλίδης

 

Αυτό το σύντομο μυθιστόρημα της Ντόρις Λέσινγκ διαπραγματεύεται την ιστορία μιας παραδοσιακής οικογένειας που σπαράσσεται από την άφιξη ενός θυμωμένου, βίαιου και καταστροφικού παιδιού. Ως γονείς, η Χάριετ κι ο Ντέιβιντ Λόβατ αγωνίζονται για να κατακτήσουν από κοινού τις οικογενειακές και τις προσωπικές τους αξίες. Η αφήγηση σκιαγραφεί όλους τους σιωπηρούς μεταφορικούς παραλληλισμούς ανάμεσα στη συγκεκριμένη εμπειρία και τις εμπειρίες της κοινωνίας εν γένει. Στην πορεία διερευνά επίσης τα θέματα του ιδεαλισμού εναντίον της πρακτικότητας και τη σχέση μεταξύ της κοινωνίας και εκείνων των προσώπων που η κοινωνία ‘αντιλαμβάνεται’ και ‘θεωρεί’ ως διαφορετικούς. Η αφήγηση ξεκινά με μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο συναντιούνται οι δύο νέοι σε ένα θορυβώδες πάρτυ μιας εταιρείας, όπου αμέσως αντιλαμβάνονται ότι μοιράζονται τις ίδιες αρχές, απόψεις και κάνουν αργότερα κάνουν σχέδια για να παντρευτούν και να κάνουν μεγάλη οικογένεια. Τα σχέδια αυτά φαίνεται ότι υλοποιούνται γρηγορότερα και αποφέρουν καρπούς νωρίτερα από ότι σχεδίαζαν, αφού κατά την ημέρα ολοκλήρωσης της αγοράς του μεγάλου σπιτιού που θέλουν να γεμίσουν με τα παιδιά, θα κάνουν έρωτα και η Χάριετ αντιλαμβάνεται ότι ήδη συνέλαβε το πρώτο τους παιδί. Μετά την αποδοχή των σχεδίων τους από τους διαζευγμένους γονείς του Ντέιβιντ και της Ντόροθυ, της χήρας μητέρας της Χάριετ, οι οποίοι δεσμεύονται να υποστηρίξουν όσο μπορούν τα σχέδιά τους, η Χάριετ και ο Ντέιβιντ επεκτείνουν την οικογένειά τους με ταχύ ρυθμό, και φέρνουν στον κόσμο τέσσερα παιδιά, τον Λουκ, την Έλεν, τη Τζέιν και τον Πωλ, γρήγορα και σχετικά εύκολα. Καθώς η οικογένεια μεγαλώνει, το ίδιο γίνεται και με τον κατάλογο των επισκεπτών της οικογένειας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κι ακόμα το Πάσχα, και τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ωστόσο, η πέμπτη εγκυμοσύνη της Χάριετ, είναι πολύ πιο δύσκολη από τις προηγούμενες, και βρίσκει τον εαυτό της με σχεδόν συνεχείς και περίεργους πόνους που επιβάλλουν την αναβολή των οικογενειακών γιορτών. Όταν το πέμπτο παιδί γεννιέται τελικά, η δύναμή του, ο θυμός, και η ικανότητά του για βία, τους αποξενώνει όλους, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας του. Παρ’ όλα αυτά, στον Μπεν, όπως ονομάζεται, προσφέρεται η ίδια αγάπη, στήριξη και χρόνος, όπως και στα αδέλφια του. Η βίαια όμως και καταστροφική φύση του Μπεν, τον καθιστά ανίκανο να δεχτεί αυτές τις προσφορές. Τελικά, η Χάριετ δέχεται έστω και απρόθυμα, να τον οδηγήσουν σε ένα ίδρυμα. Για μια στιγμή η οικογένεια είναι και πάλι ευτυχισμένη, αλλά η Χάριετ χάνει την παρουσία του γιου της, της λείπει αρκετά και, παρά τις αντιρρήσεις του Ντέιβιντ, παίρνει πίσω τον μικρό Μπεν από αυτό που πιστεύει ότι είναι μια ζωή αναπόφευκτη, οδυνηρή γεμάτη πόνο και ίσως θάνατο. Ο ερχομός του Μπεν πίσω στο σπίτι, οδηγεί όλους καθώς και τα αδέλφια του να αναπροσαρμόσουν την καθημερινότητά τους. Γίνεται τελικά ξανά, όσο μπορεί βεβαίως, μέρος της οικογένειας, μαθαίνει να μιλάει και να συνυπάρχει με τους αδελφούς και τις αδελφές του. Ποτέ, ωστόσο, οι τελευταίοι δεν προσαρμόζονται πλήρως σε αυτόν που έχουν γύρω τους, και αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από τα τεκταινόμενα στο σπίτι, όποτε βρίσκουν ευκαιρία και όσο τους επιτρέπουν οι συνθήκες. Καθώς η ζωή της Χάριετ καθορίζεται όλο και περισσότερο από τη φροντίδα του Μπεν, η ζωή του συζύγου της, Ντέιβιντ, γίνεται όλο και πιο ανεξάρτητη από τη ζωή που ζούσε κάποτε στο σπίτι. Περιστασιακές προσπάθειες να ανακτήσουν την εγγύτητα και την οικειότητα που είχαν κάποτε, αναπόφευκτα καταλήγουν σε αποτυχία, αντεγκλήσεις και θλίψη. Ο Μπεν, εν τω μεταξύ, αρχίζει να πηγαίνει στο σχολείο όπου βρίσκει τους φίλους του, προς μεγάλη ανακούφιση βεβαίως της οικογένειας, οι οποίοι και τον παίρνουν μακρυά από το σπίτι για μακρές χρονικές περιόδους. Χρόνια αργότερα, όταν ο Μπεν εισέρχεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η ζωή της οικογένειας στο σπίτι έχει σχεδόν εξαφανιστεί, με μόνο τη Χάριετ να βρίσκεται εκεί καθημερινά. Ο Μπεν, εν τω μεταξύ, μπλέκεται με μια συμμορία εφήβων, οι οποίοι όπως κι αυτός, έχουν δυσκολία προσαρμογής στο σχολείο. Σύντομα ξοδεύουν όλο και περισσότερο χρόνο περιφερόμενοι στους δρόμους, με τον Μπεν να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την μητέρα του, Χάριετ. Ο Ντέιβιντ, εν τω μεταξύ, προσπαθεί να πείσει τη Χάριετ να εγκαταλείψουν το σπίτι και το όνειρο της μεγάλης οικογένειας που είχαν κάνει κάποτε. Τελικά εκείνη συμφωνεί, και αποδέχεται το αναπόφευκτο του Μπεν να απορροφηθεί πλήρως μέσα στη συμμορία του, κι ας πήγαινε οπουδήποτε, μακρυά της, σε άλλες πόλεις, ή ακόμα κι άλλα μέρη του κόσμου.

Η κατάρριψη του μύθου του τέλειου σπιτιού, ομολόγησε η Ντόρις Λέσινγκ σε συνέντευξή της, από ένα βίαιο και προβληματικό παιδί, ήταν μια διαδικασία δύσκολη. Τρία χρόνια πριν εκδοθεί ‘Το πέμπτο παιδί’ (The Fifth Child, 1988), η Λέσινγκ έδωσε μια σειρά ομιλιών στο Τορόντο, οι οποίες αργότερα συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο ‘Οι φυλακές που επιλέγουμε να ζήσουμε μέσα’ (Prisons We Choose to Live Inside), όπου αναφερόταν στο πώς η κοινωνία θα μπορούσε αναπάντεχα να επανέλθει σε βάρβαρες συμπεριφορές, ειδικά σε περιόδους πολέμου, όταν όλοι μπορούμε να γίνουμε βίαιοι και σκληροί, επειδή κυριαρχούμαστε από το άγριο ​​παρελθόν μας, ως άτομα και ως ομάδες. Έχουμε την τάση να παραμένουμε ανίσχυροι όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με όσους αρέσκονται σε πολέμους ή βία, και επιλέγουμε να παραβλέψουμε την τρομακτική και αρνητική πλευρά της ανθρωπότητας, ή αλλιώς, όταν αναγκαστούμε να έρθουμε αντιμέτωποι, θα βρούμε αποδιοπομπαίους τράγους και θύματα. Έτσι, το πέμπτο παιδί, δίκην Νεάντερταλ, αντιπροσωπεύει μια αρνητική δύναμη που προέρχεται από το αρχέγονο παρελθόν της ανθρωπότητας, το οποίο οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν ξεπεράσει και απορρίψει. Πράγματι, ένα από τα μηνύματα του μυθιστορήματος είναι ότι όσο περισσότερα άτομα, και η κοινωνία στο σύνολό της, απορρίπτουν τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, τόσο περισσότερο υποτροπιάζουν και επανέρχονται σε πρωτόγονη βαρβαρότητα. Σύμφωνα με την Ντόρις Λέσινγκ, ‘Το πέμπτο παιδί’ δεν έχει σχέση με κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό ή κοινωνικό πρόβλημα, αλλά φέρει το βαθύ αποτύπωμα του τρομερού συστήματος των καστών και των κοινωνικών τάξεων, που είναι χαρακτηριστικό καθαρά βρεττανικό. Το απρεπές πέμπτο παιδί διαταράσσει το όραμα της κοινωνικής αρμονίας που οραματιζόταν η ηρωίδα της Λέσινγκ, ένα μέρος όπου δεν θα υπήρχε ανισότητα, μίσος και βία. Το πέμπτο παιδί, είναι ένα παραμύθι που αποδείχτηκε ψεύτικο, και ήδη από τις πρώτες σαράντα σελίδες του μυθιστορήματος υπάρχουν αλάνθαστα σημάδια ότι η μαγική συνταγή του ζευγαριού, που δημιούργησε αυτό το θαύμα της οικογένειας, δεν μπορεί πλέον να είναι βιώσιμη.

 

Η Ντόρις Λέσινγκ (1919-2013), στα 1959.

Η Ντόρις Λέσινγκ (1919-2013), στα 1959.

 

Πρώτον, το συντηρητικό ζευγάρι των Λόβατς πηγαίνει αντίθετα με το ρεύμα της δεκαετίας του εξήντα, αφού διαφωνεί για τη σεξουαλική ελευθερία και την πρόοδο όσον αφορά την κατάσταση των γυναικών που έλαβε χώρα με τον έλεγχο των γεννήσεων. Με τις ντεμοντέ ιδέες τους για το σπίτι και αποκτώντας πολλά παιδιά, η γυναίκα που παίζει το ρόλο του άγγελου της εστίας, εκείνης της Βικτωριανής εποχής, και το ζευγάρι αρχίζει να διαφοροποιείται από τον έξω κόσμο ο οποίος όπως παρουσιάζεται στις ειδήσεις, όλο και περισσότερο είναι επεμβατικός και διεισδυτικός στα περισσότερα κοινωνικά θέματα. Ήταν τότε που άρχισαν πολλά. Ληστείες, διαρρήξεις, συμμορίες νέων, βανδαλισμοί, οι άνθρωποι να χάνουν τις δουλειές τους, κι ο κόσμος να μην είναι πια ένα υπέροχο μέρος. Η συνολική απαισιοδοξία των καιρών, πλημμυρίζει μέσα στο βασίλειο των Λόβατς, και η επικείμενη καταστροφή του ανακοινώνεται από τη γέννηση του παιδιού της αδελφής της Χάριετ με σύνδρομο Down.

Το ουτοπικό μοντέλο της οικογένειας βρισκόταν συρρικνωμένο μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο από συγγενείς, γονείς, παππούδες και παιδιά που συγκεντρώνονταν κατά καιρούς στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, προκειμένου να βυθιστούν στην ασφάλεια, την άνεση, την καλοσύνη. Το σπίτι φαίνεται ιδιαίτερα ουράνιο, ειδικά πριν από την εγκυμοσύνη στον Μπεν, όταν όλα σηματοδοτούσαν πλουσιοπάροχα τη νέα ζωή που θα ερχόταν στην οικογένεια.

‘Το πρωί είχε προχωρήσει. Κόντευε μεσημέρι. Ο ήλιος έπεφτε λοξά στις χαρωπές κόκκινες κουρτίνες, τους έδινε ένα έντονο πορτοκαλί χρώμα, κι έστελνε πορτοκαλείς ρόμβους πάνω στο τραπέζι με τα φλιτζάνια, τα πιατάκια, και το μπολ με τα φρούτα. Τα παιδιά κατέβηκαν από πάνω και βγήκαν στον κήπο. Οι ενήλικες πήγαν να τα παρακολουθήσουν από τα παράθυρα…’. Όλα τα παραπάνω, όμως, θέματα, σηματοδοτούν το κύριο μοτίβο του ‘αποκλεισμού’ στην ιστορία που αναπτύσσεται στο βιβλίο, η οποία είναι τελικά η σταδιακή αποξένωση των μελών της οικογένειας από συγγενείς, γνωστούς και φίλους.

Αρχικά, ο Ντέιβιντ μπορεί κάλλιστα να είναι συμβατικός προστάτης της οικογένειας, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι εναντίον της οικογένειας. Ο Μπεν είναι σαν ένας ανεξέλεγκτα αυξανόμενος όγκος μέσα στην ακμάζουσα οικογένεια, και σταδιακά τους αποξενώνει όλους. Λόγω των κακόβουλων τρόπων του, της απάνθρωπης δύναμης και των παράλογων αναγκών και συμπεριφορών, η οικογένεια γίνεται σύντομα γεμάτη διαιρέσεις, πριν βεβαίως καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Τα παιδιά τον αποφεύγουν, κλειδώνουν τις πόρτες τους το βράδυ, και τελικά όλα αυτά εγκαταλείπουν πρόωρα το σπίτι τους. Το σπίτι ενώ αρχικά ήταν καταφύγιο, τώρα πρέπει να φύγουν όλοι από αυτό, επειδή η πραγματικότητα πλέον μεταφράζεται σε πιθανό κίνδυνο, αδυναμία επικοινωνίας, έλλειψη ελέγχου και τρόμο. Πάνω απ’ όλα, η μητέρα υποβάλλεται στο ένα τραύμα μετά το άλλο, πολύ περισσότερο από τους άλλους, έτσι ώστε κανείς δεν φαίνεται να κατανοεί πλήρως τις δοκιμασίες της. Να περάσει δηλαδή από μια σειρά τεσσάρων κυήσεων και να φτάσει στο δύσκολο στην εγκυμοσύνη, αλλά όπως αποδείχτηκε το πέμπτο και ανεπιθύμητο παιδί, την οδηγεί σε απίστευτο ψυχικό πόνο τον οποίο όμως δεν είναι σε θέση να εκφράσει με λέξεις. Η Χάριετ είναι σοκαρισμένη από τον Μπεν ακόμα κι όταν αυτός θηλάζει, πέρα απ’ την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του απέναντι στα αδέλφια του, και συλλαμβάνει κάποιες φορές τον εαυτό της να έχει περίεργες σκέψεις που αφορούν την ‘ασφάλεια’ του μικρού Μπεν. Φαίνεται πως επηρεάζεται από την πρόταση μομφής των άλλων, ότι δηλαδή έφερε στον κόσμο ένα ον που θρυμματίζει συστηματικά τους στοργικούς οικογενειακούς δεσμούς για τους οποίους ο Ντέιβιντ είχε εργαστεί με τόση αφοσίωση και αγάπη για να δημιουργήσει. Είναι υπεύθυνη επειδή έχει σπάσει το μοτίβο του ρόλου της ομάδας και γίνεται σαφώς αποδιοπομπαίος τράγος. Ενώ το πέμπτο παιδί δεν αποκλείεται επίσημα από την κοινωνία σε πρώτη, τουλάχιστον, φάση, σταδιακά ενσαρκώνει το αρχέτυπο του κακοποιού απέναντι στους ανθρώπους. Η Χάριετ βασανίζεται από την επαναλαμβανόμενη ερώτηση σχετικά με τη φύση του Μπεν. ‘Τι είναι αυτός’, άραγε, σκέπτεται συνεχώς. Στο τέλος του μυθιστορήματος, όμως, η Χάριετ νομίζει ότι είναι καταδικασμένη να ‘αναζητά κάποιον όμοιό του, ανάμεσά τους’, για το υπόλοιπο της ζωής της.

Μάλιστα, με όλους στην οικογένεια να τον φοβούνται, ειδικά η Χάριετ όταν πηγαίνει μέχρι το πατάρι για να τον ψάξει στο ‘λάκκο’ του ή όταν συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται μέσα στο υπνοδωμάτιό τους, ωστόσο, αυτή είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να τον δαμάσει. Με το να τον απειλεί ότι θα τον βάλει πίσω στο ίδρυμα, καταφέρνει να τον κάνει να την υπακούει, σαν σκύλος σαν ένα ‘φοβισμένο σκυλί’. Φαίνεται να είναι ιδιαίτερα βίαιος και καταστροφικός προς τα θηλυκά. Σαν μικρό παιδί ο ίδιος μελάνιασε άσχημα το μάγουλο της γιαγιάς του και επιτέθηκε στο σχολείο σε ένα μικρό κορίτσι και έσπασε το χέρι του. Η συγκεκριμένη εκδήλωση έκανε τη μητέρα του να εικάσει το ρόλο του σε συμμορία κακοποιών ή αργότερα να υποψιαστεί ότι εξελίχτηκε σε αδυσώπητο βιαστή. Θεωρεί την παρουσία του Μπεν ως ένα είδος θείας τιμωρίας που επιβάλλεται στο ζευγάρι από τη μοίρα αφού ήταν πάρα πολύ περήφανη για την ευτυχία τους. Αυτό που πραγματικά φαίνεται να παραβαίνει είναι η ανθρώπινη φύση, με την έννοια ότι κάποια χαρακτηριστικά του παραβαίνουν την ανθρώπινη φύση, είναι ζωώδη, κάπως υπερφυσικά. Η φοβερή ζωτικότητα που εμφανίζει πηγαίνει ενάντια σε ένα καλόηθες όραμα της ανθρώπινης φύσης. Ακόμα κι αν φαίνεται να είναι περισσότερο ζώο απ’ ότι ανθρώπινο ον, έχει τα χαρακτηριστικά και των δύο, γεγονός που τον καθιστά αμφίσημο. Ως μητέρα, καθήκον της είναι να τον προστατεύσει, γιατί είναι ‘ένα μικρό παιδί’, ‘το παιδί μας’, μια δήλωση που κάποια στιγμή διαψεύδεται άγρια από τον Ντέιβιντ. Δεν υπάρχει σπίτι, ούτε φιλόξενο μέρος για αυτό το περίεργο ανθρώπινο κτήνος, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθεί να αγωνιστεί ενάντια στα ένστικτά του. Αν δίνει μια αίσθηση αποξένωσης σε όλους που βρίσκονται κοντά του, είναι γιατί είναι ένας ξένος, κάποιος που χάνεται, πρόσφυγας, εξόριστος όπου κι αν πηγαίνει. Απορρίφθηκε από τα αδέλφια του δεδομένου ότι ‘δεν είναι πραγματικά ένας από εμάς’, μια φράση (not really one of us) που είχε επαναληφθεί από τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη δεκαετία του ογδόντα, πετιέται μακριά από την οικογενειακή σκηνή, δεν μπορεί να χωρέσει σε οποιαδήποτε ορθολογικά οργανωμένη κοινωνική ομάδα.

Ο χαρακτήρας του Μπεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αλληγορία της εκδίκησης εναντίον της συμβατικής λευκής κοινωνίας. Η σκιερή διάσταση του εαυτού του αποκαλύπτεται σε μια ιστορία που είπε ο πατέρας στα παιδιά του όχι πολύ καιρό πριν γεννηθεί ο Μπεν:
‘Ξαφνικά το κοριτσάκι κατάλαβε πως είχε μείνει μόνο. Είχε χάσει τον αδελφό της. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, αλλά δεν ήξερε από πού… Περιπλανήθηκε πολλή ώρα, και δίψασε πάλι. Έσκυψε πάνω από μια λιμνούλα με τη σκέψη ότι θα ήταν πορτοκαλάδα, αλλά ήταν νερό, καθαρό νερό του δάσους. Ήπιε με τις χούφτες… Εδώ τα δύο μεγαλύτερα παιδιά σήκωσαν τα ποτήρια τους και ήπιαν. Η Τζέιν ένωσε τα δάχτυλά της και τα έκανε σαν κούπα… Το κοριτσάκι καθόταν εκεί πλάι στη λιμνούλα. Σκοτείνιαζε γρήγορα. Έσκυψε στη λιμνούλα για να δει αν υπήρχε ένα ψάρι που θα μπορούσε να της πει το δρόμο για να βγει από το δάσος, αλλά είδε κάτι που δεν περίμενε. Ήταν το πρόσωπο ενός κοριτσιού, που την κοιτούσε κατάματα…. και το κοριτσάκι φοβήθηκε ότι θα έβγαζε τα χέρια απ’ το νερό για να την τραβήξει μέσα μαζί της…’.

Η Χάριετ αναγνωρίζει τον εαυτό της αμέσως στο ‘παράξενο κορίτσι’ που της χαμογελούσε με εκείνο το άσχημο και σαρκαστικό χαμόγελο. Είναι η πίσω πλευρά του εαυτού της, το προσωπικό της ασυνείδητο, η σκιά της. Τέλος, η ιστορία του Ντέιβιντ, αντικατοπτρίζει το γενικό συμβολικό νόημα του πέμπτου παιδιού, που συνδέεται με την αναζήτηση ταυτότητας και την αποδοχή της ανθρώπινης κατάστασης κάποιου. Ομοίως, το μικρό κορίτσι στην ιστορία αντιπροσωπεύει την αίσθηση της Χάριετ για απομόνωση από την υπόλοιπη οικογένεια. Το γεγονός ότι το σκληρό πρόσωπο αντανακλάται στην λίμνη αντιπροσωπεύει τη βίαιη πλευρά της ανθρωπότητας, άγνωστη στον κύριο χαρακτήρα του βιβλίου μέχρι το πέμπτο παιδί να κάνει την εμφάνισή του. Είναι συμπτωματικά τα προφητικά οράματα της Λέσινγκ σε μια νέα καμπή γενιάς εναντίον της μεγαλύτερης γενιάς και εναντίον της κοινωνίας στο σύνολό της.

Όταν κάποτε ρωτήθηκε η Ντόρις Λέσινγκ για ‘το πέμπτο παιδί’, επέμεινε στον υπαινιγμό της για την παροδικότητα της ευτυχίας, κάτι που την έκανε να καταστρέψει αυτή τη μάλλον αρκετά ελκυστική οικογένεια στο μυθιστόρημα. Είχε μέσα της βαθιά θαμμένη μια αίσθηση καταστροφής από μικρή. Φταίει, λέει, εκείνος ο καταραμένος Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος σημάδεψε ολόκληρη την παιδική της ηλικία, επειδή ο πατέρας της καταστράφηκε παντελώς από αυτόν, και στη συνέχεια ο ερχομός του Δεύτερου που αποτελείωσε τα πράγματα. Εξομολογείται ότι είναι δύσκολο, ίσως ακατόρθωτο, να δραπετεύσεις από αυτή την παιδική ηλικία, για αυτό και οι συνεχείς εμμονές της εκεί πέρα.

‘Αυτοί οι πόλεμοι… κατέστρεψαν ένα όμορφο νοικοκυριό και όλα τα παιδιά’!
Η συγκεκριμένη δήλωση απηχεί άλλες προηγούμενες δηλώσεις που έκανε για τη γοητεία της με τον πόλεμο, και ειδικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που βρισκόταν πάντοτε στο επίκεντρο της ζωής και της γραφής της. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια αστείρευτη πηγή σοκ, τραύματος και πένθους μεταξύ του βρεττανικού πληθυσμού, πολλώ δε μάλλον στην περίοδο του Μεσοπολέμου, καθώς η κυβέρνηση δεν τήρησε τις υποσχέσεις της να επιδιώξει τη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας και να καταστήσει τη Βρεττανία μια χώρα κατάλληλη για να ζει κάποιος, κατά τις δηλώσεις της Λέσινγκ πάντοτε. Άλλωστε, σύμφωνα με πολλούς βρεττανούς ιστορικούς, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος χτύπησε τη βρεττανική συνείδηση ​​με τραυματική δύναμη, αφήνοντας πίσω του πικρία και κυνισμό. Ο πληθυσμός που ήταν ψυχολογικά τραυματισμένος, αισθάνθηκε προδομένος από τις κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα. Το γεγονός ότι οι εικόνες βίας που δείχνει στα βιβλία της και οι απαισιόδοξες απόψεις για την κοινωνία, γενικότερα, αποδεικνύει την αναπόφευκτη επίδραση του Μεγάλου Πολέμου στην φαντασία της. Εντυπωσιακές σκηνές μάχης και καταστροφής εμφανίζονται σταθερά μέσα στο φουτουριστικό κόσμο που αποκαλούσε χώρο φαντασίας. Στην περίπτωση των Λόβατς, η Λέσινγκ φέρνει στο προσκήνιο όχι τόσο προφανώς τις συνέπειες του πολέμου, αλλά μια κατάσταση πολέμου που επισυμβαίνει στον μικρόκοσμο, και με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτει την κοινωνική βία και τα ελατήριά της.

 

Η βρεττανική  MI5 παρακολουθούσε την Ντόρις Λέσινγκ επί είκοσι έτη. Φωτοτυπία του φακέλου με την εγγραφή της στο  Κομμουνιστικό Κόμμα.

Η βρεττανική MI5 παρακολουθούσε την Ντόρις Λέσινγκ επί είκοσι έτη. Φωτοτυπία του φακέλου με την εγγραφή της στο Κομμουνιστικό Κόμμα.

 

Σαφέστατα, το σχέδιο του Ντέιβιντ και της Χάριετ να αποκτήσουν πολλά παιδιά, τους καθηλώνει σε μια όχι και τόσο ευχάριστη κατάσταση οικογενειακών υποχρεώσεων. Σε σύγκριση με τα φυσιολογικά παιδιά τους τα οποία παίζουν στον κήπο, οι δύο ενήλικες στην κουζίνα κάθονται ήμεροι, και σε αξιολύπητη απόσταση από την προσωπική ελευθερία. Πάνω απ’ όλα, όμως, το ζευγάρι δεν είναι ελεύθερο, επειδή συμμετέχει στην εφαρμογή των κανόνων της οικογένειας. Εκείνοι που δεν ταιριάζουν με το μοντέλο που ενσαρκώνουν, θεωρούνται ως αποκλίνοντες και αποβάλλονται. Μέχρις ότου η Χάριετ διασπάσει την οικογενειακή συνοχή παραβαίνοντας τους κανόνες της σιωπής και παίρνοντας πίσω το γιο της, αυτή και ο Ντέιβιντ και δεν είναι ελεύθερα άτομα, αλλά απλώς εκπληρώνουν το ρόλο τους που θα εξασφαλίζει τη στήριξη στην κυρίαρχη ιδεολογία. Καθώς η ιστορία προχωρεί ανησυχητικά το δρόμο της μέσα από την καταστροφή της οικογένειας των Λόβατς, τα παιδιά να μεγαλώνουν και να φεύγουν κάποια στιγμή μακρυά από τους γονείς τους και το σπίτι, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με το πιο αντισυμβατικό ερώτημα που τον κάνει να αναρωτιέται για το νόημα και τη νομιμότητα της ίδιας οικογένειας.

Ο ερχομός ενός παιδιού-τέρας έχει ανατρέψει τις αξίες της οικογένειας, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αποξένωση των παιδιών από τους γονείς τους, ειδικά μεταξύ του Μπεν και της μητέρας του. Αλλά στην επώδυνη αυτή διαδικασία, η μητέρα ενισχύεται και ωριμάζει. Η παρουσία του ‘διαφορετικού’ γίνεται το αναπάντεχο μέσο προς τη δική της αυτογνωσία. Στο τέλος του βιβλίου, η Χάριετ συνειδητοποιεί ότι αν θέλει να συνεχίσει να ζει, πρέπει να φύγει από το σπίτι για να διαχωρίσει έτσι τον εαυτό της από το επαχθές παρελθόν. Το σπίτι από σύμβολο καταφυγίου και κέντρο της κοινωνικής ζωής και ανατροφής των παιδιών, όπως και σε πολλά άλλα μυθιστορήματα της Λέσινγκ, διαμορφώνεται τελικά σε στοιχειωμένο τόπο απορριπτέο από όλους. Η συμπεριφορά της Χάριετ με τον Μπεν αποκαλύπτει μια κτητική σχέση, και πράγματι όταν τα φυσιολογικά μικρά παιδιά της δραπετεύουν από τον έλεγχο των γονιών τους, εμφανίστηκαν αργότερα στους ενήλικες ως εξωγήινες μορφές ζωής.

Αναμφισβήτητα, ο αγώνας της Χάριετ να κατανοήσει τη φύση του Μπεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον αγώνα του Μπεν για την ανεξαρτησία του από αυτήν. Δεν είναι μόνο η αγάπη που αποκλείεται από τη σχέση τους από την αρχή σχεδόν, αλλά επιπλέον η Χάριετ δεν είναι σε θέση να του προσφέρει καμία ηθική βοήθεια, αφού πρέπει να τον απειλεί σε τακτά χρονικά διαστήματα ότι θα τον ξαναστείλει πίσω στο ίδρυμα, το οποίο και τρομάζει τον Μπεν. Τον σώζει από το ίδρυμα και τον βοηθά να ξεπεράσει τον εγκλεισμό του, με τη διδασκαλία κοινωνικών δεξιοτήτων στο θέμα της αντιμετώπισης των φυσικών παρορμήσεών του. Παρά τις προσπάθειες της Χάριετ, το αγεφύρωτο χάσμα διευρύνεται συνεχώς μεταξύ τους και αργότερα μεταξύ του Μπεν και του κόσμου.

Το 1953, η Λέσινγκ έγραψε το ‘Hunger’, ένα σύντομο μυθιστόρημα για έναν μαύρο νεαρό άνδρα που ποθεί την κοινωνική αναγνώριση στο ρατσιστικό αποικιακό κράτος της Νοτίου Αφρικής. Ο πεινασμένος απόβλητος οδηγείται σε πράξεις βίας, αλλά η λαχτάρα του για γνώση και παιδεία τον σώζει τελικά από τον υπόκοσμο. Η διαδικασία περιθωριοποίησης του Μπεν σε αυτό το μυθιστόρημα, οδηγεί στον διαχωρισμό του συνόλου των μελών της οικογένειας, είναι ένα από τα πολλά θέματα που εγείρει η συγγραφέας όταν συνδέει τον μικρόκοσμο με τον μακρόκοσμο και το προσωπικό με το συλλογικό. Το σύντομο ετούτο δυνατό μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί μάλλον ως μια αποκαλυπτική εξομολόγηση η οποία επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η διαμόρφωση της προσωπικότητας επιτελείται και βιώνεται μέσα από την οδυνηρή ρήξη και διακοπή των οικογενειακών δεσμών!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top