Fractal

Το Παραμύθι του Fractal: “Η Μωβ πεταλούδα”

Της Κικής Κωνσταντίνου // *

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά-πολλά χρόνια, κάπου σε ένα μεγάλο, καταπράσινο, ολάνθιστο κάμπο, γεννήθηκε μια πανέμορφη, μονόχρωμη, μωβ πεταλούδα.

Η αλήθεια είναι πως το λαμπερό χρώμα της ήταν τόσο εκτυφλωτικό και «ζωντανό», που σε έκανε να τη προσέχεις από μακριά και να μη μπορείς να ξεκολλήσεις εύκολα το βλέμμα σου από πάνω της.

Ήταν τόσο επιβλητική μα και τόσο γαλήνια συνάμα…

Οι γονείς της την αγάπησαν πάρα πολύ από τη πρώτη στιγμή που την αντίκρισαν για δυο κυρίως λόγους.

Ο πρώτος λόγος φυσικά ήταν επειδή ήταν καρπός του έρωτά τους και ο δεύτερος ήταν η μοναδικότητά της.

Εκείνη η μοναδικότητα που την έκανε ξεχωριστή στα μάτια αλλά και στην καρδιά τους.

Η αλήθεια είναι πως φαινομενικά τουλάχιστον δε διέφερε από τις άλλες πεταλούδες, μα αν κάποιος τη παρατηρούσε πιο προσεκτικά, θα διαπίστωνε πως πράγματι το μωβ, λαμπερό χρώμα της την έκανε ιδιαίτερα ξεχωριστή και μοναδική συνάμα.

Καμία άλλη πεταλούδα σε όλο το ντουνιά δε διέθετε αυτό το υπέροχο φωτεινό χρώμα και παρόλο που δεν είχε πολύχρωμα φτερά όπως συνηθίζουν να έχουν τις περισσότερες φορές οι πεταλούδες, κανένας δε την έκανε να αισθανθεί διαφορετική από τις υπόλοιπες.

Οι γονείς της την ονόμασαν Μωβένια, λόγω του χρώματός της και στιγμή δε σταμάτησαν να της δείχνουν την αγάπη μα και το θαυμασμό που έτρεφαν για εκείνη.

Η Μωβένια καθώς μεγάλωνε ομόρφαινε και έλαμπε ολοένα και περισσότερο, κάνοντας τα υπόλοιπα ζώα μα και τους ανθρώπους που την έβλεπαν να της χαμογελούν ως ένδειξη αγάπης και θαυμασμού.

Ήταν πολύ τυχερή μιας και που οι γονείς της και γενικά όλη της η οικογένεια την αγαπούσαν πολύ και φρόντιζαν να της το δείχνουν με κάθε δυνατό τρόπο.

Ένα ανοιξιάτικο, ηλιόλουστο, μεσημέρι καθώς επέστρεφε από τη βόλτα της στο κέντρο της πόλης κάθισε επάνω σε ένα μεγάλο καμαρωτό, άσπρο, άγριο τριαντάφυλλο που στόλιζε ένα καταπράσινο λιβάδι, για να ξεκουραστεί.

Εκείνη τη στιγμή μια μεγαλύτερη, πορτοκαλί με κίτρινες βούλες πεταλούδα που έτυχε να περνάει βιαστικά από το λιβάδι, κοντοστάθηκε απέναντί της, τη κοίταξε με θαυμασμό και αφού κάθισε δίπλα της επάνω στο άσπρο τριαντάφυλλο, της είπε ευγενικά:

– Είσαι πανέμορφη! Σε είδα από μακριά και πραγματικά δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από επάνω σου!

– Σ’ ευχαριστώ! Αποκρίθηκε γλυκά κουνώντας «τσαχπίνικα» τα φτερά της.

– Πώς σε λένε; Τη ρώτησε κάπως διστακτικά μα και τρυφερά συνάμα.

– Μωβένια! Εσένα; Απάντησε με χάρη.

– Άλκηστη. Ακούστηκε η γλυκιά φωνή της.

– Άλκηστη; Περίεργο όνομα έχεις για πεταλούδα. Τόνισε κοιτάζοντάς την καχύποπτα.

– Με ονόμασε έτσι η καλύτερη μου φίλη, η Άννα. Μου έδωσε αυτό το όνομα για να της θυμίζω τη πολυαγαπημένη της γιαγιά που έχασε πριν από δύο μήνες.

– Άννα; Κι αυτό είναι περίεργο όνομα για πεταλούδα. Διαπίστωσε προβληματισμένα.

– Μα η Άννα δεν είναι πεταλούδα! Η Άννα είναι άνθρωπος! Απάντησε με θαυμασμό και η φωνή της «μαρτυρούσε» αγάπη και λατρεία για αυτό το όνομα.

– Άνθρωπος; Ρώτησε γεμάτη έκπληξη.

– Ναι άνθρωπος! Απάντησε με υπερηφάνεια.

– Και τί δουλειά έχεις εσύ με τους ανθρώπους; Δε σου έχουν πει να μη τους πλησιάζεις; Γίνονται επικίνδυνοι κάποιες φορές! Καλό είναι πετάμε ανάμεσά τους αλλά όχι υπερβολικά κοντά τους! Συμβούλεψε με ύφος προστατευτικό και επιτακτικό συνάμα.

– Η Άννα είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος! Είναι ένα πανέμορφο 11χρονο μελαχρινό κοριτσάκι με καρδιά αγγέλου! Με αγαπάει και την αγαπάω πάρα πολύ! Είμαστε φίλες εδώ και ενάμιση μήνα! Βέβαια στην αρχή δε μπορούσαμε να συνεννοηθούμε εύκολα λόγω της διαφορετικότητάς μας στη γλώσσα που ομιλεί η καθεμία μας αλλά στη συνέχεια μπορέσαμε να συνεννοηθούμε μέσω των πράξεών μας, ακούγοντας τη φωνή της καρδιάς μας. Ήταν λίγο δύσκολο στην αρχή αλλά τα καταφέραμε και τώρα συνεννοούμαστε πλήρως! Τόνισε ευτυχισμένη και καμαρωτή, αναπολώντας με το βλέμμα στιγμές ανέμελης χαράς και ευτυχίας.

– Δε καταλαβαίνω… Είπε η Μωβένια κουνώντας το κεφάλι δύσπιστα.

– Κάποια στιγμή θα καταλάβεις! Θα έρθει και για σένα η στιγμή που θα βρεις κατά κάποιο τρόπο τον δικό σου άνθρωπο!

– Πάλι δε καταλαβαίνω…. Συνέχισε κουνώντας καχύποπτα τα όμορφα φτερά της.

– Μωβένια μου πρέπει να φύγω γιατί η Άννα με περιμένει στη παιδική χαρά και έχω ήδη αργήσει. Δε θέλω να τη στεναχωρήσω γιατί ξέρεις… στεναχωριέται όταν αργώ να τη δω. Θα τα ξαναπούμε… Είπε χαμογελώντας γλυκά και ανοίγοντας τα πανέμορφα φτερά της έκανε να φύγει.

– Στάσου! Πού πας; Δε μου μίλησες για τη γνωριμία σου με τους ανθρώπους! Δε μου είπες το τρόπο που θα καταφέρω να βρω και εγώ μια φίλη ή ένα φίλο ανάμεσά τους! Τόνισε παραπονεμένα!

– Ό, τι και να σου πω δεν έχει σημασία! Σημασία έχει ότι ανάμεσα στους ανθρώπους θα βρεις και εσύ τη δική σου φίλη! Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως θα τη βρεις μονάχα αν πιστέψεις πως υπάρχει! Ακούστηκε η τρυφερή ηχώ της φωνή της καθώς απομακρυνόταν από κοντά της.

Τα πολύχρωμα φτερά της Άλκηστης χάθηκαν μέσα στο πράσινο του κάμπου και η Μωβένια με θυμό και απογοήτευση έστρεψε το βλέμμα προς τον ουρανό.

– Φιλία με ανθρώπους; Σαχλαμάρες…! Μονολόγησε δυναμικά.

– Όχι πως δε θα ‘θελα να έχω και εγώ μια φίλη που να μην είναι πεταλούδα, αλλά να… αυτό δε γίνεται! Δε μπορεί να γίνει! Οι πεταλούδες δε μπορεί να κάνουν παρέα με τους ανθρώπους! Μονολόγησε και σκεπτική καθώς ήταν πέταξε μακριά για να επιστρέψει στο σπίτι της.

Βλέπετε της ήταν αδύνατο να πιστέψει πως θα μπορούσε να γίνει φίλη με έναν άνθρωπο… αν και στη πραγματικότητα ήταν κάτι που το ήθελε πολύ!

Βλέπετε μεγάλωσε ανάμεσα σε πεταλούδες που ναι μεν αγαπούσαν τους ανθρώπους, δε τους εμπιστεύονταν όσο θα έπρεπε όμως…

Κόντευε να φτάσει στο σπίτι της όταν αντίκρισε τον Σταχτή να τη πλησιάζει με άκρως παιχνιδιάρικη διάθεση.

«Ωχ! Δεν έχω όρεξη για πεταλουδοδρομίες» σκέφτηκε και άλλαξε κατεύθυνση προσπαθώντας να μην ανταμώσει με την σκούρα πεταλούδα που την πλησίαζε όλο χαρά και ενθουσιασμό.

– Εεεε Μωβένια, πού πας! Περίμενε, δε με βλέπεις; Θέλω να παίξουμε, μην φεύγεις! Ακούστηκε η γλυκιά, λεπτή φωνή του.

Τότε η πεταλούδα κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να του «κρυφτεί» και έτσι προσγειώθηκε επάνω σε μια κίτρινη μαργαρίτα.

Ο Σταχτής τη μιμήθηκε.

– Πού είχες πάει; Τη ρώτησε τρυφερά.

– Μια βόλτα στην πόλη. Απάντησε εκείνη με κουρασμένη διάθεση.

– Αααα εγω θα πάω το απόγευμα.

– Θέλεις να παίξουμε;

Η ματιά της Μωβένιας έδειξε πως όχι.

– Γιατί; Δεν έχεις διάθεση; Έγινε κάτι; Ακούστηκε μια φωνή με έντονο το ενδιαφέρον.

– Όχι, απλώς κουράστηκα και πεινάω πολύ. Θα με περιμένουν και στο σπίτι για φαγητό. Πρέπει να φύγω! Αποκρίθηκε με φωνή που απέκλειε το παιχνίδι.

– Καλά, όπως θέλεις! Νωρίς το απόγευμα να ξέρεις πως θα συγκεντρωθούμε πολλές πεταλούδες στον πέρα κάμπο να παίξουμε κρυφτό. Θα ήθελα να έρθεις! Της είπε γλυκά και με μάτια όλο νάζι.

– Ναι! Ναι! Γιατί όχι; Ξέρεις πως μου αρέσει το κρυφτό.

– Θα τα πούμε μετά. Φεύγω γιατί πεινάω πολύ.

Ο Σταχτής της χαμογέλασε και έκανε να φύγει όταν η φωνή της τον σταμάτησε.

– Είχες ποτέ φιλία με τους ανθρώπους; Θέλω να πω… έχεις γνωρίσει κάποιον από αυτούς κάπως πιο στενά από ότι μας επιτρέπετε; Η φωνή της μαρτυρούσε δυσκολία έκφρασης.

Ο Σταχτής την κοίταξε περίεργα. Δύσπιστα και ακαταλαβίστικα μαζί.

– Έγινε κάτι; Τη ρώτησε κουνώντας αγχωμένα τα φτερά του.

– Να… γνώρισα μια πεταλούδα σήμερα που κάνει παρέα με ένα μικρό κορίτσι και έμοιαζε υπερβολικά ευτυχισμένη. Θα ήθελα να νοιώσω έτσι κι εγώ.

– Μακριά από τους ανθρώπους. Μια φορά πλησίασα ένα μικρό αγοράκι που έμοιαζε παιχνιδιάρης σαν εμένα και παραλίγο να με αφήσει χωρίς φτερά. Φρίκη και οργή σχηματίστηκαν στο γλυκό του πρόσωπο.

Ο φόβος που ένοιωθε στη σκέψη και μόνο έκανε τη Μωβένια να ανησυχήσει. Ο Σταχτής κούνησε με καμάρι τα φτερά που ευτυχώς είχε καταφέρει να σώσει και απομακρύνθηκε από κοντά της.

«Τα λέμε το απόγευμα στον πέρα κάμπο μικρή». Ακούστηκε η φωνή του κάπου στο βάθος.

Η Μωβένια αναστέναξε και πέταξε βιαστικά για το σπίτι της.

 

Αφού έφαγε όλο το φαγητό της και βοήθησε τη μητέρα της στις δουλειές του σπιτιού που έπρεπε να γίνουν, βγήκε στην αυλή τους σπιτιού τους και κάθισε κάτω στο χώμα με διάθεση που μαρτυρούσε στεναχώρια και προβληματισμό.

– Έχεις κάτι μικρή μου; Ακούστηκε η μελωδική φωνή της μαμάς πεταλούδας.

Η Μωβένια τη κοίταξε και ξεφύσηξε με απογοήτευση.

– Τί έχεις μικρή μου; Ρώτησε όλο αγωνία και κάθισε κοντά της.

– Οι πεταλούδες μπορούν να έχουν φίλους ανθρώπους; Μπορούν να κάνουν παρέα μαζί τους ή είναι επικίνδυνοι;

Η Ίριδα, η μαμά πεταλούδα της χαμογέλασε γλυκά.

– Αυτό είναι γλυκιά μου; Και ανησύχησα….

– Φυσικά και μπορούν! Όχι όλες και όχι πάντα αλλά μπορούν!

– Μπορώ και εγώ; Ρώτησε η μικρή με μάτια ορθάνοιχτα από αγωνία για την απάντηση.

– Μπορείς κόρη μου! Φυσικά και μπορείς! Μόνο οι ξεχωριστές πεταλούδες μπορούν να κάνουν τη σωστή επιλογή και εσύ είσαι μία από αυτές. Όταν έρθει η στιγμή σου θα το καταλάβεις.

– Τι εννοείς όταν έρθει η στιγμή μου;

– Θα καταλάβεις μωρό μου… Της είπε γλυκά και δίνοντας ένα φιλί στο κεφαλάκι της πέταξε μακριά.

– Εεεε που πάς; Τουλάχιστον πές μου, εσύ είχες ποτέ φιλία με κάποιον από τους ανθρώπους; Φώναξε με απίστευτη δύναμη και αγωνία.

– Είχα και εξακολουθώ να έχω! Ακούστηκε μια φωνή που μαρτυρούσε ευτυχία και πληρότητα.

Η απάντηση αυτή παραξένευσε μα και χαροποίησε συνάμα τη μικρή πεταλούδα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να απορήσει με την απάντηση της μαμάς της, οπότε επέλεξε να μη κάνει τίποτα από τα δύο μέχρι να ζήσει και εκείνη τη στιγμή που τόσο πολύ ποθούσε.

Η σκέψη της όμως έμεινε καρφωμένη σε εκείνη τη γλυκιά φράση που είχε ξεστομίσει προ ολίγου η μαμά της.

«Θα καταλάβεις μωρό μου…» Αντηχούσε η λαλιά της για ώρα στο νου ώσπου αντιλήφθηκε πως αυτό την βασάνιζε περισσότερο απ’ όσο ήθελε και άντεχε.

«Θα καταλάβω; Πώς θα καταλάβω; Πότε; Τι να εννοούσε άραγε;» Σκέφτηκε προβληματισμένα και μη μπορώντας να βρει απαντήσεις στα ερωτηματικά που κατέκλυζαν το μυαλό της αποφάσισε να εμπιστευτεί τα λόγια της μαμάς της και να περιμένει για εκείνη τη στιγμή που η φύση της θα τη καλούσε να ζήσει.

Τότε σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος για να απασχολήσει το νου της από τις μπερδεμένες σκέψεις ήταν το παιχνίδι και η καλή πεταλουδίστικη παρεούλα.

– Ώρα για παιχνίδι φώναξε δυνατά και πέταξε με υπερηφάνεια για τον πέρα κάμπο.

 

Είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας από την ημέρα εκείνη που η Μωβένια ανακάλυψε ότι μπορούσε να υπάρξει φιλία ανάμεσα σε εκείνη και τους ανθρώπους, μα το πάθος της για να τη ζήσει άμεσα την είχε κάνει να απογοητεύεται που ακόμη δεν είχε βρει τον άνθρωπό της.

Αναστέναξε λυπημένα καθώς προσγειώθηκε επάνω σε ένα κορμό δέντρου που δέσποζε καμαρωτό στην άκρη μιας παιδικής χαρά που σύχναζε συχνά ώστε να έρθει σε επαφή με μικρά παιδιά που αγαπούσε ιδιαίτερα και σκέφτηκε πως μάλλον πρέπει να εγκαταλείψει τις προσπάθειες αναζήτησης φιλίας.

«Αν είναι να ‘ρθει, θα ‘ρθει» Θυμήθηκε τη συμβουλή της μητέρας της και παρατήρησε το χώρο που σα ζωγραφιά απλωνόταν μπροστά της.

Δεκάδες μικροί μπόμπιρες που έπαιζαν χαρούμενοι και αλώνιζαν το χώρο με την ίδια λαχτάρα και χαρά που είχε κι εκείνη όταν αλώνιζε στους πέρα κάμπους..

Έπιασε τον εαυτό της να χαμογελά γλυκά με τις σκανδαλιές των μικρών παιδιών και να συγκινείτε βαθιά όταν τους έβλεπε να χώνονται στην αγκαλιά των μαμάδων και των μπαμπάδων τους.

Καθώς επεξεργαζόταν την παιδική χαρά εντόπισε ένα μικρό ξανθό κοριτσάκι με μακριές ξανθές μπούκλες να την κοιτάζουν και να τη δείχνουν με τρόπο που θύμιζε αγκαλιά.

– Αυτή θέλεις; Να στη φέρω; Ρώτησε το μικρό κοριτσάκι μια όμορφη γυναίκα που το συνόδευε. Πιθανόν η μητέρα της.

Του κοριτσάκι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και η γυναίκα πλησίασε την πεταλούδα.

Η Μωβένια προς στιγμήν σκέφτηκε να πετάξει μακριά αλλά κάτι μέσα της την έπεισε να μείνει.

«Κι αν ήρθε η στιγμή μου;» Σκέφτηκε και έμεινε εκεί.

Ξαφνικά δυο παγωμένα χέρια την έκλεισαν στη χούφτα τους.

Ήταν σκοτεινά και φοβήθηκε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα είδε το φως του ήλιου και αισθάνθηκε ασφάλεια.

Δυο μικρά χεράκια την έπιασαν στη δική τους χούφτα και δυο γαλανά μάτια την κοίταξαν με θαυμασμό.

– Είναι πανέμορφη! Είπε η μικρή και η Μωβένια καμάρωσε.

– Να τη πάρουμε σπίτι μας. Τη θέλω για κατοικίδιο. Αποκρίθηκε χαρούμενα το μικρό κορίτσι.

– Φοβάμαι πως αυτό δε γίνεται… Είπε η μεγάλη κυρία.

– Μα γιατί μαμά; Τη θέλω! Τη θέλω μαζί μου! Συνέχισε επίμονα το μικρό με τρόπο που μαρτυρούσε αγάπη μεν μα και πείσμα δε.

– Και πού θα τη βάλουμε;

– Σε κλουβί. Είπε η μικρή.

– Αυτό δεν γίνεται βασίλισσά μου. Θα πετάξει από κει.

– Τότε να τη κλείσουμε σε μπουκάλι. Συνέχισε.

– Ούτε αυτό γίνεται. Δεν θα μπορεί να πάρει ανάσα.

– Ναι αλλά εγώ τη θέλω. Σκέψου κάτι. Συνέχισε με απογοήτευση και πείσμα μαζί.

Η μητέρα χαμογέλασε στη σκέψη πως η μικρή της επιμένει στους στόχους της αλλά ήξερε πως δε μπορούσε να της κάνει αυτή τη χάρη. Δεν έπρεπε άλλωστε.

– Κορινάκι μου, δεν γίνεται. Της είπε χαϊδεύοντας απαλά τα μπουκλωτά μαλλιά της.

– Εεεε συγνώμη εμένα θα με ρωτήσει κανείς τί θέλω; Φώναξε η Μωβένια που από το σοκ που είχε υποστεί σκεπτόμενη πως αν τη πάρουν σπίτι τους, δε θα ξαναδεί τη δική της οικογένεια είχε χάσει τη φωνή και το μυαλό της.

– Αφήστε με να φύγω, δε θέλω να έρθω μαζί σας. Φώναξε με θυμό μα κανείς δεν την άκουσε.

Η μικρή Κορίνα αφού σκέφτηκε καλά τα λόγια της μαμάς της, κούνησε κάπως αδιάφορα το κεφάλι και χάιδεψε τα φτερά της πεταλούδας κάπως έντονα.

– Τι κανείς εκεί μικρή; Σιγά! Είναι ευαίσθητα αυτά, ξέρεις. Είπε δυνατά και σε ένδειξη θυμού κούνησε δυνατά τα φτερά της και πριν το καταλάβει η μικρή Κορίνα την είδε να απομακρύνεται από κοντά της.

– Μαμά έφυγε. Δες πέταξε μακριά. Φώναξε η μικρή δείχνοντας με το χέρι την Μωβένια που σχεδόν είχε εξαφανιστεί από μπροστά τους.

 

– Ουφ παρατρίχα. Ακούστηκε η λαχανιασμένη φωνή της πεταλούδας που κάθισε να ξεκουραστεί επάνω σε έναν φράχτη ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου.

Ένα δυνατό ταρακούνημα την έκανε να φοβηθεί και μετά να γελάσει.

– Ωωωω ωραίο ήταν αυτό, ξαναρίξε τη μπάλα. Είπε σε ένα μικρό αγόρι που έσκυψε μπροστά της να πάρει τη μπάλα που άστοχα έριξε εκτός ένας συμπαίκτης του.

– Εεεε μικρέ, καλός μου φαίνεσαι εσύ, τί λες θες να γίνουμε φίλοι; Ο μικρός την κοίταξε για δυο λεπτά, της χαμογέλασε και έφυγε.

– Δεν με ακούει! Κανένας δε με ακούει! Γιατί; Αναρωτήθηκε και αποκαμωμένη καθώς ήταν πέταξε για το σπίτι της.

Στο δρόμο που συναντούσε πολλούς ανθρώπους, τους πλησίαζε αρκετά κοντά, πετούσε ανάμεσά τους, τους χαιρετούσε, τους μιλούσε όλο πάθος και ενθουσιασμό μα κανείς δεν της απαντούσε.

Ήταν πασιφανές, την έβλεπαν μα δεν την άκουγαν.

«Ίσως να μην είμαι ξεχωριστή πεταλούδα. Ίσως η μαμά μου να έκανε λάθος». Είπε στον εαυτό της κάνοντας μια μικρή στάση στο προαύλιο μιας μικρής εκκλησίας.

Σχεδόν κρύφτηκε πίσω από τον εξωτερικό της τοίχο και η ματιά της κόλλησε στο απέναντι παγκάκι.

Κάτι εκεί την κέντρισε!

Σε εκείνο το παγκάκι καθόταν ένα μικρό κοριτσάκι, περίπου 5 χρονών μαζί με δυο γυναίκες, πιθανόν την μαμά και τη θεία του.

Για ένα περίεργο λόγο, που ποτέ δε κατάλαβε, δε μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από τη μικρή.

Προσπάθησε πολλές φορές να πάρει το βλέμμα της από εκεί μα της ήταν αδύνατο!

Αυτό το όμορφο, μικρό κοριτσάκι, με το ροζ απαλό φόρεμα που φορούσε και με το άσπρο μπαλόνι που κρατούσε στο δεξί του χεράκι, της είχε κλέψει κυριολεκτικά τη καρδιά!

Έκανε να φύγει από το πάρκο μα κατάλαβε πως δε μπορούσε να απομακρυνθεί τόσο εύκολα από εκεί…

Ήταν σα κάτι να τη καλούσε να επισκεφτεί το κοριτσάκι με το ροζ φόρεμα… Ίσως αυτό το κάλεσμα να προσερχόταν από τη καρδιά της… Ποιός ξέρει…;

« Μα τί έπαθα;» Αναρωτήθηκε κουνώντας το κεφάλι της ανήσυχα και άνοιξε με δυσκολία τα μωβ φτερά της για να πετάξει μακριά.

Δεν έχει πετάξει ούτε λίγα μέτρα μακριά, όταν αποφάσισε να γυρίσει ξανά στο πάρκο και να ξαναδεί αυτή τη μικρή που κυριολεκτικά της είχε πάρει τα μυαλά.

Της ήταν απλώς αδύνατο να φύγει χωρίς να πλησιάσει τη μικρή που ήταν σαν κάτι να τη καλούσε κοντά της. Ίσως οι χτύποι της καρδιάς την να ήταν πλέον ο «οδηγός» της.

Έτσι λοιπόν κάνοντας απότομη αναστροφή πέταξε ξανά για το προαύλιο, φοβούμενη μήπως η μικρή δε βρισκόταν πια εκεί…

Χαμογέλασε γλυκά και ανακουφίστηκε όταν είδε πως το μικρό κοριτσάκι βρισκόταν ακόμα καθισμένο στο παγκάκι συντροφιά με τη μαμά, τη θεία και το μπαλόνι του!

Με ένα μεγάλο σάλτο βρέθηκε επάνω στο άσπρο μπαλόνι της μικρής και κοιτάζοντάς την προσεκτικά της χαμογέλασε έντονα.

Η μικρή ανταπέδωσε.

Η πεταλούδα πέταξε πιο πέρα και η μικρή γέλασε δείχοντάς την.

Οι δυο γυναίκες κοίταξαν τη μικρή και χαμογέλασαν.

Η πεταλούδα ξαναπήδηξε και η μικρή τέντωσε το χέρι της γελώντας.

Η πεταλούδα επανέλαβε.

Η μικρή κούνησε το μπαλόνι ως ένδειξη χαράς.

Η πεταλούδα άρχισε να χορεύει και η μικρή σηκώθηκε από το παγκάκι πλησιάζοντάς την.

Η πεταλούδα έκανε κωλοτούμπες από χαρά στον αέρα και η μικρή χοροπηδούσε συντροφιά με το μπαλόνι της.

 

Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν απορημένες μα και ενθουσιασμένες συνάμα.

– Τί κάνουν; Παίζουν; Ρώτησε με ενθουσιώδη περιέργεια η μια γυναίκα την άλλη για να εισπράξει ένα ακαταλαβίστικο χαμόγελο.

– Ουφ ουφ κουράστηκα, κάτσε δυο λεπτά να ξαποστάσω, είπε η πεταλούδα ανάμεσα σε έντονα χαχανητά και λαχανιάσματα.

– Κι εγώ κουράστηκα, απάντησε το μικρό κοριτσάκι γελώντας δυνατά.

– Με ακούς; Με ακούς που σου μιλάω; Ρώτησε με ορθάνοιχτα μάτια η Μωβένια.

– Ναιιιιι! Ακούστηκε η γλυκιά της φωνή.

– Είμαι ξεχωριστή πεταλούδα! Είμαι ξεχωριστή πεταλούδα! Ναιιιι! Φώναξε όλο χαρά και έκανε τρεις μεγάλες κωλοτούμπες από τη χαρά της προσφέροντας πολλά χαχανητά στη μικρή.

– Πώς σε λένε; Ρώτησε τη μικρή καθώς κάθισε να ανασάνει από τις πολλές κωλοτούμπες.

– Αθηνά! Εσένα; Απάντησε η μικρή.

– Εμένα με λένε Μωβένια! Δεν έχω ξαναδεί τόσο όμορφο κοριτσάκι! Είπε τρυφερά.

– Ούτε κι εγώ έχω ξαναδεί τόσο όμορφη και λαμπερή πεταλούδα!

– Είμαι ξεχωριστή! Έτσι μου λένε! Απάντησε καμαρωτά!

– Κι εμένα το ίδιο μου λένε! Τόνισε περήφανα η μικρή Αθηνά!

– Έχουμε πολλά κοινά εμείς. Ε; Ρώτησε χαμογελώντας η Μωβένια για να εισπράξει ένα πανέμορφο χαμόγελο από τα χείλη της μικρής.

– Αθηνά θέλεις να γίνουμε φίλες; Ξέρω πως είναι λίγο περίεργο αυτό που σου ζητάω αλλά θέλω πολύ να γίνουμε φίλες, εάν το θέλεις και εσύ φυσικά! Αποκρίθηκε τρυφερά μα και διστακτικά συνάμα.

– Φυσικά και θέλω Μωβένια! Απάντησε όλο χαρά και άρχισε να χτυπά παλαμάκια από τον ενθουσιασμό της.

– Γιούπι! Φώναξε η Μωβένια και γεμάτη όρεξη για παιχνίδι σηκώθηκε να συνεχίσει τις κωλοτούμπες της.

Η μικρή Αθηνά χτύπησε τα ποδαράκια της στο έδαφος και γέλασε δυνατά παίζοντας με την πεταλούδα.

– Παίζει με την πεταλούδα! Ναι παίζει με την πεταλούδα, δες! Είπε συγκινημένα η μια γυναίκα στην άλλη.

– Δεν έχω ξαναδεί τόσο όμορφη πεταλούδα στη ζωή μου! Διαπίστωσε η άλλη γυναίκα.

– Ούτε κι εγώ! Είναι μοναδική σαν την Αθηνά μας! Ανταπάντησε και ένα γλυκό δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της.

Η άλλη γυναίκα της χαμογέλασε τρυφερά και την ακούμπησε απαλά στον ωμό.

– Νομίζω πως τώρα πια ξέρεις τι ζωγραφιά θα έχει επάνω η τούρτα των γενεθλίων της. Ακούστηκε η φωνή της άλλης γυναίκας και τα χαχανητά της μικρής Αθηνάς τους έκαναν να κοιτάξουν προς το μέρος της και να χαμογελάσουν γλυκά.

Το μικρό κοριτσάκι, με το απαλό ροζ φόρεμα, στροβιλίζονταν σαν «όνειρο» αγκαλιά με το λευκό του μπαλόνι, στο οποίο πλέον καθόταν μια όμορφη, λαμπερή, μωβ πεταλούδα!

 

 

 

* Η Κική Κωνσταντίνου μεγάλωσε στην Στροφυλιά, ένα μικρό, όμορφο χωριό της Βόρειας Εύβοιας. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο ΤΕΙ Χαλκίδας μα λίγα χρόνια αργότερα ανακάλυψε πως αυτό που τη γεμίζει ουσιαστικά είναι η συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Τη συναντά κανείς στο www.ekfrastite.blogspot.com.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top