Fractal

Διήγημα: “Το πακέτο”

Της Κωνσταντίνας Κοράκη // *

 

 

Βράδυ Παρασκευής. Ένα από αυτά τα βράδια που ανήκουν μόνο σ’ εσένα.

Έξω, επικρατεί απόλυτη ησυχία. Ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούν στους δρόμους· το κρύο περονιάζει. Τα πιτσιρίκια, φυσικά, δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Φτάνει να φοράνε χοντρά μπουφάν και σκουφιά. Και εκείνος τα χαζεύει πίσω από τις κουρτίνες διασκεδάζοντας.

Φεύγει από το παράθυρο με μηχανικά βήματα και βουλιάζει σε μια πολυθρόνα με βλέμμα άδειο. Ξεκουράζει αυτό το βλέμμα, δεν εστιάζει σε τίποτα συγκεκριμένο, μονάχα μέσα του. Η στιγμή διαρκεί. Σηκώνει το χέρι του αργά και αγγίζει το ύφασμα της πολυθρόνας με τα ακροδάχτυλά του. Πολύ απαλό… Το χαϊδεύει αργά… πολύ αργά. Ρουθουνίζει για να νιώσει την ευωδιά, όμως εκείνη δεν έρχεται. Ας είναι, σκέφτεται, ικανοποιημένος. Πόσο καιρό είχε να το νιώσει…

Μισοκλείνει τα μάτια του για να βιώσει την αίσθηση. Το σωστό ύφασμα, τόσο μαλακό, όσο πρέπει. Ο ύπνος τον αγκαλιάζει…

Τοκ, τοκ…

Κάποιος χτυπάει την πόρτα, αλλά δεν αντιδράει. Θα φύγει, όποιος και να ‘ναι, δεν έχει καμία όρεξη να σηκωθεί.

Τοκ, τοκ…

Άλλη μία θα χτυπήσει και θα φύγει, συλλογίζεται μακάρια. Κλείνει τα μάτια χαϊδεύοντας το ύφασμα. Τολμάει να το γρατζουνίσει κιόλας, ελαφριά όμως, πολύ ελαφριά.

Τοκ…

Να το, σε λίγο θα ξεκουμπιστεί, όπως και να ‘χει.

Τοκ…

Τοκ…

Τοκ… τοκ… τοκ…

Πετάγεται εκνευρισμένος, θα ξεμπερδέψει στα γρήγορα. Κανείς δεν θα του το χαλάσει.

«Έρχομαι! Δεν μπορεί να ησυχάσει κανείς σε αυτό το σπίτι… Έρχομαι, σταματήστε να χτυπάτε επιτέλους! Μα ποιος είναι;»

Κανείς. Ανοίγει την πόρτα για να αντικρίσει τον άδειο δρόμο μπροστά του. Ίσα που διακρίνει την άκρη ενός σκούφου στη γωνία απέναντι.

Μάλιστα, σκέφτεται κλείνοντας την πόρτα. Τα χαζόπαιδα, κάνουν πλάκα. Κάπως πρέπει να εκτονωθούν και αυτά. Άδικα σηκώθηκε, τους έκανε και χάρη. Επιστρέφει στην πολυθρόνα βαριεστημένα για να συνεχίσει τη ραστώνη του. Έχει σχέδια· για εκείνον μονάχα.

Παράξενο· κοιτάζει για λίγο σαστισμένος. Πάνω στην πολυθρόνα βρίσκεται πλέον ένα πακέτο. Σμίγει τα φρύδια του. Μα πώς; Κάποιος πρέπει να είχε μπει μέσα στο σπίτι. Στέκεται ακίνητος, ως και το βλέμμα του πάγωσε, είναι ζωτικής σημασίας να μην κουνηθεί καθόλου. Το χτύπημα της πόρτας ήταν αντιπερισπασμός, σκέφτηκε, για να ανοίξει την πόρτα και να μπουν από αλλού. Απ’ την πόρτα της κουζίνας πιθανότατα.

Τοκ, τοκ, τοκ…

Αυτή τη φορά δεν είναι η πόρτα. Η καρδιά του χτυπάει σαν τρελή. Φοβάται, φοβάται πολύ. Κάποιος έχει μπει στο σπίτι. Και για να έχει μπει, σημαίνει ότι κινδυνεύει.

Τοκ, τοκ, τοκ, τοκ…

Τι να κάνει; Να καλέσει την αστυνομία. Γρήγορα, να πάρει τηλέφωνο. Πού είναι το τηλέφωνο; Το ρημαδιασμένο, όταν το ψάχνει, δεν το βρίσκει ποτέ μπροστά του, πρέπει να το βάλει σε ορατό σημείο οπωσδήποτε, να το θυμηθεί, για ώρα ανάγκης. Μα πού είναι τώρα; Πνίγεται, θέλει να ουρλιάξει.

Τοκ, τοκ, τοκ…

Α, να το, δίπλα του. Πρέπει να παραμείνει ψύχραιμος. Σηκώνει το ακουστικό απότομα, όλα υπό έλεγχο. Θα πάρει την αστυνομία, και θα έρθουν σύντομα. Όλα θα τελειώσουν. Απλώς, πρέπει να καλέσει το αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Πρέπει να τεντώσει τα δάχτυλα προς το καντράν… πρέπει.

2…1….0….9…2….

Λάθος…

Πάλι από την αρχή…

Τοκ, τοκ, τοκ…

2…1…0…9…3…

Τι έχει; Τρέμει ανεξέλεγκτα, λες και τα δάχτυλα δεν υπακούν το μυαλό, κάτι να τα εμποδίζει. Καταβάλλει προσπάθεια και τα ελέγχει, όσο και αν αντιστέκονται.

Τοκ, τοκ…

Η πόρτα! Από εκεί έρχεται ο ήχος. Πάλι απ’ έξω, θεέ μου.

Τοκ…τοκ…

2…1…0…9….4…

«Ανοίξτε, σας παρακαλώ, η Έλσα είμαι, από δίπλα».

Η Έλσα! Η στρουμπουλή ενοχλητική γειτόνισσα με την άκρως εκνευριστική συνήθεια να χώνει τη μύτη της παντού. Χαίρεται απίστευτα, θέλει να την αγκαλιάσει, να την πάρει στα χέρια του, να τη φέρει μια γύρα…

Περνάει το χέρι του γύρω από τη λυγερή μέση, την κοιτάζει με λαμπερά μάτια. Τη σηκώνει τόσο εύκολα, δεν έχει καθόλου βάρος, τη φέρνει μια βόλτα στον αέρα, δεν υπάρχει φόβος, μόνο χαρά…

Ανοίγει την πόρτα με δύναμη, για να προλάβει.

«Περάστε, κυρία Έλσα, τι ωραία έκπληξη!»

Η Έλσα κάνει μια γκριμάτσα, «περίεργο» μουρμουρίζει…

«Χάρηκες, ε; Με αυτό που θα σου πω, βέβαια, δεν νομίζω να χαρείς. Κανείς δεν έχει χαρεί».

«Τι εννοείτε; Καθίστε πρώτα».

«Δεν ξέρω αν θέλω να κάτσω. Εννοώ, δεν ξέρω αν πρέπει να κάτσω. Μπα; Τι είναι αυτό; Πώς βρήκες το ίδιο ύφασμα;»

Κοιτάζει το πακέτο με μια γκριμάτσα. Συνειδητοποιεί ότι το πακέτο είναι τυλιγμένο με το ύφασμα της πολυθρόνας. Η Έλσα το περιεργάζεται με ενδιαφέρον.

«Έκτακτο! Θα κόστισε κάτι παραπάνω φαντάζομαι. Πολύ εκκεντρικό, βέβαια, αλλά μου αρέσει».

Τα δάχτυλά της τρέχουν πάνω στην επιφάνεια. Τα μάτια της μισοκλείνουν, τα χείλη ανοίγουν προκλητικά. Όχι, όχι, είπε από μέσα του.

«Φαντάζομαι ότι θα είναι ιδιαίτερο δώρο για να μπεις σε τέτοιο κόπο. Υπάρχουν αποθήκες στο κέντρο με θαυμάσια υφάσματα σε τιμή ευκαιρίας, αλλά το συγκεκριμένο θα το βρήκες μάλλον σε επιπλάδικο» σχολιάζει μουρμουρίζοντας.

«Εε, ναι… εκεί, σ’ έναν γνωστό μου».

«Μάλιστα, μάλιστα. Πολύ θα ήθελα να μάθω τι έχει μέσα, αλλά είναι προσωπικό. Εξάλλου προέχει κάτι άλλο».

«Ναι;»

«Κάποιος μπήκε στους Λερεναίους» ξεστόμισε θριαμβευτικά.

«Διάρρηξη;»

«Κάτι τέτοιο…».

«Τι εννοείτε κάτι τέτοιο; Είναι ή όχι διάρρηξη;»

«Μμ, δεν ξέρω πώς λέγεται, όταν σου κλέβουν το μυαλουδάκι».

Το τελευταίο πράγμα που περίμενε, ήταν να έρθει η κυρία Έλσα και να μιλάει για τόσο σουρεαλιστικά θέματα. Συνήθως, οι κουβέντες της επικεντρώνονται στις τιμές της λαϊκής.

Αποφασίζει να το διασκεδάσει.

«Με τόσες έγνοιες δεν μου κάνει εντύπωση. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να σου το κλέψει κανείς».

«Α, ναι; Και τότε γιατί η Λερεναία κάθεται χαμένη στην πολυθρόνα της κοιτάζοντας το κενό;»

«Εχμ, δεν το βρίσκω και τόσο ανησυχητικό το συγκεκριμένο, σε όλους μας συμβαίνει καμιά φορά».

Η ματιά της ήταν πολύ παγωμένη. Περίμενε άλλη αντιμετώπιση. Επιτέλους, όταν μπαίνει στη διαδικασία να φέρει τα νέα στο σπίτι του άλλου, και μάλιστα τόσο συνταρακτικά νέα, απαιτεί καλύτερη αντιμετώπιση.

«Τέλος πάντων, σε ενημερώνω ότι η Λερεναία και ο Λερεναίος κάθονται από χτες στις πολυθρόνες τους σαν χαμένοι!»

Ορίστε, το είπε. Η προσθήκη του Λερεναίου θα προκαλούσε σίγουρα μεγαλύτερη εντύπωση.

«Καλύτερα! Θα ησυχάσουμε από τους καβγάδες τους. Μας είχαν πρήξει κάθε λίγο και λιγάκι».

«Ε, μα εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα. Λοιπόν, άκουσέ με. Σου λέω κάτι συνέβη, η αστυνομία πιστεύει ότι κάποιος μπήκε μέσα στο σπίτι και το προκάλεσε».

«Λείπουν χρήματα δηλαδή;»

«Όχι».

«Αχά!»

«Μα τι πεζότητα…»

«Πεζότητα; Μα ελάτε, κυρία Έλσα. Ποια πεζότητα; Όλα για το χρήμα δεν γίνονται; Προχτές δεν τα συζητούσαμε στη λαϊκή; Και τι θέλετε να πιστέψω; Ότι κάποιος μπήκε μέσα στο σπίτι των Λερεναίων και τους… ζαβλάκωσε; Σε καλό σου, πολύ γελάω!»

«Όπως νομίζεις, εγώ σου λέω να προσέχεις! Να κλειδώνεις και να μην ανοίγεις σε αγνώστους!»

«Μόνο σε εσάς, αγαπητή μου!»

Η κυρία Έλσα έφυγε θιγμένη αγνοώντας την υπόκλισή του. Δεν πειράζει, θα της περάσει. Βρε την κυρία Έλσα, γούστο που το είχε. Με αυτά και με αυτά, είχε χαλαρώσει κιόλας. Άξαφνα, αντίκρισε πάλι το πακέτο. Έχασε λίγη από την καλή διάθεση. Τι να έχει μέσα άραγε… Στην Έλσα δεν είπε τίποτα, δεν ήθελε να δείξει.

Τικ, τακ…

Πάλι…

Τικ, τακ..

Τέντωσε τα αυτιά του, λίγο διαφορετικός ήχος αυτή τη φορά. Από το παράθυρο ακούγεται. Πλησιάζει με αργά βήματα για να δει αν είναι ασφαλισμένο. Δεν είναι κανείς, όμως φοβάται να το αγγίξει. Μαζεύει όλο το θάρρος του και απλώνει το χέρι του. Είναι όντως κλειστό. Ξεφυσάει με ανακούφιση. Ο ήχος δεν ακούγεται πλέον. Πάει, σκέφτηκε με αναπτερωμένο ηθικό. Περιμένει λίγο ακόμα για να βεβαιωθεί. Τίποτα απολύτως. Χαμογελάει αμυδρά. Ώρα να συνεχίσει την ξεκούρασή του. Το πακέτο θα το αντιμετωπίσει αργότερα.

Γυρίζει την πλάτη στο παράθυρο, το βλέμμα του πέφτει στη ράχη της πολυθρόνας. Ένα κομμάτι από το ύφασμα λείπει.

Τικ, τακ…

 

 

 

* Η Κωνσταντίνα Κοράκη ζει στην Αθήνα και είναι εκπαιδευτικός. Το πρώτο μυθιστόρημά της με τον τίτλο «Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτήρια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως. Συνεργάζεται με το όνλαιν λογοτεχνικό περιοδικό Book-Tour με μια στήλη, που περιλαμβάνει άρθρα, διηγήματα και συνεντεύξεις κυρίως για τον χώρο της φαντασίας.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top