Fractal

Το παιδί που έγινε άνδρας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

nisi_1«Το νησί της εφηβείας» του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, μτφ: Σωτήρης Σουλιώτης, σελ. 544, Εκδ. Καστανιώτης

 

Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, μέρος τρίτο. Η εξάτομη προσωπική ελεγεία του νορβηγού συγγραφέα έχει φτάσει στα μέρη μας, ήδη, στο τρίτο σκέλος της και η «δράση», μέσω μιας λούπας σε χρόνο και τόπο, μεταφέρεται στα παιδικά χρόνια του. Στο δεύτερο μέρος τον είχαμε αφήσει στη Σουηδία όπου προσπαθούσε να συμβαδίσει με το ρόλο του συζύγου, πατέρα, εραστή, συγγραφέα και τώρα τον βλέπουμε με κοντά παντελονάκια, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, έως τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα.

Θα έλεγε κανείς πως το τρίτο μέρος μπορεί να εξηγήσει, κατά μία έννοια, το πρώτο, στο οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι με το θάνατο του πατέρα του και τη μεταξύ τους ψυχρή έως εχθρική σχέση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο: ο μικρός Καρλ μεγάλωσε σε ένα άκρως δεσποτικό περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούσε η βαριά σκιά ενός σκληροτράχηλου πατέρα που επέβαλλε το σκληρό νόμο του μέσα στο σπίτι υποτάσσοντας τους πάντες στις εμμονικές βουλήσεις του. Σε αντίθεση με τη μητέρα του που ήταν ανεκτική, διαλεκτική και συναισθηματική, ο πατέρας του διέθετε ένα πλήρες οπλοστάσιο απαγορεύσεων που οδηγούσαν σε παράλογες τιμωρίες. Ο Καρλ και ο μεγαλύτερος αδελφός του προσπαθούσαν να υπομείνουν όλες τις ψυχολογικές –και όχι μόνο- ανασκολοπίσεις με στωικό τρόπο, αν και ο Καρλ πολλές φορές ευχόταν να ήταν μεγάλος και να μπορούσε να εκδικηθεί τον απηνή πατέρα του, ενώ άλλες φορές διακατεχόταν από… θανατολάγνες σκέψεις ελπίζοντας ότι πεθαίνοντας θα έκανε τον πατέρα του να παραδεχθεί τα λάθη του.

Ο Καρλ ζούσε, όπως γράφει, μια ζωή μέσα στο σπίτι και μια άλλη εκτός αυτού. Μακριά από τους τέσσερις τοίχους της οικιακής φυλακής, αναζητούσε το ρόλο του μέσα στη νέα ζωή που του δόθηκε. Γεμάτος απορίες, παιδικές πικρίες και ποταμούς δακρύων (για πολλά χρόνια το μόνιμο ξέσπασμά του σε κάθε ακραία συναισθηματική κατάσταση που βίωνε ήταν το ακατάσχετο κλάμα), κάνει ατέλειωτες ποδηλατάδες με τους φίλους του, αναζητεί τα όρια του σώματός του και περπατάει τα πρώτα μέτρα στο μονοπάτι της σεξουαλικής αναγνώρισης. Κοιτώντας τα άγουρα κορίτσια του σχολείου, μελετώντας κλεφτά -και με κάθε προφύλαξη- τσοντοπεριοδικά, κάνοντας το ένα παιδί στο άλλο σκληρά, ανδροπρεπή αστεία με τη σφοδρότητα που μόνο που μικρά παιδιά μπορούν να επιδείξουν.

Υπάρχει μια αίσθηση παιδικότητας, νοσταλγίας, αυθεντικότητας, αμφιθυμίας σε αυτό το τρίτο μέρος. Θα μπορούσε, δε, να σταθεί αυτόνομο ως ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Ο Καρλ είναι κάτι σαν Τομ Σόγερ δίχως όμως να καταφέρνει να ξεφύγει από τον σκληρό υμένα του στενού περιβάλλοντός του ή σαν τον Χόλντεν Κόλφιλντ δίχως το μεγαλείο ακόμη και στην απελπισία του. Ο Καρλ είναι μάλλον γεννημένος για να είναι χασούρας: με τα κορίτσια δεν τα καταφέρνει πολύ καλά, οι παρέες του είναι μετρημένες, οι αθλητικές επιδόσεις του δεν είναι θαυμαστές, στα μαθήματα είναι σχετικά καλός δίχως ωστόσο να εγγράφει υποθήκες για κάτι θαυμαστό. Κάποια στιγμή, οι συμμαθητές του τού κολλούν το παρατσούκλι «φέμι», κάτι σαν γυναικωτός. Ακολουθεί μια παθητική στάση σε ό,τι κάνει και οι ελάχιστες εκλάμψεις στιγμιαίας λαμπρότητας και προσήλωσης προέρχονται από τα πρώτα μουσικά σκιρτήματά του (ακούει ροκ μουσική μανιωδώς και αποπειράται να παίξει και σε ένα αυτοσχέδιο πανκ γκρουπάκι) και τα βιβλία που διάβαζε με ρυθμό πολυβόλου.

 

Karl Ove Knausgård

Karl Ove Knausgård

 

Αυτό, όμως, που κυριαρχεί περισσότερο στη ζωή του και την καθορίζει είναι η σαστισμένη έως περίτρομη σχέση του με τον πατέρα του. Αν και ως δεύτερο παιδί της οικογένειας βλέπει τον αδελφό του ως πρότυπο και πολλές φορές του ζητάει συμβουλές και βοήθεια, αυτό δεν τον σώζει από τη σειρήνα του κινδύνου που κρούει ο πατέρας του σε κάθε πιθανό παραστράτημα. Αχνοφαίνεται στο βάθος η όχι και τόσο ευυπόληπτη ζωή του δασκάλου πατέρα του, καθώς φεύγοντας για μετεκπαίδευση σε άλλο μέρος συνάπτει παράλληλη σχέση με μια άλλη γυναίκα, τη στιγμή που έχει κόψει ολότελα τα φτερά της συζύγου του. Στο πρώτο βιβλίο, άλλωστε, μαθαίνουμε επακριβώς τα έργα και τις ημέρες του με τις γυναίκες και το ποτό.

Ο ρυθμός, ο τρόπος, το ύφος και η λογική και σε αυτό το τρίτο μέρος είναι ο ίδιος: έχουμε να κάνουμε με τον… κλασικό Κνάουσγκορντ που έχει αποφασίσει να βγάλει στη φόρα όλα τα οικογενειακά του με τρόπο ανεπιτήδευτο, ευθύ και ανεπεξέργαστο. Στο «νησί της εφηβείας» λείπουν οι φιλοσοφικές ενατενίσεις του δεύτερου μέρους ή η βαριά σκιά του πρώτου βιβλίου. Ισως διότι η παιδική ηλικία κρύβει πάντα μια παιγνιώδη διάσταση στα όρια του νεόκοπου θαύματος της ζωής. Στο τρίτο μέρος κυριαρχεί περισσότερο η υπόμνηση της περιπέτειας και της αναζήτησης. Είναι ο πρώτος κύκλος ζωής που θα επηρεάσει τη ζωή του Καρλ στα κατοπινά χρόνια και θα του δώσει ένα στίγμα για το πώς θα πορευτεί στη συνέχεια. Κάποια στιγμή θα παραδεχθεί ότι ως πατέρας προσπαθεί να μην ρίχνει βαριά σκιά στα παιδιά του, να μην τον φοβούνται – ένα ακριβές κατάλοιπο του παιδικού του τραύματος. Το παιδί έγινε άνδρας, αλλά μέσα του δεν ξόρκισε κανένα δαίμονα, άφησε πολλά παιχνίδια μισοτελειωμένα, ενώ οι απορίες της ζωής θέριεψαν, έγιναν άλυτα αινίγματα και τελικά λογοτεχνική δημιουργία. Ο Σωτήρης Σουλιώτης συνεχίζει την πολύ καλή μεταφραστική δουλειά και σε αυτό το τρίτο «σταθμό» της Οδύσσειας του Κνάουσγκορντ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top