Fractal

Διήγημα Fractal: “Το μυστικό της Ζηνοβίας”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

 

 

Ο Τόλης δεν έλεγε να φανεί. Η Ζηνοβία περίμενε, αν και είχαν περάσει προ πολλού τα μεσάνυχτα. Για να μην την πάρει ο ύπνος στον καναπέ, πήγε στο γραφείο της κι άρχισε να γράφει χωρίς καν να σκέφτεται. Χτυπούσε τα πλήκτρα απαλά, σαν να τα χάιδευε κι εκείνα αποτύπωναν τις λέξεις στο κενό της οθόνης.

Αισθανόταν την ανάγκη σε κάποιον να μιλήσει. Η μοναξιά την πίεζε, περιόριζε τον κόσμο μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Εκείνη την ώρα ξεγύμνωνε την καρδιά της, έγραφε γράμματα, θαρρείς, για να γεμίσει με φράσεις το κενό της απόστασης που χωρίζει τον άνθρωπο από τον άλλο άνθρωπο. Στην αρχή δεν ήξερε για ποιον και σε ποιον απευθυνόταν.

Άρχισε να γράφει. Έγραφε ασυναίσθητα, σαν μεθυσμένη, σαν υπνωτισμένη. Οι λέξεις χοροπηδούσαν στα μάτια της, έβγαιναν από τη σελίδα, έκαναν κύκλους στο κενό ώσπου σχημάτισαν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, σώμα, ανθρώπινη παρουσία. Απευθυνόταν άραγε σε πρόσωπο υπαρκτό; Αδιάφορο. Έγραφε, μιλούσε με κάποιον.

Ένα όνομα πρόβαλε με ολοφώτεινα γράμματα στην αρχή της άδειας οθόνης: Αλέξης.

Στάθηκε σαν τον αστέρα της Βηθλεέμ στον ουρανό της σιωπηλής νύχτας πάνω από το σπήλαιο με τη φάτνη. Το όνομα τώρα είχε συγκεκριμένο πρόσωπο, ήταν μπροστά της και του μιλούσε. Του μιλούσε ακάθεκτα, χωρίς να παίρνει ανάσα, χωρίς να νοιάζεται αν οι λέξεις αποτυπώνονταν στην οθόνη. Μόνο έγραφε, μιλούσε με τη βουβή σιωπή της, με τα πλήκτρα, έγραφε.

 

Αλέξη,

Αποφάσισα έτσι ξαφνικά να σου γράψω αυτό το γράμμα γιατί με πνίγει απόψε η ερημιά. Είναι αναμμένα όλα τα φώτα στο σπίτι, κι όμως εγώ βουλιάζω ως το λαιμό στο σκοτάδι.

Δεν ξέρω αν το γράμμα μου θα φτάσει ποτέ στα χέρια σου, πού να βρίσκεσαι άραγε, ή θα το φάνε τα γρανάζια των ταχυδρομείων. Σε ψάχνω παντού και δεν σε βρίσκω πουθενά. Δεν έχει τέλος η αγωνία. Είμαι εδώ ή αλλού, στην αρχή μου ή στο τέλος μου, δεν το ξέρω. Ούτε κι εσύ φυσικά το γνωρίζεις. Τίποτα δεν γνωρίζεις από αυτά που μου συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό. Έχω χάσει τα ίχνη σου, τη μορφή σου, γυρεύω να σε βρω στ’ απομεινάρια της μνήμης, προσπαθώ να συναρμολογήσω και να ταιριάξω τα κομματάκια του χρόνου, να σχηματίσω την εικόνα του προσώπου σου, το μωσαϊκό των γεγονότων, να ζωγραφίσω, να κεντήσω στην άδεια οθόνη της μνήμης τις αναμνήσεις.

Σου γράφω για να σου πω ένα σωρό πράγματα, να σου μιλήσω για όλα τ’ ανείπωτα, για τα όνειρα που μένουν ακόμα κλεισμένα στο συρτάρι, για τα γράμματα, τα ανεπίδοτα, για τα τραγούδια που έχω γράψει στο μυαλό μου για σένα και δεν θα ταξιδέψουν ποτέ. Είναι πολύ μεγάλη η απόσταση που μας χωρίζει κι ο νους δεν μπορεί να δρασκελήσει τις θάλασσες, τα βουνά και τις ατέλειωτες εκτάσεις της ερήμου. Με πνίγει η άμμος της απεραντοσύνης που απλώνεται ανηλεής ανάμεσά μας. Το νιώθεις άραγε; Μ’ ακούς;

Εδώ ο καιρός είναι αψύς. Τα βράδια πήζει από πολύ νωρίς το σκοτάδι, ορατότητα μηδέν. Είναι πολύ τραχύς ο ανήφορος και πώς θα τον ανέβω με το σταυρό στον ώμο; Μ’ έχει πληγιάσει το βάρος. Θα το αντέξω; Θα το αντέξω. Δεν έχει αλλιώς, άλλη οδός δεν υπάρχει. Όλα έχουν τελειώσει.

Σου μιλώ, δεν αποκρίνεσαι, σου φωνάζω μα εσύ δεν ακούς. Ακούς τους ήχους των γρύλων, τη μουσική των νερών και το σιγανό θρόισμα των φύλλων σου χαϊδεύει τ’ αφτιά; Πες μου, θα το ακούσω κι εγώ με τη διαίσθηση; Σου χαϊδεύει τη μνήμη κάτι από την τελευταία μας νύχτα; Ήταν δική μας; Δεν ξέρω. Το μεγάλο ερωτηματικό, το μυστικό μου το αμαρτωλό; Το υπέροχο; Εσύ μόνο το ξέρεις. Όπου κι αν βρίσκεσαι, οι νύχτες σου θα είναι γεμάτες γαλήνη και μουσική. Εδώ σε τρελαίνει ο φονικός θόρυβος που κάνει τον ελάχιστο ύπνο μου κόλαση.

Δεν ξέρω γιατί σου το γράφω ετούτο το γράμμα που δεν θα το λάβεις και δεν θα το διαβάσεις ποτέ. Μονάχα στον ύπνο σου μπορεί να πάρεις ένα μήνυμα και φοβάμαι πως τότε θα χάσεις κάθε ιδέα για μένα. Γι αυτό ποτέ δεν θα το βάλω σε φάκελο, δεν θα το ταχυδρομήσω ποτέ. Έπρεπε όμως να σου το γράψω, να σου εξομολογηθώ τα πάθη και τα παθήματά μου, αλλά δεν μπορώ. Άλλο θέλω απόψε να γράψω κι άλλο μου βγαίνει. Καρικατούρες μου φαίνονται οι λέξεις, σαν πρόωρα γερασμένες κόρες.

Πάει κοντά ένας χρόνος που έφερα στον κόσμο ένα αγοράκι, ένα ξανθό αγγελούδι. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει για μένα ένα μωρό; Αρχίζει μόλις να αρθρώνει τις πρώτες λεξούλες, κάνει τα πρώτα του αβέβαια βήματα. Τα ματάκια του είναι πανέμορφα κι έχουν το χρώμα του ουρανού. Ξέρεις, γελάει, σου γνέφει θαρρώ, να το προσέξεις αυτό. Αυτό το γράμμα σίγουρα θα φτάσει στα χέρια σου, θα το φέρει ο άνεμος που ταξιδεύει στον κόσμο τα κρυφά μυστικά και τα πάθη.

Όταν ακούσεις ένα τραγούδι σαν τους σιγανούς μουσικούς ρυθμούς της νύχτας, να ξέρεις, να είσαι βέβαιος πως είναι το γέλιο του μωρού μας. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;

Αυτό το άγγελμα το χαρμόσυνο θέλω πολύ να τ’ ακούσει η ψυχή σου, κι η καρδιά σου να πεταρίσει σαν χελιδόνι που φέρνει την άνοιξη.

Αλήθεια μαντεύεις τι χρώμα έχουν τα ματάκια του; Προαισθανόσουν άραγε πως θα έφερνα στον κόσμο ένα παιδί; Το υπέθετες; Το ήθελες; Το επεδίωξες μήπως; Είναι κάτι τόσο επιθυμητό όσο κι αξεδιάλυτο μέσα μου. Ίσως και μέσα σου. Δεν ξέρω.

Και πάλι δεν ξέρω γιατί έπρεπε να σου γράψω απόψε. Ωστόσο, έστω κι αν δεν τα λάβεις ποτέ, θα σου γράφω γράμματα κάθε φορά που η ψυχή μου θ’ αποζητάει την ανάσα σου και το σώμα μου την αφή σου. Συχώρα με, έχω βγει από τα όριά μου.

Αλήθεια, δεν ξέρω τι με κάνει να σου γράφω ένα γράμμα που δεν θα φτάσει ποτέ στα χέρια σου. Ίσως είχα ανάγκη να μιλήσω κάπου, να ξαλαφρώσω. Η ψευδαίσθηση με κάνει να χαίρομαι και να χοροπηδάω, να τραγουδάω, να ουρανοβατώ. Καραδοκεί, ωστόσο, η πραγματικότητα να μπήξει τα νύχια της στο κορμί μου και να ξεσκίσει τις σάρκες μου. Το βλέπω γύρω μου στα κορακίσια μάτια όλων, στις σουβλερές ματιές, στα φονικά τα λόγια, στους υπαινιγμούς. Έχω να αντιμετωπίσω προβλήματα βουνά. Είναι τραχύς, πολύ κακοτράχαλος ο ανήφορος που πήραμε, Αλέξη.

Αλέξη γλυκέ μου, γιατί χάθηκες από προσώπου γης; Πού πήγες; Τι έπαθες; Αχ, ας ήξερα τι σου έχει συμβεί. Θα έσκιζα τα βουνά, θα κολυμπούσα στο κενό για να φτάσω στο βραχονήσι που μπορεί να σε ξέβρασε η θάλασσα. Σ’ έφαγε ο σκοπός, το έργο σου, Αλέξη. Σε καταβρόχθισε η Αποστολή, το διαισθανόσουν πως θα συνέβαινε κάποτε. Δεν ήσουν από την ίδια πάστα με τους άλλους εσύ. Πολεμούσες με τα στοιχειά της φύσης, με την αρρώστια, πολλές φορές βρέθηκες αντιμέτωπος με το θάνατο και τον νίκησες, Ήσουν γενναίος, Αλέξη. Τι ήταν αυτό που στάθηκε πιο δυνατό από τη θέλησή σου και την πίστη σ’ αυτό που έκανες και δινόσουν με όλο σου το είναι; Τι σε νίκησε, καρδιά μου;

Δεν μπορώ να διανοηθώ πως δεν υπάρχεις εσύ. Η γη θα ήταν άδεια χωρίς εσένα, χωρίς νόημα η ζωή. Εσύ έδωσες νόημα και σκοπό στη ζωή μου. Η παρουσία σου ήταν ευλογία, αξιώθηκα να γίνω μητέρα, όπως κι αν έγινε αυτό, δεν έχει καμιά σημασία για μένα. Υπήρξες ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο αγαθό και σπουδαίο συνέβη στη ζωή μου. Αυτό δεν αναιρεί την αγάπη και την αφοσίωσή μου στον άντρα μου. Εσύ είσαι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από εκείνον. Είσαι η ψυχή μου. Ακόμα κι αν ενώθηκαν τα σώματά μας, ήταν τυχαίο περιστασιακό, αναγκαίο ίσως, δεν ξέρω, δεν θέλω να ξέρω, δεν το ψάχνω και δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Αυτή τη στιγμή της απόλυτης μοναξιάς που βιώνω με το σώμα και την ψυχή μου, αποζητώ μόνο τη δική σου παρουσία. Και είσαι εδώ, πλάι μου, το νιώθω. Ακούω την ανάσα σου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Δεν έχει σημασία αν είσαι αλλού. Όπου και να είσαι, για μένα υπάρχεις και θα υπάρχεις πάντα μια γλυκιά και φωτεινή παρουσία στη ζωή μου.

Τι άλλο να πω; Θα μπορούσα να σου γράφω όλη τη νύχτα, όλη την ημέρα όλο το χρόνο, σε όλη μου τη ζωή για να γεμίζω το κενό με λέξεις αόρατες, με φράσεις, σελίδες και βιβλία ολόκληρα, να γεφυρώνω το χάος που σε καταβρόχθισε, ζωή μου. Ωστόσο, θα σταματήσω εδώ, θα κλείσω το γράμμα και θα το ρίξω, φτερό στον άνεμο, να σου το φέρει χαράματα όπου κι αν είσαι, χαρά μου. Να έτσι, μια μαύρη πινελιά θα τραβήξω, όχι με την πρώτη το πλήκτρο, για να το βλέπω να φεύγει σιγά σιγά και να χάνεται στο χάος του κυβερνοχώρου. Έχει, βλέπεις αυτό το καλό η τεχνολογία. Πού ξέρεις, μπορεί να φτάσει στα χέρια σου με την πνοή του αγέρα να σου χαϊδέψει το όνειρο, όπου κι αν βρίσκεσαι, πνοή μου.

Σου το στέλλω, χωρίς να το ξαναδιαβάσω για να μην μετανιώσω. Μπορεί και να ντραπώ για όσα σου γράφω, γι’ αυτά που δεν είχα τολμήσει ποτέ να σου πω. Και είμαι σίγουρη πως για όλα όσα μου συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, δεν είσαι υπεύθυνος, εσύ δεν άπλωσες ποτέ βέβηλο χέρι πάνω μου, μόνο με την πνοή σου με θώπευες, με την ευλογία σου με συντρόφευες και με συντροφεύεις σε κάθε μου βήμα.

Έτσι θέλω να σε σκέφτομαι, έξω και πέρα από τη ματαιότητα του κόσμου τούτου.

Να νοσταλγώ τις ώρες που καθόμασταν και μιλούσαμε για ένα σωρό πράγματα σαν δυο αγαπημένοι φίλοι για τη δυστυχία των ανθρώπων εκεί κάτω και για την εκμετάλλευση που γίνεται. Όμως τώρα δεν είναι ώρα να ξαναγυρίσω στην «κοιλάδα του πόνου», έτσι αποκαλούσες τα χωριά πλάι στο ποτάμι με τους ανθρώπους να πεθαίνουν στη φτώχια ενώ εμείς απολαμβάναμε τα αγαθά που δίνει η γη τους…

Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι λέω και πού βρίσκομαι. Έχω βουλιάξει στο κενό της αναμονής και μουτζουρώνω την οθόνη με καρικατούρες αισθημάτων. Αύριο το πρωί δεν θα υπάρχει τίποτα. Μπορεί να μη θυμάμαι τίποτα. Άλλωστε θα ταξιδεύουν όλη τη νύχτα οι λέξεις για να φτάσουν σ’ εσένα, αν δεν τις καταπιεί το χάος. Υπάρχει κι αυτός ο αβυσσαλέος φόβος κι ο τρόμος του κενού.

Μου λείπεις, αγαπημένε μου, αφάνταστα. Γι’ αυτό θαρρώ πως έχεις εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Καταλαβαίνεις;

Είμαι εδώ ή εκεί ή κάπου αλλού, δεν το ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω. Προτιμώ να αεροβατώ στο κενό που απλώνεται αχανές ανάμεσά μας και, με τον τρόπο του, μας ενώνει.

Σε ασπάζομαι. Καλή νύχτα. Ζ.

 

Η Ζηνοβία δεν το έσβησε το γράμμα. Ο συναισθηματικός φόρτος την παρέσυρε και λησμόνησε, προφανώς, να κάνει αυτό που είχε στο νου της. Την άλλη μέρα ούτε θυμόταν τι είχε γράψει. Άνοιξε από συνήθεια τον υπολογιστή, διάβασε, ξαναδιάβασε ό,τι είχε γράψει αργά τη νύχτα, μετά το εκτύπωσε, το διάβασε πάλι και με ρυθμικές κινήσεις το χάιδεψε και το έσκισε. Έβαλε με τάξη τα κομματάκια του χαρτιού σ’ ένα μεταλλικό σταχτοδοχείο, βγήκε στο μεγάλο μπαλκόνι, απίθωσε το τασάκι πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι και μ’ ένα τσαφ στον αναπτήρα το έκαψε κοιτάζοντας τις φλογίτσες που αργόσβηναν στο κενό. Όπως η Έντα Γκάμπλερ όταν έριξε στην πυρά τα γράμματα του εραστή της και απολάμβανε το θέαμα χωρίς έλεος. Περίμενε ώσπου έγιναν στάχτη. Ύστερα σήκωσε το τασάκι με τη στάχτη ευλαβικά και φύσηξε δυνατά. Η στάχτη έφυγε προς το Νότο ακολουθώντας τον άνεμο.

Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παραλήπτη. Ούτε σε κανενός άλλου τα βέβηλα χέρια.

(Απόσπασμα)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top