Fractal

Διήγημα: “Το μυστικό πέρασμα”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

Ένας φίλος μου μ’ έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ και εγώ πρέπει να τον βοηθήσω. Τι και αν στάθηκα δίπλα του στις δύσκολες στιγμές; Τι και αν ακόμη παρευρέθηκα μαζί με όλους τους κοντινούς του ανθρώπους στο τελευταίο αντίο στον πατέρα του για να τον παρηγορήσω; Τίποτα δεν θα τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα απο την «καλύβα του σοφού». Δεν πάει πολύς καιρός που έχασα και εγώ δυστυχώς ένα από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα. Η απώλεια του θείου με πλήγωσε τόσο πολύ, που αναγκάστηκα να πιστέψω πως, ίσως, κάπου, θα υπήρχε μια οδός που θα μου έδινε την δυνατότητα να τον αντικρίσω και πάλι από κοντά. Δυστυχώς όμως, όσο πολύ και αν έψαξα, δεν κατάφερα να βρω κανένα μονοπάτι. Η αναζήτηση είχε πια τελειώσει. Η απομόνωση με είχε εγκλωβίσει και τίποτα το ενδιαφέρον δεν έβρισκα να με απορροφά. Όλα αυτά, μέχρι την στιγμή που αποφάσισα να πάω μια βόλτα προς την εξοχή και να προσπαθήσω να ξεχαστώ απο τη λύπη και τη στεναχώρια μου. Με κάποιον τρόπο έπρεπε και πάλι να βάλω το μυαλό μου σε λογικές στροφές και να συνεχίσω την ζωή μου παίρνοντάς το απόφαση ότι δεν θα υπάρχει ποτέ πια αυτός ο άνθρωπος πλάι μου. Αλλά δυστυχώς, δεν γινόταν με τίποτα να τον ξεχάσω. Όσα με συμβούλευε και όλα όσα με παρότρυνε να κάνω, είχαν μείνει για πάντα χαραγμένα μέσα μου. Ο θείος μου, ήταν ένα πολύ σημαντικό άτομο στη ζωή μου. Πόσο μάλλον ένας πατέρας για τον γιο του. «Αχ, γιατί να συμβεί σε μένα;» έλεγα και δάκρυζα όσο περπατούσα όλο και πιο κοντά στη φύση. Μα καθώς προχωρούσα λοιπόν και ταξίδευα με τις σκέψεις μου στις συζητήσεις που κάναμε τον τελευταίο καιρό, ξαφνικά άρχισα να παρατηρώ πως στο ύψωμα μιας μακρινής βουνοπλαγιάς φάνηκε σαν να υπήρχε χτισμένη μια καλύβα. Ευτυχώς η περιέργεια μου εκείνη τη στιγμή, μου έδωσε κίνητρο ν’ ανέβω την ανηφόρα, αψηφώντας την κούραση και την καταπόνηση.

Δύο φορές στη ζωή μου αποφάσισα να δραπετεύσω σε μακρινούς τόπους. Την μία όταν πήγα να συναντήσω τον συγγραφέα των ονείρων μου και την άλλη όταν αντίκρισα απο κοντά το γέροντα σοφό. Από εκεί και έπειτα η ζωή μου άλλαξε οριστικά κατεύθυνση. Φάνηκε σαν να μου έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσω τη σκέψη μου και να εξερευνήσω ένα νέο τόπο. Ο γέροντας σοφός, μπορεί να μη σου μιλούσε και να σε συμβούλευε σαν τον ερημικό συγγραφέα, αλλά είχε ενα μυστικό πέρασμα κρυμμένο στον τοίχο του, το οποίο σ’ έβαζε για τα καλά στον κόσμο της αναζήτησης. Εκεί συνάντησα και πάλι τον θείο μου από κοντά. Εκεί μου υπενθύμισε πως υπάρχει και θα ζει μέσα μου. Εκεί θα ήθελα πολύ να πάω μαζί με τον φίλο μου τώρα που το έχει ανάγκη και να δει και εκείνος τον πατέρα του. Έτσι λοιπόν, επειδή σκέφτηκα πως τα λόγια μου θα αντηχούσαν παράλογα στ’ αυτιά του, για να τον πείσω, του είπα πως θα ήθελα να με ακολουθήσει μια βόλτα στην εξοχή και πως αυτό θα τον έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα. Με τον τρόπο μου προσπάθησα να φέρω τη συζήτηση όλο και πιο κοντά στο τι θα συναντούσε σε λίγη ώρα μπροστά του. Και αν η καλύβα εξωτερικά δεν θα του έκανε ουδεμία εντύπωση, τότε το εσωτερικό κομμάτι της σίγουρα θα τον άφηνε άναυδο. Όταν φτάσαμε ακριβώς απ’ έξω, του ζήτησα να μείνει μεταξύ μας αυτή η διαδρομή και να έχει πίστη σε ό,τι συναντούσε εκεί μέσα. Αποφάσισα να πάω εγώ μπροστά και από πίσω να με ακολουθήσει. Ήθελα να δω αν και πάλι ο γέροντας θα ήταν με την πλάτη γυρισμένη, συγκεντρωμένος στις βαθυστόχαστες σκέψεις του. Η εικόνα ήταν ακριβώς η ίδια. Σαν να μην τον ενδιέφερε αν είχε κάποιος παραβιάσει την πόρτα του. Σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος πέρα από εκείνον μέσα στο χώρο. Σαν να ταξίδευε σε άλλο κόσμο μέσα από τους συλλογισμούς του. Τον είχαμε όμως τρομερή ανάγκη. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να μας ανοίξει την πόρτα και να περάσουμε μέσα απο το μυστικό πέρασμα, με σκοπό να συναντήσουμε τον πατέρα του φίλου μου. Εμείς και να προσπαθούσαμε, μόνοι μας δεν θα τα καταφέρναμε, θα ήταν οπωσδήποτε μάταιο.

Αμέσως πήρα λοιπόν το λόγο και του είπα:

«Γέροντα σοφέ αν μπορείς δώσε μας τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε μέσα από το μυστικό πέρασμα στον παράλληλο κόσμο και να συναντήσει ο φίλος μου από κοντά τον πατέρα του. Η ζωή είναι άδικη και ο λόγος και στο γιατί δεν υπάρχει απάντηση. Όμως μονάχα εσύ μπορείς να του προσφέρεις άλλη μια ευκαιρία και να τον βάλεις σ’ εκείνο τον κόσμο. Και να είσαι σίγουρος πως δεν θα σε παρακούσουμε. Ούτε θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε παραπάνω χρόνο απ’ όσο θα μας δώσεις».

Ο γέροντας, έπειτα απ’ τα λόγια μου αυτά, φάνηκε σαν να δίνει σημάδια ζωής απέναντί μας. Γύρισε σιγά-σιγά την πλάτη και επιτέλους τον είδαμε. Το ρυτυδιασμένο πρόσωπο του, τα κουρασμένα μαύρα μάτια και η μεγάλη φουντωντή γενειάδα που έκρυβε τα μάγουλά του, τον έκαναν να φαίνεται τρομερά ηλικιωμένος. Ίσως και να ξεπερνούσε έναν αιώνα ζωής. Αλλά αυτό που μας έκανε και στους δύο τρομερή εντύπωση, ήταν το αμείλικτο ύφος του, τη στιγμή που αποφάσισε να μας αποκριθεί. Δεν ήταν και τόσο καταδεκτικός. Φάνηκε τρομερά ενοχλημένος, που τον παρακάλεσα για δεύτερη φορά στη ζωή μου. Όμως, κατα βάθος ήλπιζα πως θα μας έδινε την δυνατότητα να πάμε να τον συναντήσουμε…

«Αυτό το μονοπάτι που ακολουθήσατε και σας έβγαλε στο δρόμο μου, θα ήθελα να το σεβαστείτε. Δεν έχουν όλοι πρόσβαση και συνήθως ποτέ μου δεν γυρνάω να δω τους αγνώστους. Έχετε όμως μια ευκαιρία. Και αυτή για τελευταία φορά. Η ώρα σας είναι περιορισμένη. Σε εξήντα λεπτά θα είστε και πάλι πίσω στον κόσμο. Πάρε αυτό το φανάρι μονάχα εσύ και χρησιμοποίεισε τα τέσσερα απο τα πέντε σπίρτα που σου δίνω. Το πέμπτο θα μου το παραδώσεις στο τέλος. Μην προσπαθήσετε να φέρετε πίσω στη ζωή κάποιο από τα πρόσωπα που αγαπάτε. Διοτι αν με παρακούσετε, θα μείνετε για πάντα εγκλωβισμένοι πίσω από τον τοίχο».

Αυτά μας είπε και ύστερα γύρισε το πόμολο και μας άφησε να περάσουμε. Όταν μπήκαμε μέσα, ένα απόλυτο σκοτάδι περιέβαλλε το γύρω χώρο. Κανείς δεν μπορούσε να δει τίποτα. Έπρεπε να ανάψουμε το πρώτο μας σπίρτο. Το φως άρχισε να λάμπει. Μπροστά μας εμφανίζονταν διάφορες εικόνες απο παλαιότερες εποχές. Τεράστια εκκλησία στο αριστερό μας χέρι, άμαξες να περνάνε ακριβώς από δίπλα μας και άνθρωποι να μιλάνε μεταξύ τους. Ο φίλος μου δεν πίστευε όλα όσα έβλεπε. Του φαίνονταν όλα τόσο φανταστικά από την μία και τόσο τρομαχτικά από την άλλη που το χειρότερο σενάριο θα ήταν να χάσει την αληθινή του πίστη. Κάθε φορά που θα αισθανόταν φόβο ή δυσπιστία, τότε το κάθε σπίρτο θα έσβηνε. Ήδη δύο από τα σπίρτα είχαν σβήσει. Το φανάρι δεν φαινόταν ικανό να αντισταθεί στη μανία του αέρα. Ο φόβος του μας είχε οδηγήσει στο σκοτάδι και ο μόνος που είχε την απόλυτη ευθύνη για το αν θα μπορούσαμε να βρούμε τον δρόμο ή να χαθούμε ήταν ο ίδιος. Αυτή άλλωστε ήταν και η εντολή του γέροντα-σοφού. Μονάχα εκείνος που θα ήθελε να δει από κοντά το δικό του πρόσωπο θα έπαιρνε υπ’ ευθύνη του το φανάρι και τα σπίρτα. Δεν ήθελα να τον αγχώσω και να αισθανθεί απογοήτευση ή παραπάνω προβληματισμό. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να του υπενθυμίσω πως μονάχα μέσα από την πίστη θα φτάναμε στον προορισμό μας. Ήταν λογικό ν’ απελπιστεί και να θέλει να τα παρατήσει. Αλλά δεν θα τον άφηνα σε καμία περίπτωση. Μόλις λοιπόν πήρε την απόφαση να ανάψει το τρίτο σπίρτο και παρατήρησα στο πρόσωπό του μια απογοήτευση, αμέσως τον αγκάλιασα και του είπα να σκεφτεί όσο πιο θετικά γίνεται, χωρίς να τον απασχολεί ο χρόνος και ο κόσμος. Να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια του και να νιώσει βέβαιος πως θα επιτύχει το σκοπό του. Να συνεχίσει γεμάτος πίστη και ελπίδα και στο τέλος να τα καταφέρει. «Θα τα καταφέρω ρε φίλε όμως;» Με ρωτησε διστακτικά. «Και βέβαια θα τα καταφέρεις. Είμαστε πιστεύω πολύ κοντά στο σκοπό μας. Έχουμε άλλα δύο σπίρτα. Που σημαίνει πως έχεις ακόμη δύο ευκαιρίες. Εσύ αποφασίζεις, χωρίς να θέλω να σε τρομάξω. Άλλωστε εγώ πιστεύω σε σένα. Οπότε όποια κι αν είναι η κατάληξη, εγώ θα είμαι δίπλα σου».

Με αυτά τα λόγια συνεχίσαμε το ταξίδι της αναζήτησης. Πλέον από το φως του φαναριού βλέπαμε πολλές πόρτες γύρω μας να είναι κλειστές και να πρέπει να πάρουμε την απόφαση ποια θα ήταν η κατάλληλη ν’ ανοίξουμε. Ο τρόμος της αποτυχίας όμως ασυναίσθητα χτύπησε και πάλι τον πληγωμενο συναισθηματικα φίλο. Το φανάρι έσβησε και οι πιθανότητες για να τα καταφέρουμε είχαν γίνει ελάχιστες. Η πίστη όμως είναι το τελευταίο που θα πρέπει να χαθεί απο ο,τιδήποτε. Έτσι και πάλι αψηφώντας το σκοτάδι, το χρόνο και το χώρο του είπα να συνεχίσει ακολουθώντας το ένστικτό του ακόμη και αν έκανε λάθος. Πλέον είχαμε ανάψει και το τελευταίο μας σπίρτο. Το πέμπτο άλλωστε έπρεπε να το παραδώσουμε στο σοφό. Μόλις το φως έλαμψε και πάλι, αποφάσισε πιο σίγουρος από ποτέ ν’ ανοίξει την πρώτη πόρτα που έβλεπε μπροστά του. Προχωρώντας προς τα μέσα, αρχίσαμε να παρατηρούμε πως είχαμε περάσει σε μια άλλη, πιο σύγχρονη, εποχή και το μόνο που βλέπαμε καθαρά ήταν τρεις ανθρώπους να συζητάνε, γύρω γύρω χιονισμένα τοπία και ένα κρύο τσουχτερό που ήθελε βαρύ ρουχισμό για να επιβιώσεις. Συνεχίσαμε ώσπου φτάσαμε σε απόσταση αναπνοής. Εκεί ακούγαμε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα να μιλάνε και να γέλανε μεταξύ τους. Τον έναν δεν μπορούσαμε να τον δούμε καθαρά, καθως ήταν γυρισμένος με την πλάτη. Οι άλλοι δύο έμοιαζαν πολύ στα χαρακτηριστικά. Φάνηκαν και γνωστοί. Πολύ γνωστοί. Σαν να ήταν κάποιοι αξιωμένοι στο δικό μας κόσμο επιστήμονες που είχαν φύγει απο τη ζωή εδώ και πολλά χρόνια. Από την άλλη, ο άνθρωπος που ήταν πλάτη φάνηκε σαν να τους γνώριζε εδώ και χρόνια. Ώσπου ύστερα από λίγο το μυστήριο λύθηκε. Ο άντρας με την γυρισμένη πλάτη, έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι και παρατηρήσαμε και οι δύο καθαρά πως ήταν το πρόσωπο του πατέρα του φίλου μου. Αμέσως έτρεξε ενθουσιασμένος προς το μέρος του. Άρχισε να του φωνάζει. «Πατέρα εσύ είσαι;» μα εκείνος δεν τον έβλεπε, ούτε τον αισθανόταν. Ήταν αόρατος και όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Έτσι γι’ ακόμη μια φορά η απόγνωσή του, μετέτρεψε και το τελευταίο σπίρτο σε στάχτη. Τώρα είχαν χαθεί όλα. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν η παρηγοριά του φίλου. «Γιατί να τα τραβάω όλα αυτά Θεέ μου; Πες μου γιατί;» έλεγε και διαμαρτυρόταν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Απάντηση όμως δεν έπαιρνε. Όπως σε πολλά πράγματα, απάντηση ο ανθρωπος δεν θα λάβει. Ο φίλος όμως έχει φωνή. Έχει πίστη και υπομονή. Έχει αγάπη και συναισθήματα απέναντι στον άλλον. Κάπως έτσι λοιπόν αφύπνησα και πάλι το δικό μου φίλο. Ήξερα πως είχε φτάσει ως το τέρμα και πως αν έβαζε την πίστη του και πάλι σε ρόλο καθοδηγητή, θα κατάφερνε να βρει το φως ακόμη και χωρίς τα σπίρτα. «Μην απελπίζεσαι και μην χάνεις την πίστη σου. Είσαι πολύ κοντά στο να τα καταφέρεις. Βρες τον τρόπο να φωτίσεις και πάλι τον κόσμο. Και για να το κάνεις αυτο σκέψου όλα οσα θαύμαζες στον πατέρα σου>>, του είπα. Τότε ο φίλος άρχισε να συλλογίζεται και να θυμάται τα όμορφα και σπάνια ταλέντα που είχε ο πατέρας του. Όταν τον θαύμαζε για την απαράμιλλη ευφυία του. Τον ξεχωριστό τρόπο που έκανε τις πλάκες. Την αγάπη προς την οικογένειά του. Την αφοσίωσή του σε ό,τι τον ενδιέφερε. Τη λατρεία του στις γνώσεις. Και άλλα πολλά που περνούσαν από το μυαλό του σαν ευχάριστες και συνάμα παρηγορητικές αναμνήσεις. Ξαφνικά, όσο πιο πολύ αισιόδοξες σκέψεις έκανε, τόσο περισσότερο άρχισε να φαίνεται από μακριά ένα λαμπερό φως. Ώσπου σιγά-σιγά άρχισε να έρχεται όλο και σε πιο κοντινή απόσταση. Τότε, ο πατέρας εμφανίστηκε μπροστά μας και με το εκτυφλωτικό φως του, επιβεβαίωνε την πίστη που είχε ο γιος του για να έρθει ως εδώ να τον συναντήσει. Η ώρα ηταν περασμένη και σε λίγο τα εξήντα λεπτά τελείωναν. Έπρεπε να κατευθυνθούμε και πάλι προς την πόρτα της εξόδου. Αλλά τώρα δεν φοβόμασταν τίποτα. Αυτό το φως δεν θα έσβηνε ποτέ. Όπως ποτέ δεν σβήνουν τα συναισθήματα και η αγάπη του ανθρώπου για το κάθε αγαπητό του πρόσωπο. Καθώς λοιπόν επιστρέφαμε προς τα πίσω και πατέρας και γιος τα λέγανε γεμάτοι χαρά και ενθουσιασμό, ξαφνικά ο τοίχος άρχισε ν’ ανοίγει και η φωνή του γέροντα μας καλούσε και πάλι στον πίσω κόσμο. Εδώ ήταν και η στιγμή που ο φίλος θα έπρεπε να αποφασίσει για τη συνέχεια της ζωής του. Είχε τη δυνατότητα να κλέψει τον άνθρωπό του, χωρίς να καταλάβει ο γέροντας πως θα τον κουβαλήσει μαζί του. Αυτός ο τρόπος γενικά είναι τόσο απλός που γίνεται μονάχα κοιτάζοντας τον άλλον στα μάτια και αγκαλιάζοντάς τον για πάντα. Έτσι λοιπόν, όπως και εγώ κάποτε με το θείο μου και ο δικός μου φίλος πριν αποχαιρετήσει τον παράλληλο κόσμο, κοίταξε τον πατέρα του στα μάτια, τον αγκάλιασε και τον έκρυψε για μια ζωή μέσα του χωρίς να καταλάβει ποτέ ο γέρο-σοφός πως κάποιος του είχε αποδράσει.

Τέλος, ο φίλος μου του παρέδωσε το πέμπτο και τελευταίο σπίρτο και εκείνος έχοντας αποβάλλει από πάνω του το αυστηρό του ύφος, αφού του ζήτησε να το κρατήσει και ν’ ανάψει μ’ αυτό ένα κερί προς τιμήν του πατέρα του, του είπε:

«Και αν εγώ όλα τα κανονίζω

Και τη μοίρα του καθενός ορίζω

Ποτέ μου δεν θα μάθω ειλικρινά

Ποιον κρύβεις μέσα σου παντοτινά»

 

 

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top