Fractal

Χρονογράφημα: “Το μπάνιο στην Λούτσα”

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

Η ξανθιά κυρία στο δελτίο καιρού πάσχιζε να πείσει τους τηλεθεατές για την ραγδαία αλλαγή του καιρού.

«Σήμερα Παρασκευή, ο καιρός θα είναι ζεστός. Η θερμοκρασία θα φτάσει στους 32 βαθμούς. Το Σαββατοκύριακο θα έχουμε μίνι καύσωνα με τον υδράργυρο να σκαρφαλώνει στους 40 βαθμούς!»

Έτσι, μαζί με τον υδράργυρο, άρχισε να  σκαρφαλώνει και η Κικίτσα στο πατάρι για να κατεβάσει τα μπανιερά τους. Μαγιό, βατραχοπέδιλα, σκουφάκια, ομπρέλες και δεν συμμαζεύεται, ένα σωρό απλωμένα στην σαλοτραπεζαρία.

Ερχόμενος ο Μήτσος νόμισε ότι μπήκε σε κατάστημα εποχιακών ειδών με καλοκαιρινά είδη.

-Τι κάνεις εδώ μέσα μανίτσα μου; Νόμισα ότι μπήκα σε μαγαζί και πήγα να βγάλω το πορτοφόλι να πληρώσω!

-Αχ Μητσάκο μου, είπε ότι Σαββατοκύριακο θα ‘χει μίνι καύσωνα!

-Και τι θες κοκόνα μου; Να τον κάνουμε μάξι;

-Έλα τώρα και συ! Ό,τι πρέπει είναι να πάμε παραλία! Τι να κάνουμε μέσα στους τέσσερις τοίχους; Να βράζουμε στο ζουμί μας;

-Γιατί; Άμα βράσω θα γίνω νοστιμότερος και θα με φας καλύτερα; είπε ο Μήτσος κλείνοντας ταυτόχρονα το ματάκι.

-Όχι Μητσάκο μου! Θα πάμε!

-Και πού θα πάμε για να ‘χουμε καλό ρώτημα;

-Λούτσα!

-Λούτσα;;; Θα ξεκινήσουμε από Χαϊδάρι να πάμε…. Λούτσα;;; Μέχρι να πάμε θα ‘χουμε γίνει λούτσα εμείς μανάρι μου!!!

-Αααα…., έλα τώρα, μη μου το χαλάς!!!

-Καλά κοκόνα μου…. Ας ξημερώσουμε αύριο και βλέπουμε.

Το πρωί βρήκε την Κικίτσα ντυμένη σαν την Ρίκα Διαλυνά. Με την ψάθινη καπελαδούρα της, τις γυαλάρες της αλά Μαρία Κάλλας και τα ανοιχτά ντεκολτέ της που και νεκρό ανάσταιναν.

Ο Μήτσος έβγαλε μια κραυγή σαν να φρενάρισε το τραίνο «ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» με την μουστάκα του να παίρνει τον ανήφορο!

-Έτσι θα μπούμε στο λεωφορείο να πάμε στην Λούτσα;

-Γιατί καλέ; Τι έχω; Αφού μου είπε ο Μένιος του Μητσικοτσιλένα, ο κουρέας, πως είμαι σαν την Αφροδίτη της Μήλου!

-Ποια είν’ αυτή;;;;

-Μία…. δεν την ξέρεις….

-Ποια είναι αυτή που πιάνει μπάζα μπροστά στο γυναικάκι μου;

-Μη θυμώνεις! Εξάλλου αυτή δεν έχει χέρια…

-Το γυναικάκι μου δηλαδής μοιάζει με μια κουλή;

-Άγαλμα ήταν καλέ! Ντιπ για ντιπ κοκοτράσης είσαι;

Αφού έδωσε ο Θεός και φτάσανε με τόσο στριμωξίδι στην Λούτσα, έμπηξε η Κικίτσα την ομπρέλα στην παραλία και πέταξε το φουστάνι της, μαζί με τα μάτια του Μητσάρα που ξανάκανε το φρεναρισμένο τραίνο.

-Κικίτσα…. Το μαγιό…

-Τι το μαγιό;

-Μπάζει;

-Από που;

-Από παντού!

-Ε, μαγιό είναι Μητσάκο μου, τι ήθελες να ήτανε; Ράσο με ένα γαρούφαλο εδώ που έλεγε κι ο Αυλωνίτης;

Οι λουόμενοι στην παραλία τους παρακολουθούσαν και γελούσανε.

-Όχι μανίτσα μου, αλλά έχουν χυθεί όλα σαν λουκουμάς! Με τι κούτελο θα βγω στην κοινωνία;

-Με το δικό σου. Μια χαρά είναι, φαρδύ φαρδύ σαν πλατεία! Και λάμπει μέσα στο σκοτάδι σαν κολόνα της ΔΕΗ.

Ξεροκατάπιε ο Μήτσος και αφού ξεντύθηκε κι αυτός έπεσε στο νερό σαν δελφινάκι αλλά με την πρώτη βουτιά, μπάταρε και βρέθηκε τ’ ανάσκελα σαν ψόφιος γάιδαρος ριγμένος στο ποτάμι, με τις ποδάρες κατ’ απάνω. Μήτε κιχ πρόλαβε να βγάλει, μήτε βοήθεια να ζητήσει!

Αφού ήπιε κάμποσο θαλασσινό ιαματικό νερό τον πήρε πρέφα η Κική!

-Βοήθεια, βοήθεια! Χάνεται το στεφάνι μου!!! Βουλιάζει το στεφάνι μου!!!

Οι λουόμενοι κοιτούσανε σαν χάνοι. Προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί ούρλιαζε η Κική για ένα στεφάνι! Γέμισε ο κόσμος φετίχ και ποιός να την καταλάβει;

-Καλέ τρεχάτε, ξαναφώναξε. Πνίγεται ο Μητσάκος μου καλέ!

Τώρα, πώς γίνεται να πνιγεί άνθρωπος στην Λούτσα σε μισό μέτρο νερό που φτάνει ως το γόνατο, είναι άξιο απορίας!

Αφού κατάλαβαν πως πνιγόταν άνθρωπος, πέσανε στη θάλασσα κάτι νταγλαράδες φουσκωτοί και μετά από 5 λεπτά, βγάλανε τον ταλαίπωρο τον Μήτσο με μια κοιλιά σαν μπερντικόσα και την περήφανη μουστάκα του, σα να ‘χε μπει στο μούσκιο!

Ζούλα ζούλα , φύσα φύσα, έδωσε ο θεός και άνοιξε τα μάτια του αφού έφτυσε τον μισό Ευβοϊκό κόλπο με τις βάρκες του μαζί…

«Κάντε λίγο στην άκρη να πάρει αέρα ο άνθρωπος», φώναζαν οι φουσκωτοί και η Κικίτσα προσπαθούσε να του κάνει αέρα με την βεντάλια της.

-Πέθανα ή ζω; ρώτησε ο Μητσάκος μόλις συνήλθε και η παραλία τραντάχτηκε από τα γέλια η δε Κική είχε κιτρινίσει η καημένη αφού φοβήθηκε τόσο πως θα τον έχανε.

Προσφέρθηκαν κάποια άτομα να τους γυρίσουν στο σπίτι, αλλά αυτοί προτίμησαν να καλέσουν ταξί και να γυρίσουν με την ησυχία τους.

Αφού πια φτάσανε στο σπίτι, η Κική έβαλε τον Μήτσο να ξαπλώσει. Έβγαλε κι αυτή τα μπανιερά της, έκανε ένα ντουζ να φύγει η αλμύρα και πήγε και ξάπλωσε δίπλα του.

Ο Μήτσος κούρνιασε στην αγκαλιά της φοβισμένος ακόμα και έμειναν αγκαλιά κάμποση ώρα, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.

Είχε πια σουρουπώσει. Ο Μήτσος κοιμόταν ακόμα και η Κική, βγήκε να ποτίσει τα λουλούδια της για να χαλαρώσει.

Εκείνη την στιγμή, έδωσε ο Μεγαλοδύναμος να περάσει ο Μένιος ο κουρέας και η Κική άναψε και κόρωσε.

-Καλησπέρα στην Αφροδίτη της Μήλου, της είπε όλο χαμόγελο.

-Ρε δεν πας στο διάολο και συ παλιογρουσούζη! Εξαφανίσου από τα μάτια μου μη σε κάνω σαν τον Τουταγχαμών!

-Μα, τι έπαθες κυρία Κική μου; Τι είναι αυτά που λες; είπε ο Μένιος καθώς την κοιτούσε με γουρλωμένα τα μάτια του.

-Να σε βαλσαμώσω βρε και να σε φωνάζουμε για ποδαρικό για την Πρωτοχρονιά, του είπε αυτή νευριασμένη και δίνει μια με το λάστιχο του ποτίσματος κατά το μέρος του κάνοντάς τον…. λούτσα!

Ο καημένος ο Μένιος δεν ήξερε κατά που να πάει! Έμεινε σαν τον κουτο Θωμά για λίγο να την κοιτά αποσβολωμένος αλλά μήτε που ξαναπέρασε απ’ έξω απ’ το σπίτι της. Ούτε κομπλιμάν της είπε ξανά…. Πάει η Αφροδίτη της Μήλου… πάνε όλα….

Όσο θυμόταν την Κική σε έξαλλη κατάσταση, φίλαγε πια τα νώτα του…

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top