Fractal

Πεθαίνοντας στις αφιλόξενες ζούγκλες της Βιρμανίας και της Ταϊλάνδης

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

«Το μονοπάτι για τα βάθη του βορρά» του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Εκδόσεις  Ψυχογιός, 2015

 

monopati_1

 

Ο Σιδηρόδρομος της Βιρμανίας, μήκους 415 χιλιομέτρων (258 μίλια), επίσης γνωστός ως το «Τραίνο του Θανάτου», ή ως Σιδηρόδρομος Βιρμανίας-Μπούρμα, αλλά  και με πολλά άλλα παρόμοια ονόματα, ήταν η σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Ban Pong της Ταϊλάνδης και του Thanbyuzayat της Βιρμανίας, που χτίστηκε από την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας το 1943, για να υποστηρίξει τις δυνάμεις της στην εκστρατεία της Βιρμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γραμμή όταν ολοκληρώθηκε συνέδεε την Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης με τη Ρανγκούν, τη σημερινή Γιανγκόν, την πρωτεύουσα της Βιρμανίας. Η γραμμή έκλεισε το 1947, αλλά το τμήμα μεταξύ Nong Pla Duk και Nam Tok άνοιξε και πάλι δέκα χρόνια αργότερα, το 1957.

 

Ένα από τα χειρότερα σημεία της σιδηροδρομικής γραμμής.

Ένα από τα χειρότερα σημεία της σιδηροδρομικής γραμμής.

 

Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε δεόντως η καταναγκαστική εργασία αιχμαλώτων. Περισσότεροι από 180.000 ασιάτες πολιτικοί εργάτες romusha (όπως είναι η ιαπωνική ονομασία των αιχμαλώτων εργατών) και 60.000 άλλοι αιχμάλωτοι πολέμου (PW, Prisoners of War) εργάστηκαν για την κατασκευή της γραμμής. Απ’ όλους αυτούς υπάρχουν μόνον εικασίες για τον αριθμό εκείνων που γλύτωσαν από τις  ταλαιπωρίες. Πάντως εκτιμήσεις ανεβάζουν τον συνολικό αριθμό των νεκρών σε περίπου 90.000.  Ο αριθμός των αιχμαλώτων πολέμου PWs (όχι ασιάτες) που πέθαναν  κατά τη διάρκεια της κατασκευής υπολογίστηκε σε 12.621. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν 6.904 Βρεττανοί, 2.802 Αυστραλοί, 2.782 Ολλανδοί, και 133 Αμερικανοί. Εκτός από αυτούς όμως, μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων βίωσε τρομακτικές και πρωτόγνωρες ασθένειες με ότι αυτό συνεπαγόταν. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 111 Ιάπωνες και Κορεάτες καταδικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου, λόγω της κτηνώδους συμπεριφοράς τους απέναντι στους  αιχμαλώτους του πολέμου κατά τη διάρκεια της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής. Από αυτούς, οι 32 σε θάνατο.

 

Η σημερινή «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι»

Η σημερινή «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι»

 

Η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής αποτέλεσε το αντικείμενο ενός βραβευμένου φιλμ, με τίτλο «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι», και ενός μυθιστορήματος με τίτλο «The Narrow Road to the Deep North» (2013) από τον Richard Flanagan, («Το μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά» Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας. Εκδόσεις  Ψυχογιός, 2015, για τη χώρα μας)καθώς και ένας μεγάλος αριθμός προσωπικών αφηγήσεων των εμπειριών των αιχμαλώτων πολέμου. Πρόσφατα, το 2013, είδε το φως και η κινηματογραφική ταινία «The Railway Man» η οποία δίνει επίσης πληροφορίες για τις βάρβαρες συνθήκες και τα δεινά που προκλήθηκαν στους εργάτες που κατασκεύασαν  την εν λόγω σιδηροδρομική γραμμή.

 

Η φωτογραφία δείχνει τις πολυσύχναστες, αλλά ακόμα σχετικά ευρύχωρες φυλακές στη Σιγκαπούρη. Από εδώ, οι αιχμάλωτοι πολέμου στέλνονταν για να εργαστούν στην ιαπωνική σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Βιρμανίας και Ταϊλάνδης, όπου οι συνθήκες βεβαίως ήταν κατά πολύ χειρότερες.

Η φωτογραφία δείχνει τις πολυσύχναστες, αλλά ακόμα σχετικά ευρύχωρες φυλακές στη Σιγκαπούρη. Από εδώ, οι αιχμάλωτοι πολέμου στέλνονταν για να εργαστούν στην ιαπωνική σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Βιρμανίας και Ταϊλάνδης, όπου οι συνθήκες βεβαίως ήταν κατά πολύ χειρότερες.

 

Η επίσκεψη της περιοχής στις μέρες μας, και το όμορφο και ελκυστικό περιβάλλον, τίποτα δεν θυμίζει την θηριωδία που έλαβε χώρα κάποιες δεκαετίες πριν εδώ σ’ αυτή την άκρη της γης. Σήμερα τουρίστες, Ασιάτες και Αυστραλοί κατά κύριο λόγο, μερικοί συγγενείς των όσων άτυχων ψυχών που ταλαιπωρήθηκαν δεκαετίες προηγουμένως,  έρχονται   με όποιο τρόπο μπορούν και ανάλογα με την υγεία τους εισέρχονται στις πολυποίκιλες γωνιές της ζούγκλας, κοντινές και απομακρυσμένες, προσπαθώντας να καταλάβουν τι ακριβώς δραματικά γεγονότα έλαβαν χώρα εκεί μέσα από τους Ιάπωνες. Μια τρομακτική θηριωδία σε βάρος πολλών στρατιωτών και πολιτών, με διπλωματικές προεκτάσεις και διαπολιτισμικές διαστάσεις. Φαίνεται πως στην όλη κατάσταση που δημιουργείται εδώ τα τελευταία χρόνια, σημαντικό μερίδιο κατέχει η δημοσίευση του  βραβευμένου  βιβλίου του  Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, «Το μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά» (The Narrow Road to the Deep North, 2013).

 

monopati_5

 

«Το μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά», είναι το μυθιστόρημα μιας προϊούσας και επιδεικτικής κατάστασης διάλυσης. Είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που, όπως ειπώθηκε,  προσφέρει περισσότερη εσωτερικότητα, περισσότερη δράση, περισσότερη κατανόηση, περισσότερο όραμα απ’ όσο θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος. Η μορφή και το κείμενο είναι από κάθε σκοπιά εκρηκτικά. Όλα εστιάζονται σε έναν Αυστραλό χειρουργό, τον Ντορίγκο Έβανς. Αυτός είναι το κεντρικό πρόσωπο που στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται σταδιακά και με διάφορους  βεβαίως χαρακτήρες. Αγόρι, νεαρός έφηβος, ρομαντικός ηγέτης, ήρωας που υποφέρει στη ζούγκλα της Ταϊλάνδης, σύζυγος, εραστής και κάποιους άλλους, αλλά κυρίως παριστάνοντας τον εμψυχωτή γιατρό σε ετοιμοθάνατους αιχμάλωτους εργάτες. Οι πολλαπλές του υποχρεώσεις απαιτούν δράση αλλά και αρκετή περισυλλογή από μέρους του και μάλιστα σε συνεχόμενη βάση.

 

monopati_6

 

Από την αρχή σχεδόν του βιβλίου, βλέπουμε εκείνο που θα επακολουθήσει. «….Όταν ο Ντορίγκο Έβανς που βρισκόταν στην κεφαλή μιας ομάδας βουβών αιχμαλώτων πολέμου, χαμήλωνε το βλέμμα, έβλεπε μια ευθεία γραμμή από τοπογραφικούς πασσάλους, καρφωμένους στο έδαφος από τους μηχανικούς του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού. Σημάδεψαν τη διαδρομή ενός μελλοντικού σιδηροδρόμου που χανόταν στο βάθος του ορίζοντα. Έμαθαν από τους Ιάπωνες  μηχανικούς πως οι πάσσαλοι εκτείνονταν σε μιαν απόσταση τετρακοσίων δεκαπέντε χιλιομέτρων από τα βόρεια της Μπανγκόκ μέχρι την Μπούρμα…».

 

Αυστραλοί και Βρεττανοί αιχμάλωτοι πολέμου εργάζονται πυρετωδώς στη σιδηροδρομική γραμμή Βιρμανίας-Ταϊλάνδης  το 1943.

Αυστραλοί και Βρεττανοί αιχμάλωτοι πολέμου εργάζονται πυρετωδώς στη σιδηροδρομική γραμμή Βιρμανίας-Ταϊλάνδης το 1943.

 

Η ποσότητα και ποικιλία των διαφορετικών εικόνων και σκηνών του βιβλίου, είναι εκπληκτικές. Θανατηφόρες εκρήξεις σε καιρό πολέμου, μια πυρκαγιά σε ξενοδοχείο, ένα ιαπωνικό στρατόπεδο εργασίας με σκλάβους στη ζούγκλα μεταξύ Ταϊλάνδης και Βιρμανίας με μισο-πεινασμένους έως νηστικούς Αυστραλούς αιχμαλώτους πολέμου, κρεμασμένους, ακρωτηριασμούς χωρίς στοιχειώδη αναισθητικά και παυσίπονα φάρμακα και πρωτόγονα σκουριασμένα χειρουργικά εργαλεία, ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, διάσωση από μια δασική πυρκαγιά σε ένα μεγάλο παλιό δρόμο, και τόσες άλλες! Και φυσικά μια ρομαντική συνάντηση που σηματοδοτεί πολλά, στη Sydney Harbour Bridge της αυστραλιανής μεγαλούπολης! Περιγράφονται σκηνές στην Τασμανία, σε δύο ή τρεις πόλεις σε μεγάλο νησί, στη Συρία, τη Βιρμανία, την Κορέα, και την Ιαπωνία.

Θα μείνουμε για λίγο στην κύρια αποστολή του Ντορίγκο Έβανς, ή μάλλον σε μια από τις βασικές που είχε μέσα στο βιβλίο. Εκείνη του χειρουργού: ‘… ο ίδιος κρατούσε τον πιο άσπλαχνο ρόλο: τον άνθρωπο που πρόσφερε ελπίδα εκεί όπου δεν υπήρχε καμιά, σ’ ένα νοσοκομείο που δεν ήταν νοσοκομείο, αλλά μια σκηνή που έσταζε, καμωμένη από κουρέλια κρεμασμένα σε μπαμπού, με κρεβάτια που δεν ήταν κρεβάτια, αλλά πάγκοι από μπαμπού γεμάτοι παράσιτα, με πάτωμα λερό κι ένα γιατρό με άδεια χέρια, ανήμπορο να θεραπεύσει τους ασθενείς του, ένα γιατρό με μόνο εξοπλισμό  ένα λιγδιασμένο κόκκινο φουλάρι κι ένα καπέλο φορεμένο λοξά, ένα γιατρό που αμφέβαλλε πια αν ήταν ποτέ ικανός να θεραπεύσει…’.

Και όμως  παρά τις ιστορικές του αναφορές, παρά το δραματικό του ιστορικό περιεχόμενο, είναι ένα βιβλίο πραγματικά κομψό, επιδεικτικό, μοντέρνο. Μέσα βρίσκονται άφθονα αποφθέγματα και στίχοι του Μπασό καθώς και των Issa, Celan, και  Tennyson.

 

Αυστραλοί αιχμάλωτοι πολέμου θάβουν συναδέλφους τους στη σιδηροδρομική γραμμή Ταϊλάνδης-Βιρμανίας, τον Ιούλιο του 1943.

Αυστραλοί αιχμάλωτοι πολέμου θάβουν συναδέλφους τους στη σιδηροδρομική γραμμή Ταϊλάνδης-Βιρμανίας, τον Ιούλιο του 1943.

 

Από πλευράς διάρθρωσης, το βιβλίο είναι κατά ένα μέρος του, τουλάχιστον, η αναδρομική αναφορά ενός ετοιμοθάνατου γέρου με τη ζωή που αναβοσβήνει μπροστά στα μάτια του, με μια σειρά χρονολογικών αναδρομών στο παρελθόν, ενώ ενδιάμεσα παρελαύνουν ποικιλία άλλων  χαρακτήρων στη δική τους προσωπική κατάσταση, στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία, στην Κορέα, και τους οποίους ο κεντρικός ήρωας, Ντορίγκο Έβανς, μπορεί να γνωρίζει ελάχιστα ή καθόλου, με τελικό αποτέλεσμα ένα μάλλον  απρογραμμάτιστο κολάζ, ιστοριών και εικόνων.  Είναι η ιστορία του Έβανς που βρίσκεται μισοβυθισμένη σε μια ομάδα βιογραφιών των άλλων τυχερών επιζώντων συναδέλφων του και κάποιων ξένων βασανιστών, μια ιστορία πολέμου παραπαίουσας μέσα στην επόμενη ειρηνική περίοδο, ένας γιατρός και ταυτόχρονα εραστής κάποιων γυναικών. Εκτός από εκείνους που πεθαίνουν, η ζωή των άλλων συνεχίζεται, και το σπουδαιότερο καλύτερα από πριν, το πολύμηνο δηλαδή μαρτύριο της δύστροπης ασιατικής ζούγκλας!  Και αυτό που έχει σημασία στο τέλος, είναι μια εικασία. Η Έιμι, ή η Έλλα, η αγάπη ή ο πόλεμος, ο σπαραγμός της καρδιάς ή οι αβιταμινώσεις και οι επιπτώσεις τους, η ιαπωνική ποίηση των εγκληματιών πολέμου ή κάποιων Αυστραλών. Όλα είναι και καταντούν φενάκη, αυταρχικές εικόνες και συμπιεσμένος ή επεκτάσιμος χρόνος, αναλόγως της περίστασης. Υπάρχουν οι σκηνές της συντροφικής αντοχής, των κακουχιών και του άθλιου θανάτου  στη νοτιοανατολική Ασία. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, δεν είναι τυπικοί Αυστραλοί, αλλά προέρχονται μέσα από πολυποίκιλα και περίεργα επαγγέλματα που εξασκούσαν στην αχανή χώρα τους, στις φτωχογειτονιές,  στις παραγκουπόλεις, και τις ερημιές της. Είναι τραπεζικοί υπάλληλοι, καθηγητές,  καιροσκόποι και σκληρά καθάρματα που μεγάλωσαν σε παράγκες και καλύβες χωρίς τα αγαθά της ηλεκτρικής ενέργειας και του σύγχρονου πολιτισμού.

Εδώ ο Ντορίγκο Έβανς, μετά από ένα χρόνο σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, λαβαίνει μια επιστολή από την Έλλα, τη ‘λάθος γυναίκα’, αν και θα είναι και θα παραμείνει η σύζυγός του. Η υπόθεση με την Έιμι,  εξαφανίζεται από το προσκήνιο  επιδέξια  από δύο συζυγικά ψέματα. Το ένα λέγοντας στην Έιμι ότι ο Ντορίγκο πέθανε στον πόλεμο, και το άλλο της Έλλα προς τον Ντορίγκο ότι η Έιμι είχε βιώσει  κάποια έκρηξη αερίου στο σπίτι με άγνωστα εν πολλοίς τελικά αποτελέσματα.

 

monopati_9

 

Ο Ντορίγκο, όμως, είναι τρομακτικά δύσκολος χαρακτήρας. Ήταν μόνος στο γάμο του, ήταν μόνος με τα παιδιά του, ήταν μόνος στο χειρουργείο στα βάθη της  ζούγκλας, ήταν μόνος στις αθλητικές δραστηριότητες, στη φιλανθρωπία και τους οργανισμούς βετεράνων, ήταν μόνος του όταν απευθυνόταν σε συνάντηση των χιλίων αιχμαλώτων πολέμου παίρνοντας στους ώμους του ευθύνες που πιθανόν να μην του ανήκαν ή του αναλογούσαν. Γύρω από αυτόν τον κοινωνικό χαρακτήρα, υπήρχε ένα αδιαπέραστο κενό, ένας προστατευτικός μανδύας που τον κάλυπτε ποικιλοτρόπως.  Ο πόλεμος κρατά τα πράγματα μαζί, δεμένα, έτσι γινόταν πάντοτε, ενώ η ειρήνη σκορπίζει τους πρωταγωνιστές και τις μετακινήσεις τους, κι ο συγγραφέας επανειλημμένα επεκτείνεται και υπερεκτείνεται δεξιά και αριστερά της ασιατικής και αυστραλιανής γης. Και παντού ανθρώπινοι δεσμοί,  χωρίς τελικά να είναι τίποτα  εξασφαλισμένο, όλα αβάσιμα, απίστευτα, να αλλάζουν κατά το δοκούν της ιστορίας. Μεγαλώνοντας όμως, όλοι προικίζονται με την ανάλογη δόση σοφίας! Οι κρατούμενοι σκοτώνονται όπως και τόσες μύγες, κι ο Ντορίγκο βρίσκει τον εαυτό να παρατηρεί βιογραφίες, θεατρικά έργα και ντοκυμαντέρ σε συνεχόμενη βάση.

 

Το πολεμικό νεκροταφείο στο Kanchanaburi σήμερα.

Το πολεμικό νεκροταφείο στο Kanchanaburi σήμερα.

 

Υπάρχει ένα είδος περιγραφικής υποκρισίας και ψευτοευγένειας, στον πρωταγωνιστή, που είναι εξίσου επίπονες και αναποτελεσματικές παράμετροι. Ακόμα και όταν βρίσκεται μακρυά από αυτήν, λέει, θα μπορούσε να τη δει, να μυρίσει τον μοσχοβολημένο λαιμό της, το βλέμμα του να χωθεί στα φωτεινά της μάτια, να ακούσει το βραχνό γέλιο της, να τρέξει το δάχτυλό του προς τα κάτω στο  μηρό της, να δει τ’ ανακατεμένα μαλλιά της, τα χέρια της που πάντα τόσο λίγο γεμάτα με κάποια μυστηριώδη θηλυκή πληρότητα, ούτε τεντωμένα ούτε πλαδαρά, αλλά γι’ αυτόν υπέροχα.

«Το μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά» έχει το περιεχόμενο ενός μεγάλου και φιλόδοξου μυθιστορήματος. Ήταν σίγουρα ένα δύσκολο βιβλίο, καλύπτοντας τόσα πολλά πράγματα μαζί, από την άποψη του χρόνου, της γεωγραφίας, πολλές κουλτούρες, ανίκανα πεπρωμένα, αφάνταστες εξελίξεις και αποτελέσματα. Κάπου μέσα στο βιβλίο ο Φλάναγκαν μας εκμυστηρεύεται, «… γιατί αν οι ζωντανοί πάψουν να είναι προσκολλημένοι στους νεκρούς, η δική τους ζωή παύει να έχει σημασία…». Ένα τόσο σημαντικό αλλά και δύσκολο κομμάτι της αυστραλιανής ιστορίας, γενναίο, αλλά και άδοξο, μια φανταστική εξιστόρηση, για τις επώδυνες εμπειρίες του πατέρα του Φλάναγκαν ο οποίος, σημειωτέον, πέθανε την ίδια ημέρα που ολοκληρώθηκε το βιβλίο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top