Fractal

Διήγημα Fractal: “Το Μολύβι”

 Του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη // *

 

 

 

dihg2

 

Στο γραφείο πήγα ξανά δύο μήνες μετά. Η εγχείρηση για το δακτυλίδι στο στομάχι είχε πετύχει – όπως προς το παρόν έδειχνε – και έτρωγα πολύ λιγότερο.

Ένοιωθα ότι είχα ήδη αρχίσει να ξεφουσκώνω, να χάνω κιλά, να ξεφεύγω από την οδυνηρή ολίσθηση των τελευταίων δέκα ετών, καθώς είχα ατυχώς πετύχει να φτάσω τα 190(!) κιλά. Βέβαια, δεν είχα πέσει και πολύ κάτω μετά την εγχείρηση, παρόλη την επιβεβλημένη στέρηση. Κάλλιο να έκανα λιποαναρρόφηση, θα ήταν πολύ πιο άμεσο, αλλά, φοβάμαι, και προσωρινό. Λεπτός, σαν στυλό, για λίγο, και μετά στα ίδια και χειρότερα.

Όλα ήταν ίδια στο γραφείο. Ακριβώς τα ίδια, σε ανησυχητικό βαθμό. Πάντως με καλοδεχτήκανε με ανοικτές αγκάλες. Η Μαρία δεν ήρθε. Έμεινε στο γραφείο της. Δεν πειράζει, θα την έβλεπα αργότερα, στο διάλειμμα, στην καφετέρια.

Κάθισα στην παλιά μου καρέκλα και έπιασα αμέσως δουλειά. Έπρεπε να γράψω παρατηρήσεις σε ένα σωρό επιστολές από διάφορους λειτουργούς του Υπουργείου. Άρχισα να διαβάζω, και οι πρώτες ελλείψεις και τα λάθη έπεσαν στην αντίληψή μου από το πρώτο λεπτό. Και βεβαίως επανήλθαν οι αναμνήσεις του φόρτου. Χωρίς να μπορώ να αποσπάσω το βλέμμα από ένα χαρακτηριστικό λάθος που δικαιολογούσε τη μεταφορά προσφύγων στο νησί με ή χωρίς διαβατήριο — λόγω έκτακτης ανάγκης — άρχισα να ψαχουλεύω παντού στο γραφείο. Στην αρχή ήμουνα ήρεμος, αλλά μετά από λίγο άρχισε να αντηχεί έξω ο ήχος από τα συρτάρια –  και το σύρσιμο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω το αγαπημένο μου μολύβι, αλλιώς δε θα διόρθωνα τίποτα. Και ειδικά αυτή τη μικρομεσαία ατασθαλία που διαισθανόμουνα ότι θα είχε πολύ σοβαρότερες προεκτάσεις από όσο έδειχνε. Έκανα ανάστατο το γραφείο, μα το μολύβι πουθενά.

Σηκώθηκα με δυσκολία.

-Είδε κανείς το μολύβι μου;

-ΕΙΔΕ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΟΥ ΜΟΛΥΒΙ;

Τη δεύτερη φορά φώναξα με ένταση την ερώτηση αυτή, με έναν υποτυπώδη θυμό, και μια ανεξήγητη αγανάκτηση, ανάρμοστη στη θέση που κατείχα, αλλά και στο χαρακτήρα του ήρεμου γίγαντα που πάντοτε διεκδικούσα.

Δεν απάντησε κανείς – θα ήταν όλοι στην κουζίνα, ώρα διαλείμματος.

Σηκώθηκα και άρχισα να γυρνάω τα γραφεία τους, ψάχνοντάς τα ένα-ένα. Έπρεπε να βρω επειγόντως το μικρό μου μολύβι. Το μόνο με το οποίο ήθελα να γράφω, αρκετά χοντρό για τα δάκτυλά μου, αλλά με μια όχι υπερβολικά χοντρή μύτη, για να χωράνε οι παρατηρήσεις ανάμεσα στις γραμμές και στα περιθώρια των επιστολών και των ανακοινώσεων. Μέτραγα τα βήματα όπως άλλαζα γραφεία, η κάθε γωνιά ήταν σημαντική, μπορεί να είχε πέσει οπουδήποτε, τα γραφεία κρατάνε το υλικό τους με νύχια και με δόντια και η γραφειοκρατία, που κάποιοι την ονομάζουν χρήσιμη, εμφανίζει συνεχώς νέα πλοκάμια.

Εγώ την ξέρω από πρώτο χέρι. Κι έχει και τις καλές της μέρες, αλλά έχει και τις πολύ σκοτεινές. Κάποτε παχαίνει πολύ, και κάποτε γίνεται υπερβολικά λεπτή, για να ξεγελάει, να πείθει. Κι άλλες φορές είναι τόσο χρήσιμη, που χωρίς τη βοήθειά της καταρρέουν ολόκληρα συστήματα. Με την επιστροφή μου όμως στο γραφείο σήμερα, μου φάνηκε ότι είχα εισέλθει στη σκοτεινή περίοδο. Κάτι ύποπτο συνέβαινε, κάτι είχε πάθει το Υπουργείο με το μολύβι εκείνο και θα μου το κρύψανε, αλλιώς δεν εξηγείτο.

Άγγιξα το στομάχι σε μια ασυναίσθητη κίνηση. Ένοιωσα έναν ελαφρύ παλμό, ένα τρέμουλο. Δεν ήταν η καρδιά μου, αυτή κτύπαγε δίπλα, κάπως ανήσυχα. Αυτός ο παλμός ήταν διαφορετικός. Οι ραφές δεν ήταν πια εκεί, μόνο ένα ελαφρύ κοκκίνισμα, μια δυσδιάκριτη ουλή. Κι όμως ένοιωθα αυτό το παλμικό ρίγος πάνω κάτω, σαν ανησυχία, σαν κακό προαίσθημα.

Το μολύβι άφαντο. Άρχισα να χώνω τα νύχια στις γωνιές των τοίχων και στις παρυφές του σοβατεπιού, μη σφήνωσε κάπου εκεί. Για ώρες ψηλάφησα όλο το υπουργείο – οι συνάδελφοι με κοίταζαν παράξενα — μέχρι και στις τουαλέτες πήγα, βρήκα γομολάστιχες, στυλό καινούρια και παλιά κρυμένα πίσω από τις λεκάνες, ποιος μπορεί να φανταστεί τι γράφανε εκεί μέσα – πίσω στα γραφεία και στις αποθήκες τρύπησα τα δάκτυλα με έγχρωμα συνδετηράκια και έσπασα διάφανες ρίγες ψάχνοντας πιο βαθιά στις ρωγμές και κάτω από τις βιβλιοθήκες. Τίποτα.

Μα δεν μπορεί, θα το έβρισκα. Με τόσο έντονο χρώμα, αποκλείεται να μην το έβλεπα να ξεμυτάει από κάπου, οπουδήποτε, κάτω από κάποιο σημειωματάριο, μέσα σε κάποιο ατέλειωτο νομοσχέδιο, πίσω από την οθόνη κάποιου υπολογιστή. Έστω και στον κάλαθο κάποιου απερίσκεπτου συναδέλφου που το έπιασε για να καθαρίσει τα βρώμικά του αυτιά για να χωράνε τα ακουστικά του άι-ποτ. Άει και γαμήσου μαλάκα, αν έκανες κάτι τέτοιο!

Με αυτή τη σκέψη, κατευθύνθηκα στο μόνο γραφείο που δεν είχα ψάξει. Ήταν το γραφείο του Βελζεβούλ του Υπουργείου. Ήταν ο ‘λερωμένος’,  ο κλέφτης, αυτός που πιάνει απέξω τις μίζες και από μέσα τραβάει τα σκοινιά του ‘βύσματος’ από τρία κόμματα ταυτόχρονα, χωρίς ο ένας να γνωρίζει για τον άλλο. Ο κύριος Στήβενσον, ο Ελληνοσουηδός αυτός, που εκβιάζει, απειλεί, γλύφει, και γνωρίζει άριστα τη χρήση όλων αυτών των ρημάτων σε όλα τα πρόσωπα του γ’ ενικού και του γ’ πληθυντικού – αυτός, αυτή, αυτό (το σώμα, το τμήμα), αυτοί, αυτές (οι εταιρείες), αυτά (τα κόμματα) – τόσο καλά, που ενώ όλοι γνωρίζουν για το … ποιόν του, υποτάσσονται. Αλλά τον απέφευγουν με κάθε ευκαιρία.

Να και αυτοί οι παράξενοι, ομόκεντροι και εφαπτόμενοι κύκλοι που ζωγραφίζει. Κάθε μέρα, κάθε φορά, όποτε πάω στο γραφείο του για κάποια υπογραφή, έχει όλα αυτά τα κίτρινα ‘post-it’ και τα γεμίζει με τους κύκλους.  Τι να σκέφτεται την ώρα που γεμίζει ένα μικρό σελιδοδείχτη με κύκλους; Γιατί δηλαδή δεν κάνει τετράγωνα, ή τρίγωνα; Να μια απάντηση που δε θα δοθεί ποτέ.

Ο κάλαθός του ήταν γεμάτος με τσαλακωμένα κίτρινα χαρτάκια. Δεν τα άνοιξα. Ήξερα τι περιείχανε. Άνοιξα τα συρτάρια κάτω στη βιβλιοθήκη του. Τίποτα. Άρχισα να μετακινώ τα βιβλία, προσεκτικά μην αλλάξω τη σειρά. Ίσως να ήξερε πού είναι το κάθε βιβλίο.

Χα! Το μολύβι ήταν πίσω από το Ελληνοσουηδικό λεξικό, γεμάτο με κίτρινους σελιδοδείκτες κάθε μερικές σελίδες. Τι, μάθημα Σουηδικών μέσω λεξικού έκανε ο Στήβενσον; Κι έκανε τους κύκλους με το μολύβι μου.

Το μολυβάκι μου. Το βρήκα. Το υπέροχο κόκκινο σπαθί του Ζορρό· που έβαζα το σημάδι μου και όλοι με φοβόντουσαν, και αυτός και τα τσιράκια του, γιατί υπέγραφα μόνο ότι ήταν σωστό. Το μολυβάκι μου που δεν τελείωνε ποτέ, και θα ζούσε όσο θα ζούσα κι εγώ – για πάντα.

Πήγα πίσω στο γραφείο μου κατενθουσιασμένος που είχα καταφέρει να γυρίσω το Υπουργείο πάνω-κάτω, σε όλους τους ορόφους, σε όλα τα γραφεία, σαν παιδάκι ακούραστο. Τα λίγα κιλά που είχα χάσει από το δακτυλίδι, και όλη αυτή η αναζήτηση με το πάθος για το μονάκριβό μου μολύβι – και η αδημονία να ξαναγράψω με αυτό μετά από μήνες – με είχαν γεμίσει ενέργεια. Ήταν και η αγωνία να τελειώνω με εκείνη την παρατήρηση, να προλάβω το κακό …

Κάθισα στην καρέκλα μου φαρδύς-πλατύς. Κι όμως, τελικά είχα κουραστεί πολύ περισσότερο από το ψάξιμο από ότι είχα καταλάβει. Αναμενόμενο.

Το τρέμουλο στο στομάχι είχε περάσει, είχε αντικατασταθεί. Τώρα αγκομαχούσα βίαια, σαν ένας μισο-προπονημένος, ερασιτέχνης αλλά φιλόδοξος δρομέας, που μόλις τερμάτισε τον αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας. Το στήθος με πονούσε αφάνταστα. Η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή – οι κτύποι από κούραση, τα κενά από αγωνία.

Αποφάσισα να αφήσω πίσω όλη αυτή την κούραση για να επιτελέσω το έργο. Μόλις έβαλα μπροστά μου τα έγγραφα, ένοιωσα ξαφνικά ότι το μολύβι βαρούσε πιότερο κι από μένα. Το χέρι που το κρατούσε δεν κουνιόταν με τίποτα. Δεν μπορούσα να γυρίσω την παλάμη για να γράψω, ή να αφήσω το μολύβι στο γραφείο. Ξαφνικά κατάλαβα ότι μου πίεζε τα δάκτυλα με τρομερή πίεση ανάποδα πάνω σε εκείνη την επιστολή της λειτουργού από το τμήμα μεταναστεύσεων. Ήθελα να γράψω τις παρατηρήσεις σε εκείνη τη λίστα με τα διαβατήρια των αιτουμένων – τα μισά τουλάχιστον μάλλον ήταν πλαστά και έπρεπε να καλέσω ανακριτική – μα δεν μπορούσα. Δεν είχα τον έλεγχο, ωσάν οι έρημοι των Αραβικών χωρών να γέμισαν από τα νερά του Τίγρη και του Ευφράτη πνίγοντας την ελπίδα της αυτοκυριαρχίας.

Το κόκκινο μολύβι ήταν επίμονο, παντοδύναμο. Έπιασα τον αγκώνα με το ελεύθερό μου χέρι και τράβηξα δυνατά. Δε γινότανε τίποτα. Ανένδοτο. Δε θα με άφηνε να κάνω τίποτα. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλουδάκι μου πώς ένα τόσο μικρό, ντελικάτο μολυβάκι έκρυβε δύναμη,  βάρος και επιμονή. Ίσως τελικά να μην ήτανε τόσο αθώο όσο φαινότανε – ίσως να με είχε κοροϊδέψει καιρό, κι εμένα και τους υπόλοιπους συναδέλφους μου.

Το σκέφτηκα καλύτερα. Θα ήξερε κάτι ο … Βελζεβούλης για το μολύβι αυτό. Κάτι θα του είχε κάνει, ίσως και να επενέβη με κάποιο τρόπο στη σύστασή του. Θα το ενίσχυσε, μάλλον, για να μου κάνει κακό. Τι οδηγίες να του στείλανε από τη Σουηδία; Ήταν σπιούνος; Γι’ αυτό το έκρυψε πίσω από το λεξικό; Του στείλανε κάποιο μήνυμα και δεν κατάλαβε καλά; Οι κύκλοι ήταν κώδικας; Είχα χάσει τον έλεγχο, έκανα ανόητες υποθέσεις. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο.

Έπρεπε να κάνω κάτι, να απαλλαγώ από την πίεση του, να γράψω την παρατήρηση, έστω και με ένα άλλο μολύβι, ίσως και με στυλό. Έπρεπε να αλλάξει ο κανονισμός, να αποτραπεί η νέα μαζική μετανάστευση από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης,  αλλιώς η χώρα μου κινδύνευε. Τι φταίγαμε εμείς αν εκείνοι ήθελαν να αρχίσουν Πανευρωπαϊκό πόλεμο; Σάμπως και ανακατευτήκαμε; Ας πήγαιναν στη χώρα του Βελζεβούλ, στο κάτω-κάτω. Αυτοί είχαν συμφέρον από τη σύρραξη αυτή. Αχα, ίσως αυτό να συνέβαινε. Έσκυψα προς τα μπρος για να δαγκώσω το μολύβι, να το κόψω. Δεν έφτανα, δεν άφηνε περιθώριο η κοιλιά μου.

Κι ενώ σκεφτόμουνα το ενδεχόμενο να γράψω με το αριστερό, ξαφνικά γλίστρησαν οι τροχοί της γαλαζοκίτρινης καρέκλας και έσπασε το ένα πόδι. Καταποντίστηκα σαν σημαία που βυθίζεται στη Μαύρη Θάλασσα μαζί με την Κριμαία, τα καράβια, τον κόσμο, τα νεκρά άρματα μάχης. Έγινε μια μαύρη τρύπα που ρούφαγε την Ευρώπη ολόκληρη, κι όπως έπεφτα, σε αργή, βασανιστικά αργή κίνηση, ξαφνικά βρέθηκα κρεμασμένος από το γραφείο μου – έτοιμος να πέσω σαν τυχαίος στόχος του ISIS σε μια αυθόρμητη εξόρμηση αυτομόλων στη Στοκχόλμη.

Τα χέρια μου δεν βάσταζαν το βάρος μου. Έπεσα. Έπεσα απότομα, βαριά. Τότε ήταν που άκουσα το κόκκαλο του αγκώνα μου να σπάζει. Το κόκκινο μολύβι δεν με λυπήθηκε ούτε και κατά την τεράστιά μου πτώση. Ήταν ταγμένο οπωσδήποτε να μη με άφηνε να γράψω την παρατήρηση αυτή. Έπεσε πάνω μου και πάνω του έπεσαν και τα προς διόρθωση έγγραφα. Βυθίστηκα στο αποσαρθρωμένο πάτωμα του Υπουργείου σαν πλαστική βάρκα με τους επιβαίνοντές μου στα ανοικτά της Αλικαρνασσού.

Πρώτη φορά στη ζωή μου έσπαζα κόκκαλο. Δεν ήξερα εκείνη τη στιγμή αν μου άρεσε και αν το βρήκα ενδιαφέρον, ή αν ένοιωσα απελπισία. Ο πόνος πρέπει να ήταν δυνατός, τόσο, που το ίδιο το μυαλό δε με άφησε να τον νοιώσω. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την ύστατη στιγμή της αγωνίας πριν χάσω τις αισθήσεις, είναι ότι έριξα μια τελευταία, απελπισμένη ματιά στο μολύβι που ξεμύτιζε από τα έγγραφα, κοιτώντας μοχθηρά, μια δεξιά, μια αριστερά. Να μην κοντέψει κανείς να βοηθήσει.

Κι έτσι, όπως άφηνα την προτελευταία μου αναπνοή, είδα, για πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια χρήσης, τι ήταν χαραγμένο στο πλάι του – ένα μοιρογνωμόνιο κι ένας διαβήτης να το αγκαλιάζει. Ποτέ δεν ήταν δικό μου το μολύβι. Ήταν δικό τους και μου ελέγχανε τις υπογραφές.

Θύμωσα. Μέσα στον πόνο μου θύμωσα πολύ.

Κι όλα σκοτείνιασαν.

***

Ευτυχώς, όπως μου περιγράψανε αργότερα, με προλάβανε στην τελευταία αναπνοή επάνω, και με συνέφερε ο Στήβενσόν μου με τον απινιδωτή, καθώς ήταν ο μόνος που είχε εκπαιδευτεί στη χρήση του.

Σύνελθε – αυτό έλειπε τώρα, να μου πάθεις και Σύνδρομο της Στοκχόλμης και να ταυτιστείς με τον  άνθρωπο που σε είχε αιχμάλωτο τόσα χρόνια – Σύνελθε.

. Και η Μαρία – αχ, η Μαρία – με τεχνητή αναπνοή.

Με μεταφέρανε με ασθενοφόρο στις πρώτες βοήθειες στο Γενικό και με κρατήσανε άλλους δύο μήνες για να μου αφαιρέσουν το δακτυλίδι από το στομάχι. ‘Επιπλοκές’, θυμάμαι, συζητούσανε μεταξύ τους οι συνάδελφοι κι οι γιατροί.

Μα εγώ ήξερα πολύ καλά από εκείνη την ημέρα ότι για όλα υπαίτιο ήταν το μολύβι, που το είχα εμπιστευτεί, μέχρις ότου μου απεκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα – και χαρακτήρα. Την ημέρα που ήρθα αντιμέτωπος με τα συμφέροντά του.

Έδωσα παραίτηση από το υπουργείο και έφυγα για τον πόλεμο. Την ώρα που μου χρεώνανε τον εξοπλισμό, με κοιτούσε παράξενα ο λοχαγός. Γιατί ενώ μου μιλούσε και μου εξηγούσε την αποστολή μου, εγώ έψαχνα παντού στην επιφάνεια του τυφεκίου για κανένα σύμβολο.

Αυτός χαμογελούσε αμήχανα.

Εγώ όχι.

 

 

* Ο συγγραφέας Χρίστος Τσιαήλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Η γραφή του περιλαμβάνει πεζό [μυθιστορήματα και πεζογραφήματα], ποίηση, θέατρο και δοκίμιο. Έχει εκδόσει στην Αγγλική Γλώσσα μία συλλογή με πεζογραφήματα (Throwing Dice on a Chessboard), 2010  και μια ποιητική συλλογή (The Green Divorce), 2012. Τον Απρίλιο του 2016 με τις εκδόσεις Αρμίδα έχει εκδόσει το Klotho Surfaces, το πρώτο μυθιστόρημα από την Τριλογία Επιστημονικής Φαντασίας – The Omniconstants Trilogy. 

Ποιήματα και πεζογραφήματά του στην Ελληνική Γλώσσα έχουν δημοσιευτεί σε τρία τεύχη του μηνιαίου Λογοτεχνικού Περιοδικού ‘ΡΩΓΜΕΣ’ στην Αθήνα, και στις πολιτιστικές στήλες των εφημερίδων ‘Πολίτης’ και ‘Επιλογές’, καθώς και σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες και ιστότοπους. Επίσης πεζογράφημά του έχει δημοσιευτεί μαζί με άλλων συγγραφέων στη συλλογή ‘Η Αθήνα αυτό το Βράδυ’ των εκδόσεων Ποέμα, Ελλάδα. Στην Αγγλική και Ελληνική Γλώσσα φιλοξενείται αυτό το τετράμηνο στο Αμερικανικό Λογοτεχνικό Περιοδικό Poets and Dreamers το ποίημά του Burning Jasmine – Φλεγόμενο Γιασεμί. Επίσης δουλειά του παρουσιάζεται στο postcard project του οργανισμού Φανερωμένης 70, From Cyprus With Love. Δουλειές και συνεντεύξεις του έχουν φιλοξενηθεί στις εφημερίδες Πολίτης, Cyprus Weekly, στο λογοτεχνικό περιοδικό In Focus, στο περιοδικό Time Out, στην λογοτεχνική εκπομπή ‘Εντέχνως’ του ΡΙΚ, και στην εκπομπή της Αθηνάς Βιολάρη στο Κρατικό Ραδιόφωνο.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει παρουσιάσει ποιήματα και πεζογραφήματά του σε εκδηλώσεις σε διάφορες πόλεις της Κύπρου, στο Κέντρο Τεχνών στη Λεμεσό, στο καφέ Περί Τέχνης στη Λάρνακα, στο καφέ Πρόζακ και στο καφέ Starbucks στη Λευκωσία και στο πολιτιστικό κέντρο Λιβαδιών.

Έχει επίσης προσκληθεί ως εκπαιδευτής και/ή συντονιστής σε μονοήμερες λογοτεχνικές συναντήσεις και τριήμερες συγγραφικές απομονώσεις.

Ο συγγραφέας είναι καθηγητής Αγγλικών, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες είναι ενεργός αθλητής τριάθλου.

Ιστοσελίδα: www.jigsawfiction.com

Blog:  www.tsiailisworld.blogspot.com

e-mail: chrisma4el@cytanet.com.cy

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top