Fractal

Το μικρό ειδώλιο

της Βάλιας Παπαναστασοπούλου // *

 

fractal_summerΒρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της παρέα με τους δύο σκύλους της. Έξω έβρεχε περισσότερο από μία ώρα. Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν πάνω στην ταράτσα του σπιτιού έντονα και ρυθμικά, ψιλονανουρίζοντάς την. Ο Ασούρ, ο ένας σκύλος της, κούταβος ακόμα, δεν μπορούσε να κάτσει ήσυχος μήτε ένα λεπτό. Μα πότε είχαν περάσει κιόλας πέντε μήνες από εκείνη την ημέρα;

Ήταν αρχές Σεπτέμβρη του 2013. Τα σχολεία είχαν ξεκινήσει να λειτουργούν εδώ και δυο – τρεις μέρες. Πέμπτη μεσημέρι, μία ακόμη μίζερη μέρα στο σχολείο είχε τελειώσει νωρίτερα από ό,τι συνήθως. Ο καιρός ήταν ακόμα πολύ ζεστός, με μία υγρή ατμόσφαιρα, τόσο αποπνικτική που δεν μπορούσες να πάρεις τα πόδια σου. Τα ρούχα κολλούσαν στο σώμα και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, κάνοντας ακόμα πιο δυσάρεστη την ήδη κακή της διάθεση. Κατηφόρισε το δρόμο από το σχολείο προς το σπίτι της με αργό βήμα, χαζεύοντας δεξιά και αριστερά τους περαστικούς, τα σπίτια και τα μαγαζιά.

Άνθρωποι διαφόρων αποχρώσεων, μικρομάγαζα με κάθε λογής εμπορεύματα, γλώσσες πάμπολλες, άλλες παράξενες και άλλες οικείες. Ένα πολύχρωμο γλωσσικό και πολιτισμικό συνονθύλευμα που αποτελούσε μία συνήθη καθημερινότητα στο κέντρο πια της πόλης. Κατεβαίνοντας την οδό Αγαθουπόλεως δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει για πολλοστή φορά τα διάφορα παλιά νεοκλασικά διώροφα που στέκονταν παράταιρα ανάμεσα στις εκτρωματικές πολυκατοικίες του οικοδομικού οργασμού της δεκαετίας του ’60. Αντιπαροχή vs ρομαντισμού. Ποιος νίκησε τελικά; Αμφίβολο το αποτέλεσμα.

Πλησίαζε πλέον κάθιδρη στην πολυκατοικία της και το μόνο που σκεφτόταν ήταν να ανέβει στο διαμέρισμά της και να σωριαστεί στον καναπέ. Δύο τετράγωνα πριν φτάσει έριξε μία ματιά σε ένα οικόπεδο που έχασκε σαν ανοιχτό στόμα απορίας ανάμεσα σε δύο πολυκατοικίες. Εδώ κείται ένα πρώην νεοκλασικό κτίριο, σκέφτηκε αμέσως και μελαγχόλησε. Το είχαν κατεδαφίσει πριν κανένα μήνα και τώρα το μόνο που απέμενε ήταν οι ασβεστωμένοι εσωτερικοί τοίχοι του. Λευκοί σαν σάβανο νεκρού, παρατημένοι στη λήθη. Και όμως, θυμάται πως, όταν το είχαν γκρεμίσει μέσα από το σύννεφο της σκόνης που καταλάγιαζε, αποκαλύφθηκε ένας απρόσμενος μαγικός κόσμος.

Οι εσωτερικοί τοίχοι του σπιτιού ήταν ζωγραφισμένοι με διάφορα σχέδια. Μπορντούρες πολύχρωμες, φυτικός διάκοσμός, πουλιά και άλλα μοτίβα που δεν θυμάται πια, στοιχειοθετούσαν το εσωτερικό σκηνικό αυτού του παλιού σπιτιού. Μα πιο πολύ εντύπωση της είχε κάνει η ζωγραφισμένη σκάλα στον δεξί τοίχο που φανέρωνε την ύπαρξη μίας πραγματικής δίδυμης σκάλας που ανέβαζε τους ενοίκους στον πρώτο όροφο. Και κάθε φορά καταριόταν τους ιερόσυλους που παραβίασαν με τόσο βίαιο τρόπο αυτή την ομορφιά της καθημερινής συνήθειας, του να ανεβοκατεβαίνουν οι ένοικοι τις σκάλες αυτές καθημερινά. Και φανταζόταν τα παιδιά να παίζουν σε αυτή τη σκάλα, την κυρία του σπιτιού να κατεβαίνει χτυπώντας τα τακούνια της στα ξύλινα σκαλοπάτια και χαϊδεύοντας με τα περιποιημένα λευκά χέρια της την ξύλινη κουπαστή. Και ήταν σίγουρη πως κάποιες φορές άκουσε γέλια και φωνές να έρχονται από το εσωτερικό του σπιτιού, ενώ περνούσε από δίπλα χαζεύοντας τις ζωγραφιές. Ή μάλλον νόμιζε πως άκουγε…Και όλο έλεγε στον εαυτό της πως αύριο που θα έχει τη φωτογραφική της κάμερα θα αποτύπωνε σε παγωμένο χρόνο το εσωτερικό του σπιτιού. Γιατί ήταν κρίμα να μη διασωθεί. Ήταν βλέπεις και εκείνη η «πετριά» του αρχαιολόγου που δεν την άφηνε να ησυχάσει χρόνια ολάκερα τώρα και που παντού την έκανε να βλέπει πίσω από κάθε πέτρα τον ίδιο τον άνθρωπο. Μόνο που ποτέ δεν πήρε τη φωτογραφική μηχανή και τώρα πια ήταν αργά. Οι τοίχοι είχαν ασβεστωθεί, οι ζωγραφιές είχαν χαθεί για πάντα και εκείνη είχε μείνει αναβλητική, όπως πάντα.

Επιτέλους, έφτασε στο σπίτι της. Ανέβηκε με το ασανσέρ στον πέμπτο όροφο, πέταξε την τσάντα της στο πάτωμα και πήγε να πιει νερό. Άνοιξε τη βρύση του νεροχύτη και… διάβολε δεν είχε νερό. Σταγόνα δεν έτρεχε. Να πάρει η ευχή, σκέφτηκε. Τώρα βρήκε να έχει διακοπή που είχε τόση ανάγκη να πιει ένα ποτήρι νερό; Χωρίς δεύτερη σκέψη ξαναφορτώθηκε την τσάντα της και ξεκίνησε για το κοντινό σούπερ μάρκετ. Εμφιαλωμένο νερό, η τέλεια πατέντα, σκέφτηκε.

Γυρνώντας από το σούπερ μάρκετ παρόλη την κούρασή της αποφάσισε να περάσει από το κούριερ της περιοχής για να παραλάβει ένα βιβλίο που είχε παραγγείλει και που είχε καταφτάσει. Είχε σκεφτεί να πάει το απόγευμα, αλλά τώρα ήταν μία πρώτης τάξης ευκαιρία. Εξάλλου, περίμενε το βιβλίο εδώ και τόσο καιρό. Απαραίτητο εργαλείο για τη διατριβή της. Αφού το παρέλαβε, ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής κατηφορίζοντας πάλι την Αγαθουπόλεως απολύτως διαλυμένη και μη νιώθοντας τα πόδια της από την κόπωση. Ευτυχώς που είναι κατηφόρα, σκέφτηκε. Περπατούσε και παράλληλα ξεφύλλιζε το βιβλίο που μόλις παρέλαβε, ρίχνοντας αχόρταγες κλεφτές ματιές στις εικόνες. Ειδώλια προϊστορικά. Ειδώλια γυναικεία, ειδώλια ανδρικά, ειδώλια ζωόμορφα, ειδώλια, ειδώλια…, τόσο μικρά και τόσο χαριτωμένα…, σκέφτηκε. Σε τι διάολο να χρησίμευαν όλα αυτά, αναρωτήθηκε χωρίς να μπορέσει να δώσει μία ικανοποιητική απάντηση.

Είχε σχεδόν φτάσει στο σπίτι της, όταν άκουσε ένα κλάμα. Ένα έντονο κλάμα, επίμονο και πεισματάρικο. Κατευθύνθηκε πίσω από το μεγάλο πράσινο κάδο των σκουπιδιών και… απίστευτο! Αντίκρισε ένα πλασματάκι ροζ με κλειστά μάτια πάνω σε μία μικρή βαμβακερή καφέ πετσέτα. Το πλασματάκι έσκουζε απελπισμένα με όση δύναμη είχε, δεδομένων πάντοτε των αναλογιών του. Δεν θα ήταν μεγαλύτερο από τη χούφτα της. Ο ομφάλιος λώρος του κρεμόταν ξεραμένος από την κοιλιά του σαν κομμένο καλώδιο της ΔΕΗ. Το πλασματάκι δε θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερο από μία ημέρα.

Κοίταξε δεξιά και αριστερά με γρήγορο βλέμμα. Κόσμος περνούσε βιαστικός, κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να κοιτάξει προς το μέρος τους παρά το έντονο κλάμα του μικρού πλάσματος. Όχι αυτή τη φορά δε θα ήταν αναβλητική, μουρμούρισε. Η στιγμή αυτή δεν κράτησε πάνω από δύο με τρία δευτερόλεπτα και χωρίς δεύτερη σκέψη τον τύλιξε μέσα στην πετσέτα και τον έχωσε στην αγκαλιά της. Δρασκέλισε σχεδόν τρέχοντας την Αγαθουπόλεως και έφτασε απέναντι στην πολυκατοικία της.

Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά σε γοργούς ρυθμούς σαν ταμπούρλο. Ανέβηκε στο διαμέρισμά της και είδε τον άντρα της που μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά του. Τι κρατάς εκεί πέρα, τη ρώτησε. Αυτή του χαμογέλασε πονηρά, τον πλησίασε κρατώντας τυλιγμένο το πλασματάκι στην αγκαλιά της και του το απόθεσε προσεκτικά στα χέρια του, παρατηρώντας ταυτόχρονα την έκπληκτη έκφρασή του, καθώς η πετσέτα άνοιγε.

– Μα ένα μικρό ειδώλιο, φυσικά, αγάπη μου. Ένα μικρό χαριτωμένο ειδώλιο.

 

Papanastasopoulou* H Βάλια Παπαναστασοπούλου είναι Αρχαιολόγος-Θεολόγος MS και Υποψήφια διδάκτωρ Α.Π.Θ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top