Fractal

Μοντερνισμός του αμερικάνικου Νότου και ευρωπαϊκός σουρεαλισμός στο πεζογραφικό έργο της Γιουντόρα Γουέλτυ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Γιουντόρα Γουέλτυ, “Το μεγάλο δίχτυ και άλλες ιστορίες”. Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018

 

Γεννημένη στα 1909 στο Τζάκσον του Μισισιπή, η Γιουντόρα Γουέλτυ (Eudora Welty, 1909-2001) ήταν κόρη του Κρίστιαν Γουέμπ Γουέλτυ και της Μαίρης Τσεστίνα Άντριους Γουέλτυ, και μεγάλωσε σε μια υποδειγματικά  δεμένη και αγαπημένη οικογένεια του αμερικάνικου Νότου, σε ένα περιβάλλον με έντονα ενσωματωμένα τα στοιχεία του φυλετικού διαχωρισμού και ρατσισμού. Από τον πατέρα της κληρονόμησε την αγάπη για όλα τα όργανα ‘που διδάσκουν και γοητεύουν’, και απ’ τη μητέρα της το πάθος για την ανάγνωση και για τη γλώσσα. Με τους αδελφούς της, Έντουαρντ Τζέφερσον Γουέλτυ, και Γουώλτερ Άντριους Γουέλτυ, μοιράστηκε στιγμές και δεσμούς αφοσίωσης, συντροφικότητας και καλλιεργημένου χιούμορ. Αποφοίτησε από το Κεντρικό Γυμνάσιο του Τζάκσον το 1925, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε πρώτα το Πολιτειακό Κολέγιο Θηλέων του Μισισιπή στο Κολόμπους, και αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν. Μετέπειτα, συνέχισε να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. Μετά απ’ αυτά τα χρόνια επέστρεψε στο Τζάκσον του Μισισιπή όπου και ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές, συμπεριλαμβανομένης της φωτογραφίας. Ήταν μια δύσκολη ομολογουμένως εποχή, έντονης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης για ολάκερο τον κόσμο.

Η πρώτη δημοσίευσή της, ήταν η σύντομη ιστορία ‘Death of a Traveling Salesman’ (1936), η οποία απέσπασε ευμενείς κριτικές. Το πρώτο βιβλίο της δημοσιεύθηκε πέντε χρόνια αργότερα. Στο ‘Ένα παραπέτασμα για πράσινο’ (A Curtain of Green,1941) περιλαμβάνονται δεκαεπτά ιστορίες που μετακινούνται με σχετική άνεση από το κωμικό στο τραγικό, κι’ από ρεαλιστικά πορτραίτα στα υπερρεαλιστικά. Η Τόνι Μόρρισον δήλωσε πως  η Γιουντόρα Γουέλτυ έγραψε για τους μαύρους ανθρώπους ‘με τέτοιο τρόπο που λίγοι λευκοί άντρες κατάφεραν ποτέ να γράψουν’. Το 1942, η Γουέλτυ συνέχισε  με ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, με μικρές ιστορίες γύρω από τη λαογραφία, τα παραμύθια  και τους θρύλους  του Μισισιπή. Ένα χρόνο μετά την εμφάνιση αυτής της  νουβέλας, δημοσίευσε ένα τρίτο βιβλίο μυθοπλασίας, με μικρές ιστορίες που συγκεντρώθηκαν, στον τόμο ‘Το Μεγάλο δίχτυ’ (The Wide Net, 1943). Τότε ήρθε στη δημοσιότητα το ‘Delta Wedding’, το πρώτο της μυθιστόρημα. Αφορά  στο Δέλτα του Μισισιπή το 1923, δημοσιεύθηκε το 1946, και αρχικά είχε επικριθεί ως ένα νοσταλγικό πορτραίτο των  φυτειών του  αμερικάνικου Νότου. Τα ‘Χρυσά Μήλα’ (Golden Apples, 1949) περιλαμβάνουν επτά αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες που ανιχνεύουν τη ζωή στη μυθιστορηματική Μοργκάνα, μια μικρή πόλη  του Μισισιπή, από τις αρχές του αιώνα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940.  Όταν η Γουέλτυ άρχισε να γράφει τις ιστορίες αυτές, δεν είχε ιδέα ούτε μπορούσε να υποψιασθεί ότι κάποια στιγμή θα συνδέονταν μεταξύ τους.  Μέσα στη διαδικασία σύνθεσης, συνειδητοποίησε τελικά ότι γράφει για μια κοινή ομάδα χαρακτήρων και ότι οι χαρακτήρες μιας ιστορίας φαίνονταν να είναι νεότερες ή παλαιότερες εκδοχές των χαρακτήρων σε άλλες ιστορίες και έτσι αποφάσισε να δημιουργήσει ένα βιβλίο που δεν ήταν ούτε μυθιστόρημα, αλλά κι’ ούτε και συλλογή ιστοριών.

 

Γιουντόρα Γουέλτυ (Eudora Welty, 1909-2001)

 

Μετά τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου, ταξίδεψε στην Ευρώπη και επέστρεψε χρησιμοποιώντας τις ευρωπαϊκές της εμπειρίες σε δύο ιστορίες που τελικά θα ομαδοποιούσε  ως ‘Circe’, μια ιστορία που διηγείται η θεά μάγισσα και με τέσσερις ιστορίες που τοποθετούνται γεωγραφικά  στον αμερικανικό Νότο. Προτού εμφανισθεί  ‘Η νύφη του Ίνισφελεν’ (The Bride of the Innisfallen and Other Stories,1955), δημοσίευσε το ‘The Ponder Heart’ (1954), έναν εκτεταμένο δραματικό μονόλογο από το χαρακτήρα της Edna Earle. Έως τότε, είχε φέρει στη δημοσιότητα επτά ξεχωριστά βιβλία, σε δεκατέσσερα χρόνια, ένας μάλλον ξέφρενος ρυθμός συγγραφικής παραγωγής, αλλά στη συνέχεια προσωπικές τραγωδίες την ανάγκασαν δυστυχώς να σταματήσει το γράψιμο και την εκδοτική παραγωγή για περισσότερο από μια δεκαετία.

Αργότερα, το 1970, δημοσίευσε το ‘Losing Battles’ ένα μεγάλο, σχετικά, μυθιστόρημα που τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του 1930, γύρω από μια  ‘οικογένεια που δεν είχε τίποτα’. Η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος αυτού έλαβε χώρα στα 61α γενέθλια της Γουέλτυ. Δύο χρόνια αργότερα ήρθε ένα άλλο  μυθιστόρημα, το ‘The Optimist’s Daughter’ όπου  περιέγραφε την εμπειρία της απώλειας και της θλίψης, κάτι που είχε η ίδια βιώσει και το οποίο της απέφερε το γνωστό βραβείο Pulitzer. Όπως έλεγε, χαρακτηριστικά, ο καλλιτέχνης, πρέπει να εξετάσει ξεκάθαρα τα μυστήρια των ανθρώπινων εμπειριών χωρίς όμως να προσπαθήσει να τα επιλύσει.

Οι δημιουργίες της όμως περιλαμβάνουν πολλά περισσότερα από τα βιβλία μυθοπλασίας. Οι πρώτες της φωτογραφίες τελικά εμφανίστηκαν σε βιβλίο. Το φωτογραφικό της βιβλίο ‘One Time, One Place’ δημοσιεύθηκε το 1971 και στη συνέχεια δημοσιεύθηκαν περισσότερες φωτογραφίες της στα βιβλία με τίτλο ‘Photographs’ (1989),  ‘Country Churchyards’ (2000) και ‘Eudora Welty as Photographer’ (2009). Τα δοκίμια και αρκετά κείμενά  της συλλέχθηκαν στον τόμο του 1978 με τίτλο ‘The Eye of the Story’, ενώ το 1984, δημοσιεύτηκε  και η αυτοβιογραφία της ‘One Writer’s Beginnings’. Για ένα διάστημα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών της ζωής της, η  Γιουντόρα Γουέλτυ εργάστηκε περιοδικά με τη μυθοπλασία, αλλά δεν ολοκλήρωσε τίποτα το σπουδαίο στα δικά της πάντοτε υψηλά πρότυπα, εκείνα δηλαδή που την χάρισαν την ευρύτερη  λογοτεχνική αναγνώριση. Εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις, έλαβε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας και τη Γαλλική Λεγεώνα της Τιμής, και αποτέλεσε το αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ του BBC, μεταξύ πολλών άλλων βέβαια αναγνωρίσεων. Μετά από μια σύντομη καρδιοαναπνευστική  ανεπάρκεια, πέθανε στις 23 Ιουλίου 2001, στο Τζάκσον, το Μισισιπή, στο σπίτι της, όπου και θάφτηκε.

 

Η Γιουντόρα Γουέλτυ (1909-2001) και η Μάργκαρετ Γουώκερ (1915-1998)

 

Η Γιουντόρα Γουέλτυ, έχει γράψει εκτενώς σχετικά με την ευθύνη που πρέπει να έχουν ενστερνισθεί οι συγγραφείς και να δημιουργούν επαφές με τους αναγνώστες τους. Στην άλλη άκρη της γραφής, έλεγε, βρίσκεται ο αναγνώστης, ο οποίος, ποιος ξέρει, ίσως, ‘έχει ανάγκη επικοινωνίας όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας’. Βεβαίως, μερικά από τα μυθιστορήματά της,  μπορεί να ειπωθεί, ότι προσφέρουν ένα είδος ‘συνοδευτικής’ ανάγνωσης, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι μεγάλο μέρος της μυθοπλασίας της προκαλεί τους αναγνώστες με ιδιόρρυθμους και ενοχλητικούς τρόπους, όταν τους επιβάλλει έμμεσα την υποχρέωση να κατανοήσουν τις άμεσες και απώτερες επιπτώσεις που εμπεριέχονται βαθιά σε αυτά τα κείμενα. Ίσως περισσότερο από άλλες συλλογές, το ‘The Wide Net’ περιέχει ιστορίες που απαιτούν μια πραγματικά δύσκολη δέσμευση και προσπάθεια του αναγνώστη. Αυτά τα κείμενα φαίνονται τόσο πειραματικά και ενοχλητικά που, κατά τη διαδικασία για να ανακαλύψουν το βαθύτερο νόημα, οι αναγνώστες ίσως να αποτελέσουν οι ίδιοι το αντικείμενο του πειράματος. Πράγματι, η φύση της σχέσης μεταξύ αναγνώστη και κειμένου συνδέει θεματικά τα ανόμοια και διαφορετικά τμήματα  της συλλογής. Η μυθοπλασία της Γιουντόρα Γουέλτυ, συχνά προτρέπει τους αναγνώστες να σκεφτούν τους τρόπους με τους οποίους εμφανίζονται οι χαρακτήρες, ενώ συγχρόνως διερευνά τις μεθόδους με τις οποίες οι αναγνώστες μπορούν να κατανοήσουν τα κείμενα. Μια εξερεύνηση των διαφόρων ιστοριών στο ‘Μεγάλο δίχτυ’, αποκαλύπτει τον θεματικό πειραματισμό της Γουέλτυ με τη λειτουργία του αναγνώστη και γενικώς των απόψεών της γύρω από τη φύση, την υποχρέωση και την εμπειρία του αναγνώστη. Η ‘πρώτη αγάπη’ (First Love) μια μικρή ιστορία της συλλογής, αποδεικνύει αυτό το θέμα, το οποίο ακούγεται έντονα στην τελευταία ιστορία, ‘Στην προσγείωση’ (At the Landing). Και στις δύο ιστορίες, η Γουέλτυ παρουσιάζει φανταστικούς χαρακτήρες με περιορισμούς ή ελαττώματα. Η προσπάθειά της  με αυτή τη συλλογή, πέρα ​​από τις προηγούμενες ιστορίες της, έχει κάτι να κάνει με το γεγονός ότι, αυτά τα γραπτά διερευνούν τι συνιστά πραγματικότητα τόσο για τους χαρακτήρες όσο και για τους αναγνώστες των κειμένων, και κυρίως πώς βλέπουν και αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και τους όποιους περιορισμούς τα ανθρώπινα όντα.

‘Το μεγάλο δίχτυ’, είναι μια σύντομη ιστορία που δημοσιεύθηκε το 1943. Στην ιστορία του τίτλου, ένας άνδρας διαφωνεί με την έγκυο σύζυγό του, εγκαταλείπει  το σπίτι και κατεβαίνει σε ένα μυστηριώδες υποβρύχιο βασίλειο όπου συναντά τον ‘Βασιλιά των φιδιών’, που τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει τα σκοτεινότερα μυστήρια της φύσης. Έτσι επιστρέφει στη σύζυγό του καλύτερος και ικανότερος να ζήσει μια σημαντικότερη και γεμάτη νόημα  ζωή. Αυτός ο συνδυασμός εγχώριου ρεαλισμού με τη μυθολογία και τις αρχαίες ιστορίες γονιμότητας, χαρακτηρίζει ολόκληρη τη συλλογή, στην οποία οι απλοί άνθρωποι συνδέονται κατά κάποιο τρόπο και με τους μύθους άλλων πολιτισμών. Στο συγκεκριμένο διήγημα, ειδικότερα, η Γουέλτυ δεν αφήνει μόνο του τον άντρα, αλλά του δίνει συντροφιά μια ετερόκλητη ομάδα άλλων συνανθρώπων του, λευκών και μαύρων, μικρών και μεγαλύτερων, άμυαλων και σοφότερων, επιπόλαιων και προσγειωμένων, όπου μπορεί μεν να είναι εμφανείς οι όποιες ταξικές, φυλετικές ή  άλλες ανισότητες, αλλά η συγγραφέας κατορθώνει να χειριστεί όλους και όλα, με περισσή μαεστρία και το σπουδαιότερο, με αυξημένη ευαισθησία. Εξαίρετη περιγραφή, ελκυστικό ξεδίπλωμα των χαρακτήρων, ευφυείς χαρακτηρισμοί, υφέρπουσα αλλά όχι ενοχλητική ειρωνεία. Στον ‘ασφόδελο’, ένα μάλλον αρκετά περίεργο διήγημα, οι τρείς γυναίκες αντί να προχωρήσουν σε ένα μνημόσυνο όπως είχαν προγραμματίσει, αλλάζουν σχέδια χωρίς πολλές-πολλές σκέψεις. Συγκρατημένο χιούμορ, τραγικές λεπτομέρειες που σταδιακά μετατρέπονται σε κωμικές, αξιοποίηση αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών μύθων με την προσχώρησή τους στην καθημερινότητα του αργόσχολου αμερικάνικου Νότου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η συγγραφέας επηρεάστηκε, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, από τον σουρεαλισμό κατά τη διάρκεια της πιο παραγωγικής περιόδου της μακράς ζωής της. Άλλωστε, στη δεκαετία του 1930, εμφανίστηκε το κίνημα του σουρεαλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες σε μεγάλο βαθμό μέσω των δημιουργημάτων των εικαστικών καλλιτεχνών. Η Γουέλτυ ταξίδευε συχνά στη Νέα Υόρκη, όπου οι σουρεαλιστές παρουσίαζαν τα έργα τους, διάβαζε τα σχετικά περιοδικά και  εφημερίδες που ανέπτυσσαν και διέδιδαν το έργο τους, απορροφούσε τις περιρρέουσες εικόνες  και ασυνείδητα, πιθανώς,  ενσωμάτωσε κατά κάποιο τρόπο την προοπτική του σουρεαλισμού στο γράψιμό της. Στην πραγματικότητα, η πρώτη ατομική έκθεση της Γουέλτυ  στη Νέα Υόρκη, με τις φωτογραφίες της, το 1936, έλαβε χώρα δίπλα σ’ ένα χώρο με  σουρεαλιστική τέχνη. Σε μια σειρά από κείμενά της,  όπως στα βιβλία, ‘A Curtain of Green and Other Stories’, ‘The Wide Net and Other Stories’, ‘Delta Wedding’, ‘The Golden Apples’, και ‘The Bride of the Innisfallen and Other Stories’, αποκαλύπτεται το πόσο βαθιά ο σουρεαλισμός επηρέασε το έργο της. Ωστόσο, η επιρροή του σουρεαλιστικού κινήματος εκτείνεται και πέρα ​​από τα ζητήματα του στυλ της, γιατί η γραφή της αντανακλά τον σουρεαλισμό και ως ιστορικό παράλληλα φαινόμενο. Οι διάσπαρτες ιστορίες της είναι αναφορές σε προσωπικότητες που συσχετίζονται με το συγκεκριμένο κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων των μορφών Σαλβαντόρ Νταλί, της διάσημης ιταλίδας σχεδιάστριας μόδας των δεκαετιών 1920 και 1930,  Έλσας Σκιαπαρέλι (1870-1973), της Έλενας Ρουμπινστάιν (1870-1965), του Τσαρλς Χένρυ Φορντ (1908-2002), και πολλών άλλων. Ήταν χαρακτήρες, τους οποίους ο σουρεαλισμός οδήγησε συχνά σε  ανορθόδοξες και αμφιλεγόμενες ζωές που τους καθιστούσαν φυσικούς στόχους για γενικότερη ηθική κατακραυγή. Η Γουέλτυ έξυπνα απέφυγε αυτή την παγίδα και δανείστηκε το ιδίωμα του σουρεαλισμού για να αναπτύξει κάποιες εκσυγχρονισμένες απεικονίσεις του Νότου, μια λογοτεχνική στρατηγική που αποκάλυψε όχι μόνο την πολιτισμική αντίληψη, αλλά και την μεγάλη καλλιτεχνική της τόλμη και πρωτοπορία!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top