Fractal

Υπόθεση ελευθερίας και έκφρασης

Γράφει η Έλενα Σαρακηνού // *

 

✔  Βιβλία που διαβάστηκαν και συζητήθηκαν στον Λογοτεχνικό κύκλο Ηρακλείου

 

mavro-vivlioΟρχάν Παμούκ “Το Μαύρο Βιβλίο”, Εκδόσεις Ωκεανίδα

 

Ο Ορχάν Παμούκ είναι Τούρκος επιφανής νομπελίστας μυθιστοριογράφος της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, που γεννήθηκε στην Κων/πολη το 1952. Είναι εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα του, αλλά έχει επίσης κερδίσει και ένα αυξανόμενο αναγνωστικό κοινό παγκοσμίως. Ως ένας από τους πλέον διακεκριμένους Ευρωπαίους μυθιστοριογράφους, το έργο του έχει μεταφραστεί σε πάνω α/25 γλώσσες. Έχει δεχθεί επίσης μείζονα εγχώρια και διεθνή λογοτεχνικά βραβεία. Στις 12 Οκτωβρίου 2006 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα βιβλία του έχουν εκδοθεί σε πάνω από 11 εκατομμύρια αντίτυπα. Η οικογένεια του Παμούκ ήταν ευκατάστατη, ο πατέρας του μηχανικός. Μαθήτευσε στη Ροβέρτειο Σχολή της Πόλης. Έπειτα παρακολούθησε ένα αρχιτεκτονικό πρόγραμμα στο Τεχνικό Παν/μιο της Κων/λης που προοριζόταν για μηχανικός ή αρχιτέκτονας. Μετά από 3 χρόνια όμως εγκατάλειψε τις σπουδές του και έγινε συγγραφέας. Αποφοίτησε από το Ινστιντούτο Δημοσιογραφίας στο Παν/μιο της Κων/λης το 1977. Μετά από 3 χρόνια στις Η.Π.Α. από το 1985 ως το 1988, όπου έδωσε διαλέξεις και στο Παν/μιο της Αϊόβα, επέστρεψε στην Κων/λη.

Άρχισε το μεθοδικό γράψιμο ήδη από το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Σκοτάδι και φως» βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό της Μιλλιέτ Πρες του 1979, το οποίο μοιράστηκε με τον Μεχμέτ Σρογλού. Το 1983 κέρδισε το βραβείο Ορχάν Κεμάλ. Το 1984 κέρδισε το βραβείο Μυθιστορήματος Μανταράλ για το δεύτερο μυθιστόρημά του «Το σιωπηλό σπίτι» που εκδόθηκε το 1983. Με τη Γαλλική μετάφραση αυτού του μυθιστορήματος κέρδισε το 1991 το La Decouverte Europeene. Το ιστορικό μυθιστόρημά του «Το Λευκό Κάστρο» που εκδόθηκε το 1985, κέρδισε το 1990 το Independent Award for Foreign Fiction και επέκτεινε τη φήμη του στο εξωτερικό.

Το 1990 το μυθιστόρημα – ορόσημό του «Το μαύρο βιβλίο» έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή και συζητημένα αναγνώσματα στην τουρκική λογοτεχνία, εξαιτίας της πολυπλοκότητάς του και του πλούτου του. Το 1992 συνέγραψε το σενάριο της ταινίας «Μυστικό πρόσωπο» που σκηνοθετήθηκε από τον διακεκριμένο Τούρκο σκηνοθέτη Quier Kavur. To 1995 το μυθιστόρημά του «Νέα Ζωή» έγινε μπεστ – σέλερ στην Τουρκία. Προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στη χώρα του, αφού έγινε το βιβλίο με τις γρηγορότερες πωλήσεις στην τουρκική ιστορία. Το 1999 εξέδωσε το ιστορικό του βιβλίο «Τα άλλα χώματα». Το 2003 κέρδισε το πιο προσοδοφόρο βραβείο της διεθνούς λογοτεχνίας το IMPAC Dublin Award για το μυθιστόρημα «Το όνομά μου είναι Κόκκινος» που εκδόθηκε το 2000. Μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες. Τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά του είναι «το χιόνι» το 2002, «Ιστανμπούλ» το 2003. Οι Νιου Γιόρκ Τάιμς κατέταξαν «το χιόνι» στη λίστα των «10 καλύτερων βιβλίων του 2004», ως ένα από τα 6 μυθοπλαστικά βιβλία, που δεν γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα.

Η επιτυχία δεν ήλθε αμέσως και έπρεπε να βασιστεί στην οικονομική υποστήριξη του πατέρα του. Τα πρώιμα νατουραλιστικά μυθιστορήματα έδωσαν τη θέση τους σε πιο μεταμοντέρνα έργα. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1994 όταν «Η Νέα Ζωή» έγινε μπεστ σέλλερ. Άτομο υψηλού κύρους στη χώρα του, ο Παμούκ έχει κατηγορηθεί για την υποστήριξή του για τα πολιτικά δικαιώματα των Κούρδων. Το 1995 ο Παμούκ ήταν ανάμεσα σε μια ομάδα συγγραφέων που δικάστικαν για την κριτική τους εναντίον του τρόπου, που η Τουρκία μεταχειρίζεται τους Κούρδους, σε ένα βιβλίο δοκιμίων, ασκώντας την ελευθερία του λόγου.
Τα βιβλία του χαρακτηρίζονται από μια έντονη ανησυχία για τη σύγχυση ή την απώλεια της ταυτότητας, του τούρκικου λαού, προκληθείσα εν μέρει από τη σύγκρουση μεταξύ ευρωπαϊκών και Ισλαμικών αξιών. Περιλαμβάνουν σύνθετες, ενδιαφέρουσες πλοκές και χαρακτήρες μεγάλου βάθους. Τα έργα του διαπνέονται επίσης από συζητήσεις και θαυμασμό για τις δημιουργικές τέχνες, όπως η λογοτεχνία και η ζωγραφική. Ζει με τη σύζυγό του και τη κόρη του στην Κωνλη. (Διδάσκει στο ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ).

Σε μια υπόθεση ελευθερίας και έκφρασης που παρακολουθήθηκε απ’ όλο τον κόσμο, ο Παμούκ κατηγορήθηκε στην Τουρκία για δηλώσεις του που αφορούσαν στην Αρμενική Γενοκτονία και την κουρδική μαχητικότητα. Συγκεκριμένα ο Παμούκ κατηγορήθηκε για τη δήλωσή του: «Τριάντα χιλιάδες Κούρδοι και ένα εκατομμύριο Αρμένιοι σκοτώθηκαν σ’ αυτή τη γη, και κανείς, εκτός από μένα, δεν τολμά να μιλήσει γι’ αυτό». Οι κατηγορίες εναντίον του Παμούκ έχουν επίσης δημιουργήσει προβλήματα στην Τουρκία στις προσπάθειές της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον Οκτώβριο του 2012 τιμήθηκε από την υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας Ολφί Φιλιπετί με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, η οποία τον επαίνεσε για την «ελευθερία του ύφους του» και ότι παρ’ όλες τις τιμές παραμένει ένας πρωτοποριακός συγγραφέας, ένας διαρκής καινοτόμος. Για τις δηλώσεις του έχει δεχτεί απειλές για τη ζωή του. Στα βιβλία του και στις ομιλίες του, η αυτοβιογραφία βαραίνει ιδιαίτερα, με έμφαση στην παιδική ηλικία στην Κωνσταντινούπολη. Ο συγγραφέας είναι ένας αθεράπευτος Κωνσταντινουπολίτης, ένας ιστανμπουλού. Έτσι κι αλλιώς κανένας άλλος δεν έχει μιλήσει για την Πόλη όσο αυτός.

Στον Παμούκ απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006. Στο σκεπτικό της απόφασής της η Σουηδική Ακαδημία παρατηρεί, ότι ο Παμούκ «στην αναζήτηση της μελαγχολικής ψυχής της γενέθλιας πόλης του, ανακάλυψε νέα σύμβολα για να περιγράψει τη σύγκρουση και τη σύνδεση των πολιτισμών». Το βραβείο Νόμπελ ανακοινώθηκε τη μέρα που η γαλλική Κάτω Βουλή, υπερψήφισε τη πρόταση νόμου, για την ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (όπως και στα υπόλοιπα βραβεία Νόμπελ, το Νόμπελ λογοτεχνίας συνοδεύεται από μια επιταγή 10εκατ. Σουηδικών κορονών, περίπου 1,1εκατ. Ευρώ).

Ο λόγος του Ορχάν Παμούκ κατά την απονομή του Νόμπελ εδώ >>

 

Orhan Pamuk

Orhan Pamuk

 

Πέρυσι ο Παμούκ απέσπασε μια ακόμη σημαντική διάκριση. Η Γερμανική Ένωση Εκδοτών και Βιβλιοπωλών του απένειμε το βραβείο Ειρήνης επειδή «καταγράφει καλύτερα από κάθε άλλον τις επιρροές της Δύσης στην Ανατολή και τις επιρροές της Ανατολής στη Δύση». Το βραβείο Ειρήνης που έχει θεσμοθετηθεί στη Γερμανία το 1950, απονέμεται κατά την τελευταία μέρα της διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Φραγκφούρτης, σε προσωπικότητες που αφιερώνουν το έργο τους στην προώθηση της συνεργασίας και της κατανόησης μεταξύ των λαών. Στις 29 Δεκεμβρίου 2005 το δικαστήριο της Κων/λης που επρόκειτο να τον δικάσει με την κατηγορία της προσβολής των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων για τις δηλώσεις του περί σφαγής των Αρμενίων, αποφάσισε να σταματήσει την σε βάρος του δίωξη. Η δίωξη του Παμούκ είχε προκαλέσει κύμα αντιδράσεων, και οι Βρυξέλλες είχαν διαμηνύσει στην Άγκυρα πως η δίκη αποτελεί κρίσιμο τεστ για την Τουρκία εν μέσω της διαπραγμάτευσης για την Ευρωπαϊκή Ένση. Σ’ ένα λόφο πάνω από το Βόσπορο στην περιοχή «λάκκος της Παρασκευής» που κατέφυγαν οι Οθωμανοί, κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της Κων/λης, για να προσευχηθούν, βρίσκεται το κτήριο που αγόρασε ο Ορχάν Παμούκ για να το κάνει μουσείο και θα ονομάζεται «Μουσείο της Αθωότητας». Τα αντικείμενα που θα εκτίθενται τα έχει συλλέξει ο ίδιος και είναι υπολείμματα μιας κατάστασης συμβίωσης του παρελθόντος. Βουβά, βαριά, με συναισθηματική φόρτιση. Είναι αντικείμενα που ανήκουν στην εικόνα της πόλης, ένα κομμάτι της Κων/λης που χάνεται. Μερικά αντικείμενα ήταν κάποτε ζωντανά, εμψυχωμένα από την αφή των χεριών, από την λείανση της χρήσης. Συνόδευαν σαν υποκατάστατα τις στιγμές. Μερικά όταν τα κοιτάς αφηγούνται την αληθινή τους ιστορία. Όταν τα αγγίζουμε ψηλαφούμε το χρόνο και τον τρόπο της δημιουργίας τους. Είναι ένας εξαρτημένος από τα αντικείμενα όπως ομολογεί. Παντού στον κόσμο υπάρχουν μουσεία όπου φυλάσσονται αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ο ιδρυτής αυτού του μουσείου θα μεταμορφωθεί σε επιμελητή του. Θα κοιμάται σ’ ένα μικρό δωμάτιο κάτω από τη στέγη και μέσα από τα διαφανή πατώματα θα μπορεί να επιβλέπει το μουσείο και οι επισκέπτες θα μπορούν να τον συναντούν στις σκάλες του.

 

Συνέντευξη του Ορχάν Παμούκ στην Αθήνα (με αφορμή τη διάλεξή του στο Μέγαρο Μουσικής)

Δημ.: – Καταλαβαίνω ότι δεν πιστεύετε στο δόγμα της σύγκρουσης των πολιτισμών…

Παμούκ.: – Όχι αυτό το δόγμα νομιμοποίησε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τον πόλεμο στο Ιράκ, δεν είναι ωφέλιμο για την ανθρωπότητα. Η θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών δημιουργεί περιθώρια για περισσότερη σύγκρουση. Γιατί δεν συζητάμε για την αρμονία των πολιτισμών; Εγώ σε αυτήν πιστεύω, την έχω δει και τη βιώνω σε όλη μου τη ζωή.

 

orhan_pamuk_2

 

ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ – ΑΛΛΑ ΧΡΩΜΑΤΑ.

– Ποτέ στην ιστορία δεν ήταν τόσο μεγάλο το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι την επιτυχία τους οι πλούσιοι λαοί τη χρωστούν στον εαυτό τους κι έτσι δικαιούνται να μην αισθάνονται υπεύθυνοι για τη φτώχεια στον κόσμο. Ποτέ όμως άλλοτε οι φτωχοί του κόσμου δεν είχαν τέτοια πρόσβαση, μέσω της τηλεόρασης και του Χόλιγουντ, στη ζωή των πλουσίων. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι φτωχοί πάντοτε γοητεύονταν από παραμύθια για βασίλισσες και βασιλιάδες. Όμως ποτέ πριν οι πλούσιοι και ισχυροί δεν επέβαλλαν τη λογική, και τα δικαιώματά τους με τόση βία. Ο κοινός πολίτης που ζει σε μια φτωχική, μουσουλμανική, μη δημοκρατική χώρα, ο δημόσιος υπάλληλος που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε μια χώρα δορυφόρο της πρώην Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας ή σε κάποια άλλη χώρα του τρίτου κόσμου, ξέρει πολύ καλά ότι η μερίδα που αναλογεί στη χώρα του από τον πλούτο του κόσμου είναι ελάχιστη. Επίσης ξέρει ότι η ζωή του είναι πολύ πιο δύσκολη από τη ζωή του πολίτη σε μια δυτική χώρα, όπως επίσης ξέρει και ότι η ζωή του θα είναι πολύ πιο σύντομη. Δεν σταματάει όμως εδώ, επειδή κάπου στο μυαλό του υπάρχει η υποψία ότι υπεύθυνοι για τη μιζέρια του είναι ο πατέρας του και ο παππούς του. Είναι ντροπή που ο δυτικός κόσμος δίνει τόσο λίγη σημασία στη δυσβάσταχτη ταπείνωση που νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο, ταπείνωση την οποία αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεπεράσουν χωρίς να χάνουν τον κοινό νου ή τον τρόπο ζωής τους, χωρίς να γίνουν τρομοκράτες, υπερεθνικιστές ή φονταμενταλιστές. Τα μυθιστορήματα μαγικού ρεαλισμού εξωραϊζουν τη φτώχεια τους, οι συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων στην αναζήτηση του εξωτικού κλείνουν τα μάτια στον προβληματικό ιδιωτικό τους κόσμο, όπου οι καθημερινές προσβολές και εξευτελισμοί αντιμετωπίζονται με καρτερία και πονεμένο χαμόγελο. Η Δύση δεν πρέπει να ικανοποιείται απλώς όταν μαθαίνει σε ποια σκηνή, σε ποια σπηλιά ή σε ποιο μακρινό λιμάνι της πόλης ο τρομοκράτης φτιάχνει την επόμενη βόμβα του, ούτε όταν τον εξαφανίζει απο προσώπου γης με βομβαρδισμούς, πραγματική πρόκληση για τη Δύση είναι να καταλάβει τον ψυχισμό των φτωχών, περιφρονημένων, ντροπιασμένων ανθρώπων που έχει αποκλείσει από τους κόλπους της.

Σε ομιλία του στην Οκλαχόμα στη σειρά των διαλέξεων «Πουτερμπάχ» περιοδικού Παν/μίου της Πόλης, ομολογεί ότι είναι ένας αφοσιωμένος στη λογοτεχνική γραφή. Λέει ότι εδώ και περισσότερο από 30 χρόνια περνάει κατά μέσο όρο 10 ώρες την ημέρα μόνος στο δωμάτιό του, καθισμένος στο γραφείο του, και είναι ευχαριστημένος αν μπορεί να γράψει μια καλή μισή σελίδα κάθε μέρα.

Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Berkeley >>

 

mayro_v

 

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η Ρουμά εγκαταλείπει το σύζυγό της Γκαλίπ και συγχρόνως εξαφανίζεται και ο ετεροθαλής αδελφός της Τζελάλ, που είναι αρθρογράφος της Μιλλιέτ. Ο Γκαλίπ (νικητής) αρχίζει να ψάχνει τη Ρουμά (όνειρο) και μαζί το Τζελάλ (οργή), αναζητά «στοιχεία, σημάδια, μυστικά», που είναι διάχυτα σε όλο το βιβλίο και προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα, που θα τον οδηγήσουν στα ίχνη τους και στη λύση του μυστηρίου της εξαφάνισής τους. Μαζί του αρχίζει και η δική μας περιήγηση – περιπλάνηση στα σοκάκια της Κων/λης, στη μακρόχρονη ιστορία της, στη γεμάτη ενδιαφέρον και διαφορετικότητα ζωή των κατοίκων της.

Ο Γκαλίπ ανακαλύπτει τη διεύθυνση του πρώην συζύγου της Ρουμά και αφού δεν την βρίσκει εκεί ψάχνει τις διευθύνσεις των σπιτιών του Τζελάλ, που λόγω της δουλειάς του κρατάει μυστικές ακόμα κι από την οικογένειά του. Βρίσκει ένα από τα σπίτια του, μένει κρυφά εκεί και αρχίζει να το μελετά μέσα από τα άρθρα του, να προσπαθεί να γίνει ένα με αυτόν, να μπει μέσα στη σκέψη του, να του μοιάσει, και έτσι να μπορέσει να τον βρει και μαζί μ’ αυτόν και τη γυναίκα του Ρουμά.
Έτσι αφού διαβάζει ό,τι αυτός έχει συγγράψει αρχίζει να αρθρογραφεί ο ίδιος και να δίνει τα άρθρα του να δημοσιεύονται σαν άρθρα του Τζελάλ.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο σπίτι δέχεται τηλεφωνήματα από κάποιον, που δηλώνει φανατικός αναγνώστης και θαυμαστής του Τζελάλ, και με την εντύπωση πως συνομιλεί μαζί του, ζητά επίμονα να συναντηθούν. Ακολουθεί τηλεφώνημα από μια γυναίκα, την Εμινέ κι αποκαλύπτεται ότι ο Τζελάλ είχε σχέσεις μαζί της και ο σύζυγός της ο Μεχμέτ (Μωάμεθ), ο άνθρωπος που έκανε και τα τηλεφωνήματα, το έχει ανακαλύψει, γι’ αυτό ψάχνει να τον βρει και να τον σκοτώσει.
Ο Γκαλίπ, σαν Τζελάλ, τους δίνει ραντεβού έξω από το μαγαζί του Αλαντίν για να συναντηθούν. Ο επίλογος του βιβλίου γράφεται με τη δολοφονία του Τζελάλ και της Ρουμά έξω από το μαγαζί του Αλαντίν, την ώρα του ραντεβού. Η ρεαλιστική εκδοχή που δίνεται από τις αρχές είναι η πολιτική δολοφονία.

Όμως επειδή το «μυστήριο» πλημμυρίζει τις σκέψεις και τις ενέργειες του μοναχικού Γκαλίπ, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο και ο καθένας μπορεί να δώσει τις δικές του διαφορετικές ερμηνείες για τον πιθανό δολοφόνο τους.

1) Έφερε εσκεμμένα ο Γκαλιπ με το ραντεβού αντιμέτωπους τον Τζελάλ και τη Ρουμά με τον αντίζηλο Μεχμέτ έξω από το μαγαζί του Αλαντίν, με αποτέλεσμα τη δολοφονία;

2) Μήπως ο ίδιος ο Γκαλίπ μεταμφιεσμένος σε Μωάμεθ τους σκότωσε; Πριν φύγει από το σπίτι αναφέρει ότι διάλεξε το κουτί με τις μεταμφιέσεις και ότι έφυγε μετά τις 9:20 από τον τόπο της δολοφονίας, η οποία έγινε στις 9:35.

3) Προσέλαβε ο Γκαλίπ κάποιο δολοφόνο, ο οποίος ανέλαβε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς;

4) Οι φωνές Μεχμέτ – Εμινέ μήπως ήταν τελικά φωνές του Τζελάλ και της Ρουμά; Παρουσιάζουν τόσες ομοιότητες οι ιστορίες… Ο Γκαλίπ δείχνει να ξέρει πολλά περισσότερα πράγματα που κρύβονται με επιμέλεια στις σελίδες του βιβλίου και μεγαλώνουν το μυστήριο.

 

Παρακάτω αναφέρονται κάποιες σκέψεις του και στοιχεία πολλές φορές μπερδεμένες και αντικρουόμενες.

Α) Όχι η δολοφονία δεν ήταν σε καμιά περίπτωση πολιτική. Για να το καταλάβει κανείς αυτό αρκούσε να θυμηθεί ότι ο Τζελάλ έγραφε βλακείες άσχετες με την πολιτική, που αφορούσαν δικές του έμμονες ιδέες. Ο δολοφόνος έπρεπε να είναι ή κάποιος διάσημος ληστής ή κάποιος πιστολάς που είχε προσληφθεί γι’ αυτή τη δουλειά.

Β) …Έχετε να δείτε ακόμα. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που είχε στο μυαλό του ήταν απόλυτη εκδίκηση ή έπαθλο.

Γ) …Ο Γκαλίπ σκέφτηκε ότι και κείνος ο φαλακρός (Μεχμέτ), όπως ακριβώς και ο ίδιος, είχε μείνει κρυμμένος σε κάποια γωνιά και περίμενε τον Τζελάλ. Το είχε φανταστεί, ή είχε δει… μια τρομακτική σκιά ντυμένη με περίεργα ρούχα.

Δ) Ένας πολίτης είχε δει κοντά στο σημείο του φόνου μια παράξενη σκοτεινή σκιά με τρομακτική εμφάνιση, μια παράξενη κάπα και κάτι παράξενα ρούχα που θα ταίριαζαν σε ιστορική ταινία, (θαρρείς) ήταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής.

Ε) Ίσως κι εκείνοι ήξεραν αν ήξερα ή δεν ήξερα… αλλά για ν’ αποξεράνουν την αμφιβολία που σάλευε στην άκρη του μυαλού, ήθελαν να σκοτώσουν, πριν μας δοθεί η ευκαιρία να το ανακαλύψουμε, το χαμένο σκοτεινό μυστήριο του Τζελάλ, το μυστήριο που ήταν σκεπασμένο με τη μαύρη πίσσα, και τα γκρίζα κατακάθια της ζωής μας.

Στ) Δυο βήματα πιο κάτω από τη βιτρίνα με τις ραπτομηχανές Σίνγκερ, στο πεζοδρόμιο, απλωνόταν ένας ασπριδερός λεκές. Ένας μόνο άνθρωπος. Ο Τζελάλ. Ήταν σκεπασμένος με εφημερίδες. Η Ρουμά που ήταν; Ο Γκαλίπ πλησίασε: (Εδώ δείχνει σαν να ξέρει ότι είναι κι αυτή νεκρή και την ψάχνει. Είναι πολύ ψύχραιμος, χωρίς συναίσθημα).

Ζ) Ο Γκαλίπ ένοιωσε να κυριεύεται από μια αίσθηση παιχνιδιού, μια αίσθηση αστείου, μια αίσθηση μεταμέλειας. Δεν υπάρχουν ίχνη αίματος. Πώς είχε καταλάβει πριν ακόμα το δει, ότι το πτώμα ήταν ο Τζελάλ; Ξέρετε, θέλησε να πει, δεν ήξερα ότι τα ήξερα όλα… Κύριε που είναι η Ρομά; Φαίνεται πως όλα τα τακτοποίησα πάρα πολύ εύκολα…

Η γοητεία όμως του βιβλίου δεν είναι να κατανοήσει κανείς το πραγματικό τέλος του μυθιστορήματος που είναι κρυμμένο κάπου μέσα στην ιστορία του. Είναι να ζήσει το όμορφο ταξίδι, που απλόχερα του προσφέρει ο συγγραφέας, με μοναδική φαντασία και ευρυματικότητα μέσα στη 2.000 χρόνων ιστορία μιας πόλης αρχόντισσας, που έχει πονέσει, έχει υποφέρει και έχει την πληθώρα λαών, θρησκειών, κατακτητών να παρελάζουν στα σοκάκια της. Μαθαίνει, θυμάται, παρακολουθεί, κατανοεί, μοιράζεται με το συγγραφέα το άγχος και την αγωνία του για ένα λαό που δεινοπαθεί μέχρι τις μέρες μας, που εκφυλλίζεται και χάνει την ταυτότητά του με την άνοδο της σύγχρονης αστικής τάξης και τον ξενόφερτο τρόπο ζωής, που εισβάλλει και τον παρασύρει στον αφανισμό. Προσπαθεί να αφυπνίσει συνειδήσεις με τα άρθρα του Τζελάλ που παρεμβάλλονται, και είναι ξεχωριστά αριστουργήματα, που μπορούν αυτόνομα να διαβαστούν και να προβληματίσουν: «Η ιστορία του πρίγκιπα», «Τα παιδιά του μάστορα Μπεϊντί», «Μυστηριώδεις εικόνες», «Όταν στερέψουν τα νερά του Βόσπορου», «Το μαγαζί του Αλαντίν», «Οι 3 σωματοφύλακες»… είναι ιστορίες που μένουν στη μνήμη μας…

Ο Παμούκ εξαιρετικός μάστορας, τεχνίτης, αρχιτέκτονας του λόγου, με εντελώς ιδιαίτερο προσωπικό στυλ, φανταστικός μυθοπλάστης, προσεκτικός παρατηρητής – αναλυτής – στοχαστής της ανθρώπινης ψυχής και ψυχοσύνθεσης, πλέκει τις ιστορίες του μέσα από τα βάθη της ιστορίας μιας πόλης που ακροβατεί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, σκαλίζει μυστικά αιώνων και τα περιπλέκει δίνοντας έντονη αίσθηση μυστικισμού με «σημάδια», «σημεία», «αριθμούς», «παραβολές», «παραμύθια».

Αξίζει να σημειωθεί η συχνή αναφορά στα άρθρα του Τζελάλ του Τζελαλεττίν Ρουμή Μελβάνα, Πέρση ποιητή, δάσκαλου Θεολογίας και Δικαίου, με μεγάλη επιρροή στον ιδεολογικό – θρησκευτικό χώρο του Ισλάμ, μεγάλου μουσουλμάνου μυστικιστή, ιδρυτή του τάγματος των Μεβλεβήδων δερβίσηδων. Ο Ρουμή συνδέθηκε με τον Σεμσί Τεμπρίς αμφιλεγόμενο φιλόσοφο. Οι μαθητές του Ρουμή δυσαρεστούνται, δολοφονούν τον Σεμσί και τον ρίχνουν σε πηγάδι δίπλα στο σπίτι του Ρουμί. Ο ποιητής αρνείται να το πιστέψει, ενώ ξέρει ότι έχει πεθάνει, και αρχίζει να τον ψάχνει παντού στη Δαμασκό, ώστε έπειτα από ένα διάστημα, το ψάξιμο απέκτησε μεγαλύτερη σημασία από το ζητούμενο. Γιατί, φυσικά, όπως λέει ο Τζελάλ, ο Ρουμή ήταν αυτός που έβαλε να δολοφονήσουν τον Σεμσί. Τα μεγαλύτερα οφέλη τα είχε αποκομίσει ο Ρουμή με τη δολοφονία, διότι ξέφυγε από το επίπεδο του άλλου δασκάλου και ανέβαινε στη βαθμίδα του μεγαλύτερου μυστικιστή ποιητή. Μέσα στο έντονο πνεύμα του μυστικισμού που διαπνέει το βιβλίο μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι κάτι ανάλογο συνέβη και με τον Τζελάλ και τον Γκαλίπ που τον διαδέχθηκε, να τους φανταστεί σαν δυο δάσκαλους μυστικιστές.

Πέρα από το μυστηριακό ύφος, το μυθιστόρημα μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικό, εγκυκλοπαιδικό, αστυνομικό και ερωτικό. Συγκινούν οι ρομαντικές και λεπτομερείς περιγραφές του Γκαλίπ για τη Ρουμά, γεμάτες αγάπη – αφοσίωση – θαυμασμό – αισθησιασμό. Η προσπάθεια που καταβάλλει να την πλησιάσει, να την προσεγγίσει, αλλά αυτή όλο και ξεμακραίνει σαν ένα άπιαστο όνειρο. Παράδειγμα της διαφορετικότητας των συναισθημάτων που μπορεί να έχουν μεταξύ τους δυο σύντροφοι, τη δυσκολία σύμπνοιας, κατανόησης, συντροφικότητας που υπάρχει στις ανθρώπινες σχέσεις. Και επαληθεύεται ότι «αυτός που νοιάζεται λιγότερο σε μια σχέση είναι ο πιο ισχυρός».

Επίσης το βιβλίο έχει έντονες πολιτικές προεκτάσεις και θίγει ζητήματα και προβλήματα που δεν αφορούν μόνο τον τουρκικό λαό, είναι παγκόσμια, και δυστυχώς, φυσικά, και προβλήματα που εμείς ιδιαίτερα βιώνουμε σήμερα. Μας θυμίζει πόσο ευάλωτοι και αβοήθητοι είμαστε από τη λάθος ενημέρωση, τους λάθος ανθρώπους που στα χέρια τους βρίσκεται η τύχη μας, εδώ και πολλά χρόνια αλλά και τα λάθος πρότυπα και τρόπο ζωής που φροντίζουν να μας επιβάλλουν. Πόσο δυνατοί μπορούμε να είμαστε;

Κάποια κομμάτια που αξίζει να θυμηθούμε:

… – Επειδή κορόϊδευες όλους εμάς, μια ολόκληρη χώρα, ντύνοντας τα ποταπά σχέδιά σου, τις γελοίες φαντασιώσεις σου, τα παράτολμα ψέματά σου με χαριτωμένα αστεία, ευαίσθητες λεπτότητες και εύστοχες κουβέντες και τα πλάσαρες χρόνια και χρόνια σ’ ένα ολόκληρο έθνος, και πρώτα απ’ όλους σε μένα. Όμως τα δικά μου μάτια ανοίξανε πια. Ας ανοίξουν και των άλλων.

… – Όπως γράφεις στα άρθρα σου, πείθεις, αλλά δεν πιστεύεις, κι επειδή δεν πιστεύεις, καταφέρνεις να πείθεις… Ξέρεις τι σημαίνει να καταλαβαίνεις ότι πείθεσαι από αυτούς που δεν πιστεύουν, να ξέρεις ότι αυτοί που σε πείθουν στην ουσία δεν πιστεύουν;

… – Και τότε συνειδητοποίησα πόσο ευτυχισμένος ήμουν που βρισκόμουν μακριά από την αηδιαστική λάσπη της σύγχυσης, μέσα στην οποία το πλήθος, θεωρώντας τη «ζωή» ήθελε να βυθιστώ για τα καλά, να βυθιστούμε όλοι.

… – Γιατί όταν δεν είμαι ο εαυτός μου, γίνομαι αυτός που αυτοί θέλουν να είμαι και καλύτερα να μην είμαι τίποτα και να μην είμαι κανένας, παρά να είμαι ο αφόρητος τύπος, που αυτοί θέλουν να είμαι…

 

Και τα λόγια του συγγραφέα που πρέπει να θυμόμαστε:

– Ζούμε λίγο, βλέπουμε λίγα, ξέρουμε λίγα, τουλάχιστον ας ονειρευόμαστε.

– Γιατί τίποτα δεν είναι τόσο καταπληκτικό όσο η ζωή. Εκτός από το γράψιμο. Εκτός από το γράψιμο, τη μόνη παρηγοριά…

 

* Η Έλενα Σαρακηνού  είναι απόφοιτος του Οικονομικού τμήματος της Νομικής και Συνταξιούχος της Τράπεζας Ελλάδος. Ζει στο Ηράκλειο Κρήτης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top